ΑΠΟ IRAKLIS3
(Αφιερώνεται στους αγρότες του κάμπου της Παραμυθιάς, της δεκαετίας του 60, λίγο πριν αδειάσει ο τόπος για τη Γερμανία)
Δεμάτια ασήκωτα, βαριά
Κι η θημωνιά μεγάλη
Θ’ αγκομαχησει η μηχανή
Σαν αρχινάει το Μπελαρούς
Και στρέφει τα λουριά της
Σάμπως κροτάλια να βαρούν
Μέσα στα έγκατα της
Καθάρια η βρώμη μας, βαριά
Του μόχθου, του καμάτου
Πέφτει, γιομίζει τα σακιά
Τ’ αλωνιστή χαρά του.
Μα ο παππούς είναι σκυθρωπός
Κι η βάβω λυπημένη
Βρώμη όση κι αν κάναμε
Για μας σπυρί δε μένει.
Και να κοντά στο σούρουπο
Το φορτηγό ζυγώνει
Μας παίρνει όλον τον καρπό
Μας άδειασε τ’ αλώνι.
Πιο πέρα, μόνο κείτεται
Μισό σακί λαθήρι
Και το βουνό με τ’ άχυρο
Τ’ ανέμου πανηγύρι.
Τώρα στ’ αχυροπλίχουρο
Στην άδεια θημωνιά του
Γλώσσες προβάτων ρίχνονται
Γυρεύοντας σπυριά του.
___________
Μετά από ένα μήνα
………………………………………………………
Το Μπελαρούς αρρώστησε
Αρρώστησε βαριά
Λουριά δε στρέφει πλέον
Δεν παίρνει γιατρειά
Οι Γαλαναίοι το στήσανε
Με ανοιχτή κοιλιά
Σε ντάκους τέσσερις χοντρούς
Κοντά στη συκαμιά.
______________
Μετά από οχτώ μήνες
……………………………………………………………..
Η φοράδα του κλαδεύει τα χορτάρια τα ψηλά, που έχουν βγει απ’ τη σχάρα.
Τα κριάρια ξύνονται στις κόχες του,
μην τους σπάσουν τα τσιμπούρια.
Τα πρόβατα περνάνε από μπροστά του,
με κρεμασμένο το κεφάλι.
Η Ίρμα πήγε και του γέννησε, κάτου
από την κοιλιά του.
Ο Λιούπης ο μαύρος, σκούζει σαν κλαρίνο.
Μα τα κοκόρια της βάβως, τα κόκκινα,
Α!!! τα καημένα,
Το καλημερίζουν απ’ τα χαράματα
Ψηλά στο καπάκι.
Πηγή: https://atexnos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.