Το πρώτο τρίωρο
Στις 3:55 το πρωί (ήταν πια 28 Οκτωβρίου) στο σπίτι του φαντάρου κτύπησε το τηλέφωνο. Από ημέρες τώρα –κατόπιν διαταγής– είχε το τηλέφωνο πλάι στο κρεβάτι του. Τα άρπαξε πριν ξυπνήσουν οι δικοί του, είπε το όνομά του, και άκουσε τρεις μόνο λέξεις, μια καμπάνα που ηχοβόλισε δαρμένη από τον άνεμο –… «σχέδιον Α΄ επείγον». Τίποτε άλλο. Μόνο που η φράση «σχέδιον Α΄ επείγον» επαναλήφθηκε δυο φορές. Ένα «κλικ». Σιωπή τώρα εις το τηλέφωνο– μία αιωνιότης άρχιζε.
Ο φαντάρος μας, (το θυμάται ακόμα πεντακάθαρα και ας πέρασαν τόσα χρόνια) σηκώθηκε βιαστικός, και βιαστικά ήπιε ένα ποτήρι νερό. Τόσο βιαστικά που κόντεψε να πνιγεί. Ντύθηκε βιαστικά, φόρεσε το περιβραχιόνιο που του είχαν δώσει να βάλει μόλις άκουγε τη συνθηματική φράση, ένα περιβραχιόνιο λευκό με κόκκινα γράμματα Γ.Σ., (δηλαδή Γενικό Στρατηγείο) και για πρώτη φορά, αφότου ήταν φαντάρος, έβαλε, φόρεσε τις αρβύλες του, μέσα στο σπίτι και αδιάφορος, αν θα ξυπνούσε τους δικούς του, κατέβηκε στο δρόμο τρέχοντας.
Το θέμα ήταν: πώς να πάει στο Γενικό Στρατηγείο, δηλαδή στα Παλαιά Ανάκτορα. «Το σχέδιον Α΄» σήμαινε «άφιξις στο επιτελείο με το γρηγορότερο μέσον». «Ίσως στην οδό Πατησίων να βρω μέσον», σκέφτηκε ο φαντάρος ανηφορίζοντας την οδό Ιθάκης. Θυμάμαι πως σκέφτηκε ακόμα: