Ο Μάνος Χατζιδάκις εκτιμούσε ιδιαίτερα το τραγούδι και έλεγε:
«Το τραγούδι είναι μια μαγική στιγμή κι εγώ ένα πανηγυριώτης μάγος εκπρόσωπός σας-αφού γεννήθηκα τον ίδιο καιρό με σας και μες στον ίδιο χώρο-που θα φωτίσω τις κρυφές κι αθέατες γωνιές σας, θα σας εκπλήξω, θα σας γεμίσω ερωτήματα και μελωδίες, που ίσως γενούν δικές σας και θα μεταφέρουν στο σπίτι σας, έτσι που να κοπεί ο ύπνος σας και να χαθεί για πάντα-αν είναι δυνατόν-ο εφησυχασμός σας.
Το τραγούδι είναι μέσον επικοινωνίας, συνδιαλλαγής και βαθύτατης επαφής. Με το τραγούδι μίλησαν οι άνθρωποι στα πουλιά κι αυτά με τη σειρά τους στους ανθρώπους».
Ο Μάνος αποφάσισε να ταφεί στην Παιανία χωρίς δημόσιες δαπάνες και εντυπωσιακές τελετές , το γιατί μας το λέει ο ίδιος:
«Αδιαφορώ για τη δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ».
Είχε επισημάνει επίσης:
«Τους ανθρώπους που έχουν φύγει, αλλά παραμένουν ζωντανοί τους έχουμε καθημερινά τοποθετημένους μέσα μας και τους κουβαλάμε σ΄ ολόκληρη τη ζωή μας».
Γράφοντας την αυτοβιογραφία του λέει μεταξύ άλλων:
«Γεννήθηκα στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φρικτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες».
Γιός του δικηγόρου Γιώργου Χατζηδάκη από το Μύρθιο της Κρήτης και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Ανδριανούπολη.
«Είμαι το γέννημα δυο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός από τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού».
Η μουσική του εκπαίδευση ξεκίνησε σε ηλικία 4 χρόνων και περιελάμβανε μαθήματα πιάνου από την αρμένικης καταγωγής πιανίστα Αλτουνιάν. Παράλληλα εξασκείτο στο βιολί και το ακορντεόν.
Ο Χατζιδάκις εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, με την μητέρα του, το 1932, έπειτα από τον χωρισμό των γονιών του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προξένησε σοβαρά οικονομικά προβλήματα στην οικογένεια, που ανάγκασαν τον νεαρό Χατζιδάκι να δουλέψει ακόμα και φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Συγχρόνως συνέχιζε τις μουσικές σπουδές του, παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο, την περίοδο 1940-43 ενώ ξεκίνησε και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τις οποίες όμως δεν ολοκλήρωσε ποτέ.
Την ίδια περίοδο συνδέθηκε και με τους Γκάτσο, Ελύτη, Σεφέρη, Σικελιανό και Τσαρούχη.
Όσο για τη μουσική παιδεία αναφέρει: «…συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήταν τα μαθήματα της Μουσικής, μιας και μ’ απομάκρυναν ύπουλα απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευτώ και να εξαφανιστώ…»
Ονομάζει τα Ωδεία «ναούς της μουσικής αναπηρίας» και διαφυλάττει τον αυθορμητισμό και το νεανικό του πάθος για τη σύνθεση μακριά από κανόνες και δεσμεύσεις, περισώζοντας την αγνότητα των συναισθημάτων ενός ερασιτέχνη (εραστή της τέχνης) μουσικού.
Μεταξύ του 1975 και 1982 ο Μάνος ανέλαβε διάφορες θέσεις, στην ΕΡΤ, στο Υπ. Πολιτισμού, δημιούργησε το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, αναπληρωτής διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, μέλος της Καλλιτεχνικής επιτροπής του Φεστιβάλ Αθηνών. Ο ίδιος την ονομάζει «υπαλληλική περίοδο», είναι μια περίοδος έντονων αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων με τους οργανισμούς αυτούς με φωτεινή εξαίρεση τη λειτουργία του Τρίτου προγράμματος.
Προσπάθησε οι ορχήστρες να αποκτήσουν ανεξαρτησία και αυτοτέλεια και σε μια συνέντευξή του δήλωσε:
«…δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να αντιμετωπίζεις έναν δημόσιο υπάλληλο επάνω στη σκηνή που να κάνει μουσική. Έναν υπάλληλο με ωράριο και συνδικαλιστικές απαιτήσεις. Είναι αντιμουσικό… Ακόμα κι αν καλύπτεται από μια καλή προετοιμασία, η θέα αυτού του μουσικού είναι ολέθρια».
Ό, τι δεν κατάφερε στην κρατική ορχήστρα και στη Λυρική ο Χατζιδάκις το κατάφερε στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Το ανεξαρτητοποίησε και αύξησε τον χρόνο εκπομπών από 7 σε 12 ώρες. Ο ίδιος δήλωσε:
«Το Τρίτο, έτσι καθώς θα είναι ζωντανό, θα μας υποχρεώνει σένα άκουσμα διαφορετικό απ’ ότι συνηθίζαμε ως τα τώρα. Θα απαιτεί μια εσωτερική προετοιμασία. Δεν θα χαϊδολογάει, θα κεντρίζει. Θα μας υποχρεώνει σε προσοχή. Το Τρίτο δεν έχει προκαταλήψεις. Αγκαλιάζει όλα τα είδη της μουσικής στο πιο ακριβό τους αποτέλεσμα. Ακόμα και τις άλλες τέχνες…»
Έχοντας παραιτηθεί από όλες τις κρατικές θέσεις, συνέχισε να δραστηριοποιείται καθ΄ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄80 στα πολιτιστικά δρώμενα. Σημαντικότερες τομές στην πολιτιστική κίνηση της περιόδου αποτέλεσαν: η έκδοση του καλλιτεχνικού περιοδικού Το τέταρτο την περίοδο 1982-83, η ίδρυση της εταιρείας δίσκων Σείριος ,ως αντίδραση στον εκχυδαϊσμό του ελληνικού τραγουδιού, τέλος η ίδρυση της Ορχήστρας των Χρωμάτων, τον Οκτώβριο του 1989.
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ποιητής, μουσικός, βαθύτατα λαϊκός, από τους πιο ασυμβίβαστους δημιουργούς. Υπήρξε απόλυτα Έλληνας με ελευθερία νου, ψυχής και σώματος. Επαναστάτης, εισέρχεται στη νεοελληνική μουσική όχι απλώς για να δημιουργήσει σ΄ ένα κατεστημένο-παρηκμασμένο μουσικό τοπίο αλλά με σκοπό να ανατρέψει ό,τι υπήρχε στείρο, ανεπαρκές, ανερωτικό, συμβατικό και ουδέποτε ποιητικό.
Συνδέεται με προσωπικότητες, όπως ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Τσαρούχης, ο Πλωρίτης, ο Εγγονόπουλος, ο Σεφέρης κ.α. που θα επηρεάσουν και θα διαμορφώσουν τη σκέψη του και τη δημιουργική του ικανότητα.
Πλησιάζει τον Κάρολο Κουν, με σκοπό να διδαχτεί από αυτόν την τέχνη του θεάτρου. Ο Κουν αντιλαμβάνεται τη δύναμη του μουσικού του ταλέντου έναντι του υποκριτικού και τον ωθεί στη σύνθεση.
Ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της τέχνης του Χατζιδάκι είναι η λαϊκότητα, όχι όμως με την κοινή έννοια. Η λαϊκότητα χωρίς χυδαιότητα ή ύβρη. Η λαϊκή δημιουργία εμφανίζει την ανθρώπινη ψυχή σε μεγαλύτερα επίπεδα ελευθερίας.
«Κοίταξα να είμαι απλός, σαφής και ερμηνευτικός, σύμφωνος με τα κριτήρια που μου δίνει η εποχή μου και ο τόπος μου».
«Η ζωή μου δεν ήταν η ζωή ενός μουσικού. Ήταν περισσότερο η ζωή ενός επικίνδυνου και ανήσυχου νέου που η μουσική κατάφερε κάπως να τον ηρεμήσει και να τον κάνει «κατ΄ επιφάνειαν νόμιμον».
Ο Χατζιδάκις, ως ακροατής, είχε την ιδιότητα εκείνη του ανικανοποίητου γευσιγνώστη των ακροάσεων, του έτοιμου πάντα να υποκύψει στη γοητεία του πιο απρόσμενου ακούσματος.
Αγόραζε δίσκους κι άκουγε διαφορετικές μουσικές.
«Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομηλίκους, τη σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα».
Στο πολυσχιδές έργο του συμπεριλαμβάνονται ορχηστρική μουσική και έργα για πιάνο (απόψε αυτοσχεδιάζουμε-οδός ονείρων-το χαμόγελο της Τζοκόντα-Πορνογραφία..) και μουσική για 58 θεατρικά έργα: Ορέστεια-Μήδεια-Πλούτος-Βάτραχοι-Το καταραμένο φίδι-Ο κύκλος με την κιμωλία-Ο ματωμένος γάμος .
Κυρίως όμως έγινε γνωστός κι αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό για η μουσική που έγραψε για 75 ταινίες: αδούλωτοι Σκλάβοι-Η Αγνή του Λιμανιού- Μαγική Πόλη -Στέλλα-Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο –Ποτέ την Κυριακή…
Αντί επιλόγου ας ακουστούν οι πρωτοποριακές για την εποχή του αλλά επίκαιρες σήμερα απόψεις για τη σχέση ελληνικότητας και οικουμενικότητας:
«Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση είναι κι αυτή γνησίως ελληνική».
Πηγή: https://www.fractalart.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.