Εύη Μαλλιαρού
Όλη η αλήθεια για τον Ανδρέα Εμπειρίκο
Ιστορικός και κάτοχος του αρχείου του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μας μιλάει για τον πατέρα του, πρωτοπόρο υπερρεαλιστή ποιητή και πρώτο ψυχαναλυτή στην Ελλάδα.
Η ιδέα ήταν να δοθεί η σκιαγράφιση της προσωπικότητας του ανθρώπου που πρωτοέφερε την πρακτική της ψυχανάλυσης στη χώρα και τόλμησε να κάνει μια ριζοσπαστική τομή στον τρόπο που αντιλαμβανόταν το ελληνικό κοινό τη λογοτεχνία, τα δύσκολα χρόνια των δεκαετιών 1930-50 στην Ελλάδα. Οι ημερομηνίες είναι σημαντικές για τον Λεωνίδα Εμπειρίκο. Όπως και τα ονόματα. Στην αφήγησή του ξεχωρίζει η αντικειμενικότητα του ιστορικού, ανάμεικτη με την τρυφερότητα και την απέραντη εκτίμηση για τον πατέρα, αλλά και τον πληθωρικό, ευγενή καλλιτέχνη με τον οποίο έζησε ως τα 18 του, δηλαδή μέχρι το θάνατο του ποιητή το 1975.
Πώς ήταν η εμπειρία της ενηλικίωσής σας δίπλα στην πολυσχιδή προσωπικότητα του πατέρα σας;
Γεννήθηκα το 1957 και ο πατέρας μου τότε ήταν 56 ετών, δηλαδή σχετικά μεγάλος για πατέρας. Είχε άσπρα μαλλιά από νωρίς και στο δρόμο εκείνοι που δεν μας ήξεραν, 9 στις 10 φορές νόμιζαν ότι ήταν ο παππούς μου. Λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας, είχα άμεση επαφή από τον πατέρα για τα γεγονότα και πριν το 1910. Το οποίο έκανε μια διαφορά σε βάθος ιστορικό, καθώς δεν διαμεσολαβείται η διήγηση από μια ενδιάμεση γενιά. Ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος, είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Αγγλία και έγινε ο πρώτος ψυχαναλυτής στην Ελλάδα – είχε αποφασίσει μάλιστα να γίνει ψυχαναλυτής από το 1930 περίπου, όπως φαίνεται και από ένα γράμμα προς τη μητέρα του, πριν εκδόσει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο το 1935. Ο ίδιος έκανε διδακτική ψυχανάλυση, αφού πρώτα τελείωσε την προσωπική του ψυχανάλυση, με τον Ρενέ Λαφόργκ, ο οποίος ήταν ένας από τους ιδρυτές της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας των Παρισίων. Αυτό προσέδωσε την ιδιαιτερότητα στην πολυπλοκότητα του ατόμου του, κάτι που ένα μικρό παιδί μπορούσε να καταλάβει αμέσως. Βέβαια, δεν μου απαριθμούσε γνώσεις. Ήταν ένας ήπιος και καλός μπαμπάς. Είχε μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη και εγώ έπαιζα με τα βιβλία του. Τα έκανα κάστρα και δεν με μάλωνε γι’αυτό, παρόλο που του κατέστρεφα πολλά. Αλλά σιγά-σιγά άρχισα να ενδιαφέρομαι για τα ίδια τα βιβλία και η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο ήρθε μέσα από τις δύο μεγάλες παγκόσμιες γεωγραφίες του 19ου αιώνα του Μάλτε-Μπρουν και του Ελιζέ Ρεκλού. Ήταν πολύ μεγάλα βιβλία, πολύ κατάλληλα για κάστρα, οπότε τα έβγαζα συχνά από τη βιβλιοθήκη και είχα την πιο μεγάλη σχέση με αυτά. Αυτό ήταν το ένα. Το άλλο ήταν ότι από σχετικά μικρή ηλικία ήξερα ότι ήταν ψυχαναλυτής και ποιητής. Αλλά δεν μιλούσε πολύ για τον εαυτό του και δεν τον ενδιέφερε να δείχνει την ευρυμάθειά του. Οπότε μεγαλώνοντας εγώ, όταν είχα πλέον τη συγκρότηση και τις γνώσεις, τον ρωτούσα πράγματα για πνευματικά ζητήματα, πέρα από τα βιβλία που έβλεπα. Για την ψυχανάλυση και τον υπερρεαλισμό, για τον Μπρετόν και τη σχέση του με τους άλλους υπερρεαλιστές. Και φυσικά γνώριζα τους φίλους του που πριν τη δικτατορία έρχονταν σπίτι. Από το 1967 και έπειτα έπεσε σε κατάθλιψη. Είχε τάση από πριν, αλλά με τη χούντα εντάθηκε. Σε μεγαλύτερη κατάθλιψη οδηγήθηκε γιατί πολλοί από τους πιο στενούς φίλους των γονιών μου της παιδικής μου ηλικίας, ή έφυγαν στο εξωτερικό ή πέθαναν και έτσι έχασε τον κύκλο του. Ο Νάνος Βαλαωρίτης έφυγε στο εξωτερικό, ο Γιώργος Μακρής αυτοκτόνησε, ο Τσαρούχης έφυγε στη Γαλλία, ο Ελύτης στη Γαλλία. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγει γιατί πίστευε ότι αν δεν διώκεσαι στη χώρα σου δεν φεύγεις. Δεν ήθελε να με σταματήσει και από το σχολείο μου εδώ. Οπότε δεν φύγαμε.
"Η ψυχανάλυση έχει ως σκοπό τη θεραπεία του ανθρώπου
από τις “ψυχονευρώσεις” και την ομαλότερη ένταξή του στην κοινωνία
και εξ ΄αυτού είναι συντηρητικότερη από τον υπερρεαλισμό.
Όμως, για τον πατέρα μου, η απόλυτη επένδυση στη δυναμική
της λίμπιντο την έβαζε δίπλα στον υπερρεαλισμό ως κοσμοθεωρία."
Κοινωνικά πως αντιμετωπίστηκε το γεγονός ότι ο πατέρας σας ήταν ψυχαναλυτής;
Είναι λίγο πολύ γνωστό ότι υπήρξε έντονη καχυποψία στη Ελλάδα σχετικά με την ψυχανάλυση. Η πρώτη κλασική φροϋδική ψυχανάλυση έγινε στο γραφείο του πατέρα μου που άνοιξε στην αρχή της λεωφόρου Κηφισίας, όπως λεγόταν τότε η Βασιλίσσης Σοφίας. Κηφισίας 6, στη ροζ πολυκατοικία τον Ιανουάριο του 1936, και ήταν το πρώτο ψυχαναλυτικο γραφείο στην Ελλάδα. Εκείνη την εποχή η ψυχανάλυση δεν ήταν διαδεδομένη. Είχε αναφερθεί σε αυτή ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, όπως και ο Νικόλας Κάλας, ως νεαρός δοκιμιογράφος και κριτικός στα δοκίμιά του τα πολύ καλά του Μεσοπολέμου. Η επαφή του κόσμου με την ψυχανάλυση ήταν μικρή γιατί υπήρχε καχυποψία και από την αριστερά και από τη δεξιά, εξίσου μεγάλη, παρόλο που είχαν μεταφραστεί λίγα έργα του Φρόυντ και κύριως του φροϋδομαρξιστού Βίλχελμ Ραϊχ.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, τέλη δεκαετίας του ’20, λίγο πριν αρχίσει ψυχανάλυση. |
Του “φροϋδομαρξιστού” λέτε. Πώς συνδέεται η πολιτική με την ψυχανάλυση;
Η ψυχανάλυση άνθισε στη Ρωσία τα προεπαναστατικά χρόνια και μέχρι το 1924, όπως ανθούσε στην Αυστρία, Γερμανία, Αγγλία, αλλά όχι στη Γαλλία. Οι πρώτοι κλασικοί ψυχαναλυτές που άρχισαν στη Γαλλία γύρω στο 1926-27, ήταν η Ευγενία Σοκολνίτσκα, η Μαρία Βοναπάρτη, μη-γιατρός, ο Ρενέ Λαφόργκ, γιατρός και ψυχαναλυτής του πατέρα μου και άλλοι. Το 1927 στη Ρωσία το σοβιετικό καθεστώς καταργεί την ψυχανάλυση, μετά τον διωγμό του Τρότσκι, που μέχρι ενός σημείου την προστάτευε. Οι Ρώσοι ψυχαναλυτές έφυγαν και πήγαν στις Δυτική Ευρώπη, στις ΗΠΑ ή στο Ισραήλ. Τον πατέρα μου τον ενδιέφεραν πολύ αυτά και μιλούσε για την κοινωνική πλευρά της ψυχανάλυσης. Αλλά η ελληνική αριστερά ήταν εναντίον, όπως και όλα τα επίσημα κόμματα από τη στιγμή που καταργήθηκε στη Ρωσία. Η βασική ένσταση εκεί ήταν ότι η ψυχανάλυση ασχολείται με το ατομικό ασυνείδητο και όχι με την κοινωνία. Η ένσταση αυτή αντανακλάται και στην άποψη την οποία είχαν για την ψυχανάλυση ως “μπουρζουάδικη” επιστήμη. Προσπάθησε ο πατέρας μου, κατόπιν προτροπής της Μαρίας Βοναπάρτη, να θεσμοποιηθεί επίσημα η ψυχανάλυση. Δεν είχε καμιά ανταπόκριση. Ήταν αρνητικά διακείμενοι το επίσημο κράτος και ο ιατρικός σύλλογος στις προσπάθειες αυτές. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο πατέρας μου ήταν ψυχαναλυτής, μέλος της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας των Παρισίων, συμμετείχε στο15ο παγκόσμιο ψυχαναλυτικό συνέδριο, το πρώτο που έγινε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1938 και έχουμε και τη φωτογραφία του που ανακαλύψαμε πρόσφατα. Ολοκλήρωσε την ψυχαναλυτική του μελέτη που έπρεπε να γράψει για να γίνει πλήρες μέλος το ΄49-50. Και τη δημοσίευσε στο περιοδικό της Societe Psychanalytique de Paris το 1951. Επίσης, μεταφράστηκε στα ελληνικά μαζί με άλλα ψυχαναλυτικά κείμενα το 2001.
Ποια ήταν λοιπόν η μοίρα του πατέρα σας ως πρώτου ψυχαναλυτή στην Ελλάδα και τι απέγινε η ψυχανάλυση γενικότερα;
Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ψυχανάλυση το 1951 μετά από απειλή της αστυνομίας. Οι απειλές ήταν προφορικές, αφού δεν υπάρχει κανένα γραπτό εύρημα στην αστυνομία, καμία καταγραφή που να τις αποδεικνύει. Ήταν προσωπική απειλή που εκπορευόταν πιθανότατα, είτε από τον ιατρικό σύλλογο, είτε από κάποια ομάδα πίεσης που αντιστεκόταν στην εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Ο ίδιος έπρεπε να σταματήσει να λειτουργεί το γραφείο του, αφού ζήτησε έξι μήνες για τον απογαλακτισμό των ασθενών. Και οι δύο άλλοι ψυχαναλυτές που είχαν κάνει διδακτική ψυχανάλυση με τον πατέρα μου, υπό την εποπτεία της Μαρίας Βοναπάρτη, ο Δημήτρης Κουρέτας και ο Γιώργος Ζαβιτσιάνος, αναγκάστηκαν να εξασκούν ως ψυχίατροι και όχι ως ψυχαναλυτές. Τελικά ο Ζαβιτσάνος δεν άντεξε και έφυγε στη Αμερική. Έτσι, άργησε άλλα τριάντα χρόνια η πραγματική εμφάνιση της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, μέχρι την αρχή της δεκαετίας του ΄80 με το άνοιγμα πολλών ψυχαναλυτικών γραφείων.
H πρώτη έκδοση της “Υψικάμινου”, εκδόσεις Κασταλία, 1935 |
Πώς συνδυάστηκε η πορεία του ψυχαναλυτή με εκείνη του υπερρεαλιστή ποιητή στη ζωή του πατέρα σας; Έγραφε ποιήματα παλαμικά, κλασικού τύπου από πολύ νέος. Και διάβαζε πάρα πολλή ποίηση ελληνική, αγγλική, γαλλική, ρωσική, δηλαδή στις γλώσσες που ήξερε καλά. Έγραφε στη δημοτική και μάλιστα στη “μαλλιαρή” δημοτική γιατί ήταν μαθητής του Ψυχάρη. Υπήρξε και μεγάλος θαυμαστής του Παλαμά. Μάλιστα τον είχε επισκεφθεί μία, δύο, ίσως και περισσότερες φορές. Τον αναφέρει ο Παλαμάς, γράφοντας σε έναν φίλο του, “ήρθε σήμερα ο κ. Εμπειρίκος” και υπάρχει και φωτογραφία αφιερωμένη από τον Παλαμά. Μετά άλλαξε τεχνοτροπία ο ίδιος, γράφοντας πιο μοντέρνα ποίηματα, χωρίς ακόμα να έχει αποφασίσει ότι θα ακολουθήσει την πορεία του ποιητή και της λογοτεχνίας. Όταν γνώρισε τους υπερρεαλιστές τον Ιανουάριο του ΄33 άλλαξε ριζικά τεχνοτροπία, χωρίς ακόμα να έχει γίνει μέλος της υπερρεαλιστικής ομάδας. Μεταξύ 1933-34 γράφει μια συλλογή αυτής της τεχνοτροπίας, που περιγράφει ο ίδιος στο “Αμούρ-αμούρ” στα “Γραπτά”. Θα εκδοθεί φέτος από τις εκδόσεις Άγρα μια συλλογή αυτής της εποχής που την ονόμασε το 1970 περίπου “Προϊστορία ή καταγωγή” – χωρίς όμως να έχει βρει ο ίδιος το σύνολο των ποιημάτων. Την πλήρη συλλογή την βρήκαμε αργότερα. Ήταν έτοιμη προς έκδοση από το 1934 με τα ποιήματα αυτά που έγραψε πριν την “Υψικάμινο”. Ένα από αυτά εκδόθηκε σε ξεχωριστό βιβλιαράκι (εκτός εμπορίου) από τις εκδόσεις Άγρα με τίτλο “Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου” το 2009. Τη συλλογή αυτή δεν την τύπωσε το ΄34 γιατί μέσα στο 1933 συνδέεται πια με την υπερρεαλιστική ομάδα. Παραιτείται τότε από τις οικογενειακές επιχειρήσεις για ιδεολογικούς λόγους, γιατί είχε γίνει αριστερός, όπως επίσης και για οικογενειακούς, γιατί προστάτευε την μητέρα του που την είχε εγκαταλείψει ο πατέρας του. Ο πατέρας μου είχε αποφασίσει να μην εκδόσει τη συλλογή αυτή, για να εμφανιστεί με την “Υψικάμινο” και να είναι το πρώτο του βιβλίο το πρώτο υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα. Να μην έχει “προϊστορία”. Ο υπερρεαλισμός και η ψυχανάλυση διασταυρώνονται λόγω του απελευθερωτικού προτάγματος και των δύο, λόγω του ασυνειδήτου. Η ψυχανάλυση έχει ως σκοπό τη θεραπεία του ανθρώπου από τις “ψυχονευρώσεις” και την ομαλότερη ένταξή του στην κοινωνία και εξ ΄αυτού είναι συντηρητικότερη από τον υπερρεαλισμό. Όμως, για τον πατέρα μου, η απόλυτη επένδυση στη δυναμική της λίμπιντο την έβαζε δίπλα στον υπερρεαλισμό ως κοσμοθεωρία.
Πώς αντιμετωπίστηκε ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα;
Ο υπερρεαλισμός δημιούργησε μεγαλύτερη καχυποψία και αρνητικές αντιδράσεις στην Ελλάδα απ’ότι η ψυχανάλυση. Η ψυχανάλυση γινόταν σ΄ένα γραφείο, το οποίο κάποιος μπορεί να μην είχε πάρει είδηση. Ο υπερρεαλισμός όμως που ήταν σε μορφή δημοσιευμένου κειμένου απέκτησε τεράστια απήχηση, αρνητική όμως. Ο πατέρας μου εξέδωσε την “Υψικάμινο” από τις εκδόσεις Κασταλλία τον Απρίλιο του 1935. Τα 250 αντίτυπα εξαντλήθηκαν μέσα σε λίγο καιρό, λόγω του σκανδάλου που προκάλεσε. Δεν ήταν πολλά, αλλά οι αναγνώστες ήταν πιο λίγοι. Διαβάστηκε πάρα πολύ και το κορόιδεψαν εξίσου πολύ. Το όνομα “υπερρεαλισμός” στην Ελλάδα που το ήξεραν ως “σουρεαλισμό” στην αρχή, είχε αρνητικό πρόσιμο. Θεωρείτο κάτι τρελό και παλαβό, χωρίς να υπάρχει καμία γνώση της πρακτικής αυτού του κινήματος τέχνης. Η όλη ιδέα του πατέρα μου ήταν να εισαγάγει τον υπερρεαλισμό σε αυτόματη γραφή στην πιο καθαρή μορφή της. Όταν, δε, βγήκε και το υπερρεαλιστικό βιβλίο του Εγγονόπουλου, έβγαιναν μέχρι και στις επιθεωρήσεις, όπου η κοροϊδία ήταν απόλυτη. Η αρνητική αντίδραση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε και ο Εγγονόπουλος τραυματίστηκε και δεν έβγαζε εύκολα βιβλία. Ο πατέρας μου δεν έβγαλε βιβλίο όλη την υπόλοιπη δεκαετία του ΄30, ενώ είχε έτοιμη τη συλλογη “Ενδοχώρα” από το ΄37.
"Με τη χούντα εντάθηκε η κατάθλιψή του.
Και γιατί πολλοί από τους πιο στενούς φίλους του ή έφυγαν στο εξωτερικό
ή πέθαναν και έτσι έχασε τον κύκλο του.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης έφυγε στο εξωτερικό,
ο Γιώργος Μακρής αυτοκτόνησε, ο Τσαρούχης έφυγε στη Γαλλία,
ο Ελύτης στη Γαλλία.
Ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγει
γιατί πίστευε ότι αν δεν διώκεσαι στη χώρα σου δεν φεύγεις. "
Πώς τελικά επιβίωσαν τα πρωτοπόρα υπερρεαλιστικά γραπτά του Εμπειρίκου στη νεοελληνική λογοτεχνία;
Η “Ενδοχώρα” βγήκε τελικά το ΄45, λόγω μιας νεαρής ομάδας που έβγαζε το πρωτοποριακό περιοδικό Τετράδιο. Η ομάδα παρέμεινε ζωντανή μέχρι και το ΄50, μετά έφυγαν πολλοί γιατί ήταν άσχημα τα χρόνια στην Ελλάδα, μετεμφυλιακά. Τα χρόνια ΄45-΄47 παρόλα αυτά, που κυκλοφορούσε το Τετράδιο, ήταν η πιο ζωντανή περίοδος. Του προτείναν να εκδόσει την “Ενδοχώρα” ως φίλοι και μάλλον μετά από παρότρυνση της ποιήτριας Μάτσης Χατζηλαζάρου και πρώην γυναίκας του. Ο ίδιος δεν έκανε καμία κίνηση για να το βγάλει. Η “Υψικάμινος” είχε αυτή την υποδοχή που είχε, παρόλα αυτά άρχισαν να τον μιμούνται κρυφά πάρα, πάρα πολλοί και να επηρεάζονται. Άνοιξε έναν δρόμο στη γλώσσα. Είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, αλλά σε μια μεικτή γλώσσα, χωρίς καθαρά καθαρευουσιάνικα στοιχεία, μια απίστευτη μίξη που χρησιμοποιεί και τη δημοτική εντός της. Ο πατέρας μου αρνήθηκε τον ψυχαρισμό και τον δογματισμό του δημοτικισμού. Τόσο άκαμπτη και δογματική είχε γίνει η γλώσσα του Ψυχάρη που αρνιόταν ακόμα και τις διαλέκτους. Τα κερκυραϊκά του Θεοτόκη τα θεωρούσε αίσχος, ενώ υποτίθεται ότι η δημοτική αντλεί από το τοπικό και λαϊκό ιδίωμα της ελληνικής υπαίθρου σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ο Παπαδιαμάντης καταδικάζεται πέρα για πέρα γιατί είναι από τη μια καθαρεύουσα και από την άλλη η καθομιλουμένη της Σκιάθου! Το 1935 που βγαίνει η “Υψικάμινος” η δημοτική έχει καθιερωθεί ως η επίσημη γλώσσα της λογοτεχνίας. Πολλοί κρίνουν αρνητικα ακόμα και τον Καβάφη, για τα λίγα στοιχεία καθαρεύουσας που έχει στην ποίησή του. Εν τω μεταξύ και οι αριστεροί είναι δημοτικιστές και οι ακροδεξιοί είναι δημοτικιστές. Όταν ο Μεταξάς έρχεται στη εξουσία την 4η Αυγούστου 1936, η έκφραση του λαού, η στροφή στα λαϊκά πρότυπα και οι γιορτές που έκανε, εγκαθιδρύουν τη δημοτική.
Ο “Μεγάλος Ανατολικός” θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια αντίδραση ως προς την καταπίεση αμφότερων αριστερών και δεξιών πολιτικών πιέσεων, σε σχέση με κάτι αυτούσιο, αυθεντικό και ανένταχτο; Ακριβώς έτσι. Ως προς τη γλώσσα. Είναι ίσως πιο καθαρεύουσα και από του Παπαδιαμάντη!
Και ως προς το θέμα επίσης. Οκτώ τόμοι άκρατου, εμμονικού σεξουαλισμού, σκηνή προς σκηνή, γεμάτοι με πάμπολλα φροϋδικα σύμβολα και στοιχεία. Μια αντίδραση ενάντια στην καταπίεση που υπέστη ο ίδιος από την περιθωριοποίηση της ψυχανάλυσης και του υπερρεαλισμού… Απολύτως αυτό, αλλά και μια αντίδραση ενάντια στον πόλεμο. Ο “Μεγάλος Ανατολικός” άρχισε να γράφεται μόλις τέλειωσε ο πόλεμος. Συγκεκριμένα, στις 15 Αυγούστου του ΄45, όταν υπογράφηκε η οριστική παράδοση των Ιαπώνων στο κατάστρωμα του θωρηκτού “Μιζούρι” στον κόλπο του Τόκυο. Εκείνη την εποχή μόλις είχε τελειώσει η ομηρία στην οποία τον είχαν υποβάλλει οι ΕΛΑΣίτες την τελευταία ημέρα του Δεκεμβρίου του ΄44. Τον πιάσανε όμηρο μαζί με τους τελευταίους ομήρους, λίγο πριν την απαγκίστρωση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Την 31η Δεκεμβρίου, στις 7 το απόγευμα. Τον οδήγησαν στους Μουσταφάδες, ένα χωριό έξω από τη Θήβα.
Όλο το δρόμο ποδαρόδρομο… Και όχι μόνον αυτό. Πιάναν δοσίλογους, ταγματασφαλίτες, στηρίγματα των Άγγλων, φιλελεύθερους δημοκράτες, αλλά και άσχετους, όλους μέσα σε μεγαλη βία με αναρίθμητες εκτελέσεις. Οι οποίες γίνονταν μετά από ανάκριση και μικρή “στημένη” δίκη, που ονομαζόταν “λαϊκό δικαστήριο”. Για κάποιον όπως ο πατέρας μου που το έζησε και ήταν αριστερός, αυτή η ακραία κατάσταση τον έκανε να γίνει αντικουμουνιστής μετά το ΄45. Ο “Μεγάλος Ανατολικός” είναι μια απόλυτη άρνηση οποιασδήποτε κρατικής μορφής κομμουνισμού. Ερμηνεύει την καταπίεση του ανθρώπου, την απελευθέρωση της σεξουαλικότητας έναντι του κρυμμένου σαδισμού που υπάρχει λόγω υπερεγώ και λόγω μετουσίωσης των δημιουργικών στοιχείων σε κάτι σκοτεινό. Όπως ήταν η σταλινική Σοβιετική Ένωση. Αν δεν υπήρχε η ομηρία δεν θα είχε πάρει το μήκος το ατελεύτητο που έχει το μυθιστόρημα.
Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μικρός, η γιαγιά του Στεφανία (μητέρα του Ανδρέα Εμπειρίκου) και ο Ανδρέας Εμπειρίκος στη Γλυφάδα, 31 Αυγούστου 1962. Τη φωτογραφία τράβηξε η μητέρα του Λεωνίδα, Βιβίκα Εμπειρίκου. |
Στην “Οκτάνα” ο πατέρας σας οραματίζεται την ύπαρξη μιας ερωτικής, οικουμενικής ουτοπίας, όπου οι άνθρωποι ζουν σε μια απόλυτη ευδαιμονία. Μια περίληψη, ας πούμε, του “Μεγάλου Ανατολικού”;
Ναι, είναι το απαύγασμα του “Μεγάλου Ανατολικού”. Το πρώτο κείμενο γράφτηκε το ΄58. Μεταξύ όμως του ΄60-΄65 γράφτηκαν τα πιο πολλά. Μετά τον πόλεμο, ο πατέρας μου ήλπιζε, όπως και πολλοί άλλοι οραματιστές, ότι οι άνθρωποι μάθανε πια από τα λάθη τους και ότι τώρα θα έρθει μια εποχή μεγάλης ελευθερίας. Στην Αμερική βλέπουμε μεταξύ 1950-55 να διαμορφώνεται μια νέα γενιά καλλιτεχνών, όπως ο Κέρουακ, ο Γκίνσμπεργκ, ο Μπάροουζ, που εκφράζουν αυτή την ελευθερία, ενάντια επίσης και στον μακαρθισμό, όπου όλοι οι διανοούμενοι ήταν φιμωμένοι. Στην Αμερική βρίσκεται η Νέα Αριστερά, που ενισχύεται από Ευρωπαίους διανοούμενους, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Ευρώπη εξαιτίας του πολέμου και δεν σχετίζεται με τον σταλινισμό. Ο πατέρας μου γράφει ένα παρελθοντικό μυθιστόρημα το ΄45, που προβάλλει όμως έντονα το μέλλον. Και περιμένει ότι με την φροϋδική επιστήμη η ανθρωπότητα θα κατορθώσει να ενηλικιωθεί. Το 1951 όμως απογοητεύεται και αρχίζει σιγά-σιγά να πέφτει στην κατάθλιψη. Αναλαμπές έχει με τη συγγραφή της “Οκτάνας”. Το ποίημα “Ο δρόμος” είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης με το συμβάν της ομηρίας του από τον ΕΛΑΣ. Μετά από αυτό, μέσω της Νέας Αριστεράς, ξαναέγινε αριστερός, αλλα όχι κομμουνιστής. Στην “Οκτάνα” λοιπόν φαίνεται όλη του η κοσμοθεωρία. Αφού έγραψε το ομώνυμο ποίημα το ΄65, δεν μπόρεσε να γράψει κάτι άλλο. Η ουτοπία που περιγράφεται εκεί είναι δική του, σε αντίθεση με τον “Μεγάλο Ανατολικό”, μια ουτοπία που οραματίζεται υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, ο Ιούλιος Βερν. Ο Βερν πλαισιώνεται από 4-5 ανθρώπους που είναι όλοι ο Εμπειρίκος, περσόνες του ίδιου σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του. Επίσης πρέπει να πω ότι η “Οκτάνα” αρχίζει με τη γέννησή μου. Δεν υπάρχει κανένα κείμενο της “Οκτάνας” πριν τη γέννηση μου. Είναι σημαντικό γιατί γεννιέται μαζί και η ελπίδα ξανά στον πατέρα μου ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν.
Πηγή: http://popaganda.gr (18.03.2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.