Έχεις τσακωθεί εμπρός στο πλυντήριο των πιάτων; "Μην τη βάζεις έτσι την κατσαρόλα, θα μπλοκάρει το μοτέρ…" "Δεκαπέντε χρόνια το’ χω το μηχάνημα, δεν θα μού μάθεις τώρα πώς να το χρησιμοποιώ!" "Καλά, αν πάθει βλάβη, άντε να βρούμε τεχνικό…" "Ε τότε ανάλαβε εσύ – εγώ παραιτούμαι!" να εκρήγνυσαι και να αποχωρείς οργίλος από την κουζίνα.
Έχεις παίξει επί τέσσερις ώρες σκάκι με το κομπιούτερ, να γίνεσαι διαρκώς χειρότερος, να σού τρώει ο σατανάς τη βασίλισσα στην τέταρτη κίνηση κι εσύ να βρίζεις, να ακυρώνεις την παρτίδα και να ξεκινάς καινούργια;
Έχεις παρατήσει μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ στη μέση, πάνω στην πιο αγωνιώδη σκηνή - κάτι σε ενοχλούσε, κάτι δεν σε άφηνε να συγκεντρωθείς - η σιωπή ήταν, η σιωπή της πόλης, που μπαίνει σε αναγκαστική παύση μετά τις εννέα το βράδυ.
Η καραντίνα αυτή αποδεικνύεται άσκηση για ολοένα και πιο γερά νεύρα. Ο χρόνος καταντάει παχύρρευστος. Στα σπίτια επικρατεί μια διαρκής κουφόβραση η οποία ξεσπάει συχνά-πυκνά σε δίχως νόημα καβγάδες.
"Πού πήγαν οι κάλτσες μου;" "Σε είδα από το μπαλκόνι που πέταξες τα σκουπίδια στον κανονικό κάδο κι όχι στην ανακύκλωση!" "Πόσα φιστίκια θα φας επιτέλους;" "Μετράς τις μπουκιές μου;" "Με ενοχλεί το τσίκι-τσίκι του ξεφλουδίσματος!" "Φόρα ωτοασπίδες!"
Εκατομμύρια άνθρωποι μπροστά σε εκατομμύρια οθόνες αποχαυνώνονται.
Υποδεχόμαστε την τέταρτη περίοδο τού "The Crown” σχεδόν σαν το Άγιο Φως. Βουλιμικά ρουφάμε κάθε πληροφορία σχετικά με τη βρετανική βασιλική οικογένεια. Θα μάς απασχολούσε, τους Έλληνες, υπό κανονικές συνθήκες η Νταϊάνα εικοσιτρία χρόνια μετά τον θάνατό της; - σκεφτείτε δηλαδή να έβγαινε στο λοκ-ντάουν και καμιά σειρά για την Φρειδερίκη και τον Καραμανλή! Οι δικοί μας μύθοι βεβαίως είναι ανέγγιχτοι, τους προσκυνάμε και τους λιτανεύουμε, σκαρφαλώνουμε στα αγάλματα του παρελθόντος για να κουνήσουμε το δάχτυλο στο παρόν.
Αλοίμονο στους ζωντανούς.
Ένα ατόπημα να κάνεις, ένα φάουλ, ξεσπάει διαδικτυακή λαίλαπα. Τύφλα να έχουν τα βέλη που κατατρύπησαν το σαρκίο του Αγίου Σεβαστιανού μπροστά στο ανάθεμα που υφίσταται κάθε μέρα ο στόχος της ημέρας.
Τη μία είναι η Μαργαρίτα Θεοδωράκη. "Δεν σέβεσαι τον μεγάλο μας Μίκη!" την κατσαδιάζουν -ποιοι;- όσοι ακριβώς δεν χάνουν ευκαιρία και στον Μίκη να τα σούρουν επειδή τάχα προσβάλλει με τις κατά καιρούς δηλώσεις του το έργο του. Ένα έργο που κατά τη γνώμη τους ανήκει στον Λαό; στο Έθνος; στην Ιστορία; - πάντως όχι στον ίδιο του τον δημιουργό, ο οποίος θα όφειλε να διαβιεί βουβός, αποστασιοποιημένος από τα πάντα, ιερό ξόανο.
Την επομένη είναι ο Δημήτρης Βερβεσός. Η μπάλα παίρνει κι όλους τους δικηγόρους που τον εξέλεξαν και σύσσωμο το νομικό κόσμο τής χώρας – "τοιούτοι έπρεπεν υμίν αρχιερείς…" "Παρά τη γκάφα του, ο Βερβεσός παραμένει εξαιρετικός πρόεδρος τού συλλόγου" επεσήμανα σε έναν φίλο. "Ποια γκάφα; Έγκλημα διέπραξε!" "Καλώς λοιπόν, να τον κρεμάσουμε ανάποδα! Να κρεμαστούμε κι εμείς ανάποδα όπως οι νυχτερίδες στις σπηλιές. Να ξεκουφαίνουμε ο ένας τον άλλον με τις στριγγλίτσες μας…"
"Δεν είναι τα σπίτια-σπηλιές μας" θα μού αντιγυρίσετε "τα πεδία των μαχών. Ο πόλεμος διεξάγεται στα νοσοκομεία. Κι εμείς, αντί να κρατάμε τα μπόσικα, τα επιβαρύνουμε." Δεν διαφωνώ ότι η σχετικά ανέμελη συλλογική μας συμπεριφορά το αποκαλόκαιρο πυροδότησε την αναζωπύρωση τής πανδημίας. Ούτε βεβαίως συγκρίνω τις σκηνές αποκάλυψης στις εντατικές, με τις ιλαροτραγωδίες των σαλονιών και του διαδικτύου. Διαπιστώνω απλώς ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
Θα αρθούν οι περιορισμοί παραμονές Χριστουγέννων; Κι αν ναι, σε πόσες μέρες θα ξαναφουσκώσει το τσουνάμι των κρουσμάτων και των διασωληνώσεων και θα διαταχθεί τρίτο λοκ-ντάουν; Κι αν διαταχθεί, θα πειθαρχήσει άραγε ο κόσμος;
Προσωπικά αμφιβάλλω. Κατά τις πανδημίες στη Μεσαιωνική Ευρώπη, οι άνθρωποι τελικά αλλοφρονούσαν και έστηναν χορούς στις πλατείες και στα χωράφια και χοροπηδούσαν έξαλλοι μέχρις εξάντλησης, ώσπου να πέσουν ξεροί. "Εκείνοι" θα μού πείτε "ήταν πρωτόγονοι." Ενώ εμείς πολιτισμένοι...
Ποτέ, στα πενηντατέσσερα χρόνια μου, δεν έχω βιώσει πιό ευτράπελη κατάσταση. Δεν έχω φτάσει σε σημείο να βλέπω στον ύπνο μου ότι κυκλοφορώ στον δρόμο δίχως μάσκα, πως κάθομαι σε ένα καφενείο και αγκαλιάζω όποιον περνάει από μπροστά μου, γνωστό ή άγνωστο.
Μόνη μας γείωση τα μικρά παιδιά. Τα οποία επιδεικνύουν θαυμαστό φλέγμα και προσαρμοστικότητα, ίσως διότι ξέρουν ότι έχουν όλοι τη ζωή μπροστά τους και την περίοδο τής πανδημίας θα τη θυμούνται σαν ένα παράξενο όνειρο. Ή ίσως επειδή προπονούνται για τις επόμενες πανδημίες...
Προχθές η φίλη της κόρης μου, η Σοφία, είχε γενέθλια. Έκοψαν οι γονείς της την τούρτα και μάς έστειλαν με κούριερ κομμάτια. Συνδεθήκαμε στο σκάιπ, έσβησε τα κεράκια και τής τραγουδήσαμε το "χάπι μπέρθντεϊ". Κάποια στιγμή η σύνδεση κόπηκε. Ανοιγόκλεισα δέκα φορές το ρούτερ, το σήμα δεν επανερχόταν. "Δεν βαριέσαι, μπαμπά…" μού είπε η Νίκη δίχως καν αδιόρατη θλίψη. "Τελείωσε το πάρτυ. Του χρόνου πάλι."
Στο "τού χρόνου πάλι", μού ήρθε να βάλω τις φωνές. Πρέπει όμως να σκέφτομαι θετικά. Αλεξικέραυνα είναι οι γονείς, όχι πηγές έντασης. "Κι αυτό θα περάσει" μονολόγησα και κατέβασα το κρασί άσπρο πάτο.
* O κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πηγή:https://www.capital.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.