Γράφει ο Θανάσης Αλεξίου*
Όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό το κοινωνικό ζήτημα προσλαμβάνεται με ηθι(κιστι)κούς όρους: με όρους αξιοπρέπειας, αναγνώρισης, τιμιότητας, διαφθοράς κ.λπ. Το γεγονός αυτό εμφανίζει τις κοινωνικές σχέσεις ως προσωπικές σχέσεις με ηθικό υπόβαθρο.
Εφόσον τα άτομα αποδεχτούν τις ενδεδειγμένες προσωπικές (ηθικές) στάσεις και όλα δύνανται να επιτευχθούν. Στο βαθμό που η κοινωνία ορίζεται ως άθροισμα ατόμων και όχι ως σύστημα σχέσεων, η ηθική των ατόμων μπορεί να κάνει και τον καπιταλισμό καλύτερο και ηθικό. Παρόλο που αυτοί οι «νεωτερισμοί» ξεκινούν με την εκστρατεία ηθικοποίησης των «επικίνδυνων τάξεων» (τέλη 19ου αι.), δηλαδή της εργατικής τάξης και είναι μέρος ενός συνολικού εγχειρήματος κοινωνικής πειθάρχησης, με την κρίση του κράτους πρόνοιας και την συνακόλουθη ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού δεσμού (εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών) επανέρχεται εκ νέου ένας ηθικός λόγος που συνοδεύεται όμως από την ένταση κοινωνικοποιητικών (κατηχητικών) πρακτικών και πρακτικών ελέγχου του κοινωνικού σώματος. Ο λόγος αυτός διαφοροποιείται ανάλογα με τη θέση των κοινωνικών στρωμάτων που τον εκφέρουν στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Αν ο λόγος των νέων κοινωνικών κινημάτων που εκφράζουν τον «ριζοσπαστισμό» μεσοαστικών στρωμάτων, τόσο εξαιτίας της καταναλωτικής συνθήκης (νεωτεριστικοί τρόποι ζωής κ.λπ.) όσο και εξαιτίας της επαπειλούμενης κοινωνικής έκπτωσης διανθίζεται με στοιχεία αντικαπιταλιστικού ρομαντισμού (αντι-παγκοσμιοποίηση, little is beautiful, «βιωματική» λογοτεχνία, ethnic-μουσική, «επιστροφή στις ρίζες», οικολογικός ρομαντισμός, κ.λπ.) ο λόγος ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων που εκφράζουν τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα και τους «νοικοκυραίους» και απειλούνται με προλεταριοποίηση, διανθίζεται με στοιχεία ενός αντιδραστικού ρομαντισμού.
Εφόσον τα άτομα αποδεχτούν τις ενδεδειγμένες προσωπικές (ηθικές) στάσεις και όλα δύνανται να επιτευχθούν. Στο βαθμό που η κοινωνία ορίζεται ως άθροισμα ατόμων και όχι ως σύστημα σχέσεων, η ηθική των ατόμων μπορεί να κάνει και τον καπιταλισμό καλύτερο και ηθικό. Παρόλο που αυτοί οι «νεωτερισμοί» ξεκινούν με την εκστρατεία ηθικοποίησης των «επικίνδυνων τάξεων» (τέλη 19ου αι.), δηλαδή της εργατικής τάξης και είναι μέρος ενός συνολικού εγχειρήματος κοινωνικής πειθάρχησης, με την κρίση του κράτους πρόνοιας και την συνακόλουθη ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού δεσμού (εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών) επανέρχεται εκ νέου ένας ηθικός λόγος που συνοδεύεται όμως από την ένταση κοινωνικοποιητικών (κατηχητικών) πρακτικών και πρακτικών ελέγχου του κοινωνικού σώματος. Ο λόγος αυτός διαφοροποιείται ανάλογα με τη θέση των κοινωνικών στρωμάτων που τον εκφέρουν στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Αν ο λόγος των νέων κοινωνικών κινημάτων που εκφράζουν τον «ριζοσπαστισμό» μεσοαστικών στρωμάτων, τόσο εξαιτίας της καταναλωτικής συνθήκης (νεωτεριστικοί τρόποι ζωής κ.λπ.) όσο και εξαιτίας της επαπειλούμενης κοινωνικής έκπτωσης διανθίζεται με στοιχεία αντικαπιταλιστικού ρομαντισμού (αντι-παγκοσμιοποίηση, little is beautiful, «βιωματική» λογοτεχνία, ethnic-μουσική, «επιστροφή στις ρίζες», οικολογικός ρομαντισμός, κ.λπ.) ο λόγος ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων που εκφράζουν τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα και τους «νοικοκυραίους» και απειλούνται με προλεταριοποίηση, διανθίζεται με στοιχεία ενός αντιδραστικού ρομαντισμού.
Σε μεγάλο βαθμό η εννοιολόγηση του κοινωνικού ζητήματος με όρους προσωπικής αξιοπρέπειας, και προσωπικής «αναγνώρισης» (όπως A. Honneth κ.ά.) αναφέρεται στις αξίες της προκαπιταλιστικής κοινότητας όπου οι άνθρωποι καθώς ήλεγχαν την εξέλιξη των πραγμάτων εμφανίζονταν ως πρόσωπα (τίμιοι, ειλικρινείς, αξιοπρεπείς κ.λπ.). Στις προκαπιταλιστικές συσσωματώσεις οι κοινωνικές σχέσεις δεν είχαν αυτονομηθεί πλήρως από τα πρόσωπα και συνιστούσαν περισσότερο αυτοσκοπό και λιγότερο μέσον. Ωστόσο ο ορισμός του κοινωνικού ζητήματος σήμερα με αναφορά την κοινότητα (Community) και το αξιακό της σύστημα λειτουργεί ιδεολογικά (αντικαπιταλιστικός ρομαντισμός), επειδή ως διακύβευμα αναδεικνύεται η αποκατάσταση των ατόμων ως προσώπων στο πλαίσιο ενός παρωχημένου συστήματος σχέσεων και όχι η κατάργηση της εκμετάλλευσης.
Η κοινωνία ως «ηθική κοινότητα» (E. Durkheim) που συνέχεται από «συλλογικές αναπαραστάσεις» (ιδέες, θρησκευτικά συστήματα, βιώματα κ.λπ.) (ιδεαλισμός), υποδηλώνει επίσης ότι η διάρρηξη του κοινωνικού δεσμού (ανομία) μπορεί να αρθεί αν ενισχυθούν οι ηθικοί δεσμοί και ενταθούν οι κοινωνικοποιητικές πρακτικές. Σε αυτό αποσκοπούν πρωτίστως τα προγράμματα «δια βίου μάθησης», τα σεμινάρια αυτοπαρουσίασης όπου ο εργαζόμενος καλείται να σκηνοθετήσει τον εαυτό του και να μετατραπεί σε επιχειρηματία της εργατικής του δύναμης (βλ. «θεωρία του ανθρωπίνου κεφαλαίου»). Στην εμπέδωση μιας νέας εργασιακής ηθικής αποβλέπουν επίσης και τα «προγράμματα κοινωφελούς εργασίας». Εδώ το ζητούμενο δεν είναι η εργασία και η αποκατάστασή των ατόμων ως παραγωγών, αποκατάσταση που προσκρούει στην ίδια την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, αλλά η αποκατάσταση των εργαζομένων ως προσώπων δια μέσου πατερναλιστικών (πελατειακών) πρακτικών. Στο συγκεκριμένο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο η εργασία έχει εκπέσει σε απασχόληση (ευκαιριακή) που πλήρως έχει εξατομικευτεί. Σημαντικό στοιχείο των κατ’ επίφαση «καλών πρακτικών» για την απασχόληση και την ανεργία είναι ο διεμβολισμός μιας πρότερης εργασιακής βιογραφίας και εμπειρίας ζωής των ατόμων και η παραμονή τους στη λογική της αγοράς. Κατ’ αυτόν τρόπο διαμορφώνεται ένα μοντέλο ευέλικτου εργαζομένου χωρίς δικαιώματα αλλά ιδιωτικοποιείται κιόλας ο κοινωνικός δεσμός, καθώς η «προώθηση» γίνεται μέσω των ΜΚΟ. Σε ένα άλλο επίπεδο η κατανόηση της εργασίας ως μέσου αυτοπραγμάτωσης και ατομικής ενδυνάμωσης, -το άτομο ως «επιχειρηματίας του εαυτού του» (self-development/self-management)- αποκόβει τα άτομα από την εργασιακή συλλογικότητα, ιδιωτικοποιώντας μια σχέση στην οποία τα άτομα εμπλέκονται ως παραγωγοί. Στη νέα εργασιακή ηθική το άτομο εμφανίζεται «σαν αφεντικό του εαυτού του» με την εργασία να έχει απελευθερωθεί από τις εργαλειακές-βιοποριστικές πλευρές της (βλ. P. du Gay) Με ανάγλυφο τρόπο αυτό το εργασιακό ήθος και αυτές οι εργασιακές σχέσεις αποτυπώνονται στον εργαζόμενο («αυτοαπασχολούμενο»), στον «εργαζόμενο με μπλοκάκι» του ΤΕΒΕ.
Μολαταύτα στην αστική-καπιταλιστική πραγματικότητα ατομική «αξιοπρέπεια» μπορούν να έχουν όσοι/όσες διαθέτουν κύρος (απόρροια της κοινωνικής θέσης ή, της εργασιακής κατάστασης), ιδιοκτησία και πόρους (οικονομικούς και συμβολικούς) ή, αποζητούν εξαιτίας αυτών αναγνώριση και θετική διάκριση. Και αυτό παρόλο που όλες οι μορφές εργασίας (ως μέρος του συλλογικού εργάτη), ανεξάρτητα από το περιεχόμενο και την μορφή τους είναι εξίσου αναγκαίες για την διατήρηση και την αναπαραγωγή της κοινωνίας. Εν πρώτοις, λοιπόν, οι έννοιες της αξιοπρέπειας και της αναγνώρισης φαίνεται να αφορούν τα (μεσο)αστικά στρώματα. Σε ένα βαθμό αυτό αφορά και τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα (αυτοαπασχολούμενοι, βιοτέχνες, έμποροι κ.ά.) που έχουν μικρή ιδιοκτησία και αποδέχονται τις αξιακούς κώδικες της αστικής κοινωνίας. Αντίθετα η εργασία των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων ως εξαρτημένη και εκτελεστική (χειρωνακτική) απαξιώνεται και υποβαθμίζεται κοινωνικά ώστε να νομιμοποιείται η υποπληρωμή της. Εδώ δεν υπάρχει επομένως ούτε η ανάγκη αλλά ούτε η επιθυμία για επίδειξη και αναγνώριση. Τι να επιδείξει κανείς; Το σπίτι «με εφτά νομά σε ένα δωμά»; «Τα μουτζουρωμένα χέρια»; Την υπακοή στον εργοδότη; Τις ενδεείς συνθήκες ζωής; Ούτε πάλι οι τρόποι ζωής τους (κατοικείν, αισθητικές προτιμήσεις, καταναλωτικές συνήθειες κ.λπ.) διακρίνονται για την ιδιαιτερότητά τους (exclusivity) ώστε να συγκροτούν, όπως το θέτει ο M. Weber, διακριτή κοινωνική τάξη. Αντίθετα τα αστικά και μεσαία στρώματα μπορούν να επιδείξουν την αναβαθμισμένη (σχεδιαστική/διευθυντική) εργασία τους που σε μεγάλο βαθμό ελέγχει την εργασία άλλων, την εργασιακή τους αυτονομία, την απλοχωριά του σπιτιού που τους επιτρέπει να αναπτύξουν μια ιδιωτικότητα και να επικοινωνήσουν διαλογικά με τον εαυτό τους. Να γιατί αυτά τα στρώματα αποδίδουν τόση σημασία στην αυτονομία και στην αυτοπραγμάτωση. Σε τελική ανάλυση η κοινωνική αναγνώριση με τις υλικές και συμβολικές αμοιβές που τη συνοδεύουν, επιβεβαιώνει και νομιμοποιεί αυτά τα στρώματα, πόσο μάλλον όταν αυτά αποσπούν από το κοινωνικό πλεόνασμα, -και εξαιτίας του ελεγκτικού χαρακτήρα της εργασίας τους- αρκετά παραπάνω από το κόστος της βιολογικής και κοινωνικής αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης.
Η αντίληψη της κοινωνίας ως ηθικής κοινότητας πάει σύμφωνα με τον E.P.Thompson (The Making of English Working Class) πίσω στην περίοδο της Moral Economy (δίκαιοι μισθοί/δίκαιες τιμές κ.λπ.). Τα ηθικά-εθιμικά στοιχεία της Moral Economy διαπερνούν σύμφωνα με τον ίδιο το αξιακό σύστημα της αγγλικής εργατικής τάξης στη διαδικασία συγκρότησής της (18ος-19ος αιώνας) και προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική της δράση. Τόσο η προσέγγιση του E.P.Thompson όσο και άλλων (F. Fanon, P. Freire) που έχουν ως μονάδα ανάλυσης τον (δι)υποκειμενικό κόσμο και τις συνειδησιακές του στρώσεις ( «βουβή εμπειρία», «κουλτούρα της σιωπής» «βίωμα της καταπίεσης» κ.λπ.) και μπορεί να τις εντάξει κανείς στη φαινομενολογία ή, στον ουμανιστικό υπαρξισμό, υποτιμούν σε ένα βαθμό τη δομή, -στην περίπτωση της αγγλικής εργατικής τάξης τη μισθωτή εργασία-, που επενέργησε πάνω στη διϋποκειμενικότητα και στην κοινωνική συνείδηση και τις διαμόρφωσε. Ως γνωστόν η φαινομενολογία διατείνεται πως αφού τεθεί σε παρένθεση η ορθολογική (επιστημονική) σκέψη που αποικιοποιεί τους βιωμένους κόσμους μπορούμε να ακουμπήσουμε την καθαρή συνείδηση. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να επέλθει η αποπραγμοποίηση (δηλαδή η αποτίναξη εκείνων των στάσεων που εκλαμβάνονται ως «φυσικές»).
Εντούτοις η αποπραγμοποίηση της συνείδησης χωρίς αποπραγμοποίηση (αποδόμηση) της ίδιας της πραγματικότητας δεν κάνει νόημα, πόσο μάλλον όταν η πραγματικότητα στην φαινομενολογία συνέχεται από νοήματα και «κατασκευάζεται» μέσα από τις ερμηνείες των ίδιων των υποκειμένων («ιθαγενείς κατηγορίες»). Στο συγκεκριμένο Παράδειγμα δεν τίθεται καν ζήτημα αν τα άτομα βρίσκονται σε πλάνη (ιδεολογία) ή αν αυτά είναι εκτεθειμένα σε αλλότρια ως προς την συνείδησή τους συμφέροντα (ταξικά, αγοραία). Κατά τον ίδιο τρόπο η αποπραγμοποίηση της συνείδησης και η απόκτηση μια κριτικής σκέψης που υπόσχεται η «κριτική παιδαγωγική», παραχωρώντας στο σχολικό θεσμό και στους παιδαγωγούς «πρωτοποριακό» ρόλο, -όπως και ο πραγματισμός του J. Dewey- υπονοεί επίσης ότι η κοινωνία μπορεί να αλλάξει η κοινωνική συνείδηση. Εδώ όμως σε κοινωνικό υποκείμενο δεν αναδεικνύονται οι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου, δηλαδή η εργατική τάξη, αλλά οι «καταπιεσμένοι», «οι καταφρονημένοι», «οι αγανακτισμένοι» κ.ο.κ. Ωστόσο η καταπίεση δεν είναι το ίδιο πράγμα με την εκμετάλλευση. Ενώ στην εκμετάλλευση υπάρχει ενσωματωμένη καταπίεση στην καταπίεση δεν υπάρχει οπωσδήποτε εκμετάλλευση. Όπως το θέτει ο αμερικανός κοινωνιολόγος E. O Wright: οι γονείς μπορεί να καταπιέζουν τα παιδιά, ωστόσο δεν τα εκμεταλλεύονται. Το ίδιο συμβαίνει και με την έμφυλη καταπίεση.
Είναι προφανές πως όταν το κοινωνικό ζήτημα τίθεται με όρους εξουσίας (καταπιεστές/καταπιεζόμενοι) τα κοινωνικά υποκείμενα θα αναζητηθούν στη σφαίρα της εξουσίας (M. Weber, M. Foucault κ.ά.). Με αυτή την έννοια θα αρκούσε η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας για να αρθεί η καταπίεση και να αποκατασταθεί η αδικία. Εφόσον πάλι το ζήτημα τεθεί με όρους κύρους («καταφρονημένοι») η αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη, θα έπρεπε επίσης να άρει την αντίθεση και να αποκαθιστά την αξιοπρέπεια. Εφόσον πάλι το ζήτημα τεθεί με ηθικούς όρους (τίμιοι/διεφθαρμένοι, «αγανακτισμένοι») η αντικατάσταση των πρώτων από τους δεύτερους θα αρκούσε, όπως διατείνεται η θεωρία των ελιτ, που ενστερνίζεται επίσης η Χρυσή Αυγή (αριστοκρατία του έθνους και της φυλής), για να αντιμετωπιστεί η διαφθορά και να αποκατασταθεί η τίμια διαχείριση. Εντούτοις κοινή είναι η διαπίστωση ότι οι οποιεσδήποτε αλλαγές στα διάφορα πεδία αδυνατούν να άρουν τις αιτίες αυτών των αντιθέσεων. Επομένως οι άνισες θέσεις, οι ασύμμετρες σχέσεις, εφόσον δεχτούμε μια κοινωνική διαστρωμάτωση δύναμης, κύρους, ηθικής κ.ο.κ., είναι παράγωγες της ταξικής συνθήκης. Αυτή είναι εν τέλει που διαπερνώντας όλα τα επίπεδα του εποικοδομήματος παράγει δευτερογενείς αντιθέσεις που απολήγουν σε ασύμμετρες σχέσεις και στις πολλαπλές καταπιέσεις. Εκ των πραγμάτων λοιπόν μόνο τα υποκείμενα που δομούνται στη σφαίρα παραγωγής και απόσπασης του κοινωνικού πλούτου, δύνανται, θέτοντας το ζήτημα της εκμετάλλευσης, να θέσουν επίσης το ζήτημα κατάργησης των επιμέρους καταπιέσεων. Βαθμίδες εξουσίας και κύρους, κατηγορίες ηθικής κ.λπ. αδυνατούν να εξηγήσουν την πολλαπλότητα των καταπιέσεων (εξουσιαστικών, ηθικών, έμφυλων κ.ά.), καθώς δεν διαθέτουν τους θεωρητικούς (μεθοδολογικούς) συνειρμούς που ενυπάρχουν στην αναλυτική κατηγορία της κοινωνικής τάξης (η τάξη ως μορφή ενσωματωμένης εκμετάλλευσης) (G. Ε.Μ de Ste Croix). Μόνο εφόσον το κοινωνικό ζήτημα τεθεί με όρους εκμετάλλευσης και όχι με όρους μιας «ταυτοχρονίας καταπιέσεων», -με την κάθε μία από αυτές να εντοπίζεται σε μια διαφορετική μορφή κυριαρχίας (δύναμης, ηθικής, φυλής, φύλου κ.λπ.)- μπορούν να προσδιοριστούν οι αιτίες των φαινομένων και να ιεραρχηθούν προτεραιότητες ώστε να η ανάλυσή μας να αποφύγει το τυχαίο και το αυθαίρετο.
*Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Πηγή: http://atexnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.