Η συζήτηση για τα κέρδη και τις ζημίες από την επίσκεψη του ισλαμιστή προέδρου της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα, θα συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι αναμενόμενο.
Οι Έλληνες έχουμε ισχυρές απόψεις και τις υποστηρίζουμε με πάθος. Είναι σημαντικό βεβαίως να σεβόμαστε τις γνώμες όλων των ανθρώπων και να συζητούμε με ευπρέπεια.
Οι λέξεις «προδοσία» και «προδότες» πρέπει να απουσιάζουν από το λεξιλόγιό μας και να σταματήσουμε να ακολουθούμε στον κατήφορο την ναζιστική Χρυσή Αυγή, που τις εισήγαγε ξανά για να καλύψει τον πράγματι προδοτικό ρόλο της ελληνικής χούντας στην υπόθεση της Κύπρου.
Οι λέξεις «προδοσία» και «προδότες» πρέπει να απουσιάζουν από το λεξιλόγιό μας και να σταματήσουμε να ακολουθούμε στον κατήφορο την ναζιστική Χρυσή Αυγή, που τις εισήγαγε ξανά για να καλύψει τον πράγματι προδοτικό ρόλο της ελληνικής χούντας στην υπόθεση της Κύπρου.
Πριν από την 7η Δεκεμβρίου, υποστήριξα με σειρά άρθρων ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος για να πραγματοποιηθεί αυτή η επίσκεψη ακόμα και αν την ήθελαν οι Αμερικανοί, όπως ειπώθηκε από διπλωματικές πηγές. Είναι μία πληροφορία την οποία δεν γνωρίζω.
Εικάζω, όμως, ότι ακόμα και αν προέτρεψε την Αθήνα ο Λευκός Οίκος να προσκαλέσει τον Ερντογάν, ολίγες μέρες από τότε θα άλλαξε σίγουρα γνώμη. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Αμερική, ότι και να λέει ο κ. Ερντογάν, βρίσκονται σταθερά στο ναδίρ. Επικρατεί το απόλυτο αδιέξοδο, και μετά το τηλεφώνημα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στον Πρόεδρο της Τουρκίας.
Ο κ. Ερντογάν ΔΕΝ έπρεπε να προσκληθεί, διότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος. Το μόνο που πετύχαμε είναι ότι τον βγάλαμε για 36 ώρες από την απομόνωσή του, στην οποία επέστρεψε την Παρασκευή το απόγευμα, μετά το σόου της Κομοτηνής, που αποδείχθηκε ένα μεγάλο φιάσκο. Δεν εμφανίστηκαν οι χιλιάδες που περίμενε. Αντίθετα…
Θεωρώ ότι η κριτική από τους Έλληνες ναζί και γενικά την άμυαλη ακροδεξιά, με τις κραυγές περί «προδοσίας», αλλά και των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, ήταν υπερβολική. Αναφερόμενος στην αντιπολίτευση καταγράφω την αντίδρασή της αλλά τι διαφορετικό θα έκανε; Ειλικρινά ερωτώ: Θα αρνείτο ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης την εισήγηση της Ουάσιγκτον; Και θα έλεγε κάτι διαφορετικό στον Σουλτάνο;
Κατά τα άλλα:
Θα επαναλάβω ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος και ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, εξέφρασαν με ακρίβεια και καθαρότητα τις ελληνικές εθνικές θέσεις. Απάντησαν σε κάθε αμφισβήτηση που επιχείρησε ο Ταγίπ Ερντογάν και δεν φοβήθηκαν να του τονίσουν όλες τις διαφωνίες τους με τις απαράδεκτες θέσεις του.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι σε τέτοιου είδους επισκέψεις, ο οικοδεσπότης δεν είναι υποχρεωμένος να φέρεται με ευγένεια επειδή είναι αυτός που απηύθυνε την πρόσκληση. Ο κ. Ερντογάν δεν σεβάστηκε την Ελλάδα, και η πολιτική ηγεσία του τόπου έπρεπε να του δώσει πληρωμένη απάντηση.
Έκαναν το καθήκον τους, λοιπόν, και ο κ. Παυλόπουλος και ο κ. Τσίπρας. Η παραφωνία του εξοχοτάτου κ. Γεωργίου Παπανδρέου, που περιμάζεψε από την αφάνεια η κ. Φώφη Γεννηματά, δεν έγινε αντιληπτή από κανένα. Διότι αυτό της άξιζε. Έψαχνε να δικαιώσει την πολιτική του ως πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών, που έφερε την Ελλάδα πολλά χρόνια πίσω στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Επιμένοντας στη θέση μου, ότι δεν υπήρχε ο παραμικρός λόγος για να προσκληθεί στην Ελλάδα ο κ. Ερντογάν, θα ήθελα επίσης να προσθέσω, ότι η ελληνική πολιτική έναντι της ισλαμικής Τουρκίας πρέπει να αλλάξει. Μία ματιά στα πρωτοσέλιδα του ελεγχόμενου τουρκικού Τύπου αρκεί. Οι πληρωμένες πέννες του προέδρου της Τουρκίας τον ανέδειξαν σε νικητή απέναντι στους «ασήμαντους» Έλληνες. Βεβαίως, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η Αθήνα, διά της πρόσκλησης, εξυπηρέτησε τον απομονωμένο απ’ όλους Ερντογάν, και αυτό που με στενοχωρεί είναι ότι το κατάλαβε επιτέλους και η ηγεσία της χώρας μας μετά την αναχώρησή του από την ελληνική πρωτεύουσα.
Η Αθήνα και η Λευκωσία εξυπηρέτησαν για πολλά χρόνια τον Ταγίπ Ερντογάν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό το φοβικό σύνδρομο πρέπει επιτέλους να εγκαταλειφθεί. Η ισλαμική Τουρκία δεν καταλαβαίνει τη διπλωματική αβρότητα και αντιλαμβάνεται τις ελληνικές και κυπριακές υποχωρήσεις ως αδυναμία.
Γι’ αυτό, μετά τις κυπριακές εκλογές -και ανεξάρτητα ποιος θα κερδίσει την προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας- πρέπει να γίνει μία συνάντηση στην Αθήνα ή την Λευκωσία των Προέδρων της Ελλάδας και της Κύπρου, του Πρωθυπουργού Τσίπρα και των ηγετών των ελληνικών και κυπριακών κομμάτων, και να αποφασιστεί κοινή εθνική γραμμή έναντι της Τουρκίας.
mignatiou.com
Πηγή:mignatiou.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.