Γράφει η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη //Αν κλείσεις τα μάτια, κάθε πόλη έχει τη δική της φωνή. Κάποια μιλά δυνατά, κάποια ψιθυρίζει, κάποια τραγουδά μέσα στον χρόνο. Κι όσο αλλάζουν οι εποχές, αυτές οι φωνές σμιλεύουν μέσα μας έναν αόρατο χάρτη — όχι από δρόμους, αλλά από ήχους. Τώρα, το φθινόπωρο, οι πόλεις ησυχάζουν λίγο· σαν να παίρνουν ανάσα μετά το καλοκαίρι. Οι ήχοι τους γίνονται πιο καθαροί, πιο ανθρώπινοι.

Στην Αθήνα, το φθινόπωρο δεν έχει σιωπή· έχει προσμονή. Από νωρίς το πρωί, τα μηχανάκια αρχίζουν το δικό τους κοντσέρτο, οι πρώτες ψιχάλες ανακατεύονται με τον ήχο των λεωφορείων, και τα καφέ γεμίζουν φωνές που κουβαλούν ακόμα λίγη ζέστη από το καλοκαίρι. Οι άνθρωποι μιλούν μεταξύ τους με ένταση, σαν να παλεύουν να ακουστούν μέσα στη φασαρία — και όμως, αυτή η φασαρία είναι ζωή. Στις πολυκατοικίες, το ραδιόφωνο ανακατεύει ειδήσεις και λαϊκά, οι αυλές μοσχοβολούν καφέ και καπνό, και κάπου μια γάτα τεντώνεται πάνω σε ένα πεζούλι που αχνίζει από τη βροχή. Η Αθήνα δεν ησυχάζει ποτέ· η νύχτα της έχει τη δική της μουσική: τα φώτα που τρεμοπαίζουν, τα κορναρίσματα της ανυπομονησίας, τα γέλια των τελευταίων ξενύχτηδων. Κι αν την περπατήσεις χωρίς προορισμό, θα νιώσεις πως ο ήχος της πόλης αυτής δεν είναι θόρυβος — είναι καρδιά που χτυπά δυνατά.

Στην Πράγα, το φθινόπωρο μοιάζει με ανάμνηση. Ο αέρας μυρίζει βρεγμένο φύλλο, κι ο ήχος του Μολδάβα είναι σχεδόν μουσικός, σαν τσέλο που παίζει χαμηλά. Τα τραμ τρίζουν πάνω στις ράγες με εκείνο το γνώριμο μεταλλικό τραγούδι τους, οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν σαν ρυθμική αναπνοή του παλιού κόσμου, και κάθε βήμα πάνω στις πέτρες έχει το βάρος του χρόνου. Η Πράγα δεν φωνάζει — ψιθυρίζει. Μιλά με τη γλώσσα της ομίχλης, με τη σιωπή των γεφυρών και το τρίξιμο των ξύλινων παραθύρων. Κι όταν περπατάς στα σοκάκια της ένα φθινοπωρινό απόγευμα, νομίζεις πως η πόλη ακούει κι εσένα: πως αντιλαμβάνεται το βάρος ή την ηρεμία της σκέψης σου. Εδώ, οι ήχοι έχουν ψυχή, κι η σιωπή έχει πρόσωπο.

Στο Μόντρεαλ που μόλις επισκέφτηκα, το φθινόπωρο είναι μια γιορτή χρωμάτων και ήχων. Τα φύλλα πέφτουν αργά, ψιθυρίζοντας τα δικά τους τελευταία μυστικά· οι δρόμοι γεμίζουν τραγούδια από μουσικούς, κι οι δύο γλώσσες της πόλης μπλέκονται αρμονικά — γαλλικά και αγγλικά σαν δύο μελωδίες που ερωτεύονται. Η πόλη μοιάζει να αναπνέει με ρυθμό τζαζ: ο ήχος ενός σαξόφωνου στη γωνία, οι κουβέντες στα τραπέζια των καφέ, το θρόισμα των φύλλων στο Parc du Mont-Royal. Τη νύχτα, ο άνεμος περνά ανάμεσα στα ψηλά κτίρια σαν χορδή που πάλλεται, και ο ήχος του ποταμού μοιάζει αναπνοή. Στο Μόντρεαλ, ο ήχος είναι συνύπαρξη — οι διαφορετικές φωνές δε συγκρούονται, απλώς συνθέτουν. Η αρμονία της πόλης αυτής είναι ένα μάθημα: ότι και οι άνθρωποι, όπως οι ήχοι, μπορούν να συντονιστούν χωρίς συγκρούσεις.

Και ύστερα υπάρχει μια πόλη που δεν ακούγεται πια. Η Αμμόχωστος — η πόλη-φάντασμα. Εκεί όπου κάποτε αντηχούσαν γέλια, ποδήλατα, κύματα και ραδιόφωνα, σήμερα ακούγεται μόνο ο άνεμος. Μπαίνει μέσα από σπασμένα παράθυρα, περνά πάνω από κρεμασμένες κουρτίνες, παίζει με τις σκουριασμένες πόρτες σαν πιανίστας χωρίς κοινό. Οι ήχοι της Αμμοχώστου είναι ήχοι απουσίας. Κάθε βήμα στην άμμο μοιάζει να πατά πάνω στη μνήμη, κάθε ριπή του ανέμου θυμίζει κάτι που χάθηκε. Κι όμως, ακόμη και στη σιωπή της, η πόλη μιλά. Μιλά με ό,τι δεν υπάρχει πια — με τα σπίτια που περιμένουν τους ανθρώπους τους, με τις φωνές που διαλύθηκαν στο χρόνο, με τον ήχο που σώπασε αλλά δεν έσβησε. Η Αμμόχωστος είναι η πιο ηχηρή σιωπή της Μεσογείου.

Κάθε πόλη σε αλλάζει, κι εσύ αλλάζεις τον τρόπο που την ακούς. Η Αθήνα σε μαθαίνει να αντέχεις την ένταση και να αναγνωρίζεις τη ζωντάνια της. Η Πράγα σε μαθαίνει να ησυχάζεις, να σέβεσαι το παρελθόν και να το αφήνεις να μιλά μέσα από τους ήχους του παρόντος. Το Μόντρεαλ σε μαθαίνει την αρμονία μέσα στη διαφορά, τον ρυθμό μιας συνύπαρξης που δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα. Κι η Αμμόχωστος επιμένει να σε μαθαίνει την αξία της σιωπής.
Και κάποιες νύχτες, όταν ο κόσμος σωπαίνει, οι τέσσερις πόλεις ξανασυναντιούνται μέσα σου. Ακούς τα μηχανάκια της Αθήνας να συναντούν το τρίξιμο των τραμ της Πράγας, το σαξόφωνο του Μόντρεαλ να ψιθυρίζει πάνω απ’ το κύμα της Κύπρου, και μέσα σ’ όλα, την απόλυτη σιωπή της Αμμοχώστου — μια σιωπή που δεν πονά, αλλά θυμάται. Κι εσύ, ανάμεσά τους, ακούς επιτέλους κάτι πιο βαθύ· την ηχώ της ίδιας σου της ψυχής, που απαντά σ’ αυτό το παγκόσμιο, φθινοπωρινό τραγούδι των πόλεων.
Πηγή: https://www.fractalart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.