Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ!

  • Του Βασίλη Τσαγκάρη*
  • Ένα κείμενο, γραμμένο αποκλειστικά, για να δημοσιευτεί στο παρόν ιστολόγιο
    Βασίλης Τσαγκάρης
Ο «θείος Νάσος» καθόταν στην ευρύχωρη κουζίνα του επιπλωμένου με γούστο και αισθητική διαμερίσματός του, κάπου στην Καλλιθέα και κατά την προσφιλή του, εδώ και χρόνια, συνήθεια, μελετούσε όλο τον ημερήσιο τύπο -πλην του αθλητικού- καθώς γερμανόφωνες και γαλλόφωνες εφημερίδες, ακούγοντας χαμηλόφωνα τον αγαπημένο του κλασσικό συνθέτη Σοπέν.
Ζούσε μόνος του, χωρίς οικογένεια και συγγενείς και χωρίς ιδιαίτερες φιλίες, αφού ταξίδευε συχνά, σε διάφορα μέρη του κόσμου. Λιτός στο φαγητό του, το οποίο παρασκεύαζε μόνος του, όταν είχε διάθεση ή γευμάτιζε σε κοντινό εστιατόριο της πλατείας Κύπρου, όπου έβρισκε νόστιμα λαδερά και μαγειρευμένα φαγητά, τα οποία συνόδευε πάντα με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Τα απογεύματα, όταν ο καιρός ήταν καλός, πάντα μόνος, έβγαινε σε μακρινούς περιπάτους, έχοντας την συνήθεια να παρατηρεί τα πάντα.
Καλοντυμένος, χωρίς εξεζητημένα πράγματα, λεπτός, προς το ψηλό, γύρω στα εβδομήντα πλέον, διοπτροφόρος, έδειχνε να έχει καλή διάθεση, η οποία ενισχυόταν και από την καλή υγεία του, που πρόσεχε ιδιαίτερα. Εάν κανείς είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει μαζί του, θα ανακάλυπτε έναν ευγενή άνθρωπο, με μόρφωση και άποψη για όλα τα θέματα, χωρίς ακρότητες, φανατισμούς και ιδεοληψίες και πάντα με επιχειρήματα πλαισιωμένα από μια τετράγωνη λογική. Γενικά η όλη προσωπικότητα και το παρουσιαστικό του απέπνεαν κάτι το αριστοκρατικό.
Κι όμως, ο «θείος Νάσος» ήταν ένας από τους πιο επικίνδυνους ανθρώπους στον κόσμο. Ξεκίνησε από αλεξιπτωτιστής τη θητεία του στην Ελλάδα, βρέθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων, πολεμώντας στο Ντε-Μπιεν-Φου μαζί με τους Γάλλους και κατέληξε εκτελεστής πληρωμένων συμβολαίων θανάτου. Είχε μιαν αξιοθαύμαστη φυσική αντοχή στις κακουχίες και ήταν άριστος σκοπευτής. Μερικές ανά τον κόσμο δολοφονίες VIPs, πολιτικών προσωπικοτήτων, πλουσίων, celebrities κ.λ.π. που παραμένουν ανεξιχνίαστες ή αποδόθηκαν σε άλλους, ήταν έργο δικό του.
Έχοντας μεγάλη περιουσία, διάσπαρτη σε διάφορους φορολογικούς παραδείσους, είχε αποσυρθεί, λόγω ηλικίας, τα τελευταία χρόνια και διήγε λιτό, αλλά άνετο βίο, χωρίς ακρότητες.
Απ΄ το διάβασμά του τον διέκοψε ο ήχος του κινητού του.
-Παρακαλώ;
-Ο «θείος Νάσος»; ρώτησε μια άγνωστη φωνή, με ευγένεια.
-Ο ίδιος. Τι θέλετε παρακαλώ;
-Δεν με γνωρίζετε, ούτε και εγώ σας γνωρίζω. Το τηλέφωνό σας πήρα από κοινό γνωστό, που ζει στην Αμερική. Θα ήθελα να σας συναντήσω για ένα θέμα που σας ενδιαφέρει. Εφόσον επιθυμείτε, ελάτε σε μια ώρα στην καφετέρια PAPAGALINO, στη Λεωφόρο Θησέως, δίπλα στο κατάστημα HONDOS. Θα με γνωρίσετε απ’ την γερμανική εφημερίδα FRANKFURTER ALLGEMEINE, που θα διαβάζω, συνέχισε ο άλλος.
-Καλώς, απάντησε ο «θείος Νάσος» απορώντας πώς ο άλλος γνώριζε το προσωνύμιο του, διότι το όνομά του ήταν άλλο. Από τις προαναφερόμενες δραστηριότητές του, αυτοί που έπρεπε να γνωρίζουν, τον γνώριζαν ως «θείο Νάσο».
Πράγματι, περισσότερο από περιέργεια, ο «θείος» πήγε στο ραντεβού, βρήκε το συγκεκριμένο άτομο, το οποίο όντως του ήταν άγνωστο και αφού κάθισε και είπαν τα τυπικά, ο «θείος» άρχισε πρώτος.
-Μπορείτε να μου πείτε ποιος είστε και τι θέλετε; ρώτησε ήρεμα.
-Το ποιος είμαι δεν έχει σημασία, ας πούμε πως είμαι δικηγόρος και ενεργώ κατ’ εντολήν πελάτη μου. Ο πελάτης μου επιθυμεί να παραμείνει άγνωστος και σας προσφέρει 20 εκατ. Ευρώ, ή δολλάρια ή άλλο νόμισμα επιλογής σας, σε τράπεζες επίσης επιλογής σας, προκειμένου να εκτελέσετε ένα ζευγάρι νέων ατόμων. Εφόσον δεχθείτε, τα μισά από τα χρήματα θα κατατεθούν αμέσως και τα υπόλοιπα, μετά το πέρας της αποστολής σας. Αν δεν δεχθείτε, διακόπτουμε εδώ την συζήτηση και δεν θα σας ενοχλήσουμε ξανά.
-Δέχομαι, απάντησε ανέκφραστα ο «θείος», αν και όπως ξέρετε έχω αποσυρθεί. Παρ’ όλα αυτά, θέλω κάποιες πληροφορίες για το ζευγάρι, που αναφέρετε. Για ποιο λόγο, θα ήθελα να ξέρω, επιθυμείτε την εξόντωση αυτών των δυστυχισμένων νέων;
-Αν και δεν σας αφορά, μπορώ γενικά να σας πω, ότι το ζευγάρι αυτό είναι ιδιοφυείς επιστήμονες αεροναυπηγικής μηχανικής και βρίσκονται στα πρόθυρα μιας μεγάλης εφεύρεσης που αφορά την αεροδιαστημική και για την οποία ενδιαφέρεται άμεσα η NASA. Την ίδια εφεύρεση επεξεργάζεται και η εταιρεία του εντολέα μου, αλλά υπολείπεται χρονικά έναντι του ζεύγους. Πρέπει οπωσδήποτε, στην εφεύρεση αυτή, να φθάσει πρώτος ο εντολέας μου.
-Και τι πρέπει να κάνω; ρώτησε απλά ο «θείος».
-Σας παραδίδω αυτόν το φάκελο, με όλες τις λεπτομέρειες που σας αφορούν και χρήματα για τα πρώτα έξοδα. Εφ’ όσον δέχεσθε, θα ξεκινήσετε από σήμερα την προπαρασκευή, διότι όλα είναι ζήτημα χρόνου. Θα σας πάρω εγώ τηλέφωνο το απόγευμα, από τηλεφωνικό θάλαμο, να μου δώσετε λογαριασμούς απ΄ τις τράπεζες που επιθυμείτε, ώστε να κατατεθούν τα πρώτα χρήματα.
Σηκώθηκαν ταυτόχρονα και μετά από έναν αδιάφορο χαιρετισμό, ο άγνωστος πήρε ένα ταξί για Αθήνα και ο «θείος» πήγε στο σπίτι του. Έφτιαξε ένα δεύτερο καφέ και άνοιξε το φάκελο. Είδε τις φωτογραφίες ενός όμορφου χαμογελαστού ζευγαριού, του σπιτιού, που νοίκιαζαν με το χρόνο στην Τζιά, τα ονοματεπώνυμά τους, σύντομα βιογραφικά και 2.000 Ευρώ για τα πρώτα έξοδα. Το απόγευμα τηλεφώνησε ο άγνωστος και αφού αντάλλαξαν τα ζητούμενα στοιχεία, σχετικά με την κατάθεση των χρημάτων, ο «θείος» βγήκε για τον απογευματινό του περίπατο, περισσότερο για να οργανώσει τις σκέψεις του.
Την άλλη μέρα το πρωί, 6 Σεπτεμβρίου, επικοινώνησε με δύο τράπεζες, στο Λιχτενστάιν και στη Λωζάννη, όπου πράγματι είχαν κατατεθεί, σε συγκεκριμένους λογαριασμούς, δέκα εκατ. ευρώ. Την ίδια μέρα το απόγευμα ήταν στο Λαύριο, απ’ όπου σε μία ώρα έφθασε στο λιμάνι του νησιού, με το ferry της γραμμής και αμέσως κατευθύνθηκε στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκε. Ο καιρός ήταν γλυκός, αρχές Σεπτεμβρίου και δεν υπήρχε κόσμος στο νησί, εκτός από μερικούς ξεχασμένους τουρίστες και κάποια γκρουπ συλλόγων και σωματείων συνταξιούχων απ’ την Αθήνα, που έκαναν ημερήσιες ή διήμερες εκδρομές, στη γραφική Τζιά.
Την επόμενη μέρα, 7 Σεπτεμβρίου, μετά από ένα ελαφρύ πρωινό, ζήτησε απ’ τον ευγενικό νεαρό στη reception γενικές πληροφορίες, δήθεν για διάφορες περιοχές του νησιού και αφού ενημερώθηκε για το μέρος που έψαχνε, σ’ ένα χάρτη του νησιού, πήρε ένα ταξί και κατευθύνθηκε προς την περιοχή Φλέα. Άφησε το ταξί μακριά απ’ το σπίτι που νοίκιαζε το ζευγάρι και σαν περιπατητής κατευθύνθηκε προς τα εκεί, οδηγούμενος απ’ τις λεπτομερείς φωτογραφίες που περιείχε ο φάκελος.
Η ώρα ήταν περίπου έντεκα και ο «θείος» βρέθηκε ν’ ανεβαίνει έναν ανηφορικό χωματόδρομο που τελείωνε στο σπίτι που έψαχνε. Το σπίτι μεγάλο, παραδοσιακό, με ρυθμούς κυκλαδίτικους, ήταν απομονωμένο, ό,τι έπρεπε για ανθρώπους που επιθυμούν ησυχία και ασχολούνται με πνευματικές εργασίες. Το πιο κοντινό κτίσμα ήταν μια μικρή εκκλησία, γύρω στα εκατό μέτρα μακριά και πιο μακριά από εκεί υπήρχαν ακατοίκητα μικρά σπίτια και στάβλοι ζώων. Το πιο κοντινό σπίτι που συνάντησε πεζοπορώντας και του φάνηκε να κατοικείται, ήταν περίπου στα πεντακόσια μέτρα μακριά.
Φθάνοντας στην μεγάλη πέτρινη αυλή του σπιτιού που έψαχνε, κοντοστάθηκε ελαφρά λαχανιασμένος απ’ την ανάβαση και κοίταξε γύρω του. Δεν φαινόταν ψυχή. Τα βήματά του στο πλακόστρωτο έβγαλαν στην πόρτα μια χαμογελαστή νέα γυναίκα, η οποία μόλις τον είδε τον χαιρέτησε αυθόρμητα:
-Καλημέρα σας, πώς βρεθήκατε εδώ; Θέλετε κάτι; Σε τι μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε;
-Καλημέρα σας. Πεζοπορώ απ’ το λιμάνι, κι ακολούθησα αυτόν το χωματόδρομο για να δω πού βγάζει. Έρχομαι πρώτη φορά στο νησί και μου αρέσει να ακολουθώ μονοπάτια. Εδώ όμως τελειώνει ο δρόμος και θα γυρίσω πίσω, απάντησε απλά ο «θείος».
-Παρακαλώ, περάστε μέσα, να πιείτε ένα ποτήρι νερό. Μετά από τόσο δρόμο και ανήφορο θα είστε κουρασμένος, είπε ανεπιτήδευτα η νέα γυναίκα.
Ο «θείος» προχώρησε και μαζί μπήκαν στο σπίτι, κατευθύνθηκαν προς την ευρύχωρη και ηλιόλουστη κουζίνα, όπου ένας εμφανίσιμος νέος άνδρας είχε αραδιασμένα βιβλία και χαρτιά με σχέδια και εργαζόταν. Το σπίτι έλαμπε από μιαν απροσχημάτιστη καθαριότητα και μοσχομύριζε καλομαγειρεμένο φαγητό. Σε άλλο μεγάλο δωμάτιο, απ’ την άλλη πλευρά του διαδρόμου, ένα αγοράκι, όχι πιο μεγάλο από δύο ετών, έπαιζε αμέριμνα μεσ’ το ξύλινο πάρκο του. Ο νέος άνδρας, μόλις είδε τον «θείο», σηκώθηκε όρθιος και εγκάρδια έδωσε το χέρι του σ’ έναν θερμό χαιρετισμό, καλώντας τον να καθίσουν, αφού παραμέρισε τα χαρτιά και τα βιβλία. Ο «θείος» πρόλαβε να δει κάποια ακαταλαβίστικα σχέδια μηχανών, μαθηματικούς τύπους και υπολογισμούς.
Οι δυο νέοι συστήθηκαν και η κοπέλα βιάστηκε να σερβίρει δυο παγωμένες πορτοκαλάδες. Αφού μίλησαν περίπου για πέντε λεπτά, το νέο ζευγάρι επέμεινε να μείνει ο «θείος» για γεύμα. Τότε ο «θείος» σηκώθηκε όρθιος και με απότομη κίνηση έβγαλε απ’ το σακ-βουαγιάζ, που κρατούσε, ένα πιστόλι με σιγαστήρα και με σταθερή φωνή είπε:
-Σηκωθείτε και γυρίστε με το πρόσωπο στον τοίχο.
Οι δυο νέοι πάγωσαν. Ο άνδρας, μπόρεσε να ψελλίσει, ενώ είχαν γυρίσει προς τον τοίχο, με μισοσηκωμένα χέρια:
-Μισό λεπτό, ποιος είστε; τι θέλετε; να συζητήσουμε πρώτα αν θέλετε χρήματα.
-Δεν έχουμε να πούμε τίποτα και δεν θέλω χρήματα. Το όνομά μου είναι «θείος Νάσος». 
 Image result for δολοφονίες
Ακούστηκαν δυο υπόκωφοι κρότοι σαν να ανοίγει σαμπάνια και οι δυο νέοι έπεσαν νεκροί, με μια σφαίρα στον αυχένα ο καθένας, ενώ γύρω τους άρχισε να σχηματίζεται μια λίμνη αίματος. Ο «θείος» φόρεσε τα γυαλιά ηλίου που είχε βγάλει, πήρε το άσπρο καπέλο του, έριξε το όπλο στην τσάντα και κατευθύνθηκε στην έξοδο. Περνώντας μπροστά από το δωμάτιο που έπαιζε ο μικρός, άκουσε μια παιδική φωνή:
- «Θείε Νάσο» δεν θα καθίσετε παρέα με τους γονείς μου; Θα ήθελα κι εγώ να μιλήσω λίγο μαζί σας και μετά το φαγητό να σας δείξω τα βιβλία μου.
Του φάνηκε αδιανόητο αυτό που άκουσε. Κοίταξε κατάπληκτος το ξύλινο πάρκο που ήταν ο μικρός, ο οποίος ήδη ήταν όρθιος, μέσα σ’ αυτό και τον κοιτούσε διερευνητικά με τα μεγάλα μάτια του και που συμπλήρωσε:
-Οι γονείς μου όλο εργάζονται και θα ήθελαν σήμερα λίγη παρέα, γιατί πολύ σπάνια έρχονται φίλοι εδώ.
Ο «θείος» έπαθε απίστευτο σοκ. Αμέσως όμως συνήλθε, σχεδόν τρέμοντας βγήκε απ’ το σπίτι και αφήνοντας την εξώπορτα ανοιχτή, κατηφόρισε γρήγορα στο χωματόδρομο, ώστε να φθάσει στον κεντρικό δρόμο. Καθ’ οδόν αισθάνθηκε έντονη ναυτία και πρώτη φορά στη ζωή του παγιδευμένος. Κάποιος ξωμάχος, απ’ ένα περιβόλι, τον χαιρέτησε από μακριά κι ο «θείος» ανταπέδωσε μηχανικά τον χαιρετισμό.
Φθάνοντας στο ξενοδοχείο, που ήταν γύρω στα δύο χιλιόμετρα μακριά, ανέβηκε, σχεδόν τρέχοντας, στο δωμάτιο, χωρίς καν να ρίξει μια ματιά στο νεαρό της reception. Τρέμοντας από μιαν ανεξήγητη υπερένταση, μάζεψε τα λιγοστά πράγματά του στον ταξιδιωτικό σάκο, κατέβηκε, πλήρωσε και πήγε στο λιμάνι όπου σε λίγο θα έφευγε για Λαύριο το μεσημεριανό ferry.
Την άλλη μέρα, 8 Σεπτεμβρίου, κατά τη συνήθειά του, κατέβηκε κι αγόρασε όλες τις εφημερίδες. Οι τηλεοράσεις βούιζαν και τα πρωτοσέλιδα περιέγραφαν τη διπλή δολοφονία του ζευγαριού στη Τζιά, χωρίς φανερά αίτια και χωρίς μάρτυρες, εκτός του νήπιου παιδιού του ζευγαριού, η μαρτυρία του οποίου λόγω ηλικίας ήταν άχρηστη. Από χθες, είχε την ανεξήγητη υπερένταση, ένα άλγος πρωτόγνωρο γι’ αυτόν και χωρίς να το θέλει καταλάβαινε στα χέρια του ένα αδιόρατο τρέμουλο. Σηκώθηκε, έβγαλε τη βαλίτσα του, έβαλε μέσα τα απαραίτητα, καθώς και τέσσερα γνήσια διαβατήρια Ευρωπαϊκών χωρών, με διαφορετικά ονόματα, κράτησε το ελληνικό και αφού έκλεισε το σπίτι, κατευθύνθηκε, με ταξί, για το Αεροδρόμιο Αθηνών, προκειμένου να φύγει για Η.Π.Α., με όποια πτήση έβρισκε.
Πράγματι βρήκε πτήση για το JFK της Νέας Υόρκης, όπου θα διανυκτέρευε. Σ’ όλο το ταξίδι, αμίλητος συννεφιασμένος, πάντα σε υπερένταση ανεξήγητη γι’ αυτόν, δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι, αλλά μόνο κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο στον σκοτεινό Ατλαντικό.
Το Αεροδρόμιο JFK, απέραντο, δεχόταν πολλές πτήσεις ταυτόχρονα και εκατοντάδες κόσμος, απ’ όλο τον πλανήτη, περίμενε υπομονετικά, να περάσει έλεγχο διαβατηρίων και να μπει στην μεγάλη χώρα της ευκαιρίας, της δημοκρατίας και του ελεύθερου πνεύματος.
Όταν ήρθε η σειρά του, επέδειξε το Ελληνικό Διαβατήριο στη μαύρη αστυνομικό του ελέγχου, η οποία έλεγξε την VISA, δεκαετούς ισχύος, που είχε και χαμογελαστά τον καλωσόρισε:
-Welcome to the United States Mr. Keramidas. Enjoy your stay!
-Thank you very much, απάντησε ο «θείος» συλλογισμένος.
Σκόπευε να μείνει σε ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη, για δυο μέρες, ώστε να διευθετήσει οικονομικά θέματα και στις 11 Σεπτεμβρίου θα έφευγε αεροπορικώς απ’ το New Jersey για San Francisco, όπου θα συναντούσε παλιό φίλο και συνεργάτη, στον οποίο θα έμενε για αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα.
Στις 10 του Σεπτέμβρη, το μεσημέρι, έφυγε οδικώς για New Jersey και έμεινε σε ξενοδοχείο, κοντά στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Newark, ώστε νωρίς το επόμενο πρωί να είναι στην έκδοση εισιτηρίων του Αεροδρομίου.
Έτσι κι έγινε. Επτά το πρωί περίμενε στη σειρά, για να παραδώσει την βαλίτσα του στο check-in και να επικυρώσει το εισιτήριο. Παρατηρητικός, όπως πάντα, μπροστά του πρόσεξε καλοντυμένο νεαρό άτομο, με διαβατήριο Λιβάνου, που ζητούσε πληροφορίες, απ’ την υπάλληλο της αεροπορικής εταιρείας United Airlines, σχετικά με την πτήση. Ο νέος μιλούσε καλά Αγγλικά με αραβική προφορά. Μηχανικά, όπως ήταν στη σειρά, είδε το όνομα του νεαρού στο Διαβατήριο στον γκισέ: Ziad Jarrah.
Ο «θείος» έκανε check-in, κράτησε την χειραποσκευή, όπου είχε μέσα Ελβετικό Διαβατήριο με στοιχεία Patrick Driscoll με τα οποία είχε βγάλει εισιτήριο και μπαίνοντας στο αεροπλάνο, κάθισε στο πίσω μέρος. Αμήχανα κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Το αεροπλάνο, ένα Boeing 757, της πτήσης 93, της United Airlines, περίπου 170 θέσεων, δεν είχε κόσμο. Αφηρημένα μέτρησε 37 άτομα και 7 άτομα προσωπικό μαζί με τους δυο πιλότους. Λόγω κίνησης στο διεθνές αεροδρόμιο Newark η πτήση έφυγε στις 08:45 αντί για 08:00, που ήταν προγραμματισμένη. Έκλεισε τα μάτια του και είδε το πρόσωπο του νηπίου στην Τζιά να τον κοιτάει αρχικά απορημένα, μετά εχθρικά και τέλος χαμογελώντας σαρδόνια. Δεν μπορούσε, με τίποτα, να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Ήπιε έναν σκέτο καφέ και ενώ ήταν περίπου 9:30 παρατήρησε τέσσερις νέους άνδρες, καλοντυμένους, κοντοκουρεμένους και φρεσκοξυρισμένους να σηκώνονται απ’ τις θέσεις τους, να φορούν κόκκινες μπαντάνες και να πηγαίνουν οι τρεις προς το πιλοτήριο και ο ένας προς το πίσω μέρος του αεροσκάφους, όπου καθόταν ο «θείος». Το ένστικτό του τον ειδοποίησε ότι κάτι αναπάντεχα κακό συμβαίνει. Τους είδε να κρατούν αυτοσχέδια μαχαίρια, ένας απ’ αυτούς να καρφώνει στο λαιμό μια αεροσυνοδό, που σηκώθηκε να τους εμποδίσει. Οι άλλοι, δυνατοί και μυώδεις, παραβίασαν την πόρτα του πιλοτηρίου, έθεσαν εκτός μάχης τους πιλότους, και ο ένας ανέλαβε την διακυβέρνηση του αεροσκάφους. Ο τέταρτος αεροπειρατής που κρατούσε ακινητοποιημένες δυο αεροσυνοδούς, στο πίσω μέρος του αεροσκάφους, εκεί που καθόταν ο «θείος», έφυγε τρέχοντας, προς το πιλοτήριο, για να ενωθεί με τους άλλους. Ο «θείος» σκέφτηκε να τον εμποδίσει, δεν ήταν όμως σίγουρος αν θα τα έβγαζε πέρα μ’ έναν νεαρό, γυμνασμένο άντρα που είχε λιγότερα απ’ τα μισά του χρόνια και κρατούσε αυτοσχέδιο μαχαίρι. Προτού μπουν μέσα και κλειδωθούν στο πιλοτήριο οι τρεις αεροπειρατές, πρόλαβε να δει πεσμένο στο πάτωμα τον κυβερνήτη, μέσα στα αίματα και το νεαρό Λιβανέζο, που είχε μπροστά του στο check-in, να πιλοτάρει.
Όλα αυτά έγιναν σε λιγότερο από 10 λεπτά. Ορισμένοι επιβάτες πρόλαβαν να μιλήσουν με τους δικούς τους και να τους πουν ότι ήταν σε εξέλιξη αεροπειρατεία.
Κάποιοι επιβάτες αποφάσισαν να δράσουν και πήγαν στο πιλοτήριο όπου προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα, να μπουν μέσα και να ανακαταλάβουν τον έλεγχο, εξουδετερώνοντας τους αεροπειρατές, οι οποίοι όμως κρατούσαν αντίσταση, πίσω απ’ την πόρτα. Τότε, ξαφνικά, το αεροσκάφος πήρε απότομη στροφή και βούτηξε. Οι περισσότεροι επιβάτες, που είχαν σηκωθεί και δεν ήταν δεμένοι, πετάχτηκαν σαν πλαστικές κούκλες και τραυματίστηκαν σοβαρά. 
Ο «θείος» μαντεύοντας τι θα συμβεί, παρέμενε δεμένος στη θέση του. Το αεροπλάνο συνέχισε να κάνει απότομους ελιγμούς, προφανώς γιατί ο πιλότος προσπαθούσε να εξουδετερώσει τους επιβάτες ώστε να μην ανακαταλάβουν το αεροσκάφος, το οποίο είχε κάνει στροφή και είχε βγει εκτός πορείας.
Είχε προηγηθεί ανακοίνωση του αεροπειρατή, που πιλοτάριζε, προς τους επιβάτες να παραμείνουν ψύχραιμοι, κάτι φυσικά που δεν είχε γίνει. Ήταν περίπου 10:00 η ώρα, όταν το αεροσκάφος έκανε βουτιά και με ιλιγγιώδη ταχύτητα όρμησε προς το έδαφος. 
Σε δευτερόλεπτα ο «θείος» κατάλαβε ότι θα συντριβούν, έκλεισε τα μάτια και είδε τα πρόσωπα όλων εκείνων που κατά καιρούς είχε εκτελέσει, να τον κοιτάζουν θλιμμένα, ματωμένα και σιωπηλά, να τον καλούν σαν άλλος Οδυσσέας που επισκέφθηκε τον Άδη και συνάντησε τις σκιές των νεκρών πολεμιστών στην Τροία.
Η πρόσκρουση της πτήσης 93 στην περιοχή του Shankville της Pensylvania ήταν απίστευτα σφοδρή. Απ’ το αεροσκάφος δεν έμεινε σχεδόν τίποτα και όλοι οι επιβαίνοντες εξαερώθηκαν. Ήταν περίπου 10:05 της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. 

*Υποστράτηγος ε.α. Ελληνικής Αστυνομίας-Λέκτορας Φιλοσοφίας και Εγκληματολογίας στο New York College Αθηνών-Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.