Γράφει ο Γιάννης Ζήσης*
Παιδεία & Ανθρώπινες Σχέσεις
Η πρώτη προσπάθεια απελευθέρωσης της Εκπαίδευσης δεν έγινε τόσο στην Αναγέννηση ή στη Μεταρρύθμιση, όσο στην εποχή του Διαφωτισμού, ιδιαίτερα με τον Ρουσσώ, ο οποίος είναι πρόδρομος όλων των μελλοντικών κινημάτων και επαναστάσεων για την απελευθέρωση του ανθρώπου, μολονότι παρεξηγημένος από πολλούς που δεν είδαν τη βαθύτερη διάσταση του έργου του.
Υπάρχουν στοιχεία στο έργο Ρουσσώ που τον καθιστούν τόσο πρόδρομο του Μαρξ, όσο και των Οικολόγων, καθώς και πολλών φωτισμένων αστών και μεταρρυθμιστών πολιτικών, και, πάνω απ’ όλα, των φωτισμένων παιδαγωγών, αρχίζοντας από τον Γιόχαν Πεσταλότσι.
Οι ανανεώσεις των εκπαιδευτικών συστημάτων, μέχρι και σήμερα, έχουν πρόδρομό τους τον Ρουσσώ, όμως ποτέ δεν πραγματώθηκε το εκπαιδευτικό του όραμα. Αν πραγματωνόταν μαζικά, δεν θα είχαμε μια κοινωνία απειλούμενη από την πολιτισμένη βαρβαρότητα, τα πυρηνικά όπλα και τη φτώχεια, εν μέσω αφθονίας, και από καταπίεση και εκφυλιστική παραχάραξη του ανθρώπου.
Πριν όμως από τον Διαφωτισμό, για να αντιληφθούμε πώς η εξουσία έκανε όργανό της την ανώτατη εκπαίδευση της εποχής, όταν η Ευρώπη ήταν οι Στιούαρτ, οι Λουδοβίκοι και οι Αμβούργοι, δεν έχουμε παρά να δούμε ένα εδάφιο του Ottaviano Maggi από το βιβλίο του De Legato.
Το εδάφιο αφορά ιδιαίτερα στους διπλωμάτες, αλλά είναι ενδεικτικό για το θέμα μας, χωρίς ωστόσο να είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό, όπως, λοιπόν, ο Ηγεμόνας του Μακιαβέλι «πρέπει να είναι ένας εκπαιδευμένος θεολόγος, πρέπει να γνωρίζει καλά τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα και πρέπει, μέσα σε λίγα λεπτά, να επιλύει τα πιο δυσνόητα προβλήματα με έναν σωστό διαλεκτικό τρόπο. Θα πρέπει επίσης να είναι ειδικευμένος στα μαθηματικά, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, τη φυσική και ακόμα στο αστικό και κανονικό δίκαιο. Θα πρέπει να μιλάει και να γράφει με ευχέρεια λατινικά και να είναι επίσης κάτοχος της ελληνικής, της ισπανικής, της γαλλικής, της γερμανικής και της τουρκικής∙ ενώ θα είναι εκπαιδευμένος μελετητής της κλασσικής λογοτεχνίας, ένας ιστορικός, ένας γεωγράφος και ένας ειδικός της στρατιωτικής επιστήμης. Θα πρέπει επίσης να έχει μια καλλιεργημένη προτίμηση στην ποίηση. Και, πάνω απ’ όλα, θα πρέπει να είναι από μια εκλεκτή οικογένεια, πλούσιος και προικισμένος με ένα ωραίο φυσικό παρουσιαστικό». Δηλαδή, όλη η ανθρώπινη γνώση της εποχής υποταγμένη στο τελευταίο «πάνω απ’ όλα».
Μήπως αυτό εννοούσε ο Βολταίρος όταν συγκρούσθηκε με τον Ρουσσώ όταν έλεγε πως αυτή η μόρφωση αλλάζει τον άνθρωπο; Αν, ναι, τότε δεν πρέπει να συνεχίσουμε να τον εκτιμούμε όπως μας έμαθαν. Έχει δίκιο ο Πωλ Γκρασσέ στο βιβλίο του «Εσύ ο μικρούλης Θεός» να παρατηρεί πως αυτού του είδους η μόρφωση δεν σημαίνει τίποτε ουσιαστικό για την ανέλιξη της ανθρώπινης φύσης.
Βλέπουμε, εδώ, πόσο ταπεινούς σκοπούς υπηρετεί η μόρφωση. Εκτός των άλλων, ο συγγραφέας του εδαφίου που παραθέσαμε είναι και αφελής, νομίζοντας πως όλη αυτή η πληροφόρηση θα μπορούσε να συγκεντρωθεί σε διπλωμάτες και ανθρώπους της εξουσίας. Ο Κίσινγκερ είναι σαφώς πιο ενδεικτικός, αναφερόμενος στα προσόντα του ηγεμόνα∙ στην πραγματικότητα, είναι κοντά στον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι.
Το ποια σημασία είχε για το εκάστοτε κατεστημένο και την εξουσία η εκπαίδευση, το έδειξε το Καθολικό Τάγμα των Ιησουϊτών και, μεταγενέστερα, μερικοί σύγχρονοι προτεστάντες δημαγωγοί που, τόσο προβληματικά, κυριαρχούν πολιτικά στον Νέο Κόσμο, με όλη τη σύγχρονη βιομηχανία των διαφημιστικών εφέ.
Δεν θα επεκταθούμε στις λεπτοφυείς αλληλεξαρτήσεις ανάμεσα στην εκπαίδευση και την πολιτική από τον Μεσαίωνα μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση.
Προς το τέλος αυτής της περιόδου, εκδηλώθηκαν κινήματα εκπαιδευτικά με τον Λοκ, τον Ρουσσώ και τους Εγκυκλοπαιδιστές, που αιτούντο την οργάνωση της εκπαίδευσης με το δικαίωμα συμμετοχής του λαού σε αυτήν. Η Γαλλική Επανάσταση κατοχύρωσε, όχι όμως σε όλο το φάσμα του, το δικαίωμα αυτό.
Πάραυτα, η μόρφωση έγινε προνόμιο, κύρια, της αστικής τάξης, ενώ οι εργάτες και οι αγρότες αποκλείστηκαν κατηγορηματικά. Ωστόσο, οι φοιτητές συνήθως θα συμπαρίστανται στους αγώνες των τελευταίων, ξεπερνώντας πότε-πότε και τις τάξεις αυτές σε αγωνιστική συνειδητοποίηση, με όλη την κιβδηλότητα της παροδικότητας, όπως συνέβη τον Μάη του ’68 στη Γαλλία, το ’73 στην Ελλάδα ή στην άνοιξη της Πράγας και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις.
Με εξαίρεση τον Ρουσσώ, το θέμα της μεθόδου εκπαίδευσης εξετάσθηκε μόνο μετά την Επανάσταση και οδήγησε στην διαμόρφωση διάφορων σχολών Παιδαγωγικής. Στη γραμμή αυτή κινήθηκαν αρκετοί πρωτοπόροι της απελευθέρωσης της γνώσης και του ανθρώπου, από τον Πεσταλότσι και τη Μοντεσσόρι, τον Πιαζέ και τον Ίλιτς Ιβάν.
Αυτές οι προσπάθειες, ωστόσο, μένουν –λίγο έως πολύ– άκαρπες γιατί δεν υπάρχει χειραφέτηση της παιδείας και των μέσων πληροφόρησης από την πολιτική εξουσία και τα οικονομικά συμφέροντα.
Έτσι, για παράδειγμα, η ναζιστική Γερμανία βύθισε την παιδεία της στον πολιτικό πρωτογονισμό της. Στο βιβλίο του Φύρερ, «ο Αγών», βρίσκουμε τα εξής χαρακτηριστικά για την εκπαιδευτική πολιτική που ασκήθηκε για δώδεκα χρόνια σε αυτή τη χώρα.
«Ένα κράτος που θεμελιώνεται στις φυλετικές διακρίσεις πρέπει να ξεκινά από την αρχή ότι ένας άνθρωπος που η επιστημονική του παιδεία είναι στοιχειώδης, αλλά που είναι υγιής στο σώμα, τίμιος και σταθερός στον χαρακτήρα, που του αρέσει να παίρνει αποφάσεις, που είναι προικισμένος με δύναμη Θέλησης είναι πολύ πιο χρήσιμο μέλος στην εθνική κοινότητα από ένα ανάπηρο, όποιες κι αν είναι οι πνευματικές του χάρες – Ένα γαγγραινιασμένο σώμα κατά κανένα τρόπο δεν γίνεται ωραιότερο από τη λάμψη του πνεύματος και ακόμα θα ήταν άδικο το να δώσεις την πιο πλήρη πνευματική διαμόρφωση σε κακογεννημένους ή ακρωτηριασμένους ανθρώπους που η έλλειψη ενεργητικότητας και χαρακτήρα θα τους έκανε άτομα αναποφάσιστα και δειλά» ή «οι πολιτιστικές και δημιουργικές ικανότητες του Άριου δεν πηγάζουν απ’ τα πνευματικά του χαρίσματα. Διαφορετικά, θα μπορούσε να δρα μόνο σαν καταστροφέας, ποτέ σαν οργανωτής. Γιατί ο βασικός όρος κάθε οργάνωσης είναι ότι το άτομο παραιτείται από το να προτάσσει την προσωπική του γνώμη και τα προσωπικά του συμφέροντα και τα θυσιάζει προς όφελος της κοινότητας». Ο Χίτλερ θεωρούσε το πνεύμα καταστροφικό και πράγματι έτσι ήταν για τον υλισμό και τον ολοκληρωτισμό. Εδώ, έχουμε μια διαστροφή της αλήθειας, έναν χυδαίο υλισμό, ο οποίος, ωστόσο, βρίσκει τον σφυγμό μιας κοινότητας που είναι βαμπίρ, μελανή οπή για τα μέλη της, μιας κοινότητας τύπου Μολώχ.
Το εντυπωσιακό σε αυτήν την παρουσίαση είναι ότι έχει μέσα της αντιφάσεις που δεν στέκουν στην αληθινή διαλεκτική, π.χ., το πρώτο εδάφιο ζητάει δύναμη θέλησης και λήψη αποφάσεων, το δεύτερο μιλάει για θυσία αυτής της δύναμης σε μια κοινότητα που δεν έχει διαστάσεις ελευθερίας. Από τη μία, καλοπαίρνει τη δύναμη επιθυμίας που καταξιώνεται ουσιαστικά μόνο υπό τους όρους ελευθερίας της θέλησης, από την άλλη, τη σκοτώνει – διαιρεί για να βασιλεύει μέσα στο μυαλό όλων εκείνων που δεν προσέχουν τις λογικές ασυνέπειες. Αυτή είναι η εκπαίδευσή μας ακόμα και σήμερα.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό αυτών των απόψεων είναι ότι επιχειρούν μια ελάχιστης αντίστασης προσέγγιση στην πραγματικότητα, με επιμερισμό στο κατώτατο στάδιο, που ελαχιστοποιεί τη διαλεκτική σύνθεση. Πάντα παίρνει το κατακάθι για να το εμφανίσει ως μόνη δυνατή πραγματικότητα, όπως στη περίπτωση της κοινότητας, και από εκεί πολεμάει την αφηρημένη αλήθεια και σκέψη με την αγοραία ιδεολογία και θρησκεία, με την αγοραία ιδεοληψία, με τη χοντροκομμένη άποψη και προκατάληψη.
Το ίδιο εκδηλώθηκε και με την ενίσχυση της άποψης ότι η τέχνη είναι για όλο τον λαό, όχι από την πλευρά μιας καλλιτεχνικής εκπαίδευσης του λαού, αλλά με την έννοια μιας αγοραίας υπο-τέχνης. Αυτή η άποψη πέρασε δυστυχώς και στην ΕΣΣΔ, και όχι μόνο στη ναζιστική Γερμανία μέσα από το στόμα του αρχηγού της Ναζιστικής Νεολαίας, Μπάλντουρ φον Σίραχ, με διαφορετικό βέβαια κίνητρο και διαφορετική μορφή – αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε από την αρχή.
Έγιναν εκκαθαρίσεις καλλιτεχνών και διανοούμενων και στις δύο αυτές χώρες μέχρι του σημείου, μάλιστα, να περνάει τέτοια ποιότητα απόψεων, όπως στο δημοσίευμα της Πράβντα (17 Φεβρουαρίου 1950): «Αν συναντήσεις δυσκολίες και ξαφνικά αρχίσεις να αμφιβάλλεις για τις δυνάμεις σου, σκέψου τον Στάλιν και θα βρεις την απαιτούμενη πεποίθηση. Αν αισθανθείς κούραση, τη στιγμή που δεν πρέπει σκέψου τον Στάλιν και η κούραση θα σου φύγει. Αν σκέφτηκες κάτι το μεγάλο, σκέψου τον Στάλιν, και η δουλειά θα πάει θαυμάσια. Αν θέλεις να βρεις την σωστή λύση, σκέψου τον Στάλιν και θα βρεις αυτή τη λύση»!
Οι συνέπειες αυτών των απόψεων έγιναν ορατές και στην επιστήμη με την περίπτωση του Δαρβίνου, στις ΗΠΑ, του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου στην Αναγέννηση, την περίπτωση του Αϊνστάιν στη ναζιστική Γερμανία και την υπόθεση του Λυσένκο στη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ.
Χαρακτηριστική της εξάρτησης της εκπαίδευσης είναι η φασιστική κατήχηση του λαού με ιδανικά όπως «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», ή «όλα από το κράτος, όλα για το κράτος, τίποτε ενάντια», όπως συνέβη επί Μεταξά και Μουσολίνι, αντίστοιχα. Στις μέρες μας, αυτή η προπαγάνδα περί ιδανικών –όπως είχε προβλεφθεί– πήρε τη μορφή του καταναλωτισμού και της κοινωνίας του θεάματος.
Όλα αυτά τα αναφέραμε για να δείξουμε πως η εκπαίδευση μέχρι τώρα ήταν μια πηγή ενσωμάτωσής μας στο σύστημα του ηγεμονισμού και πως είμαστε μπολιασμένοι με μια υποχρεωτική υπο-παιδεία. Είναι φανερό πως μια αληθινή παιδεία είναι ασυμβίβαστη με τη σημερινή κατάσταση, τη σημερινή διεθνή πολιτική, οικονομική, οικολογική και πολιτισμική άβυσσο.
Αυτή ήταν και είναι έως σήμερα, σε αδρές γραμμές, η πολιτική ιστορία της Εκπαίδευσης και όχι η θεωρητική.
Το κεντρικό χαρακτηριστικό της ήταν η ενσωμάτωση στον εργαλειακό πατερναλισμό της εξουσίας, στον ολοκληρωτισμό της και την κυριαρχία του τόπου και του χρόνου γέννησής μας, όπως και του οικονομικού καταναγκασμού πάνω μας, ενώ θα έπρεπε να είναι το αντίθετο.
Οι προβληματισμοί διανοητών, όπως ο Βίλχελμ Ράιχ στο «άκου ανθρωπάκο», ο Κρισναμούρτι και ο Γιάσπερς ή ακόμη ο ανθρωπιστής θεωρητικός της Κυβερνητικής, Νόρπετ Βίνερ, και ο Λιούις Μάμφορντ γίνονται ακόμη πιο επίκαιροι σήμερα για μια απελευθερωτική βιωματική κουλτούρα που θα ισορροπήσει, χωρίς αναχρονιστικούς σχολαστικισμούς, τον σημερινό άνθρωπο που δυναστεύεται από εξωτερικότητες και καθηλώνεται επικίνδυνα τόσο στους φονταμενταλισμούς όσο και στην αγοραία καταναλωτική, τεχνολογική και επικοινωνιακή ταυτότητα.
Νέα ρεύματα θεσμικής οργάνωσης της Εκπαίδευσης, όσο και ρεύματα πολιτισμικά και μεθοδολογικά που συνδέθηκαν με αποστολές υποστήριξης από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ και η Unesco, ή με στοχαστές και «ιεραποστόλους» της απελευθερωτικής κουλτούρας, έφεραν πολύ καλό μετά από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαινιάζοντας την καλή θέληση, την εκπαίδευση σε ορθές ανθρώπινες σχέσεις και σε αδογμάτιστη σκέψη.
Το έργο τους ήταν αναγκαίο και είχε περιορισμένη, ωστόσο ουσιαστική, επιτυχία. Σήμερα, ξέρουμε, πια, πως ένα τέτοιο έργο πρέπει να ενταθεί και να ξεκινήσει έναν νέο κύκλο που να αντισταθμίσει το τοπίο της κρίσης και τις τάσεις του ποικιλώνυμου ολοκληρωτισμού.
Παράλληλα, όλοι μας καλούμαστε σε μια βαθιά βιωματική κουλτούρα και μύηση στην ελευθερία και τη συνεργατική σκέψη μέσα από ουσιαστική και δημιουργική αυτομόρφωση, μέσα από μια διαρκή εσωτερική μαθητεία ζωής που απελευθερώνει τον εαυτό μας στον ορίζοντα του «Πλανητικού Χωριού», με όρους έμπνευσης ομαδικότητας και υπηρεσίας, με όρους πνευματικής και αλληλέγγυας αειφορίας.
Τα ζητήματα μιας εναλλακτικής προσέγγισης στην παγκόσμια ανάπτυξη και εκπαίδευση που έθετε ο Όλιβερ Λ. Ράιζερ και η προφητικότητά του ήταν, πια πρόδηλα, καταλυτικά. Μένει τώρα να εργασθούμε πειστικά, έτσι ώστε να ακυρώσουμε την τελική εξέλιξη των κινδύνων που διέβλεψε.
Ο κόσμος μας, πάνω από κάθε άλλο, χρειάζεται πνευματική ασφάλεια μέσα από ελευθερία και ουσιαστικό στοχασμό.
*Συγγραφέας
Πηγή:http://www.solon.org.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.