Έχει η κοινωνία μας, εδώ και μισόν αιώνα τουλάχιστον, μια καταπληκτική ιδιότητα. Όλες τις ιδεολογίες, όλα τα κινήματα -και τα πιο υψιπετή και τα πιο ριζοσπαστικά και τα πιο ζοφερά ακόμα- ταχέως τα απομυθοποιεί. Τα ευτελίζει. Τα γελοιοποιεί. Οι κήρυκές τους, οι ηγέτες, οι ταγμένοι αγωνιστές τους χάνουν το φωτοστέφανο ή την απειλητική τους όψη. Καταλήγουν καρικατούρες. Συχνά μάλιστα οι ίδιοι κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τους συμβεί αυτό.
Δεν χρειάζεται να θυμηθούμε κάποιους κομμουνιστές της πρώιμης Μεταπολίτευσης που -όπως σπαρταριστά το έλεγε ο Χάρρυ Κλυν- τραγουδούσαν αντάρτικα πλάι στην πισίνα του νεόδμητου εξοχικού τους. Ή τους σοσιαλιστές εκείνους της "Αλλαγής" -δεν ήταν ασφαλώς όλοι- που κατέλαβαν τους αρμούς της εξουσίας, άρμεξαν το κράτος, έγιναν κοσμικοί και κομψεπίκομψοι, με θηριώδη πούρα και με ιταλικά κοστούμια. Υπάρχουν περιπτώσεις ακόμα πιο χτυπητές. Περιστατικά έτι εξωφρενικότερα.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας δεν μπορούσε να αναβάλει τη δολοφονία τού Ιωάννη Παλαιοκρασσά διότι έπρεπε να φύγει οικογενειακώς διακοπές, τον πίεζε η γυναίκα του την οποίαν προφανώς έτρεμε σαν τον Κουταλιανό στο ομώνυμο τραγούδι. Το πλήρωσε με τη ζωή του ο Θάνος Αξαρλιάν.
Ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος εκτός από "φύρερ" της Χρυσής Αυγής –"εγέρθητω!"- απεδείχθη και επιχειρηματίας. Είχε ξενοδοχεία ημιδιαμονής. Αμφίβολο εάν απαιτούσε από τους πελάτες του, τα κρυφά ζευγαράκια, πιστοποιητικά φυλετικής καθαρότητας.
Οι ακραίοι νέοι -κάποτε ρέηβερς, σήμερα τράπερς- είναι συχνά κάτι μαμόθρεφτα που δεν έχουν αφήσει ακόμα, στα εικοσιπέντε ή στα τριάντα τους, το παιδικό τους δωμάτιο, που τα κυνηγάει η μάνα τους να τα μπουκώσει με κολοκυθοκεφτέδες. Το δείχνει ξεκαρδιστικά η Μανίνα Ζουμπουλάκη σε σχετικό νούμερο στην επιθεώρηση "Τότε, Τώρα, Πάντα" του Σταμάτη Φασουλή που παίζεται στο Άλσος.
Να θυμηθούμε το "me too”, που από σπαραχτική κραυγή κακοποιημένων γυναικών κατήντησε πριν αλέκτωρ λαλήσει τηλεοπτικό κουτσομπολιό; Με χαριτόβρυτες κυρίες στα πρωινάδικα να ανταγωνίζονται ποια τους θα φανεί πιο ευαίσθητη, συνάμα δε πιο καταγγελτική. Με μοχθηρούς ανθρώπους να εξαπολύουν ψευδείς κατηγορίες προς ίδιον όφελος.
Έρχεσαι στη μόδα; Εκλαϊκεύεσαι; Εντάσσεται στην ποπ κουλτούρα; Παντού και πάντα χάνεις τις αιχμές σου. Ενίοτε καταλήγεις άδειο κέλυφος. Η Φρίντα Κάλο στάμπα σε μπλουζάκια. Το "ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό" από κραυγή απόγνωσης μέσα στο κείμενο του Νίτσε, αμπελοφιλοσοφία. Το "Bella Ciao” από ύμνος των παρτιζάνων, σουξέ παραλίας.
Δεν είναι ίσως, κατά βάθος, και τόσο κακό. Αλίμονο εάν τα εγγόνια προσκυνούσαν τα ίδια είδωλα με τους παππούδες τους. Κάθε γενιά φτιάχνει τους δικούς της θεούς. Και τους δικούς της σατανάδες.
Στην Ελλάδα ωστόσο το ανεβοκατέβασμα στο χρηματιστήριο των αξιών συμβαίνει με ταχύτητα που ζαλίζει. Δεν θα ξεχάσω το ρόλερ κόουστερ του Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1981, ο μισός τουλάχιστον πληθυσμός τον είχε θεοποιήσει. Το 1989, η μεγαλύτερη εφημερίδα, κεντροαριστερών αρχών, κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο "Να Πέσει ο Φαύλος". Το 1993, οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι που τον έβριζαν και τον λοιδωρούσαν τον ξανάκαναν θριαμβευτικά πρωθυπουργό. Αυτό θυμάται ο Αλέξης Τσίπρας και επενδύει στην επιστροφή του…
Ευθύνεται η εθνική μας ιδιοσυγκρασία; Γουστάρουμε να κραυγάζουμε εν χορώ "ο βασιλιάς είναι γυμνός!" μέχρι κάποιος μας να παρατηρήσει "γυμνός-ντυμένος, παραμένει βασιλιάς…"; Από την αρχαιότητα ως γνωστόν, από τον ένδοξο πέμπτο αιώνα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, το πλήθος απολάμβανε τους εξοστρακισμούς. Δεν άφηνε στο απυρόβλητο ούτε τους πιο καλούς καγαθούς. Εκείνοι μάλιστα το ερέθιζαν περισσότερο. Επρόκειτο ίσως για έναν κανιβαλίστικο τρόπο να κρατιέται το μέτρο. Είτε η μετριοκρατία.
Στις μέρες μας, αντί να εξοστρακίζουν, κάνουν "cancel”. Κατασπαράζουν διαδικτυακά όποιον τους μπει στο μάτι. Βγάζουν χολή εναντίον ζωντανών και πεθαμένων. Το να προσπαθείς, άπαξ και έχεις γίνει στόχος, να υπερασπιστείς τον εαυτό σου φέρνει συνήθως το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι διώκτες σου ερεθίζονται χειρότερα. Κάλλιο να σφίξεις τα δόντια ώσπου να περάσει η μπόρα.
Οι μπόρες στην πατρίδα μας περνούν σχετικά σύντομα. Οι θυμοί ξεθυμαίνουν. Πλην ψυχοπαθολογικών περιπτώσεων, δεν κρατάμε άσβεστα μίση, δεν εμμένουμε στα πάθη μας. Ανακατεύουμε διαρκώς την τράπουλα των αισθημάτων μας.
"Εγώ είχα ερωτευτεί αυτόν τον τύπο; Είχα ψηφίσει αυτό το κόμμα; Αποκλείεται! Με μπερδεύεις με άλλη!" Το λέει και το εννοεί. Δεν προδίδει συνειδητά, δεν αποκηρύσσει τον προηγούμενο εαυτό της. Τον παραδίδει απλώς στη λήθη για να προχωρήσει παρακάτω. Διότι η ζωή παραείναι σύντομη για να κολλάς σε ανθρώπους και σε καταστάσεις. Πόσω δε μάλλον σε πολιτικά φρονήματα.
Κάθε μέρα επιβεβαιώνω ότι έχουμε στο αίμα μας το "είπα-ξείπα, χέζω την παρόλα μου". Για αυτό ακριβώς και μας κάνει τέτοια εντύπωση η συνέπεια ως στάση. Για αυτό και προσκυνάμε εκείνους, τους λίγους, που παραμένουν σταθεροί, αμετακίνητοι. Ακόμα και αν ό,τι φρονούν έχει αποδειχθεί κραυγαλέα εσφαλμένο. Για αυτό η Αλέκα Παπαρήγα, για παράδειγμα, χαίρει πάνδημου σεβασμού.
Είμαστε εν ολίγοις λαός καραγκιόζηδων; Μάλιστα. Μα δεν υπάρχει λόγος να αυτομαστιγωνόμαστε για αυτό. Το έχει εκφράσει κατά τον πιο εύστοχο τρόπο ο Διονύσης Σαββόπουλος. "Κείνο που με τρώει είναι -ακριβώς- εκείνο που με σώζει…".
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πηγή: https://www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.