
Οι τοπικές κοινωνίες, πρέπει να αποκτήσουν την οικονομική αυτοτέλεια και τη θεσμική εξουσία για να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν το δικό τους μέλλον.
Υπάρχουν δύο Ελλάδες που συνυπάρχουν στο ίδιο γεωγραφικό σύνορο, αλλά λειτουργούν σε διαφορετικές ταχύτητες, σχεδόν σε παράλληλους χρόνους. Η μία είναι η Ελλάδα της Αττικής, η υπερπόλη που συγκεντρώνει σχεδόν τον μισό πληθυσμό της χώρας, το σύνολο της πολιτικής εξουσίας, το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας και των ακαδημαϊκών ευκαιριών.
Είναι μια Ελλάδα δυναμική, θορυβώδης, συχνά ασφυκτική, αλλά ζωντανή. Και υπάρχει και η άλλη Ελλάδα. Η Ελλάδα της περιφέρειας, της υπαίθρου, των νησιών. Μια Ελλάδα που αργοσβήνει, συρρικνώνεται δημογραφικά, αποδυναμώνεται οικονομικά και νιώθει εγκαταλελειμμένη από το κράτος-κεφαλή της Αθήνας.
Αυτός ο διχασμός δεν είναι απλώς μια γεωγραφική διαπίστωση• είναι το πεδίο όπου όλες οι κοινωνικές ανισότητες –στην υγεία, την παιδεία, την εργασία, τη στέγη– όχι απλώς εμφανίζονται, αλλά μεγεθύνονται και παγιώνονται. Η ανισότητα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας δεν είναι ένα ακόμη πρόβλημα. Είναι η μήτρα που γεννά και συντηρεί τις περισσότερες από τις παθογένειες που ταλανίζουν τη χώρα.
Τα δημογραφικά στοιχεία είναι αδιάψευστα και αποκαλύπτουν μια διαδικασία εσωτερικής αιμορραγίας. Οι τελευταίες απογραφές καταγράφουν μια δραματική συρρίκνωση του πληθυσμού σε ολόκληρες περιφέρειες, όπως η Δυτική Μακεδονία, η Ήπειρος και η Θράκη.
Χωριά ολόκληρα ερημώνουν, με τους νέους να μεταναστεύουν στην Αθήνα ή το εξωτερικό, αφήνοντας πίσω έναν γηρασμένο πληθυσμό. Αυτή η δημογραφική κατάρρευση δεν είναι μόνο ένα κοινωνικό δράμα, αλλά και μια στρατηγική απειλή. Μια ύπαιθρος χωρίς ανθρώπους είναι μια ύπαιθρος απροστάτευτη, μη παραγωγική και χωρίς μέλλον.
Η ανισότητα αυτή αποτυπώνεται ανάγλυφα και στα οικονομικά δεδομένα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Αττική είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό σε περιφέρειες όπως η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη ή η Ήπειρος.
Αυτή η οικονομική ψαλίδα μεταφράζεται σε λιγότερες και χειρότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, σε μειωμένες επιχειρηματικές ευκαιρίες και σε έναν φαύλο κύκλο υπανάπτυξης. Το αθηνοκεντρικό τραπεζικό σύστημα, συχνά διστακτικό στη χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων ή αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην περιφέρεια, επιτείνει το πρόβλημα.
Η καθημερινότητα ενός πολίτη στην Αττική και ενός πολίτη σε ένα απομακρυσμένο χωριό της περιφέρειας είναι η απόλυτη απόδειξη της ύπαρξης ενός κράτους δύο ταχυτήτων.
• Υγεία: Ο κάτοικος της πρωτεύουσας έχει πρόσβαση σε δεκάδες δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία. Ο κάτοικος ενός νησιού στο Νότιο Αιγαίο ή ενός ορεινού χωριού της Πίνδου εξαρτάται από ένα υποστελεχωμένο Κέντρο Υγείας και συχνά χρειάζεται πολύωρη μετακίνηση για να βρει έναν ειδικό γιατρό.
• Παιδεία: Στην πόλη, η επιλογή σχολείων είναι δεδομένη. Στην περιφέρεια, τα σχολεία συγχωνεύονται και κλείνουν λόγω έλλειψης μαθητών, αναγκάζοντας τα παιδιά να διανύουν τεράστιες αποστάσεις καθημερινά.
• Υποδομές: Η πρόσβαση σε γρήγορο διαδίκτυο, απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύγχρονη εργασία και εκπαίδευση, παραμένει πολυτέλεια για πολλές περιοχές της χώρας. Το οδικό δίκτυο σε πολλές περιπτώσεις είναι πεπαλαιωμένο και επικίνδυνο, εντείνοντας την αίσθηση της απομόνωσης.
Σε αυτή την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση, ήρθε να προστεθεί και η κλιματική αλλαγή, της οποίας τις συνέπειες η περιφέρεια βιώνει με δυσανάλογα βίαιο τρόπο. Οι καταστροφικές πλημμύρες που έπνιξαν τον θεσσαλικό κάμπο και οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές που έκαψαν την Εύβοια, τη Ρόδο και τον Έβρο, δεν ήταν απλώς φυσικές καταστροφές.
Ήταν η απόδειξη της γύμνιας του κεντρικού κράτους και της ευαλωτότητας της υπαίθρου. Οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι και οι μελισσοκόμοι, οι άνθρωποι δηλαδή του πρωτογενούς τομέα που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της περιφερειακής οικονομίας, είδαν τους κόπους μιας ζωής να χάνονται, διαθέτοντας ελάχιστους πόρους για να αντιμετωπίσουν την καταστροφή.
Η γεφύρωση αυτού του χάσματος δεν μπορεί να γίνει με αποσπασματικά μέτρα και επιδοματικές πολιτικές που απλώς συντηρούν την εξάρτηση. Απαιτείται ένα νέο εθνικό όραμα, μια νέα συμφωνία μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, που θα στηρίζεται σε τρεις τολμηρές μεταρρυθμίσεις.
1. Εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την περιφερειακή ανάπτυξη: Αντί για ασύνδετες επιδοτήσεις, χρειαζόμαστε ένα ολιστικό σχέδιο δεκαετίας που θα στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου, βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου για την περιφέρεια. Αυτό περιλαμβάνει στοχευμένες επενδύσεις σε υποδομές (μεταφορές, ψηφιακά δίκτυα, διαχείριση υδάτων), στήριξη του πρωτογενούς τομέα με έμφαση στην ποιότητα, την πιστοποίηση και τη βιωσιμότητα, και ουσιαστική ενίσχυση των τοπικών πανεπιστημίων ώστε να μετατραπούν σε πόλους καινοτομίας, συνδεδεμένους άμεσα με τις ανάγκες της τοπικής οικονομίας.
2. Ισχυρά φορολογικά και ασφαλιστικά κίνητρα για εγκατάσταση: Η επιστροφή των νέων στην περιφέρεια πρέπει να γίνει μια ελκυστική οικονομική επιλογή. Προτείνεται η θέσπιση ενός επιθετικού πακέτου κινήτρων, όπως η πλήρης απαλλαγή από τη φορολογία εισοδήματος για πέντε χρόνια για κάθε νέα επιχείρηση που ιδρύεται, εδράζεται και παραμένει σε απομακρυσμένες περιοχές, και η δραστική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες που δημιουργούν νέες, σταθερές θέσεις εργασίας. Ειδικά μισθολογικά και στεγαστικά κίνητρα πρέπει να δοθούν σε γιατρούς, δασκάλους και άλλους δημόσιους λειτουργούς που επιλέγουν να υπηρετήσουν στην περιφέρεια.
3. Ουσιαστική ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης: Η πιο κρίσιμη μεταρρύθμιση είναι η πολιτική. Το αθηνοκεντρικό κράτος απέδειξε ότι αδυνατεί να σχεδιάσει για την περιφέρεια. Είναι επιτακτική η ανάγκη για μια ριζική μεταφορά πόρων και ουσιαστικών αρμοδιοτήτων από τα υπουργεία στους Δήμους και τις Περιφέρειες.
Οι τοπικές κοινωνίες, μέσα από τους δημοκρατικά εκλεγμένους θεσμούς τους, γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τα προβλήματα και τα πλεονεκτήματα τους. Πρέπει να αποκτήσουν την οικονομική αυτοτέλεια και τη θεσμική εξουσία για να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν το δικό τους μέλλον.
Η συζήτηση για την ανασυγκρότηση της περιφέρειας δεν αφορά μια επιμέρους πολιτική, αλλά τον θεμέλιο λίθο του εθνικού μας οικοδομήματος. Μια Ελλάδα που ευημερεί μόνο στην πρωτεύουσά της είναι ένας κολοσσός με πήλινα πόδια, καταδικασμένος να καταρρεύσει στον πρώτο ισχυρό κλονισμό.
Η επιλογή για μια δίκαιη κοινωνία ταυτίζεται απόλυτα με το χτίσιμο μιας πατρίδας ολόκληρης, όχι μισής• μιας χώρας όπου η ευκαιρία δεν θα είναι προνόμιο της γεωγραφίας.
Ο Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Πηγή: https://www.tovima.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.