Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ!

  Επιμέλεια: Ελένη Σοφού


Δευτέρα 28 Οκτώβρη 1940.

Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, άλλα ξέρω πώς θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι…

Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος τού αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.

Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό. Το πήραμε και γυρίσαμε στο Υπουργείο Τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ’ ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπο της. Έγραψα μαζί με τον Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη, πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ, μου είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες…

Τώρα όλοι ήταν μαζεμένοι στα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας». Ο βασιλιάς, με ύφος νέου αξιωματικού· υπόγραψε το διάγγελμά του και φύγαμε.

Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου:

―Είστε βέβαιος; και των Γερμανών;

―Και των Γερμανών, είπα.

 ―Τι δικαιολογία να δώσουμε;

Δεν έχω καιρό για συζητήσεις.

―Πέστε τους πώς είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν πολύ στείλτε τους σ’ εμένα.

Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της "Άλα Λιτόρια".»

Σάββατο 14 Δεκέμβρη 1940

Ρωτούν έναν πατέρα τεσσάρων παιδιών, που δεν είχε στρατιωτική υποχρέωση και μολαταύτα ντύθηκε, γιατί πήρε τέτοια απόφαση: «Ντράπηκα τους συγχωριανούς μου» αποκρίθηκε, «για το κρίμα που θα ‘πεφτε πάνω μου, αν τύχαινε κι έμπαιναν οι Ιταλοί στο χωριό».

Αίσθημα ευθύνης, που είχαμε ξεσυνηθίσει να βλέπουμε στους λαούς. Υπάρχει τριγύρω μου ένα ανώνυμο θαύμα, που κανείς πριν δεν το υποψιαζότανε. Ένα πράγμα που ξεμυτίζει και φυτρώνει σαν το φρέσκο χορτάρι. Πιο πάνω, ο κόσμος ο δικός μας δεν έχει αλλάξει: παλιές συνήθειες, παλιοί τρόποι, οι ανταποκρίσεις από το μέτωπο θυμίζουν ανταποκρίσεις των πολέμων του ’12.

Ένας κόσμος χαλασμένος.

Πρωτοχρονιά 1941

Η πρώτη μέρα από την αρχή του πολέμου που δεν πήγα στο γραφείο. Μου φαίνεται πως έχω πάρει ένα μήνα άδεια· και μολονότι δε βγήκα από το σπίτι, σα να ήμουν σ` ένα υποβρύχιο που αναδύθηκε ξαφνικά. Το κακό με τη δουλειά είναι που δεν προφταίνει κανείς μήτε να σκεφτεί, μήτε να αισθανθεί· μόνο που πολεμάς να συνδυάσεις πράγματα και πρόσωπα σαν τα τραπουλόχαρτα μιας πασιέντζας...

Τρίτη, 11 Φεβρουαρίου 1941. Απόγεμα ,Αθήνα

…Η Μαρώ έβαλε την άσπρη της μπλούζα κι έφυγε για το νοσοκομείο. Μιλά για τους λαβωμένους της σα να ήταν τα άρρωστα παιδιά της. Προχτές: «Μου πέθαναν δυο.» Σήμερα: «Πρέπει να φύγω νωρίς· ο γιατρός είπε πως ο Μιχάλης θα πεθάνει. Του έκαναν μετάγγιση, αλλά δεν αντέχει πια. Όλοι τον συμπαθούν στο θάλαμο. Έχει κάτι μεγάλα ματοτσίνορα και ο πυρετός δε σταματά: 39-40. Όλο ψιθυρίζει: «Για την πατρίδα!... για την πατρίδα!...»

Με τρελαίνει η απόγνωση όταν στοχάζομαι κι αναρωτιέμαι τι αισθάνεται ψιθυρίζοντας αυτά τα λόγια τούτο το παιδί μέσα στο παραμιλητό της θέρμης· ποιες εικόνες αυλακώνουν το μυαλό του. Πεθαίνει για μιαν ιδέα, όπως θα πέθαινα λ.χ. εγώ για μιαν ιδέα; Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ που δεν καταλαβαίνω· όπως η φωνή της μοίρας μέσα σε μια τραγωδία.

Αυτό το δέντρο με τα κλαδιά που σπάζουν και που ματώνουν
εσείς κι εγώ: είμαστε όλοι μαζί αυτό το δέντρο
κι ο άνεμος φυσά κουρελιάζοντας ένα χρώμα ρόδινης καταχνιάς.
Ό,τι μου πείτε το λέω κι ό,τι γυρέψετε το γυρεύω
με το μαρτύριο της σάρκας και τα παγωμένα δάχτυλα στη σκέψη
και φτερουγίσματα πουλιών που δε γνωρίσαμε ποτέ
παίζοντας παίζοντας  παίζοντας μέσα στο αίμα.
Και ο θάνατος —πόσο παράξενο— που χρόνια κάθουνταν σ' ένα σκαμνί κοντά μου
έγινε στάχτη, έγινε καταχνιά, και καταργήθηκε.

Αηδία ολοένα που δυναμώνει για τα «μετόπισθεν».

Τρίτη, 6 Μάη 1941

Είναι παράξενο και υπέρογκο να το συλλογίζεται κανείς: ο λαός έκανε μόνος του αυτό που έκανε – μόνος του. Οι έξι μήνες του πολέμου ήταν δυο πράγματα ξεχωριστά. Από το ένα μέρος ένα άνθισμα, μια ανώνυμη ανάσταση (άνω τελεία) και από το άλλο μέρος ο καρκίνος της «Μπρετάνιας» με τους σκοτεινούς διαδρόμους και τις απελπιστικές χειρονομίες. Από το τελευταίο δεν έχουμε ακόμη καθαριστεί και δε θα καθαριστούμε παρά μόνο όταν τελειώσει ο πόλεμος, όταν νικήσουμε.

Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου 1944

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου

τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙

Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.


Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας∙ «Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...»

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.


Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Γιώργος Σεφέρης (1900-1971), προϊστάμενος τότε της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου στο υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού, πληροφορείται από πρώτο χέρι την εμπόλεμη κατάσταση της χώρας και την καταγράφει στο ημερολόγιό του. Τα ημερολόγια του, με τον γενικό τίτλο «Μέρες», εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του, από τις εκδόσεις Κέρδος το 1986. Αποτελούνται από επτά τόμους και καλύπτουν την περίοδο (1925-1960).

Τα αποσπάσματα περιλαμβάνονται στις « Μέρες Γ’ 1934-1940»  και «Μέρες Δ’ ,1941-1944» Το τελευταίο απόσπασμα  ανήκει στο ποίημα «Τελευταίος Σταθμός», το οποίο  περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β» εκδόσεις Ίκαρος 1945.

Τα ημερολόγια του Σεφέρη αποτελούν ένα σημαντικό έργο, που φωτίζει την προσωπικότητα του ποιητή και την πορεία του στην πνευματική ιστορία της Ελλάδας. Καταγράφει τις απόψεις του για τα πολιτικά γεγονότα της Ελλάδας και της Ευρώπης, με έμφαση στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την περίοδο της Κατοχής , τους πολιτικούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την Αντίστασή της, συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.