Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ...Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ...!

Δε ρώτησα γιατί… Ίσως όμως θα έπρεπε… Καμιά φορά αναρωτιέμαι τι θα μου απαντούσε… αν μου απαντούσε… Συνήθως η απάντησή του ήταν σιωπή… Μια σιωπή μυστηριώδης, ελκυστική, ξένη κ οικία, απότομη κι απαλή, συναρπαστική και συνάμα τρομακτική…
Μία σιωπή που σε έκανε να νιώθεις, αλλά ούτε εκείνη ήξερε τι… Κι αν καμιά φορά προσπαθούσες να καταλάβεις, έλεγε αντίο κι έφευγε..και τότε σα να σου έκλεινε τα μάτια κ να σου έλεγε καληνύχτα σε παρέσερνε το σκοτάδι κι η σιωπή της σκέψης σου κι αποκοιμόσουν με την απορία, αυτή τη γλυκιά απορία που μόνο εκείνος μπορούσε να απαντήσει… Ποτέ όμως, κανείς δε τον ρώταγε… γιατί η απάντηση θα ήταν μια ακόμα σιωπή. Πιο δυνατή από την προηγούμενη… Κι είναι δύσκολο να αντέξει κανείς δυο σιωπές, είναι δύσκολο να αντέξει κανείς την πιο δυνατή ησυχία, και να προσποιείται πως δε νιώθει τίποτα.
Μετά, ικανοποιημένος από τη δική μας σιωπηλή αποδοχή της σιωπής του, γύριζε την πλάτη κι έφευγε αργά και βασανιστικά… τόσο αργά που αν μπορούσες θα τον σταματούσες τρεις φορές μέχρι να βγει από το δωμάτιο. Τα βήματά του ήταν βαριά, σταθερά. Δε γυρνούσε ποτέ το κεφάλι πίσω να δει τι κάνεις εσύ – ήξερε ότι πάντα τον κοιτούσες, μέχρι να χαθεί θα τον κοιτούσες-, ούτε το χαμήλωνε. Περπατούσε περήφανα, στητά, με άκρα σχεδόν τεντωμένα, σαν ένα περιτύλιγμα που δεν έπρεπε ποτέ να τσαλακωθεί, και ποτέ, μα ΠΟΤΕ να μη φανεί τι κρύβει από μέσα. Αλλά καμιά φορά, σπάνια, μόνο αν πραγματικά ήθελες να το δεις, άκουγες μαζί με το κάθε βήμα, με το κάθε τρίξιμο των παπουτσιών κι έναν αναστεναγμό. Που κ που, αν μπορούσες, άκουγες το κλάμα μιας ιστορίας, χωρίς όμως ποτέ να μαθαίνεις το γιατί.

Ίσως να το φαντάστηκα, γιατί όταν ρώτησα τους άλλους μου είπαν πως δεν άκουγαν τίποτα. Πως απλά ήταν αρκετά επιφανειακός κ περήφανος, πως απλά δεν καθόταν να ασχοληθεί, πως απλά ήθελε να κινήσει το ενδιαφέρον, απλά ήξερε να σαγηνεύει, και το έκανε, έτσι επειδή μπορούσε. Μ’ εκνεύρισε η απάντηση τους. Μ’ εκνεύρισε επειδή ποτέ κανείς τους δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει αν αυτή η σιωπή του έκρυβε κάτι άλλο, κάτι πιο αληθινό από έναν απλό τρόπο κίνησης ενδιαφέροντος… ή κάτι τέτοιο.
Ήξερα όμως πως είχα δίκιο. Το ήξερα γιατί, ναι, ήξερε να μαγεύει, να γοητεύει, να γίνεται σπαστικός, ερωτικός, μισητός, αγαπητός, τρομακτικός. Ήξερε να προσποιείται, να κρύβει, και να κρύβεται. Κι ειδικά για το τελευταίο επιστράτευε πάντα όλη του τη δύναμη, κ τα κατάφερνε αρκετά καλά. Αν όμως ίσχυαν αυτά που έλεγαν οι άλλοι, τότε δε θα του ξέφευγε ποτέ τίποτα. Γιατί όσο καλά κι αν ήξερε να κρύβεται, καμιά φορά άνοιγαν λίγο τα μάτια του κι έβλεπες λιγάκι μέσα και ξαφνικά χρώμα και σκοτάδι, γέλιο και κλάμα, ζωή και θάνατος, δεν ήξερες τι να ξεχωρίσεις. Καμιά φορά τα μάτια του τού έλεγαν να κλάψει μα εκείνος με τα δάκρυα είχαν κάνει μια συμφωνία μυστική. Άλλες φορές, τα χείλη του τού έλεγαν πως δεν πειράζει αν γελάσει, μα εκείνος τα έδενε και χωρίς κανείς ποτέ να καταλάβει συνέχιζε να δημιουργεί την αλύπητη σιωπή του. Κι όταν έβλεπες, ένοιωθες. Ένοιωθες τα δάκρυά του να καίνε το πρόσωπό σου, ένιωθες τα μυστικά του σα ραβδί να τρυπάνε το κορμί σου, κι ένα ρίγος, που σα κύμα σε σήκωνε και σε βύθιζε και σε τραβούσε σε ‘κείνον. Κι ύστερα τα ‘κλεινε πάλι γρήγορα, για να μη καταλάβει κανείς τι κρύβει, και γιατί κρύβεται.
Την τελευταία φορά, είδα το χαμόγελό του, ποτέ ξανά δε το είχα δει. Αναρωτιέμαι πως μπορεί μία σιωπή ή ένα χαμόγελο να σε κάνουν να αισθανθείς τόσα πολλά. Δεν είναι τίποτα, κι όμως δημιουργούν τα πάντα. Εκείνη τη μέρα μου μίλησε. Δε σώπασε. Ο λόγος του ήταν αργός και σταθερός, όπως το βήμα του. Σε μάγευε , κι ένοιωθα σαν ένα φύλλο που ο αέρας το οδηγεί στα πιο ζεστά και τα πιο κρύα μέρη, ψηλά και χαμηλά, αριστερά και δεξιά, μπρος, και πάλι πίσω. Όταν τελείωσε δε ρώτησα τίποτα. Δε ξέρω αν θα έπρεπε. Φοβόμουν μη σωπάσει πάλι. Χαμογέλασε κι έφυγε. Τώρα το βήμα του ήταν απαλό. Για πρώτη φορά, γύρισε κάποια στιγμή το κεφάλι πίσω, με κοίταξε για μια στιγμή, κι ύστερα συνέχισε να περπατάει. Κι εγώ για πρώτη φορά, τον σταμάτησα, φώναξα το όνομά του, κι εκείνος γύρισε ξανά, μου χαμογέλασε, κι ύστερα έφυγε.
Τις περισσότερες φορές, χρειάζεται ταλέντο για να δημιουργήσεις σιωπή, αλλά συνήθως χρειάζεται περισσότερο για να την ακούσεις.

Πηγή: behindtherain.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.