Της Ιφιγένειας Τέκου
Κάθε μέρα τα ίδια. Το θέαμα δεν άλλαζε. Ένα μικρό παιδί καθόταν στο πρώτο σκαλί ενός κακοδιατηρημένου διώροφου με γύρω του απλωμένα πόδια και χέρια από ξεχαρβαλωμένες κούκλες. Με πόση υπομονή τοποθετούσε τα βγαλμένα μέλη ξανά στη θέση τους και με πόση χαρά τα διέλυε πάλι.
Καμιά φορά έβγαζε μικρές ιαχές θριάμβου και άλλες πάλι σιγοτραγουδούσε για μια βιολέτα που πιθανόν να ήταν και τσιγκολελέτα.
Μόλις σήμερα παρατήρησα-δεν είναι εύκολο με καταρράκτη και στα δύο μάτια-πως το παιδί είναι κορίτσι, μόνο που τα μαλλιά του είναι κομμένα κοντά και φοράει όλο πανταλόνια. Σκέφτηκα πως ίσως το ντύνουν με τα παλιά ρούχα κάποιου μεγαλύτερου αδελφού για οικονομία και του κόβουν τα μαλλιά για να μην πιάσει ψείρες.
Δεν ξέρω γιατί με έπιασε μεγαγχολία στη σκέψη αυτή. Μάλλον γιατί έχω φτάσει και ξεπεράσει την έκτη δεκαετία της ζωής μου και ακόμα ενθυμούμαι με χαρά και νοσταλγία το λευκό άσπιλο φόρεμα με τις κεντημένες ρόδινες γιρλάντες στο τελείωμα, τον δείκτη μου που στριφογύριζε με ματαιοδοξία ανάμεσα στις ξανθιές μου μπούκλες και την μπλε σατέν κορδέλα που τις στόλιζε.
Αν με ρώταγες τότε τι προτιμούσα, να φάω ή το φόρεμα και την κορδέλα στα μαλλιά μου, θα΄λεγα χίλιες φορές να μείνω νηστική κι ας είχα περάσει πείνα μεγάλη στα μικράτα μου. Ένα άδειο στομάχι είναι άσχημο πράγμα μα η άδεια καρδιά είναι ακόμα χειρότερη. Θα μου πεις γιατί η απουσία ενός απλού φορέματος και μερικών τριχών μαλλί, που τρίχες είναι για όνομα του Θεού, δημιουργούν μια καρδιά άδεια; Δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω μα σου δίνω το λόγο μου πως έτσι είναι.
Λιγοστή η σύνταξη έτσι κι αλλιώς σκέφτηκα. Δεν θα ερχόταν καμιά συμφορά αν ξόδευα ένα μέρος της για να κάνω το παιδί ευτυχισμένο. Μαλλιά δεν μπορούσα να του αγοράσω μα ένα φόρεμα…Στο μαγαζί του Σταύρου που’ναι μπουτίκ ζήτησα το πιο ακριβό, αυτό που θα έκανε κάθε κορίτσι να αισθάνεται πριγκήπισσα. «Για την ανιψιά μου» δικαιολογήθηκα κι ας έψαχνε να βρει αν έχω ανιψιά. Ούτε αδέλφια είχα ποτέ ούτε παιδί αξιώθηκα να κάνω. «Να μου το τυλίξετε με την πιο όμορφη κορδέλα! Και να’ναι μπόλικη!» του είπα.
Χαρά που θα’κανε το καψερό! Και μόνο η λάμψη στα μάτια της όταν θα άνοιγε το κουτί…
Μια ολόκληρη νύχτα έπρεπε να κάνω υπομονή και σαν να’μουν εγώ ο αποδέκτης του δώρου, ένιωθα μια πρωτόγνωρη έξαψη και ανυπομονησία να με κυριεύει. Μόλις ξημέρωσε δεν έχασα καιρό. Στάθηκα στο παράθυρο και παραφύλαγα μέχρι να την δω. Συνήθως έβγαινε στο σκαλοπάτι την ώρα που’βαζα να φτιάξω το μεσημεριάτικο φαγητό. Λαχανοντολμάδες σήμερα. Με λάχανο από τον κήπο της γειτόνισσας. Θα της δώσω κι αυτηνής ένα μεζέ, έτσι είναι το σωστό.
Έπιασε τ’απόγεμα. Τώρα πια ήμουν κολλημένη στο παράθυρο περιμένοντας να δω το κορίτσι. Μην ήταν άρρωστο; Με έπιασε ανησυχία. Πήρα το κουτί με το φαντεζί περιτύλιγμα και την μπόλικη κορδέλα και χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του. Κι αν είναι άρρωστο, τουλάχιστον με το δώρο μου θα νιώσει λίγο καλύτερα, σκέφτηκα.
Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, με βρεγμένα χέρια μάλλον από τη λάντζα, με κοίταζε με απορία.
«Συγγνώμη για την ενόχληση. Έφερα ένα δώρο για την κόρη σας. Την βλέπω από το παράθυρό μου που παίζει με τις κούκλες της. Να την χαίρεστε».
Η γυναίκα φαινόταν ακόμα πιο σαστισμένη.
«Κάποιο λάθος κάνετε. Δυο γιους μεγάλους έχω και ο ένας είναι φαντάρος και ο άλλος σπουδάζει στην Πάτρα».
«Μα αφού το είδα το κοριτσάκι!» επέμενα αναστατωμένη.
Τώρα η γυναίκα είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Έτοιμη ήταν να διώξει την ηλικιωμένη, όμως κάτι στο βλέμμα της, θλίψη και απελπισία έμοιαζαν, την σταμάτησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κοίταξε.
«Παλιότερα που ζούσε η γιαγιά μου εδώ, ξέρω πως νοίκιαζε το σπίτι σε μια οικογένεια που’χαν ένα μικρό κορίτσι. Σοφούλα τη φωνάζανε θαρρώ. Πέρασαν και τόσα χρόνια από τότε που μου το΄λεγε η μακαρίτισσα. Το λυπόταν που’ταν φτωχό και του’χε αγοράσει δυο κούκλες κι ένα φόρεμα. Μου μίλησε γι’αυτό επειδή παραπονιόμουν πως δεν είχα αρκετά παιχνίδια.
«Κάτι άλλο δεν ξέρω. Λυπάμαι».
Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα και η ηλικιωμένη στεκόταν ακόμα απόξω απ’την πόρτα μουρμουρίζοντας Σοφούλα με φώναζαν κι εμένα. Σοφούλα με λένε.
Ιφιγένεια
Καμιά φορά έβγαζε μικρές ιαχές θριάμβου και άλλες πάλι σιγοτραγουδούσε για μια βιολέτα που πιθανόν να ήταν και τσιγκολελέτα.
Μόλις σήμερα παρατήρησα-δεν είναι εύκολο με καταρράκτη και στα δύο μάτια-πως το παιδί είναι κορίτσι, μόνο που τα μαλλιά του είναι κομμένα κοντά και φοράει όλο πανταλόνια. Σκέφτηκα πως ίσως το ντύνουν με τα παλιά ρούχα κάποιου μεγαλύτερου αδελφού για οικονομία και του κόβουν τα μαλλιά για να μην πιάσει ψείρες.
Δεν ξέρω γιατί με έπιασε μεγαγχολία στη σκέψη αυτή. Μάλλον γιατί έχω φτάσει και ξεπεράσει την έκτη δεκαετία της ζωής μου και ακόμα ενθυμούμαι με χαρά και νοσταλγία το λευκό άσπιλο φόρεμα με τις κεντημένες ρόδινες γιρλάντες στο τελείωμα, τον δείκτη μου που στριφογύριζε με ματαιοδοξία ανάμεσα στις ξανθιές μου μπούκλες και την μπλε σατέν κορδέλα που τις στόλιζε.
Αν με ρώταγες τότε τι προτιμούσα, να φάω ή το φόρεμα και την κορδέλα στα μαλλιά μου, θα΄λεγα χίλιες φορές να μείνω νηστική κι ας είχα περάσει πείνα μεγάλη στα μικράτα μου. Ένα άδειο στομάχι είναι άσχημο πράγμα μα η άδεια καρδιά είναι ακόμα χειρότερη. Θα μου πεις γιατί η απουσία ενός απλού φορέματος και μερικών τριχών μαλλί, που τρίχες είναι για όνομα του Θεού, δημιουργούν μια καρδιά άδεια; Δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω μα σου δίνω το λόγο μου πως έτσι είναι.
Λιγοστή η σύνταξη έτσι κι αλλιώς σκέφτηκα. Δεν θα ερχόταν καμιά συμφορά αν ξόδευα ένα μέρος της για να κάνω το παιδί ευτυχισμένο. Μαλλιά δεν μπορούσα να του αγοράσω μα ένα φόρεμα…Στο μαγαζί του Σταύρου που’ναι μπουτίκ ζήτησα το πιο ακριβό, αυτό που θα έκανε κάθε κορίτσι να αισθάνεται πριγκήπισσα. «Για την ανιψιά μου» δικαιολογήθηκα κι ας έψαχνε να βρει αν έχω ανιψιά. Ούτε αδέλφια είχα ποτέ ούτε παιδί αξιώθηκα να κάνω. «Να μου το τυλίξετε με την πιο όμορφη κορδέλα! Και να’ναι μπόλικη!» του είπα.
Χαρά που θα’κανε το καψερό! Και μόνο η λάμψη στα μάτια της όταν θα άνοιγε το κουτί…
Μια ολόκληρη νύχτα έπρεπε να κάνω υπομονή και σαν να’μουν εγώ ο αποδέκτης του δώρου, ένιωθα μια πρωτόγνωρη έξαψη και ανυπομονησία να με κυριεύει. Μόλις ξημέρωσε δεν έχασα καιρό. Στάθηκα στο παράθυρο και παραφύλαγα μέχρι να την δω. Συνήθως έβγαινε στο σκαλοπάτι την ώρα που’βαζα να φτιάξω το μεσημεριάτικο φαγητό. Λαχανοντολμάδες σήμερα. Με λάχανο από τον κήπο της γειτόνισσας. Θα της δώσω κι αυτηνής ένα μεζέ, έτσι είναι το σωστό.
Έπιασε τ’απόγεμα. Τώρα πια ήμουν κολλημένη στο παράθυρο περιμένοντας να δω το κορίτσι. Μην ήταν άρρωστο; Με έπιασε ανησυχία. Πήρα το κουτί με το φαντεζί περιτύλιγμα και την μπόλικη κορδέλα και χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του. Κι αν είναι άρρωστο, τουλάχιστον με το δώρο μου θα νιώσει λίγο καλύτερα, σκέφτηκα.
Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, με βρεγμένα χέρια μάλλον από τη λάντζα, με κοίταζε με απορία.
«Συγγνώμη για την ενόχληση. Έφερα ένα δώρο για την κόρη σας. Την βλέπω από το παράθυρό μου που παίζει με τις κούκλες της. Να την χαίρεστε».
Η γυναίκα φαινόταν ακόμα πιο σαστισμένη.
«Κάποιο λάθος κάνετε. Δυο γιους μεγάλους έχω και ο ένας είναι φαντάρος και ο άλλος σπουδάζει στην Πάτρα».
«Μα αφού το είδα το κοριτσάκι!» επέμενα αναστατωμένη.
Τώρα η γυναίκα είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Έτοιμη ήταν να διώξει την ηλικιωμένη, όμως κάτι στο βλέμμα της, θλίψη και απελπισία έμοιαζαν, την σταμάτησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κοίταξε.
«Παλιότερα που ζούσε η γιαγιά μου εδώ, ξέρω πως νοίκιαζε το σπίτι σε μια οικογένεια που’χαν ένα μικρό κορίτσι. Σοφούλα τη φωνάζανε θαρρώ. Πέρασαν και τόσα χρόνια από τότε που μου το΄λεγε η μακαρίτισσα. Το λυπόταν που’ταν φτωχό και του’χε αγοράσει δυο κούκλες κι ένα φόρεμα. Μου μίλησε γι’αυτό επειδή παραπονιόμουν πως δεν είχα αρκετά παιχνίδια.
«Κάτι άλλο δεν ξέρω. Λυπάμαι».
Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα και η ηλικιωμένη στεκόταν ακόμα απόξω απ’την πόρτα μουρμουρίζοντας Σοφούλα με φώναζαν κι εμένα. Σοφούλα με λένε.
Ιφιγένεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.