Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

ΕΝ ΡΙΠΗ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ - "ΟΥΚ ΕΝ ΤΩ ΠΟΛΛΩ ΤΟ ΕΥ"!

Γράφει ο Γιώργος Δελιόπουλος // *

Άλλη μια σχολική χρονιά ξεκινά με ενθουσιασμό, ελπίδες, αλλά και με τον (σχεδόν μόνιμο) προβληματισμό γύρω από το «τις πταίει;» της ελληνικής εκπαίδευσης. Ακούμε και διαβάζουμε πολλές ενδιαφέρουσες απόψεις, από ειδικούς και μη, για τα κακώς κείμενα του σχολείου, για το ζήτημα της παραπαιδείας και τον λειτουργικό αναλφαβητισμό της νέας γενιάς. Πολλές από αυτές εστιάζουν σε ευρύτερα κοινωνικο-οικονομικά αίτια (λ.χ. στην κοινωνική απαξίωση του σχολείου, στη νωθρότητα, τη λεξιπενία και την ακρισία που καλλιεργεί ο εθισμός στο διαδίκτυο, στο ότι τα τυπικά εκπαιδευτικά προσόντα δεν έχουν πλέον το ίδιο επαγγελματικό και οικονομικό αντίκρισμα όπως παλιότερα), αίτια που υπερβαίνουν, όμως, τον χώρο και τον κόσμο της εκπαίδευσης. Καλώς ή κακώς, καμιά μεμονωμένη υπουργική απόφαση δεν μπορεί να ανακόψει τη διαδικτυακή πλημμυρίδα ή να αποκαταστήσει το κύρος του σχολείου στην κοινωνία.


Αν και δεν διαφωνώ επί της ουσίας με αυτές τις γενικόλογες απόψεις, τις θεωρώ εν πολλοίς αντιπαραγωγικές, καθώς περισσότερο φιλοσοφούν και διαπιστώνουν, παρά μπορούν να οδηγήσουν σε συγκεκριμένες προτάσεις και λύσεις. Αντ’ αυτών, θα ήθελα να θίξω δύο από τα βασικά προβλήματα του ελληνικού σχολείου, τα οποία επηρεάζουν αρνητικά το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης και η λύση τους εναπόκειται (σχεδόν) αποκλειστικά στην ευθύνη της εκπαιδευτικής ηγεσίας.
Το πρώτο πρόβλημα είναι ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη. Εκατοντάδες μελέτες, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη και τις Η.Π.Α. από τη δεκαετία του 1980 μέχρι και σήμερα, έχουν καταδείξει την αντιστρόφως ανάλογη σχέση που υπάρχει μεταξύ του αριθμού των παιδιών και της αποτελεσματικότητας της διδασκαλίας. Όσο λιγότερα είναι τα παιδιά σε κάθε τμήμα, τόσο αυξάνονται και οι δυνατότητες του εκπαιδευτικού να εξατομικεύσει τη διδασκαλία του και να αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο σε κάθε παιδί, να διαγνώσει και να διαχειριστεί καλύτερα τα μαθησιακά του προβλήματα, αλλά και να δημιουργήσει ένα πιο οικείο και ασφαλές περιβάλλον, όπου όλα τα παιδιά θα αισθάνονται πιο άνετα να εκφραστούν. Παράλληλα, ο ρόλος του εκπαιδευτικού σήμερα είναι πολυδιάστατος και υπερβαίνει την απλή μετάδοση γνώσεων. Ο σύγχρονος δάσκαλος καλείται να καθοδηγήσει τα παιδιά, να τα εμφυσήσει αξίες, να τα βοηθήσει να διαχειριστούν συναισθηματικές δυσκολίες και να συμβάλλει στην ολόπλευρη ανάπτυξη του χαρακτήρα τους. Και μάλιστα, σε μια εποχή όπου όλα αλλάζουν γύρω μας με ασύλληπτες ταχύτητες και όλοι μας –πόσο μάλλον τα παιδιά– τρεκλίζουμε ζαλισμένοι. Αυτό προϋποθέτει συνεργασία με τους γονείς και συνεχή επαφή με τα παιδιά, ακόμη και πέραν των διδακτικών ωρών. Όσο χαρισματικός κι αν είναι ο δάσκαλος, όσο καινοτόμες μεθόδους κι αν εφαρμόζει, πώς θα μπορέσει να ανταποκριθεί ικανοποιητικά σε έναν τόσο σύνθετο ρόλο, όταν έχει να διαχειριστεί 25 ή 27 παιδιά. Σκεφτείτε πόσο πιο ποιοτική θα ήταν η διδασκαλία, η επικοινωνία και η καθοδήγηση, αν ο αριθμός των παιδιών ανά τμήμα μειωνόταν στα 15.
Βέβαια, θα αντιτείνουν οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι ότι κάτι τέτοιο απαιτεί περισσότερους εκπαιδευτικούς και επιπλέον αίθουσες διδασκαλίας. Επομένως, είναι οικονομικά ασύμφορο (ίσως και καταστροφικό) για τον κρατικό προϋπολογισμό. Δεκτό και εύλογο αντεπιχείρημα, αν και τα τελευταία χρόνια, με τη μείωση του μαθητικού πληθυσμού δημιουργούνται αρκετά πλεονάσματα σε διαθέσιμους εκπαιδευτικούς και αίθουσες διδασκαλίας, που θα μπορούσαν εν μέρει να καλύψουν μια μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη.
Και αν η λύση του πρώτου προβλήματος απαιτεί χρήματα, το δεύτερο βασικό πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική εκπαίδευση λύνεται σχετικά ανέξοδα, με μια γενναία μετατόπιση της νοοτροπίας των ιθυνόντων. Δυστυχώς, από την πρώτη δημοτικού ώς και την τρίτη λυκείου η διδακτέα ύλη είναι τεράστια. Υπάρχει μια λανθασμένη εμμονή στους συντάκτες των αναλυτικών προγραμμάτων (αλλά και σε αρκετούς εκπαιδευτικούς), να αποκτήσουν οι μαθητές όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις μέσα από έναν τεράστιο όγκο διδακτέας ύλης. Ωστόσο, όπως και στο ζήτημα του αριθμού των παιδιών, έτσι και στην ποσότητα της διδακτέας ύλης, επιβεβαιώνεται το αρχαίο ρητό: «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ». Μια τόσο φορτωμένη ύλη δύσκολα καλύπτεται με το υπάρχον ωρολόγιο πρόγραμμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο εκπαιδευτικός να αισθάνεται διαρκώς πιεσμένος και να τρέχει λαχανιασμένος όλη τη χρονιά, για να τη διδάξει. Σπανίως τα καταφέρνει, και όταν το πετυχαίνει, συνήθως δεν εμβαθύνει σε ορισμένα κεφάλαια ή τα προσπερνά περιληπτικά, αναγκασμένος να αδιαφορήσει για την εμπέδωσή τους από τους μαθητές. Οι συνέπειες όλης αυτής της αγχωτικής διεκπεραίωσης της ύλης στα παιδιά: διαρκές άγχος, πίεση που καθιστά τη μάθηση απωθητική, επιφανειακή προσέγγιση της γνώσης, πολλά μαθησιακά κενά, καταφυγή στα φροντιστήρια και μια γενική ημιμάθεια. Τρανή απόδειξη το κραυγαλέο έλλειμμα ιστορικής γνώσης των Νεοελλήνων, παρόλο που διδασκόμαστε κάθε ιστορική περίοδο εις τριπλούν καθ’ όλη τη διάρκεια της μαθητικής μας ζωής. Με τον βραχνά της ύλης, δεν υπάρχει ούτε χρόνος ούτε διάθεση για επιπλέον δραστηριότητες εντός του μαθήματος, που θα μπορούσαν να διανθίσουν δημιουργικά τη διδασκαλία ή για ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά.
Συνεπώς, ο αριθμός των παιδιών ανά τάξη και ο όγκος της διδακτέας ύλης αποτελούν δύο δομικά προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, τα οποία επηρεάζουν συνολικά τον τρόπο λειτουργίας και αποτελεσματικότητάς του. Όσο δεν επιλύονται ή –τουλάχιστον– δεν αντιμετωπίζονται με τη δέουσα προσοχή, τόσο οι μεταρρυθμίσεις κάθε νέου υπουργού παιδείας στην αρχή της χρονιάς θα οικοδομούνται πάνω σε σαθρά θεμέλια και στο τέλος, θα αποδεικνύονται ατελέσφορες.

*O Γιώργος Δελιόπουλος είναι ποιητής – συνδ/ντης περ. καρυοθραύστις

Πηγή: https://www.fractalart.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.