Νέα διεθνής μελέτη με σχεδόν 3.500 συμμετέχοντες αποδεικνύει ότι η νηστεία δεν επηρεάζει αρνητικά τη μνήμη, την προσοχή ή τη σκέψη – εκτός από τα παιδιά και τους εφήβους.

Γιώργος Μαζιάς
Εδώ και δεκαετίες, η κοινή πεποίθηση είναι πως χωρίς πρωινό δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε σωστά. Οι διαφημίσεις και οι συμβουλές των παλαιότερων έχουν ενισχύσει την ιδέα ότι το μυαλό χρειάζεται συνεχή τροφοδοσία για να παραμείνει αποδοτικό και ήρεμο.
Ωστόσο, μια νέα εκτεταμένη επιστημονική ανασκόπηση αμφισβητεί αυτό το δεδομένο. Σύμφωνα με έρευνα του καθηγητή ψυχολογίας Ντέιβιντ Μορό από το Πανεπιστήμιο του Όκλαντ, η οποία δημοσιεύθηκε στο The Conversation, η νηστεία δεν φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά τη νοητική λειτουργία των ενηλίκων.
Η ομάδα του Μορό ανέλυσε 63 επιστημονικές μελέτες που κάλυψαν σχεδόν επτά δεκαετίες (1958–2025) και περιελάμβαναν 3.484 συμμετέχοντες. Οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε 222 διαφορετικά τεστ γνωστικής απόδοσης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά στη μνήμη, την προσοχή ή τις εκτελεστικές λειτουργίες μεταξύ όσων είχαν φάει και όσων νήστευαν.
Με απλά λόγια, μπορεί κανείς να παραλείψει το πρωινό χωρίς να χάσει τη συγκέντρωσή του.
Η βιολογία της νηστείας
Η νηστεία δεν αποτελεί απλώς μια σύγχρονη τάση ευεξίας, αλλά μια βαθιά ριζωμένη βιολογική λειτουργία. Εξελικτικά, αναπτύχθηκε για να βοηθά τον οργανισμό να επιβιώνει σε περιόδους έλλειψης τροφής. Όταν το σώμα σταματά να λαμβάνει γλυκόζη, στρέφεται σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, διασπώντας λίπος και παράγοντας κετονικά σώματα που τροφοδοτούν τον εγκέφαλο με εξαιρετική αποτελεσματικότητα.
Αυτός ο μεταβολικός διακόπτης όχι μόνο εξασφαλίζει ενέργεια, αλλά ενεργοποιεί και διαδικασίες αυτοφαγίας, δηλαδή «αυτοκαθαρισμού» των κυττάρων. Η διαδικασία αυτή συνδέεται με πιο υγιή γήρανση και καλύτερη μεταβολική ισορροπία. Επιπλέον, η νηστεία φαίνεται να βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και να μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων ασθενειών όπως ο διαβήτης τύπου 2.
Τι έδειξαν τα δεδομένα
Παρά τα βιολογικά οφέλη, υπήρχε η ανησυχία ότι η νηστεία μειώνει την πνευματική διαύγεια. Η ανάλυση του Μορό δείχνει το αντίθετο: οι υγιείς ενήλικες αποδίδουν εξίσου καλά, είτε έχουν φάει είτε όχι.
Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες εξαιρέσεις. Τα παιδιά και οι έφηβοι εμφάνισαν χαμηλότερες επιδόσεις όταν νήστευαν, καθώς οι αναπτυσσόμενοι εγκέφαλοι χρειάζονται σταθερή παροχή ενέργειας. Επίσης, η ώρα της ημέρας φάνηκε να παίζει ρόλο: οι γνωστικές επιδόσεις ήταν ελαφρώς χαμηλότερες όταν τα τεστ πραγματοποιούνταν αργά μέσα στη μέρα, πιθανώς λόγω κιρκαδικών μεταβολών.
Το είδος του τεστ είχε επίσης σημασία. Όταν περιελάμβανε ερεθίσματα που σχετίζονταν με φαγητό, οι νηστεύοντες αποσπώνταν πιο εύκολα. Το μυαλό, όπως φάνηκε, πεινούσε για φαγητό, όχι για σκέψη.
Η νηστεία ως προσωπική επιλογή
Για τους περισσότερους υγιείς ενήλικες, τα ευρήματα είναι καθησυχαστικά: η διαλείπουσα νηστεία δεν θολώνει το μυαλό και μπορεί να προσφέρει οφέλη χωρίς να μειώνει την πνευματική απόδοση.
Φυσικά, δεν είναι κατάλληλη για όλους. Για παιδιά, εφήβους, άτομα με προβλήματα υγείας ή όσους χρειάζονται υψηλή συγκέντρωση αργά μέσα στην ημέρα, η νηστεία ίσως δεν αποτελεί την καλύτερη επιλογή. Όπως επισημαίνει ο Μορό, “fasting is a personal tool, not a universal prescription” — «η νηστεία είναι προσωπικό εργαλείο, όχι καθολική συνταγή».
Η επιστήμη, λοιπόν, ανατρέπει μια παλιά βεβαιότητα. Το να παραλείψει κανείς ένα γεύμα δεν τον καθιστά λιγότερο ικανό ή έξυπνο· ίσως, αντίθετα, να βοηθά το σώμα και τον εγκέφαλο να λειτουργούν πιο φυσικά και ευέλικτα, όπως είχαν σχεδιαστεί να κάνουν.
Πηγή: https://www.tanea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.