Ο συγγραφέας - ερευνητής κ. Ηλίας Τριανταφύλλου
Ο Ξέρξης δεν γνωρίζει πλέον τι να κάμη, οπότε παρουσιάζεται η προδοσία να τον βοηθήση και η παράδοσις συνέδεσε την προδοσίαν αυτήν με το όνομα του Εφιάλτου.
Το όνομα του Εφιάλτου έκτοτε έμεινε παρειμιώδες. Τα καθέκαστα της προδοσίας αυτής δεν είναι ανάγκη να συζητηθούν εδώ, ούτε θα έπαυε δια τούτο να είναι προδοσία. Είναι βέβαιον ότι η πολυήμερος παραμονή του Περσικού συρφετού εις την χώραν των Μαλιέων έφερεν τούτους εις απελπισίαν.
Οι βάρβαροι θα κατεβρόχθησαν το πάν, μη υπολογιζομένης και της παντοίας, άλλης ύβρεως εις την οποίαν γνωρίζομεν ότι ήσζων επιρρεπείς, οι Πέρσαι καθώς και κάθε άλλος στρατός. Η επιθυμία να φύγη επί τέλους η πληγή από την χώραν πρέπει να ήτο γενική. Ίσως να συνήργησαν και άλλοι εις την προδοσίαν, ιδίως οι Θεσσαλοί. Ο Εφιάλτης πάντως ήτο ο παρουσιασθείς προ του Ξέρξου, δια να προσφέρη την αισχράν του υπηρεσίαν. Αυτός υπήρξεν ο οδηγός κατά την διάβασιν της ατραπού και αυτόν επεκήρυξαν κατόπιν οι Πυλαγόροι της Αμφικτυονίας της Πυλαίας. Ότι δεν ήτο καθαρόν υποκείμενον, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μόλις κατήλθεν εκ Θεσσαλίας, όπου είχε καταφύγει, εφονεύθη από κάποιον Τραχίνιον ονόματι Αθηνάδην. Αυτός όμως τον εφόνευσε δι’άλλην αιτίαν και όχι δια το αργύριον της επικηρύξεως.
Η ατραπός, η οποία και προ της παρούσης μάχης και ύστερον εχρησίμευσε πολλάκις, δια να υπερκερασθούν αι Θερμοπύλαι, ελέγετο Ανόπαια (ανηφόρα). Το ίδιον όνομα έφερεν και το όρος δια του οποίου ανερριχάτο. Εις τας λεπτομερείας παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Ήρχιζεν από την φάραγγα του Ασωπού, ανέβαινε περίπου κατά την τοποθεσίαν όπου ο σημερινός (παλαιός )αυτοκινητόδρομος δια πολλών στροφών, κατήρχετο προς την πεδιάδα της Λαμίας, και κατόπιν εστρέφετο προς Ανατολάς. Διήρχετο εις μέγα ύψος, τα υπέρ τας Θερμοπύλας απότομα βουνά και τέλος κατέβαινε προς την πεδιάδα όπισθεν των Θερμοπυλών, δηλ.Ανατολικώτερον, τρία περίπου χιλιόμετρα, πλησίον των Αλπηνών. Προφανώς ο Λεωνίδας ηγνόη αρχικώς την ύπαρξιν της ατραπού. Όταν όμως έφθασεν εις τας Θερμοπύλας, του ωμίλησαν περί της υπάρξεώς της. Την εγνώριζον καλώς όχι μόνον οι εντόπιοι Μαλιείς, αλλά και οι Φωκείς και οι Θεσσαλοί, διότι δι’αυτής κάποτε οι τελευταίοι είχον περικυκλώσει τους Φωκείς. Ο Λεωνίδας ανέθεσεν ακριβώς εις τους 1000 Φωκείς, οι οποίοι είχον προσέλθει εις τας Θερμοπύλας, να φυλάξουν αυτήν την ατραπόν, πρίν αρχίσουν αι μάχαι. Οι Φωκείς πράγματι ανέβησαν εις το όρος και εις κατάλληλον σημείον εστρατοπέδευσαν ως φρουροί της Ανοπαίας. Ο Ξέρξης έγινε περιχαρής όταν έμαθε τα της ατραπού από τον Εφιάλτην και του έδωκε τον Υδάρνην, τον πρώτον των στρατηγών του, επί κεφαλής των Αθανάτων. Δια να περιέλθη κάποιος από την ατραπόν εχρειάζετο χρόνος 15 τουλάχιστον ωρών, όχι τόσον δια την απόστασιν, αλλά διότι ήτο δύσβατος και δεινώς ανηφορική. Οι Πέρσαι διέβησαν τον Ασωπόν και ήρχισαν την ανάβασιν μόλις ήρχιζε να νυκτώνη (περί λίχνων αφάς). Όλην την νύκτα ανέβαινον μετά κόπου, μ’όλον ότι θα τους εβοήθη η σελήνη. Με τα εξημερώματα έφθασαν εις τας κορυφογραμμάς της ατραπού. Εκεί εφύλασσον οι Φωκείς. Τα επί του σημείου τούτου ιστορούμενα υπο του Ηροδότου είναι πολύ επιεική δια τους Φωκείς. Μας λέγει ότι τους εξύπνησεν ο ποδοβολητός, διότι τα φύλλα των δρυών, αφ’ών ήτο κατάφυτον το όρος, ήσαν ξηρά και εδημιούργον ψόφον. Επομένως πολύ κακώς επετέλουν οι Φωκείς το καθήκον των, ενώ κάτω οι συστρατιώται των επί δύο ημέρας έγραφον σελίδας αϊδίου δόξης. Προσθέτει μάλιστα ο Ηρόδοτος, ότι ήτο νηνεμία και ο θόρυβος ηκούετο εντατικός, πράγμα σωστόν και σημαίνον ακριβή σπουδήν των τοπικών συνθηκών. Οι Φωκείς ανεπήδησαν αμέσως και ήρχισαν να ενδύωνται τα όπλα των. Οι βάρβαροι εν τώ μεταξύ εξεφύτρωσαν αιφνιδίως περί αυτών. Η έκπληξις υπήρξεν αμοιβαία. Αυτοί μεν δεν επερίμεναν να εύρουν στρατόν εμπρός των,οι δε Φωκείς ενόμισαν ότι οι ίδιοι ήσαν ο αντικειμενικός σκοπός των Περσών. Ο Υδάρνης εφοβήθη ότι ήσαν Λακεδαιμόνιοι, αλλ’ο Εφιάλτης τον εδίδαξεν το αληθές. Εκείνος τότε ήρχισε να λαμβάνη θέσιν μάχης. Τα βέλη έφευγον ταχέα και πυκνά. Οι Φωκείς απεσύρθησαν τότε εις παρακειμένην κορυφήν και όπως ο Ηρόδοτος μεγαλοψύχως λέγει, παρεσκευάζοντο να αποθάνουν. Ο Υδάρνης όμως μόλις του απέφραξαν τον δρόμον, δεν τους άδωκε πλέον σημασίαν, αλλ’ήρχισε να κατεβαίνη με πάσαν ταχύτητα το όρος. Ενταύθα γεννώνται εύλογοι απορίαι. Οι Φωκείς αφού αντελήφθησαν ότι άλλος ήτο ο σκοπός του Υδάρνου και όχι αυτοί οι ίδιοι, εφρόντισαν μόνον να σώσουν τους εαυτούς των. Δεν επετέθησαν κατ’αυτού και ουδέν έπραξαν δια να ματαιώσουν ή τουλάχιστον να επιβραδύνουν την πορείαν του. Προσεφέρθησαν ως εθελονταί εις τον Λεωνίδαν, δια να φυλάξουν την ατραπόν και ήδη ελιποψύχουν. Δεν γνωρίζομε αν ο Ξέρξης είχε παραδώσει εις τον Υδάρνην πάντας τους Αθανάτους. (Μεταγενέστεραι πληροφορίαι τους αναβιβάζουν εις είκοσι χιλιάδας. Αλλά και οι ημίσεις αν ήσαν, δηλ.πέντε χιλιάδες,δια να διέλθουν την ατραπόν στενή ως ήτο, εφ’ενός ζυγού, θα εχρειάζωντο ώρας και ώρας ολοκλήρους. Χίλιοι Φωκείς θα ηδύναντο να προξενήσουν εις αυτούς μεγάλην φθοράν και καθυστέρησιν και ίσως και να ματαιώσουν εξ ολοκλήρου το εγχείρημά των. Πιθανώς θα ήτο αυστηρόν να χαρακτηρίσωμεν τους Φωκείς ως προδώσαντες τον Λεωνίδαν. Πάντως δεν έπραξαν το πατριωτικόν των καθήκον, ως το επέβαλλεν η απελπιστική θέσις των συντρόφων των και ως το απήτουν αι δειναί περιστάσεις του πολέμου.
Ώ ξείν’ αγγέλειν….
Oι περί τον Λεωνίδαν έμαθον εγκαίρως τα θλιβερά συμβάντα. Αποβραδύς προεφήτευσε τον αυριανόν θάνατον ο μάντις Μεγιστίας. Την νύκτα ήλθον αυτόμολοι από το στρατόπεδον του Ξέρξου (ο Διόδωρος αναφέρει ρητώς Τυραστιάδαν και Κυμαίον) και ωμίλησαν περί του Εφιάλτου. Υπελείποντο ακόμη οι Φωκείς, οι φρουροί της ατραπού. Αλλά κατά την αυγήν κατήλθον εκ των κορυφογραμμών ημεροσκόποι, οι οποίοι διέλυσαν και αυτή την ελπίδα. Τότε και μόνον τότε συνεκλήθη πολεμικόν συμβούλιον. Άλλοι δεν ήθελον να αφήσουν την τάξιν, όπου είχον αποφασίσει να πολεμήσουν και άλλοι ήθελον να απέλθουν. Ο Λεωνίδας έλυσε το ζήτημα. Αφήκεν ελευθέρους όσους ήθελον να φύγουν και εδήλωσεν ότι αυτός, όπως δήποτε δεν θα εγκαταλείψη την θέσιν του, διότι οι νόμοι της Σπάρτης απηγόρευον τοιαύτην πράξιν. Οι επτακόσιοι Θεσπιείς των οποίων εστρατήγει ο Δημόφιλος ο Διαδρόμου, εδήλωσαν ωσαύτως ότι θα παραμείνουν. Επι πλέον εκράτησεν ο Λεωνίδας και τους Θηβαίους. Αυτή τουλάχιστον είναι η εκδοχή του Ηροδόου. Ο Μεγιστίας ήτο Ακαρνάν εκ γένους μαντικού σπουδαίου, το οποίον ανήγε την αρχήν του εις τον περίφημον ήρωα και μάντην της Μυκηναϊκής εποχής Μελάμποδα. Οι στρατοί τότε απέδιδον μεγίστην σημασίαν εις ένα καλόν μάντην. Ο Λεωνίδας δηλοί ότι ο Μεγιστίας είναι ελεύθερος να φύγη, καθ’ό μη Σπαρτιάτης και ότι είναι περιττόν να μείνη και να συναπολεσθή. Ο Μεγιστίας αρνείται και αποπέμπει μόνον τον υιόν του, διότι τον είχε μόνονογενή. Ο ήλιος είχεν ήδη υψωθή αρκετά. Θα ήτο περί την δεκάτην ώραν της πρωίας, ότε ο Ξέρξης έδωκε την διαταγήν της κατά μέτωπον εφόδου. Μια μεταγενεστέρα πηγή μας μεταδίδει ότι και ο Λεωνίδας έδωκε διαταγήν, να προγευματίσουν διότι το δείπνον θα το ελάμβανον εις τον Άδην. Ό,τι επηκολούθησεν από της στιγμής εκείνης, θα ήτο ανίαρος πράξις να θελήση κάποιος να περιγράψη με άλλους λόγους, παρά με το λιτόν μεγαλείον αφηγήσεως του Ηροδότου,της οποίας παρατίθεται μετάφρασις.
Ο Ξέρξης αφού ανέτειλε ο Ήλιος, έκαμε σπονδάς και περιμείνας την ώραν περίπου,κατά την οποίαν ο κόσμος συγκεντρώνεται εις την αγοράν, ήρχισε να προχωρή. Έτσι τον είχε κατατοπίσει ο Εφιάλτης. Η κατάβασις από του όρους και συντομωτέρα είναι και μικροτέρα η απόστασις, από τον γύρον και την ανάβασιν της ατραπού. Οι βάρβαροι λοιπόν περί τον Ξέρξην επροχώρουν, αλλά και οι περί τον Λεωνίδαν Έλληνες, αφού εβάδιζον προς τον θάνατον, εξήρχοντο πολύ περισσότερον παρά προηγουμένως εις το πλατύτερον μέρος του αυχένος, διότι κατά τας προηγουμένας ημέρας εφυλάσσετο απλώς το οχύρωμα του τείχους και αυτοί εξερχόμενοι εμάχοντο εις τα στενά μέρη. Ήδη όμως με το να μάχωνται έξω των στενών, μέγα πλήθος των βαρβάρων έπιπτε διότι, ιστάμενοι όπισθεν οι ηγεμόνες των σχηματισμών με μάστιγας ερράπιζον όλους ανεξαιρέτως, διατάσσοντες πάντοτε εμπρός. Πολλοί μεν από αυτούς έπιπτον εις την θάλασσαν και ηφανίζοντο, πολλοί δε περισσότεροι κατεπατούντο ζώντες υπ’αλλήλων .Και από τα δύο μέρη ουδείς υπελόγιζε πλέον τας απωλείας. Διότι οι Έλληνες, ως γνωρίζοντες βέβαιον τον θάνατον, εκ μέρους των περιερχομένων το όρος, εχρησιμοποίουν το μέγιστον δυνατόν όριον της ανδρείας των κατά των βαρβάρων καταχρώμενοι της ζωής των και λυσσώντες. Τα δόρατα μεν λοιπόν εις τους περισσοτέρους εξ αυτών συνέβαινε να έχουν σπάσει, αυτοί δε με τα ξίφη εξωλόθρευον τους Πέρσας. Και μέσα εις όλον αυτόν τον αγώνα πίπτει ο Λεωνίδας, γενόμενος άριστον παλληκάρι και μαζί με αυτόν άλλοι ονομαστοί εκ των Σπαρτιατών, των οποίων εγώ ως ονομαστών παλληκαριών, έμαθα όλα τα ονόματα. Έμαθα δε και όλων μαζί των Τριακοσίων. Αλλά και εκ των Περσών πίπτουν ενταύθα και πολλοί και ονομαστοί, μεταξύ δε αυτών οι δύο υϊοί του Δαρείου, ο Αβρακόμης και ο Υπεράνθης, τους οποίους τους είχε γεννήσει η κόρη του Αρτάνου Φραταγούνη. Υπέρ του νεκρού του Λεωνίδα έγινε πάλη πολλή σώμα προς σώμα, μεταξύ Περσών και Λακεδαιμονίων, μέχρις ότου τούτον με τον ηρωισμόν των, επέφερον προς το μέρος των οι Έλληνες και έτρεψαν τέσσαρας φοράς τους αντιπάλους. Τούτο δε εξηκολούθη μέχρις ότου κατέφθασαν οι περί τον Εφιάλτην. Μόλις όμως οι Έλληνες ειδοποιήθησαν ότι αυτοί καταφθάνουν, τότε πλέον από της στιγμής εκείνης, έλαβε την δυσμενήν του όψιν ο αγών. Και εις το στενόν δηλαδή της οδού απεσύροντο οπίσω και αφού επροσπέρασαν δίπλα το τείχος, ήλθον και εκάθησαν εις τον Κολωνόν-λόφον όλοι μαζί και άλλοι πλήν των Θηβαίων. Ο δε Κολωνός είναι εις το στενόν, όπου επί τούτου ευρίσκεται ο λίθινος λέων προς τιμήν του Λεωνίδα. Εις τούτον τον χώρον αυτούς αμυνομένους με μαχαίρας, εις όσους συνέβαινεν να περισώζεται ακόμη καμμία, και με τας χείρας και με τα στόματα,τους κατέχωσαν οι βάρβαροι βάλλοντες από μακράν,άλλοι μεν ορμήσαντες επ’αυτών και ισοπεδώσαντες το φράγμα του τείχους, άλλοι δε πανταχόθεν περικυκλώσαντες αυτούς και ιστάμενοι γύρω-γύρω.
Ταφέντων δε πάντων εκεί ακριβώς όπου έπεσον, αλλά και εις μνήμην των προηγουμένως φονευθέντων έχουν χαραχθή επιγράμματα. Δι’όλους τους πεσόντας: Μυριάσιν ποτέ τήδε τριηκοσίοις εμάχοντο, εκ Πελοποννάσου τέτορες.
Δια τους Σπαρτιάτας ιδιαιτέρως: Ώ ξείν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
Και δια τον μάντιν Μεγιστίαν: Μνήμα τόδε κλεινείο Μεγιστία,όν ποτε Μήδοι Σπερχειόν ποταμόν κτείναν αμειψάμενοι,Μάντιος ός τότε Κήρας επερχομένας σάφα ειδώς ουκ έτλη Σπάρτης ηγεμόνας προλιπείν.
Αυτοί οι οποίοι τους ετίμησαν με τας στήλας και τα επιγράμματα είναι οι Αμφικτύονες. Του δε μάντεως Μεγιστίου, Σιμωνίδης ο Λεωπρέπους είναι ο επιγράψας λόγω φιλικών δεσμών.
Αυτή είναι η απλή αλλά μνημειώδης περιγραφή του Ηροδότου δι’έν από τα συγκλονιστικώτερα επεισόδια της παγκοσμίου ιστορίας.Προϊούσης της διηγήσεώς του,αναφέρεται κατωτέρω και το τίμημα με το οποίον εξηγόρασαν την ζωήν των οι Ήρωες των Θερμοπυλών. Ουδείς βεβαίως, κατεμέτρησε τους νεκρούς των Περσών. Δια τούτο ο Ηρόδοτος αναφέρει κατ’εκτίμησιν,ότι ημπορεί να έφθαναν και τας είκοσι χιλιάδας. Ο Ξέρξης τους έθαψε πλήν χιλίων,ανοίξας τάφρους, επάνω από το χώμα των οποίων εσκόρπισε φύλλα. Τους Σπαρτιάτας, τους είλωτάς των και τους Θεσπιείς είχον σωρεύσει οι Πέρσαι εις έν μέρος. Προέβη και εις αικίας κατά του νεκρού του Λεωνίδα και ο ιστορικός θαυμάζει δι’αυτό. Προφανώς αι Θερμοπύλαι είχον κλονίσει βαθύτατα το ηθικόν του Περσικού στρατού. Η φήμη των μαχών αυτών, είχεν εξαπλωθή εις τον στρατόν και το ναυτικόν. Αι Θερμοπύλαι δεν ήτο δυνατόν να αποβούν και δεν απέβησαν επί ματαίω. Άλλωστε ένα μήνα βραδύτερον, ο Ξέρξης ελάμβανε το δεύτερον μάθημα εις την Σαλαμίνα. Εκατάλαβε πλέον ότι προς τοιούτους αντιπάλους, ο αγών δεν ήτο όπως είχε φαντασθή. Άκων άγεται κανείς να ενθυμηθή την τακτικήν των Κινεζων στρατηγών κατά τους μεταξύ των πολέμους. Μόλις συνηντώντο ανήγγειλεν έκαστος τον αριθμόν των στρατιωτών, οι οποίοι τον ηκολούθουν. Ο έχων τον μικρότερον στρατόν εθεώρει εαυτόν νικημένον και υπεχώρει. Ο Ξέρξης ίσως να εσκέφθη ότι επρόκειτο να κάμη μίαν τοιαύτην ένοπλον διαδήλωσιν. Δια πολλές περιοχές το τέχνασμα επέτυχεν. Ο απειροπληθείς και πολυποίκιλος στρατός επέδρα επι του ηθικού των αντιπάλων. Ήδη όμως έβλεπεν ότι τα πράγματα είχον άλλως. Ακριβώς το πλήθος του στρατού ήτο η Αχίλλειος πτέρνα του σχεδίου του. Ο χειμών επλησίαζε και η Ελλάς δεν είχεν υποταγή. Τώρα μόνον έβλεπεν ότι ολιγώτερος αλλά πραγματικώτερος στρατός θα ήτο η ορθή τακτική. Την εφήρμοσεν αφήσας τον Μσρδόνιον με 300.000 ανδρών να διαχειμάσουν εις την Βοιωτίαν. Τον υπόλοιπον στρατόν με το ηθικόν του ως είχε καταντήσει ,τον έβλεπε κίνδυνον και βάρος. Αν και ο στρατός του ήτο πρακτικώς άθικτος,αν και ο στόλος του είχεν ακόμη κολοσσιαίαν ποσοτικήν και ποιοτικήν υπεροχήν εις αριθμόν πλοίων,έναντι του Ελληνικού, ετράπη την ταχίστην εις τα οπίσω και έφυγε δια παντός πλέον από την Ελλάδα.
Ο Θάνατος του Λεωνίδα…….
Ολίγα πράγματα πρέπει ακόμη να λεχθούν ως προς το μυστήριον του θανάτου του Λεωνίδα. Ο Ηρόδοτος ούτε να μάθη ήτο δυνατόν, αλλ’ούτε και να ερευνήση τα βαθύτατα αίτια ήτο ενδεδειγμένος. Θρησκευτική φύσις ως ήτο, αναφέρει χρησμόν, κατά τον οποίον έπρεπε να φονευθή είς βασιλεύς της Σπάρτης, δια να σωθή η ιδία. Ήτο έν είδος ανθρωποθυσίας όπως ο φημολογούμενος θάνατος του Κόδρου, δια να σωθή η πόλις των Αθηνών. Και σήμερον ακόμη πιστεύουν κάποιοι εις αυτήν την εκδοχήν. Αλλά τότε διατί έμειναν και οι Τριακόσιοι; Άλλοι εσκέφθησαν μάλλον προδοσίαν εκ μέρους των λοιπών Ελλήνων. Υπεστηρίχθη ότι ο Λεωνίδας δεν αφήκεν ελευθέρους τους λοιπούς Πελοποννησίους, αλλά τους έστειλεν εις την ατραπόν να εμποδίσουν τον Υδάρνην, εκείνοι δε παρακούσαντες διελύθησαν και έφυγον. Άλλοι υπεστήριξαν ότι ο Λεωνίδας εθυσιάσθη δια να σώση τα πράγματα εις το Αρτεμίσιον. Όλα αυτά είναι αναπόδεικτα.
Ότι ο Λεωνίδας κατά σχολαστικήν ερμηνείαν του νόμου, δεν επετρέπετο να εγκαταλείψη την θάσιν του, δεν θεωρείται επίσης ακριβές. Απηγορεύετο να φύγη ο στρατιώτης εν ώρα μάχης, όπου έπρεπε να νικά ή να πίπτη νεκρός. Δεν απηγορεύετο όμως η στρατηγική μετακίνησις. Ήδη ολίγον πρίν οι Σπαρτιάται υπεχώρησαν από τα Τέμπη, έν δε έτος βραδύτερον εις τας Πλαταιάς, ο Παυσανίας εγκατέλειψεν επανειλημμένως την θέσιν του, ενώ ο εχθρός ευρίσκετο ήδη απέναντί του. Κάτι άλλον επομένως συνέβαινε το οποίον δεν δυνάμεθα να εκτιμήσωμε σήμερον. Δια τούτο πολλοί έκρινον αυστηρώς τον Λεωνίδαν. Πολλοί προσηνέχθησαν βεβήλως. Διότι βεβήλωσις είναι, η προερχομένη από την γραφίδα μεγίστου, κατά την γνώμην πολλών αφελών, ιστορικού των νεωτέρων χρόνων, η αερολογία, ότι αι Θερμοπύλαι έν (υπογράμμισις ιδική του) μόνον καλόν απέδωκε, το ότι δηλαδή ο θάνατος του Λεωνίδα απήλλαξε τους Έλληνας ενός ανικάνου στρατηγού. Αίσχος, εντροπή, στον ανθέλληνα αυτόν και υπόπτου προελεύσεως «ιστορικόν». Αν μη τι άλλον ο θάνατος τοιούτων ηρώων πρέπει να εμπνέη το σέβας.
Γεγονός ακόμη είναι ότι οι Σπαρτιάται παρά τας διατυμπανισθείσας υποσχέσεις, δεν εξήλθον ούτε πανδημεί ούτε άλλως, δια να βοηθήσουν τον κινδυνεύοντα βασιλέα των και τους τριακοσίους από το άνθος του στρατού των. Τα Κράνεια και ο κύκλος της σελήνης, ήσαν συχνά θρησκευτικά προσχήματα, οσάκις η διπλωματία των προσελάμβανε την μορφήν της σημερινής ωμής διπροσωπίας του επαγγέλματος αυτού. Προφανώς ήτο προαποφασισμένο, να μην σταλή ουδείς άλλος. Ο Λεωνίδας και οι σύντροφοί του εγνώριζον, ότι μάλλον προς θάνατον οδεύουν. Μας το προδίδει η είδησις του Ηροδότου, ότι επελέγησαν στρατιώται έχοντες ήδη υιούς, το οποίον σημαίνει ότι ελήφθη φροντίς να μην χαθή η συνέχεια της οικογενείας. Την κλείδα του μυστηρίου μας δίδει, χωρίς να γνωρίζη ο ίδιος ο Ηρόδοτος, διότι όλον το έργον του αποτελεί έπαινον του Σπαρτιατικού μεγαλείου. Ήδη επί των προκατόοχων του Ξέρξου εις την Ασίαν υπήρχε και εκαλλιεργείτο η φήμη, την οποίαν προφανώς υπέθαλπον οι Ίωνες και άλλοι Έλληνες της Ασίας, ότι οι Σπαρτιάται ήσαν ο πρώτος στρατός της γής. Ακόμη επί Κύρου έστειλαν υπερήφανον άγγελμα να μην κακοποιηθούν οι Έλληνες, διότι αυτό δεν ήσαν διατεθημένοι να το παραβλέψουν. Την φήμην των ηθέλησαν, είναι αληθές, να διατρανώσουν, όταν κάποτε είχον σταλή Πέρσαι πρέσβεις δια να ζητήσουν Γήν και Ύδωρ, πράγμα το οποίον εθεώρησαν τόσον μεγάλην προσβολήν, ώστε τους έρριψαν ζώντας εις φρέαρ, δια να λάβουν μόνοι των ό,τι εζήτουν. Ο Ατράβανος και άλλοι Πέρσαι, είχον προσπαθήσει να ματαιώσουν την εκστρατείαν κατά της Ελλάδος,τονίζοντες τας αρετάς των πολεμιστών της.Αλλά υπερίσχυσεν η φιλοπόλεμος μερίς του Μαρδονίου έναντι της κουφότητος του Ξέρξου. Ο Μαραθών ήδη ήτο έν μάθημα, η δε Ασία και άλλα ακόμη μέρη επτά έτη παρεσκευάζοντο δια την εκστρατείαν κατά της Ελλάδος. Τί άλλο σημαίνει τούτο παρά ότι έτρεμον οι Πέρσαι την Ελλάδα, και της Ελλάδος οι αριστείς ήσαν οι Σπαρτιάται. Τα ζωηρότατα επεισόδια με τον Δημάρατον είναι τα πλέον χαρακτηριστικά όλης αυτής της προϊστορίας. Και όταν ήλθεν η ώρα των Θερμοπυλών, ο Ξέρξης σπεύδει να τον ερωτήση, πόσοι είναι ακόμη και τι θα πράξουν αυτοί οι Σπαρτιάται.
Γνωρίζομεν εξ άλλου ότι και των Σπαρτιατών και των άλλων Πελοποννησίων, η ζωηρά επιθυμία ήτο να υπερασπίσουν μόνον την ιδικήν των χώραν, από του Ισθμού και κάτω. Αν δεν υπήρχον εις την μέσην αι Αθήναι και το ναυτικόν των, το οποίον ήτο αναγκαίον απολύτως, ουδείς Πελοποννήσιος θα έστεργε να πολεμήση έξω του Ισθμού. Και αυτό δε το οποίον έγινεν, έγινε κατόπιν ερίδων και επεισοδίων και διχονοίας. Μόνον με στρατήγημα του Θεμιστοκλέους, έγινεν η ναυμαχία της Σαλαμίνος.
Βάσει όλων αυτών δυνάμεθα να κάνωμεν μίαν σκέψιν,η οποία είναι ίσως,η μόνη η οποία εξηγεί τον θάνατον του Λεωνίδα,αλλά και εξυψούσα αυτόν και τους Τριακοσίους,αν είναι δυνατόν να εξυψωθούν περισσότερον. Έβλεπον οι Σπαρτιάται ότι δεν ηδύναντο να αποφύγουν την έξοδον εκτός του Ισθμού, διότι έπρεπε να συγκρατηθούν και οι Βόρειοι ΄Ελληνες από του να μηδίσουν. Αφ’ετέρου η μόνη των σκέψις ήτο πώς να μην πατήση ο εχθρός την Πελοπόννησον. Μέχρι τούδε ο Πέρσης τους εγνώριζεν εκ φήμης. Έπρεπε να τους γνωρίση και εκ του πλησίον. Απέστειλλαν λοιπόν τον Λεωνίδαν μετά τριακοσίων αριστέων. Ουδέποτε ψυχή ζώσα εμάνθανε τι απεφάσιζον και τι εσκέπτοντο οι έφοροι της Σπάρτης, πολύ ολιγώτερον ηδύνατο να το μάθη ο Ηρόδοτος. Εν προκειμένω ίσως να εσκέφθησαν ως εξής: Ημείς έχομεν τοιαύτην φήμην ώστε θα το σκεφθή πολύ ο Πέρσης δια να έλθη έως εδώ να πολεμήση μαζί μας. Άν κατορθώσωμε να ενισχύσωμεν αυτή την φήμην, ίσως κερδίσωμε τον πόλεμον. Εις τον Λεωνίδαν πρέπει να είπων τα εξής: Παρέλαβε τριακοσίους και πορεύου εις Θερμοπύλας. Οφείλεις να δώσης τοιούτον μάθημα εις τον Πέρσην, ώστε να σκεφθή καλώς αν πρέπη να προχωρήση μέχρι της Σπάρτης. Αν δυνηθής να φέρης αυτόν τον κλονισμόν, η θυσία σας θα είναι νίκη και ο θάνατός σας θα είναι νίκη της Σπάρτης. Πράγματι ο θάνατος του Λεωνίδα και των Τριακοσίων του, έφερε το αποτέλεσμα. Υπήρξεν η απαρχή της σωτηρίας της Σπάρτης και της Ελλάδος και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Πιστεύω αγαπητέ αναγνώστα, ότι είναι σκόπιμον να αναφερθώμε περιληπτικώς εις την εικόνα την οποίαν επαρουσίαζεν η ευρυτέρα περιοχή των Θερμοπυλών κατά την εποχήν των μαχών, όπως επίσης να συνδέσωμε και διάφορα σημεία του χώρου αυτού (τοπωνύμια) με ωρισμένα γεγονότα τα οποία τότε έλαβον χώραν και τα οποία ήλθον εις φώς κυρίως κατά τας ανασκαφάς του 1939 αι οποίοι έγιναν από τον αείμνηστον αρχαιολόγον Σπύρον Μαρινάτον. Προς τούτο θα έχωμεν οδηγόν τον Ηρόδοτον, αλλά και άλλους συγγραφείς των τελευταίων αιώνων, οι οποίοι επεσκέφθησαν την περιοχή και έκαναν σχετικάς περιγραφάς.
Ο Ηρόδοτος ως τοπογράφος είναι θαυμμαστός. Ιδιαιτέρως προκειμένου περί των Θεμοπυλών, τας οποίας εγνώρισεν εξ αυτοψίας και προφανώς εσπούδασεν επιμελώς, η ακρίβεια της περιγραφής του είναι τέτοια, [ώστε δικαίως εχαρακτηρίσθη ως γεωγραφικός χάρτης δια λέξεων. Παρ’όλα ταύτα, μέχρι του 1939,παρά τας πολλάς εργασίας επιστημόνων τοπογράφων και ανασκαφέων,δεν είχε προσδιορισθή με απόλυτον ακρίβειαν η τοπογραφική εικών της μάχης. Το στενόν εφαντάζοντο άλλοι άλλως και ωρισμένοι παλαιότεροι το ετοποθέτουν εις απεχούσας αποστάσεις χιλιομέτρων απ’αλλήλων. Η κυρία αιτία είναι το γεγονός ότι αι προσχώσεις του Σπερχειού και των άλλων ποταμών και γενικώτερον η κάθοδος γεωδών υλών εκ των χωματοβούνων της Οίτης, μετέβαλλον ριζικώς την όψιν του τοπίου. Ο Μαλιακός κόλπος μετεβλήθη εις ξηράν επι εκτάσεως πολλών τετραγωνικών χιλιομέτρων. Εκεί όπου υπήρχαν τα στενά των Θερμοπυλών και ακόμη Ανατολικώτερον επί πολλά χιλιόμετρα η θάλασσα εξηφανίσθη και η ξηρά ηνώθη με την απέναντι Βορείαν πλευράν του Μαλιακού Κόλπου. Αντί των Στενών υπάρχει σήμερον πεδιάς πλάτους πολλών χιλιομέτρων. Δια τον ερχόμενον εκ Βορρά (εκ Θεσσαλίας), υπήρχον και υπάρχουν και σήμερον πολλαί διαβάσεις προς την πεδιάδα του Σπερχειού, δια μέσου της οροσειράς της Όθρυος, αι οποίαι χρησιμοποιούνται και σήμερον. Απο αυτήν την οδόν ήλθε και ο Ηρόδοτος και αι περιγραφαί του αρχίζουν από Βορράν, με πρώτην πόλιν την Αντίκυραν. Ο ερχόμενος εκ Νότου είχε δύο δρόμους να επιλέξη. Ο είς ήτο ο εκ Θηβών-Λεβαδείας-Μπράλλου και ο δεύτερος ήτο ο δι’Αταλάντης-Θρονίου (Καμμένων Βούρλων). Η απόστασις από Αθηνών εις Θερμοπύλας ήτο περίπου η αυτή δι’αμφοτέρων των οδών (220-225 χιλιόμετρα). Η πρώτη οδός ήτο αγρίας μεγαλοπρεπείας και διερχομένη την ορεινήν περιοχήν της Οίτης, επαρουσίαζεν αλπινικήν σκηνογραφίαν. Η αναρρίχησις εις τον όγκον της Οίτης εκ Νότου, έδειχνεν αριστερά (προς Δυσμάς) την βαθείαν φαραγγώδη περιοχήν εις την οποίαν κατέληγε και καταλήγει η διασφάξ του Ασωπού, η στενή εκείνη και απότομος χαράδρα, η οποία ενώνει την πεδιάδα του Μαλιακού προς την περιοχήν της Δωρίδος. [Σήμερον και μετά την κατασκευήν της Νέας Εθνικής Οδού Αθηνών-Βορείου Ελλάδος, το τοπίον εδώ έχει κάπως διαφοροποιηθή, χωρίς βεβαίως να έχη αλλάξη αισθητώς η φυσιογνωμία του]. Εκ Δυσμών προς Ανατολάς εκτείνεται η βορεία πλευρά της Οίτης και προς Ανατολάς το Καλλίδρομον. όπου εντοπίζονται αι Θερμοπύλαι. Τουναντίον το δυτικόν μέρος, η κυρίως Οίτη, καταλήγει εις αγρίας ωραιότητος αποτόμους βράχους, οι οποίοι εκαλούντο Τραχίνιαι Πέτραι κατά την αρχαιότητα. Δι’αυτών ο σιδηρόδρομος, τρυπών βράχον κατόπιν βράχου και γεφυρώνων χαράδραν κατόπιν χαράδρας, εκβιάζει κάθοδον προς την πεδιάδα. Απέναντι προς Βορράν διεκρίνετο ευκρινώς η Λαμία, εκτεινομένη πέριξ της ακροπόλεώς της και προβαλλομένη εις τον όγκον της Όθρυος, η οποία απλούται ως άλυσος πολλών κορυφών εκ Δυσμών προς Ανατολάς μέχρι της θαλάσσης. Ο Μαλιακός κατά το μέρος τούτο απετέλει και αποτελεί σχιστήν κυανήν ταινίαν προς την οποίαν ως μαίανδρος διευθύνεται ο Σπερχειός. Αι κορυφογραμμαί της Ευβοίας διακρίνονται, και τότε το αυτό,σχεδόν πάντοτε καθαραί και εις το απώτατον σημείον προς ΒΑ,εντοπίζεται το Αρτεμίσιον. Προς Δυσμάς η σκηνογρεφία πλαισιούται από τας γυμνάς κορυφάς του Τυμφριστού (Βελούχι),όπου σβύνει βαθμηδόν η άνω Σπερχειάς. Μια απόλυτος ευθεία μήκους 14,5 χιλιομέτρων, ενώνει εκ Νότου προς Βορράν τους πρόποδας της Οίτης προς την Λαμίαν. Ακριβώς κατά το σημείον της ενάρξεως ευρίσκεται η γέφυρα του Ασωπού και η είσοδος της ομωνύμου φάραγγος και από του σημείου αυτού ήρχιζεν η μνημονευομένη κατά την εποχήν της μάχης, Ατραπός Ανοπαία. Τότε η θάλασσα έφθανε μέχρι της ευθείας αυτής οδού και ο Ξέρξης εστρατοπέδευσε δυτικώς αυτής υπό τας Τραχινίας Πέτρας και εις την πεδιάδα γενικώς.
Ο Ηρόδοτος όπως ελέχθη, ήρχετο από Βορρά. Δια τον ερχόμενον εκείθεν, ο απόρθητος φραγμός τον οποίον παρουσιάζουν τα βουνά της Οίτης, είναι πράγματι συγκλονιστικός. Την αυτήν εντύπωσιν πρέπει να ησθάνθη και ο Ξέρξης, όταν εισέβαλεν εις την κοιλάδα του Σπερχειού. Πρώτον αναφέρει ο Ηρόδοτος τον Μαλιακόν Κόλπον και περιγράφει ότι πέριξ αυτού υπάρχει χώρος αλλού πεδινός και πλατύς και αλλού πολύ στενός. Περί τον χώρον αυτόν όρη υψηλά και άβατα περιβάλλουν την γήν των Μαλιέων, ονομαζόμενα Τραχίνιαι Πέτραι. Πρώτη πόλις είναι η Αντίκυρα (η οποία θα έκειτο κάπου δυτικώτερον της σημερινής γεφύρας του Σπερχειού ). Προς Νότον εις απόστασιν 20 σταδίων (3,5 χιλιόμ.) έρρεεν ο ποταμός Δύρας (Γοργοπόταμος). Εις το βάθος αναφαίνεται μια από τας κορυφάς της Οίτης, όπου ανεκαλύφθη η Πυρά του Ηρακλέους. (Σημείωσις: Οι κάτοικοι της μείζονος αυτής περιοχής,της ΦΘΙΑΣ πέριξ του Μαλιακού Κόλπου, πρέπει να επαίρωνται διότι είναι απόγονοι των Ηρακλειδών και των Μυρμιδόνων του Αχιλλέως του οποίου αποδεδειγμένως, η πατρίς και το βασίλειον ευρίσκετο εις τη Όθρυν).
Νοτίως του Δύρα ποταμού κατέρχεται ο ποταμός Μέλας και πλησίον αυτού πέντε στάδια, έκειτο η Τραχίς, πόλις παλαιά και πρωτεύουσα του Ηρακλέους. Πρέπει να έκειτο παρά το σημερινόν χωρίον Βαρδάτες, όπου και απεκαλύφθη τάφος της Υστερομυκηναϊκής εποχής με δωδεκάδα αγγείων και χαλκίνην αιχμήν λόγχης. Εις το σημείον αυτό τότε ήτο το πλατύτατον μέρος της πεδιάδος από των ορέων μέχρι της θαλάσσης. Εδώ εστρατοπέδευσε το κέντρον της στρατιάς του Ξέρξου. Ο Ασωπός περιγράφεται ως ρέων παρά την υπώρειαν του όρους όπως συμβαίνει και σήμερον. Οι ποταμοί αυτοί σήμερον έχουν μεταβληθή εις παραποτάμους του Σπερχειού.
Τέσσαρα χιλιόμετρα ανατολικώτερον της φάραγγος του Ασωπού, αρχίζουν τα στενά των Θερμοπυλών. Τα περιγράφει εις δύο διαφορετικά κεφάλαια της ιστορίας του ο Ηρόδοτος. Σαφώς μας λέγει ότι ήσαν τρία αλλεπάλληλα στενά, εξ αυτών δε αι Θερμοπύλαι ήσαν το μεσαίον. Κατά το πρώτον, επομένως το δυτικώτερον, συμφώνως προς την πορείαν της περιγραφής, υπήρχε ποτάμιον Φοίνιξ καλούμενον το οποίον εχύνετο εις τον Ασωπόν. Κατά το σημείον εκείνον η οδός εις μίαν μόνον άμαξαν επέτρεπε την δίοδον. Ο Φοινιξ αναγνωρίζεται εις τα υπερκείμενα ερυθρού χρώματος και χώματος υψώματα, οπόθεν διαρκώς κατέρχονται ύδατα, διότι τα ύδατα δεν εχάθησαν. Εκεί μέχρι πρότινος διετηρείτο ο αγωγός ύδρομύλου αρκετών δεκάδων μέτρων, τον οποίον τα άλατα των υδάτων έχουν μεταβάλει εις επιμήκη σταλακτίτην. Υπάρχουν θερμά θειούχα ύδατα τα οποία σήμερον καλούνται Ψωρονέρια και αυτό έκαμε πολλούς να ζητήσουν εδώ το στενόν των Θερμοπυλών. ¨Όχι μακράν διέρχεται βορειότερον ο Σπερχειός, εφ’ού διατηρούνται τα ερείπια της περιφήμου γεφύρας της Αλαμάνας, την οποίαν ηρωϊκώς υπερήσπισεν ο Διάκος την 22αν Απριλίου του 1821.
Ο Ηρόδοτος όμως είναι σαφής εις τας περιγραφάς του. Μας λέγει ακολούθως, ότι από του σημείου τούτου απέχουν 15 στάδια (2,5-3 χιλι,μ.), αι Θερμοπύλαι και ότι ο μεταξύ των δύο στενών χώρος ήτο ευρύς, εκεί δε ευρίσκετο η κωμόπολις Ανθήλη, η οποία ήτο έδρα της περιφήμου Αμφικτυονίας, με το ιερόν της Δήμητρος Πυλαίας και του Αμφικτύονος. Εάν ανευρεθή η Ανθήλη, υπάρχει ελπίς βάσιμος να ανακαλύψωμεν επιγραφικόν και άλλο σπουδαίον υλικόν. Αι ανασκαφαί των Δελφών, των οποίων αι επιγραφαί αναφέρουν συχνάκις το κέντρον τούτο, αποδεικνύουν την σπουδαιότητά του.
Το κυρίως στενόν των Θερποπυλών περιγράφει ο Ηρόδοτος επ’άλλη ευκαιρία εις προηγούμενον κεφάλαιον. Λέγει ότι ενταύθα, από το έν μέρος ήτο όρος άβατον, απόκρημνον και υψηλόν, κορυφούμενον προς την Οίτην, από το άλλο θάλασσα και τενάγη. Ενταύθα το πλάτος ήτο κάπως μεγαλύτερον (15 μέτρα και άνω), αλλά τα όρη ήσαν απόκρημνα ενώ τούτο δεν συνέβαινε με τα δύο άλλα στενά. Κατά την αρχήν του στενού τούτου υπήρχον θερμά λουτρά (σήμερον υψούνται εκεί αι εγκαταστάσεις των λουτρών Θερμοπυλών), παρ’αυτά δε βωμός του Ηρακλέους.
Τέλος εις απόστασιν ετέρων 2,5 χιλιομέτρων ανατολικώτερον, υπάρχει το τρίτον και τελευταίον στενόν, όπου πάλιν μία μόνον άμαξα ηδύνατο να διέλθη. Το μέρος εκείνο εν τούτοις δεν ήτο οχυρόν, διότι το όρος οπισθοδρομεί πολύ και είναι εύκολον να υπερκερασθή το στενόν. Στενή όμως και δύσβατος καθώς ήτο η οδός είχε δώσει λαβήν εις λαϊκάς παραδόσεις. Εκεί δηλαδή ανεφέρετο βράχος λεγόμενος του Μελαμπύγου και η περιοχή ελέγετο Κερκώπων έδραι. Οι κέρκωπες ήσαν δύο αδελφοί, κλεπτομανείς δαίμονες και νάνοι, οι οποίοι όμως κατώκουν και αλλαχού. Κάποτε ετόλμησαν να κλέψουν και τα τόξα του Ηρακλέους ενώ εκοιμάτο. Αλλά αυτός τους συνέλαβε και δέσας αυτούς από τους πόδας, με τας κεφαλάς προς τα κάτω εις ανάφορον (ξύλον φερόμενον οριζοντίως επί του ώμου) τους μετέφερε δίκην σφαγίων. Επειδή Μελάμπυγος ήτο το επώνυμον του Ηρακλέους, έπεται ότι ο μύθος αυτός ενετοπίζετο περί τας Θερμοπύλας, αφού άλλως η Τραχίς συνδέεται προς τον ήρωα.
Eις τον λίθον του Μελαμπύγου κατέληγεν η ατραπός και εκεί κατεβίβασε τους Πέρσας ο Εφιάλτης. Πλησίον έκειντο και οι Αλπηνοί, η πρώτη Λοκρικοή πολίχνη από την οποίαν επεσιτίζοντο οι Έλληνες εις τας Θερμοπύλας. Μικρός λιμήν εσχηματίζετο εκεί τότε και ήτο δυνατός και ο από θαλάσσης εφοδιασμός. Επανερχόμεθα εις το Μεσαίον Στενόν. Κτιστόν κατασκεύασμα αναφέρει ο Ηρόδοτος εκεί έν παλαιόν τείχος,το οποίον είχον κατασκευάσει οι Φωκείς δια να εμποδίσουν την περαιτέρω κάθοδον των Θεσσαλών. Ητο κατά το πλήστον κατεστραμμένον και το επεσκεύασαν οι Έλληνες. Τουλάχιστον εις παλαιάν εποχήν, λέγει ο ιστορικός, έφερε και πύλας. Αι ανασκαφαι του 1939 απεκάλυψαν το τείχος τούτο, του οποίου ίχνη εφαίνοντο και πρότερον δια μέσου του δάσους των εκεί πρινοειδών και άλλων ακανθών. Πρός Ν.Α τούτου σχηματίζονται δύο μικραί κοιλάδες κατάλληλοι δι’έν μικρόν στρατόπεδον. Επί πλέον εκεί υπάρχει και μία αέναος πηγή γλυκέος ύδατος, το μοναδικόν εις τας Θερμοπύλας.
Το τείχος των Φωκέων έχει διεύθυνσιν παράλληλον προς το στενόν (από Δ.προς Α), και αποτελείται από πρινοειδή γραμμήν μήκους 100 περίπου μέτρων. Το πρόσωπόν του είναι προς Νότον, δηλ.προς το όρος. Κάτωθεν αυτού διήρχετο η οδός την οποίαν επροστάτευεν εις το ασθενές εκείνο σημείον. Διότι πράγματι εκεί έχομεν ένα λόφον απότομον μεν προς την θάλασσαν (προς Β), αλλά βατότερον από την απέναντι πλευράν, από την οποίαν διήρχετο και η οδός. Μία τουλάχιστον πύλη ανευρέθη εις το τείχος τετειχισμένη και άχρηστος, η οποία δικαιολογεί την μαρτυρίαν του Ηροδότου. Εις την αρχήν του, εις το Δυτικόν του δηλ.άκρον, το τείχος διατηρεί και την βάσιν τετραπλεύρου πύργου,του οποίου διακρίνονται μόνον τα θεμέλια,τα οποία ήσαν ανέκαθεν ορατά. Εκεί ετοποθετείτο υφ’όλων των αξιολόγων ερευνητών το Πολυάνδριον των Τριακοσίων, αλλά τούτο είναι αδύνατον και συμφώνως προς τας περιγραφάς του Ηροδότου και προς την μικρότητα του κτίσματος.
Το τείχος των Φωκέων είναι εκτισμένον κατά διαφόρους τρόπους και φέρει τα σημεία επισκευής εκ διαφόρων εποχών. Ο πυρήν του όμως είναι πολύ αρχαϊκός. Αποτελείται από μεγάλους εντοπίους τιτανολιθους, μόλις κατειργασμένους οι οποίοι παρουσιάζουν όψιν κυκλωπείου τείχους. Προφανώς εκτίσθη αρκετόν χρόνον προ των Περσικών. Προ του Δυτικού άκρου του τείχους και υπό την Β. αυτού πλευράν υπάρχει χαμήλωμα του λόφου σχετικώς επίπεδον. Εις την παλαιάν εποχήν ήτο ακόμη ομαλώτερον, διότι προϊόντος του χρόνου υπέστη και αυτό προσχώσεις. Τούτο και μόνον τούτο δύναται να είναι το μέρος το οποίον ο Ηρόδοτος ονομάζει «προ του τείχους» και εδώ εγυμνάζοντο οι Σπαρτιάται όταν ήλθεν ο κατάσκοπος του Ξέρξου. Αν προχωρήσωμε κατερχόμενοι εκατοντάδα μέτρων προς Δυσμάς, ευρισκόμεθα ήδη εις τα στενόπορα, όπου συνεκροτήθησαν αι μάχαι των δύο ημερών. Εκεί το μεν βουνό κατέρχεται αποτόμως, εις δε την άλλοτε θέσιν της θαλάσσης απλώνεται σήμερον η λευκάζουσα πεδιάς, την οποίαν εσχημάτισαν τα άλατα των θερμών πηγών. Εκεί η θάλασσα ήτο βαθεία και μία στενή ταινία παραλίας, σχηματισθείσα από τας κατακριμνίσεις του βουνού θα απετέλη την λωρίδα του στενού, πλάτους 15 μέτρων εφ’ής διήρχετο η οδός. Ούτω ερμηνεύεται και το ιστοπούμενον υπο του Ηροδότου ότι πολλοί εκ των Περσών, πιεζόμενοι από τας μάστιγας των αρχηγών, έπιπτον εις την θάλασσαν και επνίγοντο. Κατά την τρίτην ημέρα ότε επρόκειτο οι μελλοθάνατοι να πωλήσουν ακριβώτατα την ζωήν των, εξήλθον έξω του στενού. Επομένως η μάχη έγινεν εις το μέρος, όπου σήμερον ευρίσκονται αι εγκαταστάσεις των λουτρών και εδώ έπεσεν ο Λεωνίδας, περίπου ογδοήκοντα μέτρα Ανατολικώτερον του σημείου όπου σήμερον αναβλύζουν αι θερμαί πηγαί εις την ρίζαν του βουνού, αι οποίαι κατά τας πρωινάς ώρας αναδίδον ατμούς, διότι το ύδωρ έχει θερμοκρασίαν άνω των 40ο βαθμών. Ούτω πάσαι αι φάσεις της τριημέρου μάχης ζωντανεύουν με θαυμαστήν ακρίβειαν και ζωηρότητα προ των οφθαλμών μας, ακριβέστερον ίσως ή, άλλη μάχη της αρχαιότητος.
Υπολείπεται τώρα να ταυτίσωμεν τον Κολωνόν, τον λόφον όπου συνηθροίθησαν και απέθανον οι επιζώντες των Τριακοσίων και των Επτακοσίων. Συμφώνως προς τας περιγραφάς του Ηροδότου ,είναι αδύνατον ο λόφος αυτός να είναι ο ίδιος με τον λόφον όπου ανεβρέθη το τείχος των Φωκέων. Ο ιστορικός μας λέγει σαφώς ότι όταν οι Έλληνες ήρχισαν να υποχωρούν, επροσπέρασαν δίπλα το τείχος (παραμειψάμενοι το τείχος) και ελθώντες εκάθησαν όλοι εις τον Κολωνόν,ο οποίος ευρίσκετο εις την είσοδον του Στενού. Επομένως ο λόφος αυτός είναι νέον τοπογραφικόν στοιχείον, το οποίον έως τώρα ουδαμού είχεν μνημονευθή και το οποίον δια πρώτην φοράν,με τας ανασκαφάς του 1939 εμφανίζεται. Αναφέρεται: Αμέσως προς τα Β.Α του λόφου του τείχους των Φωκέων, υπάρχει χθαμαλός λόφος, υψούμενος σήμερον μόνον 10 μέτρα από της πέριξ πεδιάδος. Τότε όμως θα είχε διπλάσιον ύψος από της επιφανείας της θαλάσσης, η οποία τον περιέβρεχεν. Όλα τα στοιχεία πείθουν, όταν κάποιος μελετήση επί τόπου και αναγνώση καλώς τον φραστικόν τρόπον του Ηροδότου, ότι αυτός είναι ο λόφος του Κολωνού. Συμφώνως προς την Ηροδότειον αφήγησιν, εκεί ετάφησαν οι ήρωες, εκεί ίστατο λίθινος λέων προς τιμήν του Λεωνίδου. Εκεί επί πλέον ευρέθησαν και χαρακώματα, τα οποία είχον ανεγερθή κατά τον πόλεμον του 1897.
Κατά τας ανασκαφάς του 1939 ελήφθησαν υπ’όψιν πάντα τα γεγονότα και επί πλέον αι ιστορικαί μαρτυρίαι κατά τας οποίας και πολλαί άλλαι μάχαι έγιναν ή επρόκειτο να γίνουν εκεί και κυρίως η μεγάλη σύγκρουσις των Ελλήνων προς τους Γαλάτας το 279 π.Χ.
Επομένως έγιναν τόσαι μεταβολαί, ώστε ήτο φυσικώς αδύνατον ούτε το πολυάνδριον, ούτε άλλο ίχνος επί της κορυφής του λόφου να υπάρχη. Αφού όμως αι περιγραφαί του Ηροδότου απεδείχθησαν τόσον ακριβείς ως προς την τοπογραφίαν των Θερμοπυλών, έπρεπε και εδώ να αληθεύη η αφήγησίς του. Άν ο Κολωνός ήτο πράγματι ο εν λόγω λόφος, έπρεπε να διατηρή αφεύκτως έν σημείον της μάχης. Την απειρίαν των βελών υπό τα οποία «κατέχωσαν» τους ήρωας οι Πέρσαι. Μετά από ερεύνας εις τον λόφον αυτόν με τας ολίγας τάφρους αι οποίαι ηνήχθησαν εις τα πλευρά του, ευρέθη αφθονία αιχμών από βέλη, τα οποία ανήκουν εις ποικίλους τύπους, αντιστοίχους προς την ποικιλίαν των στρατευμάτων του Ξέρξου. Ο κύριος και αφθονώτατος τύπος είναι χαλκίνη τρίπλευρος αιχμή καταλήγουσα εις τρείς κοπτεράς ακμάς. Ακριβώς του αυτού τύπου βέλη ευρέθησαν παρά τον τύμβον των Μαραθωνομάχων εις το Μαραθώνα, εις την Βορείαν πλευράν της Ακροπόλεωςτων Αθηνών υπο το τείχος και εις έν φρέαρ της Αγοράς των Αθηνών, ομού μετά κεραμεικής του Ε΄αιώνος π.Χ., κατά τας προσφάτους ανασκαφάς της Αγοράς υπό των Αμερικανών.
Ακόμη και κατά τούτο αποδεικνύεται ακριβής η περιγραφή του Ηροδότου, ότι οι επιζώντες εκείνοι, ήσαν άοπλοι. Ευρέθη μόνο μία μοναδική αιχμή μικράς λόγχης και είς σταυρωτήρ Ελληνικού δόρατος. Επί της κορυφής του Κολωνού, ευρέθη προς το Ανατολικόν μέρος μέγας προμαχών μα κλιμακωτάς πλευράς εν είδει πελωρίου βάθρου, Βυζαντινής ίσως εποχής, δια τον οποίον εχρησιμοποιήθη κονίαμα και μαλακός λίθος από τα κατακαθίσματα των αλάτων των θερμών πηγών. Ο μέγιστος των εξωτερικών προμαχώνων, επιμελεστέρας δομήσεως (πιθανώς Ελληνιστικών χρόνων), ευρέθη εις την Βορείαν πλευράν του Κολωνού και είχε κατασκευασθή δια να υπέρκειται της θαλάσσης, δεδομένου ότι τότε είχον προχωρήσει οι επιχώσεις και εσχηματίσθη και εκεί στενή δίοδος εις τους πρόποδας του λόφου, οπόθεν ηδύνατο να διέλθη ο εχθρός. Δια τούτο παρίστατο συνεχώς ανάγκη κατασκευής των ελαφρών τούτων οχυρωμάτων. Ο προμαχών ούτος απετελείτο από ένα κτίσμα με τρείς κατακορύφους τοίχους εις σχήμα Π διατεταγμένους οι οποίοι απετέλουν τας τρείς πλευράς του και ως Τετάρτη πλευρά του εχρησίμευεν η κλιτύς του λόφου.Το εσωτερικόν του προμαχώνος ήτο πληρωμένον χώματος βαθέως καστανού χρώματος, με μεγάλας πλάκας, το οποίον χώμα προφανώς είχε ριφθή εκ της κορυφής του λόφου. Ανεσκάφη το εσωτερικόν του προμαχώνος και ευρέθη κατάσπαρτον από βέλη τα οποία ανήκον αποκλειστικώς εις τον τετράπλευρον χάλκινον τύπον και παντού υπήρχον χαρακτηριστικά του Ε΄αιώνος π.Χ.
Μόνον βραδύτερον έφθασαν έως εδώ τα άλατα των θερμών πηγών από τα οποία λευκάζει σήμερον όλη η περιοχή των Θερμοπυλών. Ο Κολωνός ήδη κατά τον Ε΄αιώνα (ίσως κατά το 426 π.Χ οπότε βαθύτερον εντός του κόλπου εκτίσθη η Ηράκλεια) μετεβλήθη εις όρμον λιμένος, διότι ενδότερον η θάλασσα είχεν αποβή τεναγώδης λόγω των προσχώσεων. Και ο Θουκυδίδης μαρτυρεί, ότι οι Λακεδαιμόνιοι κτίζοντες την Ηράκλειαν το 426, ήρχισαν εντός του στενού και την κατασκευήν λιμένος.
Ο Κολωνός εχρησιμοποιείτο μέχρι της Βυζαντινής εποχής, οπότε μάλιστα ανηγέρθη επ’αυτού και κάποιον οικοδόμημα, διότι ευρέθησαν άφθονοι κέραμοι. Αγωγός εκ μολύβδου ωδήγει έως εκεί το πόσιμον ύδωρ της υπερκειμένης πηγής του Νοτιωτέρου υψώματος. Χαρακτηριστικώτατα είναι τα ευρεθέντα εκεί αργυρά και χαλκά νομίσματα, τα οποία δείχνουν και την εμπορικότητα του μικρού εκεί συνοικισμού, αρχίζουν από τον Ε΄αιώνα π.Χ και φθάνουν μέχρι την Ρώμην και το Βυζάντιον, ακόμη και μερικαί δεκάραι του Όθωνος (από το 1897). Μεταξύ του Κολωνού και λόφου του Τείχους των Φωκέων εσχηματίζετο αγκυροβόλιον, το οποίον και πρό τινος εμαντεύετο ευκόλως. Υπάρχει ωσαύτως μία μαρτυρία του Ηροδότου (την αναφέρει ο Παυσανίας), ότι ολίγα έτη μετά τα Περσικά, τα οστά του Λεωνίδου μετεφέρθησαν από τους Σπαρτιάτας εις Σπάρτην. Ο Παυσανίας τον 2ον αιώνα μ.Χ είδεν εις την Σπάρτην μιαν στήλην όπου ήσαν αναγεγραμμένα όλα τα ονόματα των πεσόντων εις τας Θερμοπύλας. Εις το πεδίον της μάχης των Θερμοπυλών εχάθησαν έκτοτε και τα επιγράμματα και ο λίθινος λέων, τα οποία πιθανόν να κατεκύλισαν προς την κατωφέρειαν΄ να κατεχώθησαν από τα άλατα της θερμής πηγής πάχους μέχρι πέντε μέτρων. Αι ανασκαφαί του 1939 δεν επρόλαβαν (λόγω του πολέμου) να προχωρήσουν πέρα των δύο μέτρων βάθους και να φθάσουν μέχρι του στρώματος της κλασσικής εποχής. Η στάθμη της θαλάσσης από της εποχής εκείνης μέχρι σήμερον έχει υψωθή 3 έως 4 μέτρα καθ’όλην την Ανατολικήν Μεσόγειον και επομένως έχει υψωθή και η στάθμη των υπογείων υδάτων. Υπάρχει εισέτι μικρά ελπίς, μήπως τα σεβάσμια εκείνα μνημεία μιάς των ενδοξοοτάτων μαχών της αρχαιότητος μετεφέρθησαν εις την γειτονικήν Ανθήλην, η οποία λόγω του χαρακτήρος της ως Αμφικτυονικού κέντρου ήτο και είδος ιστορικού αρχείου. Της Ανθήλης όμως η θέσις δεν είναι εισέτι επακριβώς γνωστή και η έρευνα είναι πολυδάπανος λόγω των κολοσσιαίων επιχώσεων,αλλά απαραίτητος προς χάριν της Ελλάδος. Επίσης πρέπει να γίνουν ανασκαφαί πλησίον την θερμών πηγών προς εύρεσιν των ομαδικών τάφων των Περσών, διότι η μεγάλη σφαγή αυτών συνέβη κατά την τρίτην ημέραν εις το σημείον αυτό. Ούτω παραμένει η δυνατότης να εύρωμε κάποτε απτά τα ίχνη της μεγαλυτέρας στρατιάς την οποίαν είδεν ο αρχαίος κόσμος και κυρίως τα σεβάσμια μνημεία της ιστορικής αυτής μάχης όπου επι τρείς ημέρας η δράξ των ηρωικών πολεμιστών του Λεωνίδα και του Δημοφίλου ανεχαίτησε τους Πέρσας εισβολείς.
Και δια να κλείσω το σύντομον αυτό ιστόρημα, θα κάνω μίαν έκκλισιν προς όλους τους αξιωματούχους της περιοχής της ιστορικής ΑΡΧΑΙΑΣ ΦΘΙΑΣ, προς τον κύριον Περιφερειάρχην, προς τους κυρίους Δημάρχους της μείζονος περιοχής και προς οιονδήποτε άλλον έχει την θέλησιν, να φροντίσουν το ταχύτερον δυνατόν να γίνουν γωστά εις την Πολιτειακήν και την Πολιτικήν ηγεσίας της χώρας μας ότι πρέπει εκεί να γίνουν οι εξής απαραίτητες ενέργειες.
1)Να ευπρεπισθή καταλλήλως ο χώρος από τας εγκαταστάσεις των θερμών πηγών μέχρι και τον λόφον Κολωνόν και να απομακρινθούν (αν υπάρχουν εκεί) αλλοδαποί μετανάσται, οι οποίοι είναι δυνατόν να εγκατασταθούν προσωρινώς εις άλλο μέρος.
2)Ο λόφος Κολωνός να καθαρισθή και να προβάλη φωτισμένος την νύκτα, κατά μήκος δε του δρόμου που οδηγεί εις την κορυφήν του, να τοποθετηθουν στήλες που να αναπαριστούν σκηνές από την μάχην.
3)Μεταξύ λόφου Κολωνού και λόφου Τείχους των Φωκέων, όπου υπάρχει το Πολυάνδριον των πεσόντων Ελλήνων, να γίνη Τύμβος, ο οποίος να περιφραχθή.
4)Εις το σημείον όπου έπεσεν ο Λεωνίδας, δηλαδή 80 περιπου μέτρα Νοτιοανατολικώς των εγκαταστάσεων των θερμών πηγών, να ανεγερθή Μαρμαρίνη στήλη ύψους 3 μέτρων επι μαρμαρίνου βάθρου ύψους 1 μέτρου, όπου εις το βάθρον να σμηλευθούν αι μορφαί του Λεωνίδου, του Δημοφίλου και του μάντεως Μεγιστίου και εις τον κορμόν της στήλης να σμηλευθούν οι στίχοι του Σιμωνίδου του Κείου.
Των εν Θερμοπύλαις θανόντων ευκλεής μεν ά τύχα, καλός δ’ο πότμος βωμός δ’ο τάφος, προ γόων δε μνάστις, ό δ’οίκτος έπαινος.
Εντάφιον δε τοιούτον ούτ’ευρώς ούθ ο πανδαμάτωρ αμαυρώσει χρόνος, ανδρών δ’αγαθών όδε σηκός οικέταν ευδοξίαν Ελλάδος είλετο, μαρτυρεί δε και Λεωνίδας Σπάρτας βασιλεύς, αρετάς μέγαν λελοιπώς κόσμον αέναόν τε κλέος.
5)Όταν γίνουν όλες αυτές οι εργασίες, ο χώρος των Θερμοπυλών να φυλάσσεται από φύλακας και οι επισκέπται να καταβάλλουν το αντίστοιχον ποσόν δια την είσοδόν των εις όλον αυτόν τον χώρον. ………………………….
Βεβαίως απαιτείται κάποα δαπάνη, αλλά πιστεύω ότι προκειμένου να προβάλλωμε καλύτερα προς όλην την οικουμένην και να επισημάνωμε την αξίαν των Θερμοπυλών, ως Βωμόν της Δόξης και ως σύμβολον αγώνος και θυσίας δια την ελευθερίαν, οποιαδήποτε δαπάνη είναι μικρά….
Μόνον θέλησις απαιτείται και συλλογισμός………Γιατί ο Κωστής Παλαμάς έχει γράψει: Χρωστάμε σ’όσους ήρθαν, πέρασαν, θ’αρθούνε, θα περάσουν, κριταί θα μας δικάσουν οι αγέννητοι και οι νεκροί.
Ηλίας Κ.Τριανταφύλλου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.