Μια ηλικιωμένη κυρία καθόταν απέναντί μου στο τρένο τις προάλλες, μόνη. Σε αντίθεση με τις περισσότερες συνομήλικες της, φορούσε ανοιχτά χρώματα˙ γαλάζιο πουκάμισο, λευκό παντελόνι, ενώ τα χέρια της συνοδευόντουσαν από βραχιόλια με διάφορα σχέδια. Σε αντίθεση με τις περισσότερες συνομήλικες της, ήταν μια ηλικιωμένη κυρία που μπορούσες να τη φανταστείς νέα. Αν μη τι άλλο, το γερασμένο πρόσωπο της ήταν το παράξενο κομμάτι της εικόνας, λες και οι ρυτίδες της πρόδιδαν μια αλλόκοτη εξέλιξη που δεν έπρεπε να είχε συμβεί. Λες και κάτι είχε πάει εντελώς στραβά, κάποιος άγγελος δεν είχε κάνει τη δουλειά του, και το κορίτσι ξαφνικά είχε γεράσει.