Από την ποιητική συλλογή ''Τέσσερις ἐποχές κι ἄλλη μιὰ ἄνοιξη'' του Αριστείδη Καραπανάγου
Καὶ περνοῦσαν οἱ μέρες ἔτσι χωρὶς πρόσωπο
σβήνοντας τὰ τσιγάρα πάνω στὸ ψωμὶ
σκουπίζοντας τὸν ἱδρώτα ἀπ’ τὶς φωτογραφίες
σβήνοντας τὰ τσιγάρα πάνω στὸ ψωμὶ
σκουπίζοντας τὸν ἱδρώτα ἀπ’ τὶς φωτογραφίες
Σὲ εἶδα τότε ν’ ἀνοίγεις τὴν πόρτα
καὶ ν’ ἀφήνεις τὰ σκουπίδια ἀπὸ τὸ χθεσινὸ φαγοπότι
Ἔκανε κρύο θυμᾶμαι καὶ δὲν εἶχα τί νὰ σοῦ πῶ
Τὰ σκυλιὰ τῆς γειτονιὰς ἔσκισαν τ’ ἀποφάγια
κι ἔφαγαν ἀπ’ τὴν πείνα τους
σὰ νὰ μὴν τὰ’ νοιαζε ποὺ τὰ κοιτοῦσα
Εἶχες φύγει καὶ γύρισα πίσω μισώντας τὸν κόσμο
Τὸ σπίτι πιὸ ἄδειο ἀπὸ ποτὲ ἔξυσε τὶς πληγές μου
περισσότερο γιὰ νὰ γελάσει μέσα στὴ νύχτα
ποὺ’ ταν τὸ ἴδιο βαρετὴ
Ἡ ζωὴ πράγματι περνοῦσε
ἐνῶ πιὸ πέρα ἔκλαιγε τὸ μωρὸ γιὰ λίγο γάλα
Τὰ πουλιὰ πουλοῦσαν τὶς κιθάρες τους γιὰ μιὰ σπιθαμὴ χώρου καὶ ἤμασταν κι ἐμεῖς πουλιὰ ἀπὸ αὐτὰ
ποὺ περιμένουν νὰ σπάσει τὸ κλαδὶ γιὰ νὰ πετάξουν
Ἀπὸ τότε δὲν σ’ ἔχω ξαναδεῖ καὶ γυρνῶ μέσα στοὺς δρόμους κοιτάζοντας τὰ πρόσωπα ὄχι ὅπως παλιὰ ἀλλὰ στὰ μάτια σὰ ν’ ἄλλαξε κάτι μέσα μου
Φοβᾶμαι ὅτι ξέχασες κι ὅτι θὰ πληρώνω γιὰ καιρὸ ἀκόμη
τὶς μέρες ποὺ δὲν εἶναι ἴδιες κι ἔχουν στ’ ἀλήθεια τὸ δικό σου πρόσωπο
Μεγάλωσα δυστυχῶς γιὰ τέτοιες μάχες
καὶ δὲν ξέρω πιὰ τί νὰ πῶ ἢ τί νὰ κάνω
Μονάχα σκουπίζω τὸν ἱδρώτα ἀπ’ τὶς φωτογραφίες
καὶ σβήνω τὰ τσιγάρα πάνω στὸ ψωμὶ
σὰ νὰ μὴν ἔμαθα ποτὲ πὼς δὲν ὑπῆρξες.
καὶ ν’ ἀφήνεις τὰ σκουπίδια ἀπὸ τὸ χθεσινὸ φαγοπότι
Ἔκανε κρύο θυμᾶμαι καὶ δὲν εἶχα τί νὰ σοῦ πῶ
Τὰ σκυλιὰ τῆς γειτονιὰς ἔσκισαν τ’ ἀποφάγια
κι ἔφαγαν ἀπ’ τὴν πείνα τους
σὰ νὰ μὴν τὰ’ νοιαζε ποὺ τὰ κοιτοῦσα
Εἶχες φύγει καὶ γύρισα πίσω μισώντας τὸν κόσμο
Τὸ σπίτι πιὸ ἄδειο ἀπὸ ποτὲ ἔξυσε τὶς πληγές μου
περισσότερο γιὰ νὰ γελάσει μέσα στὴ νύχτα
ποὺ’ ταν τὸ ἴδιο βαρετὴ
Ἡ ζωὴ πράγματι περνοῦσε
ἐνῶ πιὸ πέρα ἔκλαιγε τὸ μωρὸ γιὰ λίγο γάλα
Τὰ πουλιὰ πουλοῦσαν τὶς κιθάρες τους γιὰ μιὰ σπιθαμὴ χώρου καὶ ἤμασταν κι ἐμεῖς πουλιὰ ἀπὸ αὐτὰ
ποὺ περιμένουν νὰ σπάσει τὸ κλαδὶ γιὰ νὰ πετάξουν
Ἀπὸ τότε δὲν σ’ ἔχω ξαναδεῖ καὶ γυρνῶ μέσα στοὺς δρόμους κοιτάζοντας τὰ πρόσωπα ὄχι ὅπως παλιὰ ἀλλὰ στὰ μάτια σὰ ν’ ἄλλαξε κάτι μέσα μου
Φοβᾶμαι ὅτι ξέχασες κι ὅτι θὰ πληρώνω γιὰ καιρὸ ἀκόμη
τὶς μέρες ποὺ δὲν εἶναι ἴδιες κι ἔχουν στ’ ἀλήθεια τὸ δικό σου πρόσωπο
Μεγάλωσα δυστυχῶς γιὰ τέτοιες μάχες
καὶ δὲν ξέρω πιὰ τί νὰ πῶ ἢ τί νὰ κάνω
Μονάχα σκουπίζω τὸν ἱδρώτα ἀπ’ τὶς φωτογραφίες
καὶ σβήνω τὰ τσιγάρα πάνω στὸ ψωμὶ
σὰ νὰ μὴν ἔμαθα ποτὲ πὼς δὲν ὑπῆρξες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.