Του Παντελή Μπουκάλα
Από το 2009, όπως επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ; Από το 2004, όπως θα ήθελε το ΠΑΣΟΚ; Ή από το 1981, όπως θα επιθυμούσε η Ν.Δ.;
Η χρονική αφετηρία διερεύνησης των πολιτικών ευθυνών που οδήγησαν τη χώρα στη μνημονιακή μέγγενη συναρτάται ευθέως με την πολιτική αφετηρία κάθε κομματικού σχηματισμού· με τις βλέψεις του, ρητές και άρρητες, θεμιτές και μη. Για να προτείνουν τη διεύρυνση ή τη σμίκρυνση του χρονικού πεδίου οι αντιτιθέμενες πλευρές χρησιμοποιούν εθιμοτυπικά τα ίδια κλισέ, που ανήκουν στην κατηγορία των πιο ξεθυμασμένων, τόσο που η επίκλησή τους, αντί να πείθει, έχει αρχίσει προ πολλού να προκαλεί μελαγχολία: «για να λάμψει η αλήθεια», «για να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο» κ.τ.λ. Εκτός αυτών των στερεοτύπων, όμως, τίποτε άλλο κοινό δεν υπάρχει, και δεν υπήρξε ποτέ. Γι’ αυτό και η ώς τώρα ιστορία των εξεταστικών επιτροπών είναι απογοητευτική και καμιά προσδοκία δεν μπορεί να βασιστεί πάνω της. Η λογική που διέπει τη λειτουργία τους υποβαθμίζει την ιστορική αλήθεια σε απλό αριθμητικό γεγονός, εξαρτώντας την απολύτως από τον συσχετισμό δυνάμεων, δηλαδή από ένα μέγεθος περιστασιακό και ανατρέψιμο. Ως εκ τούτου, αναδεικνύονται όσα στοιχεία θα επικυρώσουν ήδη εκπονημένα σενάρια και όχι όσα θα έφερναν νέες πτυχές στο φως, θέτοντας, όμως, σε κίνδυνο τις ήδη σχηματισμένες πεποιθήσεις. Το μοιραίο αποτέλεσμα είναι να παράγονται κάθε φορά δύο, τρία ή και τέσσερα πορίσματα, τα οποία δεν διαφέρουν σε τίποτε το ουσιώδες από τις εξαρχής κατατεθειμένες κομματικές απόψεις. Η πρόληψη του ζητουμένου στην αποκορύφωσή της, αφού ό,τι παρουσιάζεται σαν συνέπεια των ενδελεχών ερευνών έχει συνταχθεί εκ των προτέρων, με στόχο να τις χειραγωγήσει. Ετσι, όμως, δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα επιτευχθεί το άκρως απαραίτητο· ότι, δηλαδή, θα θεραπευτούν οι βαριές πληγές του πολιτικού συστήματος και του Κοινοβουλίου και θα υπάρξουν καλύτερες μέρες για την αξιοπιστία και το κύρος τους. Σίγουρα, πάντως, την εικόνα της Βουλής δεν την προστατεύουν κινήσεις όπως η προχθεσινή της προέδρου της: η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου απαξίωσε να προσκαλέσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση της επιτροπής λογιστικού ελέγχου του χρέους. Φαλκίδευσε έτσι η ίδια, άγνωστο γιατί, τη σημασία ενός γεγονότος που με άλλους όρους θα ήταν σπουδαιότατο. Η εξεταστική επιτροπή για τα Μνημόνια έχει να διερευνήσει το πώς η Ελλάδα υποχρεώθηκε – έπειτα από σωρεία λαθεμένων χειρισμών– να εκχωρήσει τμήμα της εθνικής της κυριαρχίας, όπως επίσημα ομολογήθηκε. Και, δίκην ανταλλάγματος, να συμφωνήσει σε ένα πρόγραμμα που εξουθένωσε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, δίχως να ικανοποιήσει ούτε καν τους αριθμούς, αφού σχεδόν όλα τα μεγέθη πήραν αρνητική τροπή (ανεργία, ύφεση, φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό). Επί της ουσίας, δηλαδή, η Βουλή έχει να διερευνήσει την ιδεολογική και ηθική ήττα ενός συστήματος που, για να αυτοσυντηρηθεί, λειτουργούσε πρωτευόντως ως πελατειακό. Η αυτοκάθαρση είναι αναγκαία. Για να γίνει όμως και εφικτή, πρέπει πρώτα να γίνει επιθυμητή.
Η χρονική αφετηρία διερεύνησης των πολιτικών ευθυνών που οδήγησαν τη χώρα στη μνημονιακή μέγγενη συναρτάται ευθέως με την πολιτική αφετηρία κάθε κομματικού σχηματισμού· με τις βλέψεις του, ρητές και άρρητες, θεμιτές και μη. Για να προτείνουν τη διεύρυνση ή τη σμίκρυνση του χρονικού πεδίου οι αντιτιθέμενες πλευρές χρησιμοποιούν εθιμοτυπικά τα ίδια κλισέ, που ανήκουν στην κατηγορία των πιο ξεθυμασμένων, τόσο που η επίκλησή τους, αντί να πείθει, έχει αρχίσει προ πολλού να προκαλεί μελαγχολία: «για να λάμψει η αλήθεια», «για να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο» κ.τ.λ. Εκτός αυτών των στερεοτύπων, όμως, τίποτε άλλο κοινό δεν υπάρχει, και δεν υπήρξε ποτέ. Γι’ αυτό και η ώς τώρα ιστορία των εξεταστικών επιτροπών είναι απογοητευτική και καμιά προσδοκία δεν μπορεί να βασιστεί πάνω της. Η λογική που διέπει τη λειτουργία τους υποβαθμίζει την ιστορική αλήθεια σε απλό αριθμητικό γεγονός, εξαρτώντας την απολύτως από τον συσχετισμό δυνάμεων, δηλαδή από ένα μέγεθος περιστασιακό και ανατρέψιμο. Ως εκ τούτου, αναδεικνύονται όσα στοιχεία θα επικυρώσουν ήδη εκπονημένα σενάρια και όχι όσα θα έφερναν νέες πτυχές στο φως, θέτοντας, όμως, σε κίνδυνο τις ήδη σχηματισμένες πεποιθήσεις. Το μοιραίο αποτέλεσμα είναι να παράγονται κάθε φορά δύο, τρία ή και τέσσερα πορίσματα, τα οποία δεν διαφέρουν σε τίποτε το ουσιώδες από τις εξαρχής κατατεθειμένες κομματικές απόψεις. Η πρόληψη του ζητουμένου στην αποκορύφωσή της, αφού ό,τι παρουσιάζεται σαν συνέπεια των ενδελεχών ερευνών έχει συνταχθεί εκ των προτέρων, με στόχο να τις χειραγωγήσει. Ετσι, όμως, δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα επιτευχθεί το άκρως απαραίτητο· ότι, δηλαδή, θα θεραπευτούν οι βαριές πληγές του πολιτικού συστήματος και του Κοινοβουλίου και θα υπάρξουν καλύτερες μέρες για την αξιοπιστία και το κύρος τους. Σίγουρα, πάντως, την εικόνα της Βουλής δεν την προστατεύουν κινήσεις όπως η προχθεσινή της προέδρου της: η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου απαξίωσε να προσκαλέσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση της επιτροπής λογιστικού ελέγχου του χρέους. Φαλκίδευσε έτσι η ίδια, άγνωστο γιατί, τη σημασία ενός γεγονότος που με άλλους όρους θα ήταν σπουδαιότατο. Η εξεταστική επιτροπή για τα Μνημόνια έχει να διερευνήσει το πώς η Ελλάδα υποχρεώθηκε – έπειτα από σωρεία λαθεμένων χειρισμών– να εκχωρήσει τμήμα της εθνικής της κυριαρχίας, όπως επίσημα ομολογήθηκε. Και, δίκην ανταλλάγματος, να συμφωνήσει σε ένα πρόγραμμα που εξουθένωσε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, δίχως να ικανοποιήσει ούτε καν τους αριθμούς, αφού σχεδόν όλα τα μεγέθη πήραν αρνητική τροπή (ανεργία, ύφεση, φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό). Επί της ουσίας, δηλαδή, η Βουλή έχει να διερευνήσει την ιδεολογική και ηθική ήττα ενός συστήματος που, για να αυτοσυντηρηθεί, λειτουργούσε πρωτευόντως ως πελατειακό. Η αυτοκάθαρση είναι αναγκαία. Για να γίνει όμως και εφικτή, πρέπει πρώτα να γίνει επιθυμητή.
Πηγή: εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.