Ο Στρατής Μυριβήλης γράφει για τα χαρακώματα, τις παπαρούνες στις κάνες των όπλων και τη Μακεδονία
Ενδέκατος μήνας, ενδεκάτη ημέρα, ενδεκάτη ώρα: Παπαρούνες στα χαρακώματα. Ώρα για ειρήνη…
Του Παναγιώτη Μήλα
Ήταν ένας λόφος άλικος από τις παπαρούνες. Ξεκουραζόταν ένα Ρούσικο Σύνταγμα, που τραβούσε κι αυτό για το μέτωπο. Εκεί μας σταματήσανε κι εμάς. Είχε νερό μπόλικο και πρασινάδα εκεί δίπλα. Στήσαμε πυραμίδες τα όπλα και φάγαμε κοντά τους. Μας σίμωσαν κάτι μεγαλόσωμα παλικάρια με τριανταφυλλιά μάγουλα, με χοντρές μπότες και μπλούζες παιδιάτικες δίχως κουμπιά. Τα πηλίκιά τους είχαν κεραμίδι στενούτσικο.
— Γκίρτς;
— Γκίρτς.
— Κριστιάν;
— Κριστιάν.
— Ορτοντόξ;
— Ορτοντόξ.
Μας δεχτήκανε με χαρές σχεδόν παιδιάτικες. Γελούσανε, και μείς γελούσαμε, μας χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Με τα μεγάλα τους χέρια μάς χτυπούσανε στην πλάτη.
Τραβούσανε και μας δείχναν από την τραχηλιά τους χρυσά, σιντεφένια σταυρουδάκια και φυλαχτάρια κρεμασμένα με αλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε με τον ορθόδοξο τρόπο.
– Κριστιάν! Κριστιάν!
Φάγαμε μαζί, κουβεντιάσαμε ώρες δίχως να καταλαβαίνει γρι ο ένας απ’ τη γλώσσα τ’ αλλουνού. Όμως συνεννοηθήκαμε περίφημα. Η αγάπη κ’ η όχτρα έχουνε διεθνή γλώσσα.
Βρήκα κι ένα νεώτατον αξιωματικό, λεπτοκαμωμένο σαν κορίτσι, με μεγάλα γυαλιά και γελαζούμενα χείλη, που θυμόταν απ’ το σκολειό του μερικά αρχαία, τσάτρα-πάτρα. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά σαν του καλαμποκιού, είχε κ’ ένα χρυσό μουστακάκι.
– Ημείς ρούσιαν λίαν Έλληνες αγαπώμεθαν! Οδησσόν λίαν Έλληνες! Λίαν!
Παπαρούνες. Το λουλούδι που χαρακτηρίζει την ειρήνη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η φωτογραφία είναι από την Αμοργό (Αιγιάλη).
Πήρε ύφος και μου απάγγειλε κάτι αλαμπουρνέζικα, που, όπως με βεβαίωσε, ήταν Όμηρος από το πρωτότυπο. Κατόπι κάμανε μια μεγάλη χορωδία και μας τραγούδησαν λαϊκά τραγούδια. Καμπόσοι τα κομπανιάριζαν με κάτι μακριές μπαλαλάικες που τις σήκωναν στη ράχη σταυρωτά με το ντουφέκι τους. Δεν κατάλαβα τα λόγια των τραγουδιών, μα σίγουρα θα μιλούσαν για ένα δάσος χιονισμένο, για ένα χωριό χιονισμένο, που οι μπουχαρίδες των καλυβιών του θυμιάζουνε γαλάζιον καπνό μέσα στον παγωμένον αγέρα. Ξανθιές γυναίκες με χοντρές πλεξούδες κάθουνται πίσω απ’ τα κλειστά τους τζάμια, με το λευκό κούτελο ακουμπισμένο στο γυαλί. Σκουπίζουν αργά με το δάχτυλό τ’ αχνισμένο τζάμι και βλέπουνε στα χαμένα, μακριά, μακριά, το ρούσικο κάμπο που δεν τελειώνει παρά στα ουρανοθέμελα. Μέσα στην απέραντη πλατωσιά, ένα μονοπάτι χαραγμένο στο χιόνι από τα έλκηθρα. Ένα μονοπάτι που πήρε τα παλικάρια του χωριού και τα πήγε μακριά, μακριά, πέρα από τα σταχτιά ουρανοθέμελα. Ίσως και πέρα απ’ τη ζωή.
Οι μορφές των τραγουδιστάδων ήταν σοβαρές, τα παιδιάτικά τους τα σλάβικα μάτια βούρκωναν. Σαν τέλειωσαν το τραγούδι μείναμε πολλήν ώρα ακίνητοι μαζί τους, ταξιδεύοντας πάνω στα φτερά της μουσικής, που ενώνει τις καρδιές, γιατ’ είναι η γλώσσα τους η πανανθρώπινη.
Σαν κάμαμε τις τετράδες για να φύγουμε, οι Ρούσοι βάλανε παπαρούνες μέσα στις μπούκες των τουφεκιών μας. Ήτανε σα μια παράξενη λιτανεία με ατσαλένιες λαμπάδες, που στην κορφή τους άναβε η πιο χαρούμενη φλόγα.
– Αντίο! Αντίο!
Ο πολύ νέος αξιωματικός πετά το καπέλο του, λυγερός, σχεδόν διάφανος μέσα στο φως.
– Χαίρε, λίαν, Έλληνες! Χαίρε!
Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσμο! Άφθονη σαν ποτάμι που χύνεται μέσα σ’ έναν κάμπο. Ανθισμένη σαν ένας λόφος κόκκινος από τις παπαρούνες, που σε φωνάζουνε να τις κόψεις. Δεν έχεις παρά να σκύψεις να τις κόψεις».
Οι παπαρούνες ως σύμβολο ειρήνης
Το έμβλημα που φορούν και σήμερα όσοι συμμετέχουν στον εορτασμό για τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου.
Όπως περιγράφει ο Στρατής Μυριβήλης στο παραπάνω κείμενο, οι φαντάροι με τη λήξη του πολέμου έβαζαν παπαρούνες στις κάνες των όπλων τους. Το λουλούδι αυτό συμβόλιζε τον ερχομό της άνοιξης, τον ερχομό της ειρήνης. Ακόμη και σήμερα, 97 χρόνια μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου, όπως έλεγαν τον Πρώτο Παγκόσμιο, η παπαρούνα είναι το σήμα κατατεθέν. Το σήμα που φορούν στο πέτο τέτοιες ημέρες, οι σύμμαχοι που νίκησαν.
Το σύμβολο της ημέρας είναι η παπαρούνα (poppy) γιατί παπαρούνες φύτρωσαν στα πεδία της μάχης στη Φλαμανδία μετά το τέλος του Πόλεμου. Ο συμβολισμός προέρχεται από ένα πολύ όμορφο ποίημα του Καναδού John McCrae.
In Flanders Fields
In Flanders fields the poppies blow
Between the crosses, row on row,
That mark our place; and in the sky
The larks, still bravely singing, fly
Scarce heard amid the guns below.
We are the Dead. Short days ago
We lived, felt dawn, saw sunset glow,
Loved, and were loved, and now we lie
In Flanders fields.
Take up our quarrel with the foe:
To you from failing hands we throw
The torch; be yours to hold it high.
If ye break faith with us who die
We shall not sleep, though poppies grow
In Flanders fields.
(Ακολουθεί το ποίημα σε ελεύθερη απόδοση)
Στις πεδιάδες της Φλάντρας
Στις πεδιάδες τις Φλάνδρας, παπαρούνες ανθίζουν
Ανάμεσα στους σταυρούς σειρά με σειρά,
Την δικιά μας θέση έτσι θυμίζουν.
Κορυδαλλοί θαρραλέα πετώντας,
αψηφούν των όπλων την κλαγγή
σπάνια κελαηδίσματα τραγουδώντας.
Είμαστε οι νεκροί. Πριν λίγες μέρες,
ζήσαμε, νιώσαμε την αυγή και είδαμε την ομορφιά της δύσης.
Αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε, και τώρα κειτόμαστε
στις πεδιάδες τις Φλάνδρας.
Κράτα αυτό που έμεινε από την μάχη μας με τον εχθρό.
Σε σένα τ’ αδύναμά μας χέρια παραδίδουν τον πυρσό.
Κάνε τον δικό σου, κράτα τον ψηλά.
Και αν η πίστη σου καμφθεί για μας που ‘χουμε πεθάνει
δεν θα κοιμηθούμε ποτέ, όσο φυτρώνουν παπαρούνες
στις πεδιάδες της Φλάνδρας.
* Μία εβδομάδα πριν από τις 11 Νοεμβρίου, στις χώρες που εορτάζεται η λήξη του πολέμου, όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να αγοράσει με ένα συμβολικό ποσό μια χάρτινη παπαρούνα από πλανόδιους πωλητές. Τη φοράει καρφιτσωμένη σε σακάκια, καπέλα και τσάντες. Τα χρήματα που συγκεντρώνονται πάνε σε βετεράνους στρατιώτες, απόμαχους των δύο πόλεμων.
* Ήταν ο ενδέκατος μήνας, η ενδεκάτη ημέρα και η ενδεκάτη πρωινή ώρα, όταν κηρύχτηκε η λήξη του Πόλεμου το 1918. Εκείνη τη μέρα, 11 Νοεμβρίου 1918, στις 5 το πρωί, υπογράφτηκε η εκεχειρία στο Κομπιέν της βόρειας Γαλλίας και έξι ώρες αργότερα, στις 11 το πρωί, σταμάτησαν οι εχθροπραξίες. Σήμερα την ίδια ώρα οι κάτοικοι των χωρών που συμμετέχουν στον εορτασμό τηρούν συμβολική σιγή 2 λεπτών. Παράλληλα γίνονται ειδικές λειτουργίες στις εκκλησίες, καταθέσεις στεφάνων και διάφορες τελετές.
*Η 11η Νοεμβρίου λέγεται Μέρα της Μνήμης (Remembrance Day). Είναι η μέρα που τιμούν στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία, στον Καναδά, στη Νότια Αφρική, στη Μάλτα, στη Γαλλία, στη Μεγάλη Βρετανία και σε άλλες χώρες, όσους στρατιώτες και πολίτες θυσιάστηκαν για την πατρίδα. Ο εορτασμός αυτός άρχισε από το 1919 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Στα χαρακώματα του δυτικού μετώπου
Χαρακτηριστικό χαράκωμα από τις μάχες του Πρώτου Πολέμου. Η φωτογραφία είναι από τη Θεσσαλονίκη.
Αν υπάρχει μία λέξη η οποία συνδέθηκε άρρηκτα με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν τα “χαρακώματα”. Κλασικό είναι το έργο του Έριχ-Μαρία Ρεμάρκ: “Ουδέν νεότερο από δυτικό μέτωπο”.
Τα χαρακώματα ήταν μία πολεμική πρακτική που εφαρμόστηκε κυρίως στο Δυτικό Μέτωπο για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν οι εμπόλεμες δυνάμεις τη μεγάλη ισχύ πυρός και την αδυναμία προέλασης της μίας ή της άλλης πλευράς. Στη λογική της μη παραχώρησης εδάφους στους εχθρούς, εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες βρέθηκαν παγιδευμένοι σ’ έναν πόλεμο φθοράς και αγωνίας.
Απετέλεσε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του πολέμου, όπου οι εμπλεκόμενες πλευρές καθηλωμένες στο πεδίο της μάχης και σε κοντινή απόσταση η μία από την άλλη, έσκαβαν ορύγματα για να μπορέσουν να προστατευτούν από τα συνεχή εχθρικά πυρά. Τους αντίπαλους στρατούς χώριζε μια ουδέτερη ζώνη εδάφους που ονομάστηκε no man’s land και η οποία ήταν συρματοπλεγμένη, ώστε να εμποδίζει τυχόν προέλαση.
Η ζωή στα χαρακώματα παρουσιάζεται ως ένας ζωντανός θάνατος όπου χιλιάδες άνδρες ζούσαν με την καθημερινή αγωνία του τέλους. Κάτω από φρικτές συνθήκες υγιεινής με την παρουσία τρωκτικών, επιδημικών ασθενειών αλλά και θυμάτων που δεν μπορούσαν να θαφτούν, οι στρατιώτες έπρεπε να προσπαθήσουν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο.
Και τα χαρακώματα στη Μακεδονία
Κι εδώ η παπαρούνα. Στο εξώφυλλο του βιβλίου «Η ζωή εν τάφω», του Στρατή Μυριβήλη.
Όμως χαρακώματα είχαν στηθεί και στα δικά μας μέρη, στη Μακεδονία, την εμπειρία του εκεί έχει καταγράψει ο Στρατής Μυριβήλης στο έργο του “Η ζωή εν τάφω”, με τον τίτλο από μόνο του να υποδηλώνει ήδη πολλά.
«Η ζωή εν τάφω» (1924) του Στράτη Μυριβήλη, άρχισε να σχεδιάζεται μέσα στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην προκάλυψη του Μοναστηριού της Σερβίας. Ένα κεφάλαιο κιόλας δημοσιεύτηκε από τότε στην εφημερίδα “Νέα Ελλάδα”, που έβγαινε στη Θεσσαλονίκη το 1917. Mετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το πρώτο σύνολο μπήκε σαν επιφυλλίδα στη βδομαδιάτικη “Καμπάνα” της Μυτιλήνης. Το ανάτυπο από εκείνη την επιφυλλίδα (1924) στάθηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου. Από τότε το «Η ζωή εν τάφω» σημειώνει μια σταθερή πορεία ως τις μέρες μας, ανάμεσα σε πολλές και τρικυμιώδεις πολιτικές περιπέτειες, ενθουσιασμούς και παρεξηγήσεις. Η κυκλοφορία του βιβλίου είχε απαγορευτεί τα τέσσερα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και τα κατοπινά τέσσερα της Κατοχής. «Ο πόλεμος, η φρίκη και η αγωνία του, οι ανατριχιαστικές κι εφιαλτικές σκηνές του, υπάρχουν και περιγράφονται στο βιβλίο, για να δείξουν τη σημασία και την ομορφιά της ζωής. Και είναι ακριβώς το χαράκωμα, οι κακουχίες και οι ταλαιπωρίες του πολέμου, που έκαναν τον Στράτη Μυριβήλη να νιώσει τη ζωή ανάμεσα από το κορμί, να γνωρίσει και να διακηρύξει το πρωτείο του σώματος, να γίνει ο υλιστής και ο ηδονιστής που βλέπει τη ζωή σαν ερωμένη».
Με τη «Ζωή», ο Στράτης Μυριβήλης, ζωντανεύει σε ένα κλασικό για τα ελληνικά γράμματα έργο – ύμνο στη ζωή και την ειρήνη – τις μνήμες του από τα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μιλάει με τη φωνή – με τα χειρόγραφα καλύτερα – του λοχία Κωστούλα. «Τούτα τα τετράδια», μας γράφει ο Μυριβήλης, «βρεθήκανε μέσα στο γελιό του Αντώνη Κωστούλα. Τόνε θυμήθηκα τόσο ζωηρά και καθαρά κείνο τον αψηλό μελαχροινό φοιτητή με το μακρουλό πρόσωπο και τα φουντωμένα μαλλιά! Κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγαρικά χαρακώματα που πατήσαμε… Είναι βαρύ πράμα να ‘χετε μέσα σας έναν πεθαμένο που γυρεύει να μιλήσει και να του σφαλνάτε με την απαλάμη το στόμα. Γνέφει και κάνει παρακαλεστικά νοήματα προς την καρδιά σας απ το υπερπέραν. Θέλει να εκφραστεί. Ας μου συχωρεθεί τούτο το βιβλίο, γιατί μου είναι μια προσωπική απολύτρωση…»
«Η ζωή εν τάφω» δίκαια έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα καλύτερα αντιπολεμικά βιβλία. Μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολικό να χαρακτηριστεί ως το βιβλίο του πολέμου, με την έννοια, φυσικά, ότι είναι το κατεξοχήν βιβλίο που “βάλλει” εναντίον του χειρίστου δεινού της ανθρωπότητας. Ένα καταπληκτικό κομψοτέχνημα περιγραφών, γεμάτο ρεαλιστικές σκηνές και μεγάλα νοήματα. Υπάρχει μέσα σε αυτό πάθος, αίσθημα, συγκίνηση, πνοή, ό, τι δηλαδή χαρακτηρίζει ένα γνήσιο έργο τέχνης.
Σε ένα σημείο του βιβλίου ο Μυριβήλης γράφει: «Στον πόλεμο των χαρακωμάτων αφήνουν, πολύν καιρό στο στρατιώτη να συλλογιέται. Αυτόν δεν είναι καλό. Γιατί όσο συλλογιέται ο στρατιώτης τόσο του φεύγει η πίστη. Κι αυτό είναι το φοβερό. Να κάνεις πόλεμο χωρίς πίστη, Και να μην έχεις καν την απιστία σου τόσο γερή ώστε να φτάνεις στην άλλην άκρη, Να αρνηθείς τον Πόλεμο και ό, τι βρέξει… Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ’ ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτό σύρμα. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γαιόσακους».
* Η… πολυτέλεια των χαρακωμάτων υπήρξε ασφαλώς μια αποκλειστικότητα για τους στρατιώτες και το κατώτερο προσωπικό ενώ οι ανώτεροι βαθμοφόροι στην πραγματικότητα βρίσκονταν σε απόσταση ασφαλείας από τη γραμμή του πυρός, διέταζαν επί χάρτου προελάσεις και επιθέσεις. Τη μοίρα αυτή του απλού στρατιώτη σκιαγραφεί παραστατικά το τραγούδι “Hanging on the old barbed wire”, το οποίο ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά από τους Chumbawamba στον δίσκο τους “English Rebel Songs 1381-1914.
“Hanging on the old barbed wire”
If you want to find the general
I know where he is
If you want to find the general
I know where he is
He’s pinning another medal on his chest
If you want to find the private
I know where he is
He’s hanging on the old barbed wire
I saw him, I saw him
Hanging on the old barbed wire
(σύντομη ελεύθερη μετάφραση)
«Αν ζητάς το παλιό τάγμα
Εγώ ξέρω πού βρίσκονται,
Εγώ ξέρω πού βρίσκονται,
Κρέμονται από το παλιό συρματόπλεγμα.
Τους είδα, τους είδα με τα μάτια μου,
Κρεμασμένους από το παλιό συρματόπλεγμα»
Το βαγόνι της ειρήνης
Ο στρατηγός Ματίας Ερτζμπέργκερ, εκπρόσωπος της Γερμανίας στην Κομπιέν το 1918, ενώ κατευθύνεται προς το βαγόνι όπου έγινε η υπογραφή της συνθήκης ανακωχής.
Φθάσαμε λοιπόν στη Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 1918. Ήταν η μέρα που υπογράφηκε η δεύτερη και ουσιαστικότερη επί της κεντρικής Ευρώπης ανακωχή, η ανακωχή της Κομπιέν, σε σιδηροδρομικό βαγόνι, που είχε εγκαταστήσει εκεί ο Γάλλος Στρατάρχης Φερντινάν Φος το στρατηγείο του.
* Η «άνευ όρων» συνθηκολόγηση της Γερμανίας πάνω στα αποκαλούμενα «Δεκατέσσερα Σημεία», που ήταν αποτέλεσμα αυτής της ανακωχής, αποτέλεσε τη βάση των συνθηκών ειρήνης, που συντάχθηκαν από την Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 και στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζωρζ Κλεμανσώ, ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Λόιντ Τζωρτζ, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ορλάντο και αντιπροσωπείες 32 συνολικά κρατών.
Με τη συμπλήρωση, το 2008, ενενήντα χρόνων από τη λήξη του πολέμου, ηγέτες της ενωμένης σήμερα Ευρώπης, καθώς και απεσταλμένοι απ’ όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων ο Νικολά Σαρκοζί, ο πρίγκιπας ο Κάρολος της Αγγλίας, ο πρόεδρος του γερμανικού Κοινοβουλίου Πέτερ Μίλερ και ο γενικός κυβερνήτης της Αυστραλίας Κουέντιν Μπράις συγκεντρώθηκαν στις 11 Νοεμβρίου στη πόλη Βερντέν της βόρειας Γαλλίας και σε ειδική τελετή απέτισαν φόρο τιμής στα εκατομμύρια θύματα του πολέμου, τηρώντας σιγή δύο λεπτών, ακριβώς στις 11.00΄ ώρα Γκρήνουϊτς, τη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ η ανακωχή και τερμάτισε ο Μεγάλος Πόλεμος.
Η μάχη του Βερντέν ήταν μια από τις κρισιμότερες μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και έλαβε χώρα στο δυτικό μέτωπο. Αντίμαχοι ήταν ο γερμανικός και ο γαλλικός στρατός που πολέμησαν από τις 21 Φεβρουαρίου μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου 1916 γύρω από την πόλη Βερντέν στη βορειοανατολική Γαλλία. Η μάχη αυτή είχε απώλειες δραματικού μεγέθους: πάνω από 250.000 νεκρούς και περίπου μισό εκατομμύρια τραυματίες. Ήταν η πιο μακροχρόνια μάχη και μια από τις πιο αιματηρές στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
* Η πόλη αυτή έφτασε να ταυτιστεί κυριολεκτικά με τη λέξη “αιματοχυσία”. Μια μικρή πόλη, 20.000 κατοίκων σήμερα, ουσιαστικά η πύλη της Γαλλίας, ένα φυσικό οχυρό στην κοιλάδα του ποταμού Meuse, με στρατηγική σημασία, την οποία όμως όσο περνούσε ο καιρός όλο και έχανε, στο τέλος έμεινε η συμβολική αξία. Οι περιγραφές της μάχης είναι αδιανόητες, τα νούμερα επίσης: 1 νεκρός ανά λεπτό για δέκα μήνες, 260.000 ψυχές, οι Γερμανοί είχαν τη διαβολική ιδέα να εξαναγκάσουν τη Γαλλία να πεθάνει από αιμορραγία αφήνοντας επίτηδες ανοιχτή τη γραμμή ανεφοδιασμού του γαλλικού στρατού (αυτή που βαφτίστηκε τότε Voie Sacree, Ιερά Οδός δηλαδή) για να μπορεί να τροφοδοτείται αδιάλειπτα φρέσκο κρέας στα κανόνια.
Το 1918, μέσα στο προσωπικό του βαγόνι στο δάσος της Κομπιέν, ο Γάλλος στρατάρχης Φερντινάντ Φος υπαγορεύει τους όρους της ανακωχής του 1918 στην Κομπιέν στον Γερμανό στρατηγό Ματίας Ερτζμπέργκερ με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Επισήμως, ο πόλεμος τελείωσε στις 11:00, την “ενδέκατη ώρα, της ενδέκατης μέρας του ενδέκατου μήνα” του έτους εκείνου.
Όμως την ημέρα εκείνη που έπεφταν οι υπογραφές της παράδοσης, ένας ταπεινός Γερμανός δεκανέας, με βαριά τραύματα τα οποία λίγο κόντεψαν να τον τυφλώσουν, έκλαψε γοερά. Μετά αποφάσισε να γίνει πολιτικός. Τον λέγανε Αδόλφο Χίτλερ. Και η ιστορία συνεχίστηκε. Και συνεχίζεται…
(*) Το απόσπασμα του προλόγου είναι: Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1959, σ. 53-55.
Πηγή: https://www.catisart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.