Γράφει η Αναστασία Κάτσικα // *

Αν ονειρευτείτε μαργαρίτες
Όλοι γύριζαν το κεφάλι και την κοίταζαν. Μικροί, μεγάλοι. Κάθε μέρα. Από τότε που η μάνα της έμεινε στο σπίτι κι ανέλαβε εκείνη το πόστο, οι πελάτες πολλαπλασιάστηκαν. Όλοι όσοι περνούσαν από μπροστά της σταματούσαν. Οι περισσότεροι κάτι ψώνιζαν. Ακόμα κι αυτοί που περπατούσαν στο απέναντι πεζοδρόμιο, κοντοστέκονταν. Και οι μαγαζάτορες της γειτονιάς τη χάζευαν. Εκείνη καθισμένη στο ψηλό σκαμνί μ’ ένα σφίξιμο στα χείλια κοίταζε ψηλά και μακριά. Το τετράγωνο άνοιγμα στο γυαλί που την προστάτευε από τη σκόνη και τ’ αδιάκριτα χέρια σχημάτιζε μια δεύτερη κορνίζα γύρω από το πρόσωπό της. Την πρώτη τη σχημάτιζαν τα πολλά μαύρα μαλλιά της. Τις δουλειές έξω από το περίπτερο, της έκανε πάντα νωρίς το πρωί. Αφού σήκωνε τα ρολά, ξεσκόνιζε με το ασπρόμαυρο φτερό τα ψιλολόγια που βρίσκονταν στο μπροστινό μέρος μέσα σε μικρά ή μεγαλύτερα κουτιά. Τακτοποιούσε τις τσίχλες, τις καραμέλες, τις σοκολάτες και τους αναπτήρες που όλο έγερναν και παράσερναν τους μπροστινούς και τους διπλανούς σχηματίζοντας ένα χρωματιστό σωρό και μια αταξία στον πάγκο της. Χώριζε τις εφημερίδες που τις είχε παρατήσει ο διανομέας στο πεζοδρόμιο δεμένες μ’ ένα χοντρό σκοινί. Γέμιζε τα ψυγεία με νερά, αναψυκτικά και χυμούς. Άφηνε τελευταία τα καφετιά κουτιά με το σοκολατούχο γάλα. Διάλεγε ένα, το σκούπιζε με το μανίκι της για να φύγει η υγρασία που είχε καθίσει πάνω του και το ρουφούσε με μισόκλειστα μάτια. Ήταν το πρωινό της και το μεσημεριανό. Το ίδιο κουτί το έβρισκε παλιά στο ψυγείο, τα μεσημέρια, όταν γύριζε απ’ το σχολείο και το σπίτι ήταν άδειο. Το βράδυ, αργά, έτρωγε αυτά που της έβαζε στο τραπέζι η μάνα της. Παλιά, όταν δούλευε στο πόστο ο πατέρας, πηγαινοέρχονταν γεμάτα μεταλλικά ή πλαστικά κουτιά. Για τα παγωτά αδιαφορούσε. Έκαναν τα δόντια της να πονάνε. Μόλις τέλειωνε το γάλα σκαρφάλωνε στο ψηλό ξύλινο σκαμνί.
Σήμερα ξεκίνησε μουδιασμένη από το σπίτι. Έκλεισε γρήγορα πίσω της την πόρτα χωρίς ν’ απαντήσει στις φωνές του πατέρα και στις γκρίνιες της μάνας. Ακόμα νομίζει ότι σφίγγει στα χέρια της το μάτσο με τις μαργαρίτες. Χθες το βράδυ βρέθηκε να περπατάει για ώρες σ’ ένα χωράφι με οξιές κι άλλα δέντρα που δεν τα αναγνώρισε. Είχε όλα τα απαραίτητα μαζί της. Μαχαίρι, τσεκούρι, σκοινιά , φακό και πολλούς αναπτήρες που όταν έπεσαν από την τσέπη της σχημάτισαν ένα χρωματιστό βουναλάκι στο χώμα. Περπατούσε χωρίς να βρίσκει το μονοπάτι. Κάθε τόσο έσκυβε κι έκοβε μια μαργαρίτα από τις πολλές που φύτρωναν εκεί γύρω αν και ήταν ακόμα χειμώνας. Το χωράφι κατέληγε σ’ ένα βάραθρο σκοτεινό κι απειλητικό που άχνιζε από τη δροσιά και την πρωινή πάχνη. Δυο φορές πήγε να πέσει αλλά κρατήθηκε την τελευταία στιγμή από κάτι ξερόκλαδα. Το μπουκέτο στην αγκαλιά της όλο μεγάλωνε και ψήλωνε κι έκρυβε το λιγοστό φως. Νομίζει ότι σε κάποιον ήθελε να το προσφέρει. Αλλά αυτό όλο και μεγάλωνε και ψήλωνε κι έβγαζε αγκάθια και δεν την άφηνε να δει αυτόν που ερχόταν προς το μέρος της. Άργησε να ξυπνήσει. Όταν άνοιξε τα μάτια της μισοχαμένη κι ιδρωμένη, έψαξε γύρω της για μαργαρίτες. Ύστερα ντύθηκε κι έφυγε βιαστικά. Θυμήθηκε τον Ονειροκρίτη που είχε κρύψει ανάμεσα στα χθεσινά περιοδικά.
Πρώτη φορά δεν ξεσκόνισε με τα ασπρόμαυρο φτερό. Το παράτησε πάνω στο ψυγείο με τα παγωτά. Οι τσίχλες και οι καραμέλες έχασαν το γυαλιστερό τους χρώμα και οι σοκολάτες τη γλύκα τους. Εξυπηρετούσε τους πελάτες βιαστικά κι απρόσεχτα. Έδινε λάθος ρέστα. Άργησε πολύ να ταχτοποιήσει τα πακέτα με τα τσιγάρα που της έφερε ο ίδιος ο χοντρέμπορος με το γαλάζιο κουστούμι και τη γαλάζια γραβάτα. Έδιωξε ανυπόμονα τον καπνό από το αμερικάνικο τσιγάρο του που σκέπασε ξαφνικά το πρόσωπό της. Δεν μπόρεσε να διώξει εύκολα τα δάχτυλά του με τα χοντρά χρυσά δαχτυλίδια από τα μπράτσα και τα μαλλιά της. Κάποιοι νεαροί με σηκωμένες τις κουκούλες κοίταζαν τα χέρια του, τα χέρια της, το περίπτερο. Δεν πλησίασαν. Όλη αυτήν την ώρα ο Ονειροκρίτης ήταν κρυμμένος κάτω από το κεντημένο μαξιλάρι που σκέπαζε το μαδημένο ψάθινο κάθισμα του ξύλινου σκαμνιού. Κατάφερε να τον βγάλει αργά το βράδυ, λίγο πριν έρθει η ώρα για να κατεβάσει τα ρολά. Οι νεαροί ακόμα κοίταζαν. Άρχισαν να μιλάνε ψιθυριστά γύρω από μια παρατημένη βέσπα. Τον ξεφύλλισε. Τα φώτα του δρόμου δεν την βοήθησαν να βρει αυτό που έψαχνε. Άναψε τον φακό που έκρυβε στο συρτάρι. Η πίσω πόρτα άνοιξε απότομα. Το κεφάλι της χτύπησε πρώτα στο ανοιχτό συρτάρι κι ύστερα στα κιβώτια με τα αναψυκτικά που στριμώχνονταν στο πάτωμα. Το σκαμνί αναποδογύρισε. Ο Ονειροκρίτης έμεινε ανοιχτός στο γράμμα Μ.
Αν ονειρευτείτε ένα μάτσο μαργαρίτες, είναι σημάδι πίκρας.
Αν ονειρευτείτε μαργαρίτες εκτός εποχής, κάποιο κακό θα σας βρει με τη μια ή την άλλη μορφή.
Αν δείτε πως μαζεύετε μαργαρίτες θα στενοχωρηθείτε πολύ.
Αν δείτε στον ύπνο σας ένα μπουκέτο μαργαρίτες ολόδροσες κι ολόφρεσκες σίγουρα θα κλάψετε.
Το όνειρο σας προειδοποιεί να πάψετε να έχετε ελπίδες.
*Η Αναστασία Κάτσικα γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι δασκάλα και διδάσκει στα Βριλήσσια, σε δημόσιο σχολείο. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και έχουν βραβευτεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς. Το πρώτο της βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο ΚΙΤΡΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ενύπνιον.
Πηγή: https://www.fractalart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.