Επιμέλεια: Ελένη Σοφού
Κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί
και ώτα βαρβάρους ψυχάς εχόντων.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης….
Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου
να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις
ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας.
Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου
είσαι μία σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων…
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα…
O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του, κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του.
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς, χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών, χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων, εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου…
Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες...
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μία καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ’ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτιμόρης
Κι απ’ τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι...
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω....
Στη φωτιά του ματιού σου θα χαμογέλασε κάποτε ο Θεός.
Θα'κλεισε την καρδιά της η άνοιξη
σα μιας αρχαίας ακρογιαλιάς μαργαριτάρι...
Ήθελα να' ρθεις μια βραδιά
σα βουρκωμένο σύννεφο
Άχνη της πέτρας πάχνη της ελιάς...
Αυτός ο μαύρος τόπος
Θα πρασινίσει κάποτε...
Και μες στους σκοτεινούς δρυμούς με τις νεκρές αγάπες
Εκεί που πέτρωσε ο καιρός ένα παρθένο φύλλο
Στα στήθια που σιγότρεμε μια δακρυσμένη τριανταφυλλιά
Θα λάμπει ένα άστρο σιωπηλό σαν ανοιξιάτικη μαργαρίτα…
Τα αποσπάσματα ανήκουν στην μοναδική ποιητική συλλογή του Νίκου Γκάτσου (1915-1992), με τίτλο «Αμοργός» από τις εκδόσεις Αετός AE το 1943. Αργότερα στις επόμενες εκδόσεις συμπεριλήφθηκαν τρία ποιήματα, γραμμένα μεταγενέστερα της Αμοργού, « Ο Ιππότης και ο Θάνατος» 1947, « Ελεγεία »1946 και «Το τραγούδι του παλιού καιρού» 1963, που είχαν δημοσιευτεί για πρώτη φορά σε περιοδικά. Η ποιητική σύνθεση έμελλε να σημαδέψει τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Το έργο θεωρείται σαν κορυφαίο ποιητικό έργο του ελληνικού υπερρεαλισμού.
O Γκάτσος επέλεξε τον τίτλο «Αμοργός» όχι επειδή έχει κάποια σχέση με το ομώνυμο νησί, αλλά μόνο ηχητικά σαν ένα τμήμα ελληνικό. Πίσω από τον αιγαιοπελαγίτικο τίτλο μεταφορικά δηλώνεται η ιθαγένεια ενός τόπου. Το Αιγαίο γίνεται πόλος έμπνευσης. Η θάλασσα, τα δένδρα, τα βουνά, ο ουρανός, δεν είναι γεωγραφικά στοιχεία ενός χώρου, αλλά λυρικά τοπία ψυχής.
Η Αμοργός δεν είναι νησί. Είναι μια επική και λυρική κατάθεση του ελληνικού πνεύματος, μια ομορφιά και ελπίδα στην ασχήμια της κατοχής και της στειρότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.