Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

ΦΛΟΥΔΕΣ ΧΡΥΣΟΥ!

Του Χρήστου Χωμενίδη

Όταν ήμουν παιδί παράκουγα -όπως όλοι μας- κάποιους στίχους τραγουδιών και έπλαθα δικά μου νοήματα. Στους αριστουργηματικούς "Αχαρνής" του Σαββόπουλου, που τους πρωτάκουσα στην πέμπτη δημοτικού, οι στίχοι "μούσα καρβουναρού, θράκα μου πυρωμένη, σπιθίτσα φουντωμένη με αναπνοές τρελού..." έφταναν στα αυτιά μου ως "… σπιθίτσα φουντωμένη μες απ’το Ερζερούμ...". Το οποίο Ερζερούμ είχα μάλλον ακούσει από τον μικρασιάτη παππού μου. Το λάθος μου απεδείχθη σε βάθος χρόνου προφητικό. Στην πόλη Ερζερούμ, στα βάθη της Τουρκίας, γεννήθηκε το 1983 ο Νουσρέρ Γκιοκτσέ. Γιός εργάτη ορυχείων, κουρδικής καταγωγής, ο Νουσρέρ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο σε ηλικία έντεκα χρονών και να μπει βοηθός σε κρεοπωλείο. Επρόκειτο ωστόσο για σπιθίτσα, η οποία φούντωσε ταχύτατα. Από την επαρχία στην Κωνσταντινούπολη κι έπειτα στην Αμερική. Από το χασάπικο στα εστιατόρια. Από Νουσρέρ, "Salt Bae”. Διεθνής διασημότης της γαστριμαργίας. Ιδιοκτήτης αλυσίδας ναών της γεύσης.
Τι κάνει ο "Salt Bae”; Τεμαχίζει το κρέας κατά τον "οθωμανικό" -όπως ο ίδιος τον έχει ονομάσει- τρόπο. Το τυλίγει ενίοτε σε φλούδες βρώσιμου χρυσού. Και το αλατίζει αυτοπροσώπως, ενώπιον των πελατών του. Κάθε πρέζα αλατιού που κατευθύνεται από τα δάχτυλά του στο ζουμερό κοψίδι εκτοξεύει την τιμή του. Φτάνει η μπριζόλα να χρεώνεται και πεντακόσια και χίλια πεντακόσια δολάρια. Ο "Salt Bae” έχει ύφος μάγου. Ιερουργεί στα είκοσι και πλέον στέκια του. Και ασφαλώς στο Instagram, όπου έχει αναρίθμητους ακόλουθους.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Νουσρέρ Γκιοκτσέ είναι δαιμόνιος, διαόλου κάλτσα, από τα αλάνια εκείνα που ξεκινούν από την έσχατη φτώχεια και αρπάζουν τη ζωή από τα κέρατα. Αλλού έγκειται το ερώτημα: πόσο βλαξ πρέπει να είναι κάποιος για να τον πληρώνει; Για να ακουμπάει στη χούφτα του έναν -ή και περισσότερους- μισθούς μικρομεσαίου υπαλλήλου και να αισθάνεται από πάνω και ευγνώμων που απήλαυσε μια τέτοια εμπειρία;
Τόσο βλαξ, όσο εκείνοι που προπληρώνουν δέκα χιλιάδες ευρώ για μια κράτηση των τεσσάρων ατόμων σε "hot” εστιατόριο κοσμικού νησιού. Που σκάνε πεντακοσάρικα για νοικιάσουν μια ξαπλώστρα (κοτζάμ διπλό κρεββάτι, για να λέμε την αλήθεια, τουρκομπαρόκ αισθητικής) παρά θιν αλλός. Που θεωρούν εμπειρία ζωής -και καταξίωση υπέρτατη συνάμα- το να λούσουν τον αγαπημένο τους τραγουδιστή με σαμπάνια και να βγάλουν μαζί του μια σέλφι. Ο τραγουδιστής χαμογελάει εγκάρδια, τους αγκαλιάζει από τον ώμο τρυφερά –μπράβο, μαγκιά του!–, με τα όσα ενθυλακώνει πλέον ή βέβαιον ότι υποστηρίζει συγγενείς και καρντάσια από την παιδική του γειτονιά. Όπως και να αμειφθεί εξάλλου ο αοιδός της σήμερον, δεν πρόκειται να φτάσει το κασέ του Σταμάτη Κόκκοτα, τον οποίον μετέφερε ο Ωνάσης με ελικόπτερο στον Σκορπιό και τον έβαζε να του λέει και δύο και τρεις και δεκατρείς φορές το "Γιέ μου"...
Ο Ωνάσης ήταν συντετριμμένος, ράκος από τον χαμό του γιού του Αλέξανδρου. Οι "χουβαρντάδες" των καιρών μας διαγκωνίζονται απλώς σε ανοησία. Προκαλώντας ανερυθρίαστα το ριζικό τους.
Ουδείς συγκροτημένος άνθρωπος, κανένας που έχει κοπιάσει για να αποκτήσει ή για να διατηρήσει μία περίβλεπτη έως και αμύθητη περιουσία, δεν περιφρονεί το χρήμα. Τουναντίον. Ξέρει απολύτως, είτε από εμπειρία είτε από ανατροφή, τι τέχνη-τύχη-τόλμη απαιτείται για να θριαμβεύσεις οικονομικά. Έχει συνείδηση επίσης ότι οι ψυχοχαράδρες, τα βαθιά τραύματα, τα συμπλέγματα μειονεξίας δεν θεραπεύονται με αλόγιστες, φιγουρατζίδικες σπατάλες. Προτιμότερο, στην ανάγκη, να πληρώσεις έναν ειδικό ψυχικής υγείας.
Είναι οι σοβαροί πλούσιοι σφιχτοχέρηδες; Έχουν πλήρη συνείδηση, θα έλεγα, πού ξοδεύουν τι και γιατί. Συχνότατα γλεντούν. Κερνούν τους φίλους τους. Χορηγούν καλλιτέχνες. Κάνουν το κέφι, το μεράκι τους ή σώζουν την ψυχή τους χρηματοδοτώντας ευαγή ιδρύματα. Ακόμα και στηρίζοντας αθλητικές ομάδες. Τόσο κορόιδα εντούτοις ώστε να χρυσώνουν έναν Κούρδο ψήστη ή ένα μπιτσόμπαρο; Ούτε κατά διάνοια!
Ποιοι λιάζονται συνεπώς στις ξαπλώστρες-οντάδες; Ποιοί καταβρέχουν αλόγιστα τις πίστες με σαμπάνιες με την ηδονή νηπίου αγοριού, το οποίο για πρώτη φορά ουρεί μόνο του; Οι τυχάρπαστοι. Οι τρεχαγυρευόπουλοι της κοινωνίας και της αγοράς, που για ένα ή για δύο τέρμινα τα κατάφεραν, έκαναν μπάζα, λίγδωσε το αντεράκι τους. Και είπαν να το διαλαλήσουν.
΄Εχουμε ξαναδεί τέτοια φυράματα. Τον καιρό της αστακομακαρονάδας. Όταν παρήλαυναν στο Κολωνάκι με την ψευδαίσθηση ότι βολτάρουν στο Μανχάταν. Όταν αγόραζαν "λάιφ-στάιλ" περιοδικά με σκοπό να βάζουν μοντέλα στα εξώφυλλα ώστε εν συνεχεία να τα οδηγήσουν στα κρεβάτια τους. Τους είδαμε και μετά το 2010, ύστερα από τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους. Να περιφέρονται φαληρημένοι, ξεπουπουλιασμένοι. Ή να έχουν βγάλει το κομπόδεμά τους στο εξωτερικό και να προπαγανδίζουν την επιστροφή της χώρας στη δραχμή, σχεδιάζοντας σαν τους μαυραγορίτες να αποκτήσουν μπιρ-παρά ό,τι θα τους γυάλιζε μέσα στα ερείπια. Δεν τους πέρασε.
Είναι τόσο πολλές αυτές οι φλούδες χρυσού, ώστε να καταστρέψουν τα νησιά μας; Ειλικρινά δεν το πιστεύω. Πρόκειται άλλωστε για όντα μιμητικά – πιθηκίζουν φανατικά την κάθε μόδα μα δεν τη δημιουργούν. Οι μόδες αλλάζουν συχνότατα. Ήδη φέτος, μαθαίνω, η προσέλευση στη Μύκονο είναι πολύ χαμηλότερη των προβλέψεων. Τα κάθε λογής υπερπολυτελή "resort”, τα παλατάκια στην άμμο και στα βράχια, έχουν αρχίσει να πάσχουν από έλλειψη πελατείας. Το διεθνές τζετ-σετ αποστρέφεται το νεόπλουτο γιουσουρούμ.
Το "κίνημα της πετσέτας" αποτελεί μια υγιέστατη αντίδραση. Δεν θα χρειαστεί εντούτοις να δώσει καμιά κρίσιμη μάχη. Οι φλούδες χρυσού θα σκορπίσουν από μόνες τους.

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

Πηγή: https://www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.