Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

12 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ 12 ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ!

Κυριακή 19 Ιούνη: Γιορτή του πατέρα



Σέιμους Χήνι, [Ο αγρότης πατέρας μου]

Ο πατέρας μου δούλευε με άλογο τ’ αλέτρι
οι ώμοι του φούσκωναν σαν ανοιχτά πανιά
ανάμεσα στις λάμες και τ’ αργασμένο χώμα.
Τα άλογα τεντώνονταν με της γλώσσας του το πρόσταγμα.
Πεπειραμένος. Έστηνε το φτερό
και ταίριαζε τη λαμπερή ατσάλινη λάμα.
Ο χορτόπλινθος κυλούσε χωρίς ποτέ να σπάει.
Στην ξερολιθιά, μ’ ένα μόνο τράβηγμα
στα χαλινάρια κι η ιδρωμένη παρέα έκανε στροφή
και πίσω πάλι στο χωράφι. Το μάτι του
μισόκλεινε και κάρφωνε τη γη μ’ ακρίβεια
σχεδιάζοντας το όργωμα σαν χάρτη.
Σκόνταφτα στα χνάρια του, σημαδεμένος από σόλες καρφωτές
έπεφτα καμιά φορά πάνω σο γυαλισμένο χορτόπλινθο
κι άλλη φορά με σήκωνε στην πλάτη
όπως βούταγα και σηκωνόμουνα πάνω από το μόχτο του.
Ήθελα να μεγαλώσω να οργώσω
να κλείσω το ένα μάτι, να τεντώνω το μπράτσο.
Το μόνο που έκανα ποτέ ήταν να τον ακολουθώ,
χωμένος στη φαρδιά σκιά του, πάνω κάτω στο κτήμα.
Ήμουνα βάσανο, όπως σκόνταφτα, έπεφτα,
κλαψούριζα συνέχεια. Όμως σήμερα
είναι ο πατέρας μου που στραβοπατάει
είναι πίσω μου και δε λέει να φύγει.

Nigel Brown, My Father Remembered

Γιάννης Βαρβέρης, Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς

Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα.
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι καλά; Του λέω.
– Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις; Ρώτησα.
– Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω…

12 ποιήματα με 12 εικαστικά για τον πατέρα

Μαρία Κέντρου – Αγαθοπούλου, Ο πατέρας

Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός
Κάρβουνο μύριζαν τα πέτσινα ρούχα του
Κάτω απ’ τη μαύρη του τραγιάσκα
Άρχιζαν τα καπνισμένα μάτια του
Ο πατέρας μου δε μιλούσε πολύ
Μόνο χαμογελούσε κάπου κάπου
Με τα ηλιοψημένα χείλια του
Προπάντων όταν έπινε τσίπουρο
Κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής
Αψηλός και δυνατός ήταν
Κι όταν με σήκωνε αψηλά
Με τ’ ατσαλένια μπράτσα του
Δεν φοβόμουν καθόλου
Όπως κι εκείνος δεν φοβόταν
Ούτε τη ζωή του
Ούτε το θανατό του:
Περνούσε με το τρένο του
Σφυρίζοντας
Μέσ’ απ’ τις σκοτεινές
Τις στοιχειωμένες σήραγγες
Και τις νικούσε.

Manny Vailoces, Father And Child

Ηλίας Σιμόπουλος, Ιερή Μνήμη

Πατέρα μου αγρότη
πως τα ήξερες όλα.
Ν’ ανασταίνεις παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γη να μιλάς
με τ’ αρνιά με τα δέντρα
ν’ ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.
Δεν έγραψες στίχους εσύ.
Και ποτέ μου
Δε θ’ άλλαζα εγώ
με τ’ αλέτρι την πέννα.
Μ’ απ’ τους δυο μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ ‘σουν!

Heidi Malott, Father & Son Lake Beach

Στέλιος Μαφρέδας, Οι ρόζοι του χεριού

Όταν βγαίναμε απ’ το σπίτι
τον κρατούσα πάντοτε από το
μικρό δάχτυλο του χεριού του.
Ο πατέρας μου! ψιθύριζα
καθώς συγχρόνιζα το βήμα μου με το δικό του
και του χάιδευα τους ρόζους.
Καμάρωνα που ήταν τόσο σκληροί.
Σκληροί, σαν τη ζωή μας…

Vincent van Gogh, Portrait Docteur Gachet

Στέλιος Μαφρέδας, Το κέρασμα του καφέ

Όπως τον κοίταζα να στέκεται διστακτικός
πάνω απ’ το τραπέζι του υπαίθριου καφενείου,
τα κέρματα να μετράει αν φτάνουν
για ένα καφέ ελληνικό,
θυμήθηκα τον πατέρα.
Ψηλόν, γεροδεμένο και στα γεράματα ακόμη,
με τα ροζιασμένα χέρια
σκληρά και άκαμπτα απ’ τη φωτιά,
παραιτημένον πια απ’ τη ζωή
γεμάτον καημό και νοσταλγία.
Όπως τον κοίταζα και θαύμαζα την αξιοπρέπειά του,
σκέφτηκα προς στιγμή – μα δεν το τόλμησα,
να του προσφέρω τον καφέ
ίσως και κάποιο γλύκισμα για συνοδεία.
Δεν τόλμησα!
κι ας ένιωθα ευγνωμοσύνη
για έναν άγνωστο βιοπαλαιστή
που έμοιαζε με τον πατέρα,
έτσι όπως είχα χρόνια να τον δω
έτσι όπως μου έγνεφε από μακριά πολύ
και μ’ αποχαιρετούσε.

Paul Milosevich, My Father

Γκαμπριέλ Αρέστι, Το σπίτι του πατέρα μου

Θα υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα μου
Ενάντια στους λύκους,
ενάντια στην ξηρασία,
ενάντια στην τοκογλυφία,
ενάντια στη δικαιοσύνη,
θα υπερασπιστώ
το σπίτι
του πατέρα μου.
Θα χάσω
τα ζωντανά,
τα περιβόλια,
τα πευκοδάση·
θα χάσω
τους τόκους,
τα εισοδήματα,
τα μερίσματα,
αλλά θα υπερασπιστώ το σπίτι του πατέρα μου.
Τα όπλα θα μου αφαιρέσουν,
και με γυμνά τα χέρια θα υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα μου·
τα χέρια θα μου κόψουν,
και με τα μπράτσα μου θα υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα μου·
χωρίς μπράτσα,
χωρίς ώμους,
χωρίς στήθος
θα με αφήσουν,
και με την ψυχή μου θα υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα μου.
Θα πεθάνω,
η ψυχή μου θα χαθεί,
η φάρα μου θα χαθεί,
αλλά το σπίτι του πατέρα μου
θα μείνει
όρθιο.

Νίκος Εγγονόπουλος, Σύνθεση με τον πατέρα

Κωστής Παλαμάς, Οι πατέρες

Παιδί, το περιβόλι που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτησε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας –
κι αν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Κι αν είναι
κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δένδρα
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόψ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει,
κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να σ’ το πει, μια ιδέα να σ’ το προστάξει,
κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί που θα είν’ απάνου απ’ όλα.

Γιώργος Μπουζιάνης, Πατέρας και γιος

Τίτος Πατρίκιος, Επάγγελμα πατρός ηθοποιός

Αχ να γινόταν πάλι να με πάρεις απ’ το χέρι
να με βγάλεις από τούτο το λαγούμι
όπου οι άνθρωποι μυρίζονται ανθρώπινο κρέας
να με πήγαινες όπως τότε στην ακροθαλασσιά
κάτω από τα κτίρια των παιδικών εξοχών,
τότε που σε περίμενα να παραπονεθώ
έστω να πω ότι η προϊσταμένη
κρατούσε τα γλυκά που μου ‘φερνες
κι αντί γι αυτό κοιτούσα μαγεμένος
τα καινούρια λαστιχένια σου παπούτσια.
Πατέρα δεν έμαθες ποτέ
σε τι κόλαση με είχατε βάλει
τι μου ‘καναν τ’ άλλα τα παιδιά
που όλη τη μέρα με λέγαν «θεατρίνα»
κι εγώ, πνίγοντας τα κλάματα, τα ‘βαζα με σένα
με το Θεό, μ’ όλους, που δεν είχες
μια δουλειά της προκοπής, ει δυνατόν ένα γραφείο.
Ντρεπόμουνα για το επάγγελμά σου
όπως τώρα καμαρώνω, τώρα
που κάθε πρωί κινάω για την κοινή σκλαβιά
του ασήμαντου γραφείου μου.

Diana Stezalski, A Portrait of My Father

Νικηφόρος Βρεττάκος, Παλαιοί μόνιμοι κάτοικοι

Εδώ περιφέρονται κ’ οι σκιές των προγόνων μου.
Κάποτε μάλιστα θαρρώ πως ανοίγει
του μεγάλου, ακατοίκητου παλιού μας
σπιτιού το παράθυρο ο πατέρας μου.
Πως βγάζει σιγά-σιγά το κεφάλι, βγάζει
το χέρι. Με το μεγάλο του δάχτυλο
μου δείχνει στο βάθος κάτι
σαν όνειρο, κάτι σαν ένα περι-
πλανώμενο, άπιαστο, ουράνιο τόξο.
Τον ρωτώ
αν αυτό που βλέπω μπορεί να είναι
η ειρήνη. Με ακούει και αθόρυβα,
χωρίς ν’ απαντήσει, κλείνει σιγά-σιγά
το παράθυρο πάλι ο πατέρας.

Michael Sitaras, Father Nicholas and Mother Irene

Γεώργιος Στρατήγης, Το φιλί του πατέρα μου

Απ’ όλες τις χαρές μου η πιο βαθύτερη,
κι απ’ το γλυκότερό μου ακόμα πόθο,
κάτι που μου χαρίζει τον Παράδεισο,
και κάτι που βαθιά στα σπλάχνα νιώθω,
είναι ν’ ακούω το γέρο τον πατέρα μου
να λέει πως αγαπούσαν οι παλιοί,
και -τι ντροπή- πως έδωσε στη μάνα μου,
πριν παντρευτούνε ακόμα, ένα φιλί.

Κ’ ενώ γελάμε γύρω με τη μάνα μας,
που ακόμα κι ως τώρα κοκκινίζει,
στα σωθικά μου μέσα ξάφνου αισθάνομαι
κάτι που με κεντάει και φτερουγίζει,
σαν κάποιου μακρινού πουλιού κελάηδημα,
που μες στο δάσος,νύχτα, αντιλαλεί.
Μην είσαι συ, ψυχή μου, σπίθα που άναψες
από το πρώτο εκείνο τους φιλί;

John Bellany, My Father

Γιώργος Τζιας, Πατρός του Αγίου

Στην αγκαλιά του Ήφαιστου μεγάλωσες.
Το αμόνι και το σίδερο, οι παιδικοί σου φίλοι.
Σφυρί, καλέμι και φωτιά, τα πρώτα σου παιχνίδια.
Δούλεψε παραγιέ δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Στα υπόγεια φαρνατζίδικα, έδεσε το κορμί σου.
Στράντζα και κύλινδρος ρουφήξανε το εφηβικό σου αίμα.
Μουντζούρα, ιδρώτας, βάσανα, της νιότης σου η εικόνα.
Δούλεψε βλαστάρι δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Στο παγωμένο μέταλλο ξέσπασε η οργή σου.
Η τέχνη των μαστόρων σου γαλήνεψε το νου σου.
Στα ροζιασμένα χέρια σου εφώλιασεν η γνώση.
Δούλεψε άνθρωπε δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Μπέσα, αντριλίκι και καρδιά, μοίρασες στους δικούς σου.
Τεχνίτης, μάστορας μαζί, έγραψαν στο όνομα σου.
Της λαμαρίνας γητευτής η εικόνα στα όνειρα μας.
Δούλεψε μάστορα δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Μάστορα, φίλε, αδερφέ, της εργατιάς καμάρι.
Του Προμηθέα είσαι απόγονος, της ανθρωπιάς πατέρας.
Η γειτονιά μας κάστρο σου, το σπίτι μας απάγκιο.
Δούλεψες μάστορα δούλεψες, μας έπλασες ανθρώπους.


* Σημείωση: Στην κεντρική εικόνα, “Όργωμα” του Βάλια Σεμερτζίδη.

Πηγή: http://www.katiousa.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.