Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

ΔΙΗΓΗΜΑ: "ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΜΕ ΤΑ ΜΠΑΛΩΜΕΝΑ ΡΟΥΧΑ"!

Της Κατερίνας Λιβιτσάνου- Ντάνου // *

>

Οι μορφές με τα μπαλωμένα ρούχα

Ήταν μεγάλη η χαρά μου, όταν μια βδομάδα μετά το απολυτήριο στρατού μού τηλεφώνησαν και μου είπαν αν ήθελα να εργαστώ ως Μαθηματικός σε σχολείο της Ανατολικής Αττικής. Και αυξημένο παράλληλα το άγχος μου για το πώς θα ξεκινήσω την εκπαιδευτική μου καριέρα, όχι διορισμένος κανονικά (γι’ αυτό είχα ακόμη καιρό), αλλά ως αναπληρωτής. Δεν είχα πολύ χρόνο για σκέψη, έπρεπε να απαντήσω χωρίς να χρονοτριβώ και σε δύο μέρες να παρουσιαστώ, για να αναλάβω υπηρεσία. Δέχτηκα λοιπόν τη θέση, το Γυμνάσιο Παπάγου συγκεκριμένα, ετοίμασα τα λίγα ρούχα που είχα και πήρα το λεωφορείο για Αθήνα. Όλα μου φαίνονταν βουνό, αλλά και μια πρόκληση για νέα ζωή, γιατί τα πράγματα στην επαρχία είναι διαφορετικά, πόσο μάλλον τότε που διορίστηκα.
Έμεινα στο σπίτι ενός φίλου μου για μερικές μέρες. Παρουσιάστηκα και ανέλαβα υπηρεσία, όλα βέβαια ήταν πρωτόγνωρα, αλλά και στην περιοχή Παπάγου πήγαινα με λεωφορείο, αφού δεν είχα αμάξι. Δεν μπορώ να πω, με υποδέχτηκε θερμά η Γυμνασιάρχης και με σύστησε στους καθηγητές του σχολείου, οι οποίοι μου έδωσαν θάρρος και κάποιες οδηγίες για την ύλη και τους μαθητές. Αυτά λοιπόν τα παιδιά, ηλικίας δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ετών, ήταν οι πρώτοι μου μαθητές, όταν πρωτομπήκα στις αίθουσες και άρχισα τη διδασκαλία των Μαθηματικών. Ένα σχολείο οργανωμένο, συγκροτημένοι μαθητές, συνάδελφοι με σεβασμό και ανθρωπιά απέναντί μου. Ήταν όλοι τους μόνιμοι, μεγαλύτεροί μου, εκτός από άλλους δύο αναπληρωτές, μια φιλόλογο και έναν φυσικό. Τον πρώτον καιρό ήμουν πολύ αγχωμένος, προσπαθούσα να προσαρμοστώ στην Αθήνα, βρήκα σπίτι προς Ζωγράφου και χρησιμοποιούσα το λεωφορείο, για να πηγαινοέρχομαι σχολείο. Η συνεργασία μου με τη Διεύθυνση καλή και ένα μήνα μετά την έναρξη των μαθημάτων ενημερώθηκα για τη συγκέντρωση του Συλλόγου γονέων σε απογευματινή ώρα, με σκοπό να γνωρίσουν εμάς τους νέους καθηγητές και να μιλήσουμε για θέματα που μας απασχολούν.
Εκείνη τη μέρα δεν έφυγα από Παπάγου μετά το τέλος των μαθημάτων. Περπατήσαμε με τους άλλους δύο αναπληρωτές ως την πλατεία (κανένας μας δεν είχε δικό του αυτοκίνητο) και περάσαμε το χρόνο μας με φαγητό και καφέ στα όμορφα μαγαζιά που υπήρχαν, αναφέροντας ο καθένας μας στοιχεία από τη ζωή του για καλύτερη γνωριμία. Όταν επιστρέψαμε σχολείο, είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί γονείς, άνδρες και γυναίκες, που κατά τη διάρκεια της συζήτησης μάς καλοδέχτηκαν και μας είπαν να μη διστάσουμε να συνεργαστούμε μαζί τους, για οποιοδήποτε θέμα που έχει σχέση με το σχολείο, για την εύρυθμη λειτουργία του, κυρίως όμως το καλό των παιδιών τους !
“Έχω κάνει ένα πολύ καλό ξεκίνημα, που θα με βοηθήσει να αγαπήσω τη δουλειά μου και τα παιδιά, μακάρι και η συνέχεια να είναι όπως η αρχή” σκεφτόμουν, καθώς προχωρούσα στη στάση του λεωφορείου, μετά το τέλος αυτής της όμορφης συνάντησης. Τότε ήταν που με πλησίασε ένας γκριζομάλλης κύριος, καλοντυμένος και πολύ χαρούμενος. “Άκουσα το επίθετό σας, είστε ο νέος Μαθηματικός του σχολείου, πρέπει να είμαστε πατριώτες! Χαίρομαι πάρα πολύ, που ξεκινάτε την καριέρα σας από μας, βέβαια το άσχημο είναι πως δεν έχετε το τμήμα του γιου μου, αλλά θα ήθελα να γνωριστούμε καλύτερα, αν φυσικά αυτό δε σας πειράζει”. Είχα σταματήσει κι εκείνος μου έδωσε το χέρι. Γιάννης Κ, μου είπε, υπάλληλος στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, από την πατρίδα σου, με έναν γιο στην πρώτη Γυμνασίου. Ανταπέδωσα τη χειραψία. Δε θα ήταν άλλωστε ευγενικό να μην το κάνω. Μιλήσαμε αρκετά, ήμουν λίγο κουρασμένος από το πρωί στο δρόμο, εκείνος όμως επέμεινε πως λίγο πιο κάτω είναι το σπίτι του και θα ήθελε να πάω, να γνωριστούμε καλύτερα και να με περιποιηθούν με τη γυναίκα του. “Αύριο το απόγευμα, αν δε σας πειράζει κι αν έχετε χρόνο, τώρα είναι δύσκολο, πώς θα έρθω άλλωστε έτσι στο σπίτι σας;”. Συμφώνησε, χαιρετηθήκαμε, μπήκα στο λεωφορείο.
Τότε δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα, μου είπε όμως τη διεύθυνση και πήγα. Με περίμενε έξω από το σπίτι, μια μονοκατοικία στην οδό Εφέσου. Κατέβηκα από το λεωφορείο, ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα από τη στάση. Χαιρετηθήκαμε με καλύτερη διάθεση αυτή τη φορά. “Ωραία είστε εδώ, με τους περιποιημένους δρόμους ,τα όμορφα σπίτια και τους κήπους, κυρίως όμως με την ησυχία σας” του είπα. “Όλα σε αυτή τη ζωή είναι σχετικά, αλλά ναι, είμαστε καλύτερα από το κέντρο” μου απάντησε με κάποια στοχαστική διάθεση. Προχωρήσαμε και μπήκαμε σε ένα πολύ περιποιημένο κήπο με πολλά λουλούδια και δένδρα, κυρίως όμως γαρδένιες. Πρώτη φορά είχα δει τόσο πράσινες και αναπτυγμένες γαρδένιες, αλλά πριν προλάβω να τον συγχαρώ για την αισθητική του χώρου, με καλοδέχτηκε η γυναίκα του η Νάγια, μια νέα σχετικά και πολύ περιποιημένη κυρία.
Μπήκαμε στο σπίτι, τι σπίτι αρχοντικό δηλαδή, με μεγάλους χώρους και πολλά αντικείμενα τέχνης. Εκείνο όμως που πραγματικά με θάμπωσε ήταν η πλευρά της τραπεζαρίας δεξιά όπως μπήκαμε! Όλος ο τοίχος καλυμμένος με πίνακες ζωγραφικής : τοπία , αντικείμενα , άνθρωποι κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης! Ξεχώριζαν οι μορφές με τα μπαλωμένα ρούχα: το κοριτσάκι με τα ξανθά μαλλιά και το κουρελιασμένο της φόρεμα, ο νεαρός με τη σκούφια και το δρεπάνι στο χέρι, ο αγρότης με το μπαλωμένο παντελόνι και το αλέτρι, το αγόρι με το χεράκι απλωμένο να ζητιανεύει σε ένα πολυσύχναστο μεγάλο δρόμο, η μάνα με το μωρό στην αγκαλιά, ενώ εκείνο κλαίει στα μπαλωμένα του σπάργανα, τα παιδιά που παίζουν στην αυλή με τα φθαρμένα παντελονάκια και άλλες, που ήταν τοποθετημένες στη μέση, η καθεμιά με την ιστορία της. Χρώματα έντονα, συναισθήματα πολλά, ένας κόσμος ταλαίπωρος, με δίψα για ζωή, ευημερία, αγάπη. Κάπου εκεί έμεινε κολλημένο το βλέμμα μου, αλλά έπρεπε να συνέλθω. Δε ρώτησα κάτι, θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή να μάθω γι’ αυτά τα έργα. Όμως διέκρινα μια ευαισθησία από την πλευρά των ιδιοκτητών.
Είπαμε πολλά εκείνη τη μέρα, για την πατρίδα μας, το γιο τους Λεωνίδα, το σχολείο και γενικά για τη ζωή μας. Μου πρότειναν να έρχομαι σπίτι, για να κάνω μάθημα στο μικρό Λεωνίδα. Δέχτηκα , μιας και δεν ήταν μαθητής μου στο σχολείο, με κάποιους ενδοιασμούς αρχικά, αλλά ήταν αυτός ένας τρόπος να συνεχιστεί η επικοινωνία μας. Με τον καιρό εξελίχτηκε σε πολύ καλή φιλία, που συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Ο μικρός Λεωνίδας μού είχε αδυναμία, με περίμενε και μου πρόσφερε κάθε φορά γαρδένιες από τον κήπο (όταν αυτές ανθοφορούσαν) ή κάποιο άλλο λουλούδι. Κάποιες αργίες ανέβαινα για φαγητό και μετά βγαίναμε και παίζαμε στο μικρό γηπεδάκι του σπιτιού, δίπλα στον κήπο.
Κάποια μέρα ο Γιάννης μού μίλησε για τους πίνακες και συγκεκριμένα για τις μορφές με τα μπαλωμένα ρούχα, λύνοντάς μου όλες τις απορίες . Τον άκουσα με προσοχή και ομολογώ πως με εντυπωσίασαν οι επιλογές του. “ Στην υπηρεσία που δουλεύω γίνονται πολλές εκθέσεις ζωγραφικής και άλλων έργων τέχνης. Αν μου αρέσει κάτι, το αγοράζω και το προσθέτω στη συλλογή μου, με τη συγκατάθεση πάντα της Νάγιας. Έτσι έχουμε στο σπίτι τη δική μας συλλογή, που εμπλουτίζεται, όταν κάτι μας αρέσει υπερβολικά. Όσο για τις μορφές με τα μπαλωμένα ρούχα, αυτές αν πρόσεξες έχουν όλες την ίδια υπογραφή. Αυτό σημαίνει πως ο δημιουργός έχει κάτι το ιδιαίτερο στη ζωή του. Τον γνώρισα κάπου σε έναν παράδρομο της Πανεπιστημίου και αγόρασα το πρώτο του έργο, τον αγρότη με το μπαλωμένο παντελόνι, γιατί θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, τότε που στην πατρίδα μου οι εργάτες της γης φορούσαν ρούχα μπαλωμένα και αγωνίζονταν να επιβιώσουν. Όσο για τον ζωγράφο, μου είπε πως είναι Κύπριος, πως το 1974 έχασε το σπίτι του στην Κύπρο και από τότε περιπλανιέται και ζωγραφίζει. Οι μορφές φοράνε συμβολικά κουρελιασμένα ρούχα ή μπαλωμένα, το δε κοριτσάκι ίσως και να συμβολίζει την πατρίδα του την Κύπρο , που την πλήγωσαν τόσο οι εισβολείς! Μου είπε πως κι αυτός είχε μια κόρη, που μαζί με τη γυναίκα του είναι μεταξύ των αγνοουμένων, πως δεν προσπάθησε ποτέ να ξαναφτιάξει τη ζωή του ! Πως φαντάζεται στο μέλλον τον εαυτό του με τη γυναίκα και την κόρη του στο σπίτι τους, πως ελπίζει να ξαναδεί όσα έχασε! Έχουμε γίνει φίλοι, προσπαθώ να του αλλάξω άποψη, εκείνος δε δέχεται κουβέντα. Ζει και περιμένει την επίλυση του Κυπριακού, την επιστροφή του σπιτιού του, κυρίως όμως μια ευτυχισμένη ζωή με την κόρη και τη γυναίκα του. Κι όσο τα χρόνια περνάνε, τόσο βασανίζεται περισσότερο και ελπίζει κατά το “dum spiro, spero” όπως λέει. Ανοίγεται μαζί μου και μου χαμογελάει, έστω επιφανειακά. Του συμπαραστέκομαι και του πληρώνω κάθε νέο έργο, που με εκφράζει, αλλά νομίζω πως δε γιατρεύονται οι πληγές που ο πόλεμος αφήνει στους ανθρώπους, όπου κι αν αυτός γίνεται, όσο κι αν διαρκεί . Κατάλαβες τώρα , γιατί η εμμονή μου στο θέμα αυτό”. Με συγκίνησε και με προβλημάτισε! “Μακάρι να στεκόμαστε όλοι με ευαισθησία και κατανόηση απέναντι σε τέτοιους πονεμένους συνανθρώπους μας, σε ευχαριστώ για την ενημέρωση που μου έκανες, ήταν το καλύτερο μάθημα που έχω πάρει”, του είπα.
Από τη μέρα εκείνη με το Λεωνίδα έκανα μάθημα στην τραπεζαρία, για να έχω απέναντί μου τους πίνακες και να παρατηρώ λεπτομέρειες στην έκφραση των μορφών. Ήταν χαρούμενος , τα πήγαινε μια χαρά στα Μαθηματικά και οι γονείς του ικανοποιημένοι, που γίναμε πολύ καλοί φίλοι , εκτός από συμπατριώτες που είμαστε. Με το τέλος όμως της σχολικής χρονιάς, τέλειωσε και η συνεργασία μου με το Γυμνάσιο Παπάγου. Από το επόμενο σχολικό έτος δούλεψα επαρχία. Φυσικά ποτέ δεν ξέχασα τα μαθήματα ζωής, που πήρα από τη Διεύθυνση , τους συναδέλφους και τους μαθητές του σχολείου εκείνου στο ξεκίνημα της επαγγελματικής μου ζωής. Όσο για την οικογένεια του Λεωνίδα, ακόμη και τώρα που πολλά έχουν αλλάξει, έχουμε επικοινωνία. Η συλλογή έχει σταματήσει να εμπλουτίζεται, αλλά ποτέ δεν τόλμησα να ρωτήσω τι απέγινε ο Κύπριος δημιουργός των μορφών με τα μπαλωμένα ρούχα. Τις φέρνω όμως έντονα στο μυαλό μου, κάθε φορά που μιλάμε για Κύπρο και κάθε φορά που βλέπω φριχτές εικόνες πολέμου, όπου και αν αυτός συμβαίνει…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: το διήγημα πήρε Αριστείο στο 14ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ 2024, για τα πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΝΥΧΤΑ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΒΑΚΧΙΚΟΝ 2024.

Πηγή: https://www.fractalart.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.