
Ιωάννης Μ. Μιχαλακόπουλος
«Η νυξ των Χριστουγέννων… Τις εξ ημών δεν θα ήθελε την νύκτα αυτήν να είναι παιδίον;»
Το Δεκέμβριο του 1884 ο εκ Φαναρίου της Πόλεως, διευθυντής της εφημερίδας Ακρόπολις, Βλάσης Γαβριηλίδης, ανέθεσε στον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη συνεργάτη, φίλο και παλιό συγκάτοικό του, να περιγράψει την εορταστική ατμόσφαιρα στην Αγορά των Αθηνών, παραμονές των Χριστουγέννων. Ο Μωραϊτίδης, παρότι το έπραξε αυτό, δεν ικανοποιήθηκε από όσα είδε και αποτύπωσε. «Όρνιθες, γάλλοι, χήνες και έτερα πτηνά παντός είδους οικόσιτα και του κυνηγίου» δεν εντυπωσίασαν τον ρεπόρτερ (ανταποκριτή) της εποχής. «Βόεια κρέατα, αμνοί του γάλακτος, μόσχοι σιτευτοί, άρτοι, φρατζόλαι, κουλούραι καλοψημέναι και χουρμάδες της Αιγύπτου», τον άφησαν αδιάφορο. Τίποτε δεν του θύμιζε την απλότητα και αγνότητα της παιδικής του ηλικίας, την πνευματική χαρά και αγαλλίαση που βίωναν οι άνθρωποι του νησιού του, της καταπράσινης Σκιάθου. Η μεγάλη εμπορική κίνηση στην πλήθουσα αγορά της Πρωτεύουσας, δεν είχε κανένα ουσιαστικό νόημα για τον Μωραϊτίδη, καθότι «εξ όλου αυτού του βασιλείου της τύρβης και του θορύβου», έλειπε το μέγα ζητούμενο: το πνεύμα των Χριστουγέννων.

Άποψη της «πολυκόλπου, ευλιμένου και δασοστεφούς» Σκιάθου (ΠΗΓΗ: ΕΛΙΑ – 1935).
Μάλιστα, όταν ο Γαβριηλίδης απέδωσε τα εύσημα στον (τριτεξάδερφο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) Μωραϊτίδη για το προς δημοσίευση άρθρο του, αυτός αναφώνησε: «Εκείνο όμως που ήθελα, δεν το είδα! Ναι, δεν το είδα! Δεν εκατάλαβα διόλου ότι εξημέρωναν Χριστούγεννα!».
Πριν από 140 περίπου χρόνια, στην ευαίσθητη ματιά του υποψιασμένου Σκιαθίτη δημοσιογράφου-λογοτέχνη, η παραμονή των Χριστουγέννων στη Αθήνα δεν διέφερε από οποιαδήποτε άλλη ημέρα του χρόνου. Η διαπίστωση αυτή, συνοδευόμενη από μια νοσταλγική αναδρομή για το αγαπημένο νησί του, όπου τα ελληνορθόδοξα ήθη κι έθιμα παρέμεναν ολοζώντανα, τον ώθησε να συγκεντρώσει σε ένα ακόμα γλαφυρό κείμενο (επιφυλλίδα) τις πλούσιες χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Την επιφυλλίδα αυτή τιτλοφόρησε ως «Εικόνες» και την απηύθυνε σε αναγνώστες γαλουχημένους με τις υγιείς πατρογονικές μας παραδόσεις, όταν ακόμα «η πατρὶς ημών δεν είχεν άλλα στοιχεία πολιτισμού πλην της πίστεως και των εθίμων». (Ακρόπολις, 25/12/1884)
Σε αυτές τις πολύτιμες, ονειρικές Εικόνες, ο συντάκτης μας περιγράφει τη χαρά σύμπασας της τοπικής κοινωνίας, εν αναμονή της Κατά Σάρκα Γεννήσεως του Θεανθρώπου. Το χωριό είναι ολόασπρο, «οι οικίσκοι του κατάλευκοι ως χιονισμένοι, διότι χρίουσιν αυτούς δι’ ασβέστου αι νεάνιδες». Οι αλιείς έχουν σταματήσει από μέρες το ψάρεμα, «διότι πάντες νηστεύουσι». Ο «γηραιὸς πάππος» διηγείται στα εγγόνια του Χριστουγεννιάτικα παραμύθια με καλικαντζάρους. Οι γυναίκες φροντίζουν επισταμένως τις γιορτινές φορεσιές τους, το στολισμό του σπιτιού και ζυμώνουν χριστόψωμα και κοκκώνες… Την ησυχία διακόπτουν οι φωνές των κρεοπωλών, οι οποίοι άνοιξαν «τας επὶ τεσσαράκοντα ημέρας κεκλεισμένας πύλας» των μαγαζιών τους.

Ο Μητροπολιτικός Ναός των Τριών Ιεραρχών στη Σκιάθο, όπου ο Μωραϊτίδης βαφτίστηκε το 1850 και εκάρη μοναχός Ανδρόνικος το 1929.
Με τη δύση του ηλίου, το χωριό ησυχάζει καθώς ετοιμάζεται για την Ακολουθία. Όρθρου βαθέος θα χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες στο Μητροπολιτικό Ιερό Ναό των Τριών Ιεραρχών, που βρίσκεται δίπλα στο σπίτι του Μωραϊτίδη. Ο Σκιαθίτης συγγραφέας αναπολώντας, θυμάται με συγκίνηση τον γλυκό ήχο από την καμπάνα της ενορίας του: «Ω της ενορίας μου κώδων! Αγαπητέ μου σύντροφε, όστις καθ᾿ εκάστην πρωίαν μ᾿ εξήγειρες του ύπνου, και όστις πρώτος με εδίδαξες την ύπαρξιν του Θεού! Νομίζω ότι σε ακούω, ότι ο γλυκὺς εκείνος ήχος σου ως αντιλάλημα ηδονικής μουσικής εισδύει εις τα βάθη της καρδίας μου…».
Όλη η οικογένεια ετοιμάζεται για την Εκκλησία. Οι μητέρες και τα παιδιά βάζουν τα καλά τους, ενώ ο πατέρας «λησμονεί τας οικογενειακὰς στενοχωρίας και όλος χαρὰ πορεύεται εις την εκκλησίαν». Οι ιερείς φορούν «τας πλέον χρυσάς στολάς των» και οι πιστοί προσεύχονται «σιωπηλοὶ ως οι θεαταὶ πρωτοφανούς θεάματος, όπερ πρώτην φορὰν παρουσιάζεται εις τον κόσμον. Χριστὸς γεννάται! Ποιον πνευματικόν σύρμα κατά την μελωδικήν εκείνην αναφώνησιν συνδέει αυτοστιγμεί πάντα τον ορθόδοξον ελληνικόν κόσμον! Ειρήνη επί της γης… Η Ελλάς εν τη τυραννισμένη ζωή της ηγάπησε και ελάτρευσε πάντα την πίστιν και την ελπίδα.».

Ο ταπεινόφρων, «επιμελής και εύτακτος» Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850 – 1929).
Μετά τη Θεία Λειτουργία, «ευθύς τραπέζι στρώνουσι» κατά το άσμα των Χριστουγέννων. Τα τέκνα κάθονται φρόνιμα «όσον ουδέποτε» με «την αρτοφυή κοκκώναν, ην και εδάγκασαν ήδη εκεί εις τα στρογγυλὰ μάγουλα», ενώ το χοιρινό στη σούβλα «λάμπει εν μέσω νεφών καπνού ελισσομένου εν τη εστία και ενίοτε σταγών παχεία του λίπους σβήνει την ανθρακιάν [θράκα], ως το ύδωρ ισχυρού υετού δια της καπνοδόχου καταπίπτον».
Κλείνοντας, μοναδική εξαίρεση στο γιορτοφόρι αποτελεί το σπίτι μιας κοπέλας. Εκεί τίποτε δεν θυμίζει τη χαρά των άλλων… Η νέα κάθεται χωρίς συντροφιά «προ του εικονοστασίου», όπου «η ακοίμητος κανδήλα προ των μαυρισμένων εικονισμάτων της ρίπτει το χλωμόν της φως εις το χλωμότερόν της πρόσωπον». Προσεύχεται για τον άνθρωπό της, «τον αδελφόν, τον μνηστήρα, τον σύζυγον», ο οποίος δεν μπόρεσε να
επιστρέψει για τα Χριστούγεννα, διότι είναι ναυτικός…
ΠΗΓΕΣ:
Η Λειτουργική Παράδοση στο Έργο του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, Κουτούμπας Κ., 2021
Τα Διηγήματα (τόμος Α), Μωραϊτίδης Αλ., εκδόσεις «Γνώση» & «Στιγμή», 1990
Πηγή: https://www.pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.