Υπήρξε πέραν πάσης αμφιβολίας ο Θανάσης Βαλτινός ένας πολύ ιδιαίτερος, πολύ βαθύς, πολύ γενναίος αφηγητής. Δεν δίσταζε να ακουμπάει το δάκτυλο στην εθνική πληγή. Παρουσίαζε τους ανθρώπους και τα γεγονότα ως είχαν -όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβανόταν ο ίδιος-, δίχως να καταδέχεται αμβλύνσεις και ωραιοποιήσεις, περιφρονώντας κάθε επίσημη γραμμή είτε της "καταστάσεως" είτε της "αντίστασεως", που θα έλεγε και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος – "οι μεν της καταστάσεως, οι δε της αντιστάσεως, μονάχα οι προθέσεις διαφέρουν…"
Ανήκε ο Βαλτινός σε μια πλειάδα σημαντικών συγγραφέων, που εμφανίστηκαν νεαρότατοι στη δεκαετία του 1950 ή του 1960 και δημιούργησαν μέχρι τον θάνατό τους, πρόωρο ή σε προβεβηκύια ηλικία. Ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Κώστας Ταχτσής, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Αντώνης Σαμαράκης, ο Μάριος Χάκκας, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Κώστας Μουρσελάς, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς… Και κάποιοι πιο απροσδόκητοι, πιό ιδιόρρυθμοι, εκτός του μετεμφυλιακού κλίματος. Ο Νίκος Καχτίτσης, ο Ε.Χ. Γονατάς, ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος. Ο Γιώργος Χειμωνάς.
Όποιος δεν εγκύπτει στην ημεδαπή πεζογραφία ζήτημα εάν έχει διαβάσει ένα βιβλίο από τους μισούς όσων μόλις ανέφερα. Εάν τυγχάνει θεατρόφιλος, θα έχει ίσως δει το "Τρίτο Στεφάνι" στο παλιότερο ή στο πιο πρόσφατο ανέβασμά του. Θα έχει παρακολουθήσει πιθανόν ως τηλεθεατής τα "Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά" σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη. Εάν είναι άνω των πενήντα, θα τον είχε μάλλον αγγίξει ως έφηβο ο μύθος του "Ζ", η βασισμένη αν μη τι άλλο στο μυθιστόρημα του Βασιλικού ταινία του Γαβρά, που είχε κερδίσει και το Όσκαρ. Εάν νοιάζεται για την τραγωδία της καθ’ημάς Αριστεράς, θα έχει ενδιαφερθεί για το "Κιβώτιο". "Ο Εξώστης" όμως και ο "Ήρωας της Γάνδης", τα αριστουργήματα του Νίκου Καχτίτση; "Η Κασσάνδρα και ο Λύκος", η γροθιά στο στομάχι της Μαργαρίτας Καραπάνου; Τα "Μηχανάκια" ακόμα του Κουμανταρέα, ο "Μπιντές" του Χάκκα; Ενδιαφέρουν πλέον έναν πολύ στενό κύκλο μυημένων. Παραμένουν διαμάντια, τα απολαμβάνουν όμως ολοένα και λιγότεροι…
"Αυτή είναι η μοίρα της λογοτεχνίας. Να αφορά μια ισχνή μειοψηφία" θα έλεγε κάποιος. Θα είχε εντελώς λάθος.
Κατά τον 19ο αιώνα, τον χρυσό αιώνα του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, ο Ντοστογιέφσκι και ο Τολστόι και ο Μπαλζάκ και ο Σταντάλ διαβάζονταν ευρύτατα, έδιναν με τις αφηγήσεις τους τόνο στις κοινωνίες τους. Τα ποσοστά -θα πείτε- του αναλφαβητισμού ήταν τότε τεράστια. Σύμφωνοι. Όσοι όμως ήξεραν γράμματα συναρπάζονταν με τον "Πόλεμο και Ειρήνη". Ψυχαγωγούνταν και αναστοχάζονταν με την "Ανθρώπινη Κωμωδία". Συγκλονίζονταν με το "Έγκλημα και Τιμωρία", σκανδαλίζονταν με την "Μαντάμ Μποβαρύ". Δεν υπήρχε ακόμα -θα παρατηρήσετε- κινηματογράφος, τηλεόραση, πόσω δε μάλλον διαδίκτυο. Το διάβασμα αποτελούσε μια από τις ελάχιστες ποιοτικές μορφές διασκέδασης, πόσω δε μάλλον που συνηθιζόταν τα μυθιστορήματα να δημοσιεύονται σε συνέχειες, σε εφημερίδες και περιοδικά.
Το εκτόπισαν, το περιθωριοποίησαν οι ταινίες και τα σήριαλ; Ουδόλως. "Ο Μεγάλος Γκάτσμπι" του Φιτζέραλντ έγινε το αγαπημένο ανάγνωσμα των Αμερικάνων φαντάρων στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τον "Φύλακα στη Σίκαλη" του Σάλιντζερ ταυτίστηκαν εκατομμύρια έφηβοι ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού. Το "Less than Zero” του Μπρετ Ήστον Έλλις αποκάλυψε το υπαρξιακό κενό των χρυσών παιδιών της δεκαετίας του 1980. Την ίδια εποχή που την Ευρώπη, τη Δύση γενικά, συντάρασσε ο Μίλαν Κούντερα με την "Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι" - είχε προηγηθεί το "Αστείο" του, η πιο πικρή διακωμώδηση του "υπαρκτού σοσιαλισμού".
Οι μεγάλοι συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής διαθέτουν στον τόπο τους αίγλη ηρώων. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές παραμένει ο λατρεμένος "Γκάμπο" των ισπανόφωνων - όταν πέθανε, ο πρόεδρος της Κολομβίας δεν δίστασε να τον ονομάσει τον σημαντικότερο Κολομβιανό όλων των εποχών. Οι Περουβιάνοι τρέφουν αντίστοιχο θαυμασμό για τον δικό τους, τον Μάριο Βάργκας Λιόσα κι ας μην τον ψήφισαν για Πρόεδρο της Δημοκρατίας το 1990.
Εμείς -πιθανόν να αντιτείνετε- ποτέ δεν είχαμε τόσο εγκάρδια σχέση με τη λογοτεχνία. Ούτε αυτό ισχύει. Η κηδεία του Αχιλλέως Παράσχου, ελάσσονος πλην βροντόφωνου μα και ρεμβαστικού ποιητή, ήταν η πιο πάνδημη που είχε γίνει έως τότε στη νεότερη Ελλάδα. Είκοσι λόγοι εκφωνήθηκαν παρουσία του Βασιλέως Γεωργίου. Στα εικοσιπεντάχρονα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, το 1908, οργανώθηκε μεγάλη τιμητική εκδήλωση στον "Παρνασσό" - άσχετο που ο ίδιος δεν παρέστη. Ο Κωστής Παλαμάς εθεωρείτο ο πατέρας του Έθνους, οι ποιητικές συνθέσεις του προαναγγέλλουν, εμπνέουν και απηχούν την εποποιία του Ελευθερίου Βενιζέλου από το 1910 μέχρι τη Συνθήκη των Σεβρών.
Ποιος είναι ο τελευταίος μας συγγραφέας που γνώρισε -και γνωρίζει- παλλαϊκή αναγνώριση; Ο Νίκος Καζαντζάκης. Ποιός -παρά τις βολές του εγχώριου woke κινήματος, των νεοφεμινιστριών και των σοφολογιότατων- εξακολουθεί να διαβάζεται με πάθος; Ο Μ. Καραγάτσης.
Γιατί η λογοτεχνία δεν νοηματοδοτεί πλέον (καλά-καλά ούτε καν το αποπειράται) τις ζωές των Ελλήνων;
Η πιο απλή εικασία είναι ότι την έχει εδώ και δεκαετίες αντικαταστήσει το τραγούδι. Πράγματι, από τον καιρό του Μάρκου Βαμβακάρη, οι μικροί και οι μεγάλοι καημοί αντανακλούνταν, εκφράζονταν με αυτό το τρίλεπτο αμάλγαμα μουσικής και λέξεων που στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά και αν διαθέτει βάθος και στη σκέψη. Στο "Ακρογιαλιές Δειλινά" του Τσιτσάνη, το κορίτσι που σαν ίσκιος πλανιέται στην έρημη γη είναι η ίδια η Ελλάδα. Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε την υψηλή ποίηση και την πρόσφερε στον λαό, έγινε έτσι ένας δεύτερος πατέρας του Έθνους, το δίπολό του με τον Μάνο Χατζιδάκι έχει κάτι από το δίπολο Παλαμάς-Καβάφης… Ο πιο ενδιαφέρων κατά τη γνώμη μου, ο πιο επιδραστικός σίγουρα ποιητής των τελευταίων πενήντα ετών είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο ίδιος διαβάζει με μανία μυθιστορήματα -και ο Μίκης διάβαζε αχόρταγα-, ποιό μυθιστόρημα όμως μπορεί να φτάσει στην πύκνωση των δικών τους έργων;
Προσωπικά εάν δεν πίστευα ότι το μυθιστόρημα έχει τη δύναμη να φωτίσει την ίδια τη ζωή, να την ξεδιπλώσει σε όλες -και στις πιο κρυφές- πτυχές της, θα είχα αλλάξει δουλειά. Άμα δεν έτρεφα βαθύτατο σεβασμό, ενίοτε και δέος, προς τους ομότεχνους μου που προηγήθηκαν, θα ήμουν κύμβαλον αλαλάζον. Γράφοντας όμως, και ας εμπεριέχεις τα διαβάσματά σου, πρέπει να νοιώθεις ότι ξεκινάς κάθε φορά από το μηδέν. Να μην κινείσαι από φιλοδοξία. Να δονείσαι από ανάγκη να μεταγγίσεις την ανθρώπινη κατάσταση σε λέξεις. Σε σελίδες.
Ξέρω, νομίζω, μετά από σαράντα χρόνια γράψε-σβήσε, τουλάχιστον τι δεν πρέπει να κάνεις.
Δεν πρέπει αενάως να αμπελοψυχαναλύεσαι, για την ακρίβεια κάτι τέτοιο συγχωρείται μόνο στο πρώτο σου βιβλίο. Άμα σε απασχολεί ο αφαλός σου περισσότερο από τον διπλανό σου, τα κείμενά σου θα συγκινούν αποκλειστικά εσένα. Απαγορεύεται να κλείνεσαι στο καβούκι σου ή να περιχαρακώνεσαι στο συνάφι σου. Πάσχεις από αγοραφοβία; Καταπολέμησέ την. Να τρίβεσαι με τον κόσμο, να ακούς, να βλέπεις, να αναπνέεις όποιον έχεις κάθε στιγμή απέναντί σου. Να διαθέτεις μια αδηφάγα περιέργεια, να μην αδιαφορείς για κανέναν και για τίποτα. Η οποιασδήποτε μορφής ιδεοληψία είναι καταστροφική. Όπως και το να συχνάζεις αποκλειστικά σε θεάματα και ακροάματα "υψηλής αισθητικής" και να κρίνεις ό,τι το ευπώλητο ως a priori χαμηλής ποιότητας. Ξερίζωσε από μέσα σου και το ύστατο ψήγμα σνομπισμού. Μην το ξεχνάς στιγμή: η μεγαλύτερη πρόκληση, το ακριβότερο βραβείο είναι να αγγίξεις με τα γραπτά σου τον γείτονά σου, την κυρία στο σούπερ μάρκετ, τον συνεπιβάτη σου στο μετρό. Κάνοντας παραχωρήσεις για να αρέσεις; Κάθε άλλο. Όπως στον έρωτα έτσι και στην τέχνη, μονάχα επινοώντας τον εαυτό σου και εκθέτοντας τον αφτιασίδωτο έχεις ελπίδα.
Ευνοείται -ανέκαθεν συνέβαινε- από τους σοφολογιώτατους μια ψωρο-ελιτίστικη νοοτροπία. Μια δονκιχωτική υπεροψία. Την κολλάνε σαν ρετσινιά και στους μεγάλους απελθόντες. Παρουσιάζουν τον Παπαδιαμάντη εξαϋλωμένο, κοσμοκαλόγερο και όχι ως τύπο της μπακαλοταβέρνας, των φτωχών απολαύσεων και των πνιγμένων πόθων και παθών. Αποσιωπούν ότι ιερά συγγραφικά τέρατα σαν τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και τον Βασίλη Βασιλικό έζησαν κι έδρασαν στην αγορά, κυνηγώντας την επιτυχία, το "σουξέ" που έλεγε κι ο Τσιτσάνης.
"Πώς να συλλάβω" θα ρωτήσεις "τη σημερινή πραγματικότητα, τη χαωμένη, την κατακερματισμένη; Μια κοινωνία που διαρκώς σκρολάρει, που τείνει να συναντιέται μόνο στα σόσιαλ μίντια, που ο συνεκτικός ιστός της αποσαθρώνεται, μπορεί να προσφέρει πρώτη ύλη για μυθιστόρημα; Το έχει εξάλλου ανάγκη, το αποζητά; Αφού οδεύει με τα χίλια προς την αφασία. Προς το τίποτα…"
Ακόμα και αν συμφωνούσα μαζί σου -που δεν συμφωνώ-, θα σου απαντούσα παραφράζοντας τους στίχους του Νίκου Πορτοκάλογλου. "Αν τίποτα δεν έδωσε σε εμάς ιστορία, αυτό το τίποτα να εκφράσεις και να εκφραστείς. Είναι η μόνη ευκαιρία που έχεις στη ζωή…"
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πηγή: https://www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.