ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΠΛΕΚΑΣ
Καϊκι με σφουγγαράδες, Δημήτρης Χαρισιάδης, Κάλυμνος, 1950 © ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΙΣΙΑΔΗΣ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ
*Δημήτρης Χιλλ, «Το Καΐκι», εκδ. Άγρα
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/
Καϊκι με σφουγγαράδες, Δημήτρης Χαρισιάδης, Κάλυμνος, 1950 © ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΙΣΙΑΔΗΣ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ
Τα χρειαζόμαστε τα καΐκια. Ακόμη και όσοι δεν μπαίνουμε σε αυτά τα χρειαζόμαστε για να μας ταξιδεύουν.
Η πρώτη μου γνωριμία με πλεούμενο –αν εξαιρέσουμε το φουσκωτό βαρκάκι-σωσίβιο των πρώτων μου καλοκαιριών– ήταν μια μικρή ξύλινη ψαρόβαρκα που είχε αγοράσει ένας θαλασσομανής εξάδελφος. Ήταν Ιούλιος σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Πελοποννήσου, και πρέπει να ήμουν γύρω στα επτά.
Προσφέρθηκε να με πάει μια βόλτα και επιβιβάστηκα από τον μικρό μόλο με μεγάλες προσδοκίες. Θυμάμαι την απέχθεια για τα γλιστερά από την αρμύρα και τη λαδομπογιά ξύλα. Τον αφόρητο συνδυασμό βενζίνης και ψαρίλας που είχε ποτίσει τα πάντα. Αλλά κυρίως τον φόβο: καθόλου δεν μου άρεσε αυτή η αστάθεια κάτω από τα πόδια μου. Η μέρα ήταν ειδυλλιακή, η θάλασσα λάδι, κι αυτό έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα μόλις ξανοίξαμε. Μπορούσα να δω ως κάτω στον απροσμέτρητο βυθό, κάτι που μου προκάλεσε ένα είδος ανεστραμμένης υψοφοβίας.
Προσφέρθηκε να με πάει μια βόλτα και επιβιβάστηκα από τον μικρό μόλο με μεγάλες προσδοκίες. Θυμάμαι την απέχθεια για τα γλιστερά από την αρμύρα και τη λαδομπογιά ξύλα. Τον αφόρητο συνδυασμό βενζίνης και ψαρίλας που είχε ποτίσει τα πάντα. Αλλά κυρίως τον φόβο: καθόλου δεν μου άρεσε αυτή η αστάθεια κάτω από τα πόδια μου. Η μέρα ήταν ειδυλλιακή, η θάλασσα λάδι, κι αυτό έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα μόλις ξανοίξαμε. Μπορούσα να δω ως κάτω στον απροσμέτρητο βυθό, κάτι που μου προκάλεσε ένα είδος ανεστραμμένης υψοφοβίας.
Ίσως γι’ αυτό τα επόμενα χρόνια περιορίστηκα στο κολύμπι και στην ανάγνωση θαλασσινών περιπετειών. Ευτυχώς το είδος είναι ευρύτατο και καλύπτει όλες τις ηλικίες. Από τις «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα» του Βερν και τον «Γιο του Ήλιου» του Λόντον έως τον «Γέρο και τη Θάλασσα» του Χέμινγουεϊ και τον «Μόμπι Ντικ» του Μέλβιλ, συγγραφείς κάθε γενιάς βουτάνε με λαχτάρα στο υδάτινο στοιχείο. Είναι σαν το σώμα της λογοτεχνίας, όπως και το ανθρώπινο, να αποτελείται κυρίως από νερό. Σαν η καταγωγή της γραφής να μην κρύβεται στα σπήλαια της ξηράς αλλά στις υποβρύχιες σπηλιές της πρωταρχικής καταγωγής μας.
Άλλωστε, και οι δύο θεμελιώδεις αφηγήσεις της ευρωπαϊκής ιστορίας –η «Οδύσσεια» και η «Αινειάδα»– θαλασσινές ιστορίες δεν είναι; Η αναλογία του απύθμενου ανεξερεύνητου πελάγους, οι δυνατότητες που παρέχει στον ταξιδιώτη να χαράξει όποια πορεία επιθυμεί, οι αναπάντεχες συναντήσεις, η ελευθερία, δεν μπορεί παρά να συγκινούν κάθε φιλόδοξο συγγραφέα.
Σε πολλές περιπτώσεις, το μέγεθος της λογοτεχνικής φιλοδοξίας μοιάζει να αναλογεί στο μέγεθος του πλεούμενου. Από το πλοίο του Οδυσσέα στις σκούνες του Στίβενσον, στα φαλαινοθηρικά του Μέλβιλ, στα φορτηγά του Καββαδία, φτάνουμε, αρμενίζοντας πάντα, στον ποντοπόρο Λεβιάθαν, τον «Μεγάλο Ανατολικό» του Εμπειρίκου. «Κανέν εκ των εσωτέρων σημείων του λιμένος, ακόμη και το πλέον ευρύχωρον, δεν ήτο δυνατόν να το δεχθή, και ο θαλάσσιος κολοσσός ανέμενε την ώραν της αναχωρήσεως διά το παρθενικόν του ταξίδιόν του μεγαλοπρεπώς απομονωμένος από τα λοιπά συνήθη σκάφη, εν τω μέσω των οποίων εξεχώριζε, όσον αι κορδιλιέραι των Άνδεων από τας άλλας οροσειράς της οικουμένης».
Τέτοια μεγέθη είναι ασυνήθιστα στις δικές μας θάλασσες. Σε αρμονία με το μέτρο του Αιγαίου, οι Έλληνες αναγνώστες πιο συχνά επιβιβάζονται σε μικρά σκαριά παρά μπαρκάρουν για ποντοπόρα ταξίδια. «Να έμβαινα σε μια βαρκούλα, τώρα δα... έτσι μου φαίνεται... να φτάναμε πέρα!» λέει η Λιαλιώ, μια αναπάντεχα χειραφετημένη ηρωίδα στη «Νοσταλγό», το διήγημα του Παπαδιαμάντη. «Πότε θα κάμουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι / να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι» τραγουδάει μέσα στη μικρή βάρκα που κλέβει με τον Μαθιό υπό το σεληνόφως. Και δεν διστάζει να του δώσει τ’ άσπρο φουστάνι της για να το χρησιμοποιήσουν ως πανί. «Και η αύρα είχε δυναμώσει, και το αυτοσχέδιον πανίον εφούσκωνε, και η βαρκούλα έτρεχε».
Στο πιο πρόσφατο δείγμα του είδους ο Δημήτρης Χιλλ αποδίδει –όπως αναφέρει– φόρο τιμής στον προγραμματικά αφανισμένο κόσμο των καϊκιών των ελληνικών θαλασσών αφηγούμενος την προσωπική του εμπειρία όταν, χρόνια πριν, βρέθηκε αναπάντεχα να δουλεύει σε ένα καΐκι.
Το 1991 ξεκίνησε το πρόγραμμα απόσυρσης αλιευτικών σκαφών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2014, το πρόγραμμα αυτό συμπεριέλαβε υποχρεωτική καταστροφή των καϊκιών. Μοναδικά παραδοσιακά σκαριά που χρειάζονται δύο και τρία χρόνια να κατασκευαστούν, συχνά χωρίς τεχνικά σχέδια, αλλά από τη μνήμη και την εμπειρία των καραβομαραγκών, κομματιάζονται για να εισπραχθεί η αποζημίωση. Από τα 17.000 καΐκια που αρμένιζαν κάποτε στις ελληνικές θάλασσες, έχουν καταστραφεί ήδη σχεδόν 14.000 σε ένα όχι και τόσο καλά προμελετημένο έγκλημα. Και μόνο τις ονομασίες των σκαριών να διαβάσεις, καταλαβαίνεις την ομορφιά και τη σοφία που κουβαλάει η παραδοσιακή ξυλοναυπηγική: μπότης, τρεχαντήρι, μπατέλο, περαματάκι, βαρκαλάς, τσερνίκι, γαΐτα, καραβόσκαρος.
«Θυμάμαι το κόκκινο καΐκι μας ήταν το πιο όμορφο απ’ όλα. Όταν ξεκίναγε να βγει απ’ το λιμάνι, βουτούσε βαθιά τη μούρη του στη θάλασσα λες κι ήταν σκυθρωπό, κι όταν επέστρεφε η πλώρη του στεκόταν όρθια λες κι ήταν περήφανο για την καλή ψαριά».*
Ίσως πρέπει να αναθεωρήσω τη σχέση μου με τα πλεούμενα τελικά – έστω και καθυστερημένα, να μη μείνω αθαλάσσωτος. Κάτι θα ξέρει ο Χιλλ: «Μου άρεσε τόσο πολύ η ζωή στο καΐκι που η δουλειά μου φαινόταν παιχνίδι. Βέβαια πολλή κούραση. Αλλά ευχάριστη. Νόστιμη. Δροσερή. Αλμυρή».*
*Δημήτρης Χιλλ, «Το Καΐκι», εκδ. Άγρα
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.