Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

ΣΕ ΨΑΧΝΩ ΣΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ!

Έλενα Κορινιώτη
Δίπλα μου έστεκαν ξένοι αγκαλιασμένοι με τις μοναξιές τους. Όλοι ατενίζαμε προς τη μεριά του πελάγους.
Τηρούσαμε νεκρική σιγή. Ακούγονταν μονάχα ο κρότος των κυμάτων επάνω στις βαρκούλες. Με περισσότερη ησυχία θ’ ακούγαμε τις σκέψεις μας.
Καθένας μας, βυθισμένος στο μικρόκοσμό του έκανε εσωτερικά ταξίδια στα δρομάκια του νου.
Κι εγώ που είχα πια συνηθίσει να έχω ένα μυαλό που δε σωπαίνει δευτερόλεπτο, απλώς σ’ έψαχνα στα φώτα της πόλης.
Έριχνα το βλέμμα μου στις γυναίκες που περνούσαν, μην τυχόν καμία τους κουβαλάει τα μάτια σου. Εκείνα τα ολοσκότεινα μάτια που έμοιαζαν λες και κύλησαν από νυχτερινό αιθέρα.
Η εσωτερική φωνή μου, με ωθούσε στο να σου τηλεφωνήσω. Έτσι μόνος κι έρημος που έστεκα καταμεσής της πόλης, ήθελα να φτιάξω την ομορφότερη τρέλα της νυχτιάς.
Θα σου έλεγα πως είμαι καλά, έστω και μακριά σου. Το πρώτο ψέμα της βραδιάς θα χτυπούσε σαν λιθαράκι στο νερό. Θα ακολουθούσαν πολλά περισσότερα.
Δε θα ήθελα να σου πω κάτι ουσιαστικό. Μονάχα να προφέρω τ’ όνομά σου που έχω χρόνια να το ακουμπήσω στα χείλη μου. Θαρρείς και σε ξόρκισα με τις σιωπές. Αηδίες!
Καίγομαι να μάθω τι κάνεις, πώς περνάς, ποια ζωή επέλεξες, αν τα κατάφερες ή αν το παλεύεις ακόμα…
Δεν θέλω να ζητιανέψω την αγάπη σου. Δεν υπήρξα ποτέ επαίτης κι ούτε προτίθεμαι να ενσαρκώσω ετούτο τον ρόλο.
Εγώ δεν έμαθα να παζαρεύω συναισθήματα κι ούτε επιθυμώ την αγορά της προσοχής σου στις εκπτώσεις. Να μ’ αγαπάς ήθελα!
«Δεν φτάνει η θέληση», μου έλεγες παλιά.
«Θέλει και λίγη τύχη!» συμπλήρωνες ρουφώντας το τσιγάρο σου.
Ανόητη που ήσουν, τον ουρανό θα έστρωνα στα πόδια να τον βαδίσεις να σε ξεβγάλει μπροστά μου.
Έχεις εκείνο το αυτοκαταστροφικό γνώρισμα ν’ αγκαλιάζεις απουσίες. Δεν θέλεις να έχεις, διψάς ν’ αποζητάς.
Προσπάθησα να σταθώ στο πλάι σου κι ας άνοιγες ολοένα και περισσότερο το βήμα σου. Έτρεχες κι εισχωρούσες πιο βαθιά στον λαβύρινθο. Παρέσυρες κι εμένα.
Μια φορά με ρώτησες πώς θα γίνει να μην τελειώσει αυτό που ζούμε. Διάολε, διέκρινα τόση ειλικρίνεια στη φωνή σου.
Άραγε απόψε θα μου το ξαναρωτούσες; Αν ναι, θα λάμβανες την πολυπόθητη απόκριση.
Σήμερα, ξέρω. Πως όλα σβήνουν. Σχέσεις, υποσχέσεις, θέλω και ουτοπικά «για πάντα». Έτσι παύσαμε κι εμείς.
Είμαστε φλεγόμενα πεφταστέρια που βυθίζονται άτσαλα στους ψυχρούς ωκεανούς. Φωτιά, νερό, φινάλε! Μα έστω κι έτσι για κλάσματα δευτερολέπτου λάμψαμε αγκαλιά κάνοντας την ομορφότερη πτώση. Κι άξιζε στ’ αλήθεια!
Ξέρεις αν σου τηλεφωνούσα δεν θα ήθελα να μάθω τίποτα άλλο. Αρκούσε μια καληνύχτα σου, για να φτιάξει τη δική μου.
Είναι βαριές οι εξαρτήσεις κι είναι καταδικασμένος όποιος επιμένει στις έμψυχες.
Απόψε σε γυρεύω στα φώτα της πόλης, μα έστω κι αν για λίγο αισθάνθηκες πως μ’ αγαπάς, έλα να μου τα σβήσεις!
Να αναδυθώ από τα βαθιά νερά της απουσίας σου. Ν’ αναπνεύσω αγάπη μου…

Πηγή:http://metaximas.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.