ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΙΣΤΟΡΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΕΣΤΕΡΟΝ ΘΕΣΜΟΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
[ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΥ].
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ένα δημιούργημα των Ελλήνων και ο χρόνος ιδρύσεώς των χανεται εις το βάθος των χιλιετιών, τότε που οι ΄Ελληνες ανεκάλυπταν και κατέγραφαν, εφήρμοζαν και μετέδιδαν τις βασικές αξίες εις την ζωήν του ανθρώπου, μεταξύ των οποίων και η Ευγενής Άμιλλα.
Οι Ολυμπιακοι Αγώνες επελέγησαν να τελούνται εις την περιώνυμον κοιλάδα της Ηλείας, την Ολυμπίαν, την οποίαν οι Αρχαίοι εθεώρουν ως το κάλλιστον τοπίον της Ελλάδος. Εκεί επέλεξαν να γίνωνται οι συγκεντρώσεις των Πανελλήνων, δια την τέλεσιν των σπουδαιοτέρων Αγώνων, των Ολυμπιακών.
Ναοί, βωμοί, γυμνάσια και στάδια, στοαί και ξενώνες, οι θησαυροί των πόλεων και η πληθύς των αγαλμάτων και των εικόνων, απετέλουν μοναδικόν και μεγαλοπρεπές σύνολον, του οποίου την μεγαλοπρέπειαν επηύξανεν ο περιβάλλων διάκοσμος της φύσεως.
Η αρχαία Ολυμπία αφιερώθη εις την λατρείαν των Θεών και μάλιστα του Διός. Αλλά συναντώμεν και την αρχαιοτάτων χρόνων λατρείαν του Κρόνου, η οποία ετελείτο εις την κορυφήν του παρά την Άλτιν κωνοειδούς λόφου, η οποία ωνομάσθη Κρόνιον.
Η λατρεία αυτή κατήλθεν εις την κοιλάδα όταν εις τον θρόνον της αρχαίας θρησκείας εκάθητο ο Ζεύς.
Από τους πρώτους αγώνας αναφέρεται ο αγών μεταξύ του βασιλέως, των πρώτων κατοίκων της περιοχής των Πισατών, Οινομάου και του εξ Ιωνίας-Λυδίας ελθόντος Πέλοπος εις το άθλημα της αρματοδρομίας όπου ενίκησεν ο Πέλοψ και έλαβεν ως γέρας την θυγατέραν του Οινομάου Ιπποδάμειαν.
Κατ/αρχάς οι αγώνες ησαν τοπικοί, εν συνεχεία έγιναν Πελοποννησιακοί και μετά Πανλλήνιοι ότε και απέκτησαν επισημότατον χαρακτήρα. Βραδύτερον οι αγώνες ανεδιωργανώθησαν υπό του Ηρακλέους (του τρίτου), πράγμα το οποίον διεδόθη μετά την κάθοδον των Ηρακλειδών εις την Πελοπόννησον και την συμμετοχήν των εις τους αγώνας των Δωρικών πόλεων. Είναι η εποχή του Σπαρτιάτου νομοθέτου Λυκούργου και του βασιλέως της Ήλιδος Ιφίττου, όπου κατόπιν Δελφικής εντολής καθιερώθη η Ιερά ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ, η οποία είναι η πρώτη Διεθνής Ειρήνη του αρχαίου κόσμου με έδραν την Αρχαίαν Ολυμπίαν. Κατά την διάρκειαν δε τελέσεως των αγώνων ουδεμία πολεμική πράξις επετρέπετο, η Ολυμπία εχαρακτηρίζετο έδαφος ουδέτερον και δεν επετρέπετο η διάβασις δι’αυτής ενόπλων δυνάμεων.
Κατά την παράδοσιν, ο Ίφιττος ηρώτησε το Δελφικόν Μαντείον με ποίον τρόπον θα απηλλάσσετο η Ελλάς από τας εμφυλίους συρράξεις και η Πυθία έδωκεν εντολήν εις τον Ίφιττον <<Τον Ολυμπιακόν Αγώνα ανανεώσασθαι>>.
Υπάρχει άγαλμα του Ιφίττου το οποίον στεφανώνει η Εκεχειρία (όπως δηλοί η επ’αυτού ευρισκομένη επιγραφή) και το οποίον ευρίσκετο εις τον ναόν του Διός (Παυσαν.Ε΄10,10).
Κατά την διάρκειαν των Ολυμ.Αγώνων, οι οποίοι ετελούντο κάθε πέντε έτη, συνέρρεον εις την Ολυμπίαν και μετείχον εις αυτούς, οι κάτοικοι της Ηπειρωτικής Ελλάδος, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, οι κάτοικοι της Μεγάλης Ελλάδος και οι πολίται, γενικώς των Ελληνικών Αποικιών των παραλίων της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου. Η συμμετοχή εις τους Αγώνας των Μακεδόνων, οι οποίοι ήσαν από τους πρώτους που συμμετείχαν, ήτο και μία επίσημος αναγνώρισις αυτών ως Ελλήνων γνησίων, διότι βάρβαροι δηλ. μή Έλληνες απηγορεύετο να μετέχουν των αγώνων.
Με τους Ρωμαίους όμως τα πάντα άλλαξαν, η ελευθέρα σκέψις εξέλιπε και η δουλοθείσα Χώρα εδέχετο τα κελεύσματα των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων. Αγωνισταί εις την Άλτιν πλέον δεν ήσαν μόνον οι ελεύθεροι πολίται γνησίας Ελληνικής καταγωγής, αλλά και πολίται Ρωμαίοι, και επειδή η Ρώμη ήτο κυρίαρχος σχεδόν όλης της γνωστής τότε οικουμένης, οι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν Παγκόσμιοι.
Προ της ενάρξεως των αγώνων οι ανταγωνισταί ωρκίζοντο εις τον βωμόν του Ορκίου Διός ότι προετοιμάσθησαν τουλάχιστον δέκα μήνας και ότι δεν θα μετείρχοντο απατηλά μέσα κατά την διάρκειαν του αγώνος προς εξαπάτησιν του αντιπάλου.
Ενώ εις την πρώτην Ολυμπιάδα ο αγών συνίστατο μόνον εις τον απλούν δρόμον εντός του Σταδίου, το 724 π.Χ. εισήχθη ο Διπλούς Δρόμος (δίαυλος), το 720 π.Χ. εισήχθη ο Δόλιχος, το 708 π.Χ. εισήχθη το Πένταθλον (άλμα, δίσκος, δρόμος ακόντιον, πάλη) και αργότερα προσετέθη η κολύμβησις και το Παγκράτιον.
Οι νικηταί άρχισαν να καταγράφωνται επισήμως από το 776 π.Χ. όταν ο Κόροιβος ενίκησεν εντός του Σταδίου εις τον Δρόμον.
Διευθηνταί και Κριταί των Αγώνων ήσαν οι λεγόμενοι Ελλανοδίκαι, οι οποίοι εξελέγοντο μεταξύ των Ηλείων. Οι Ελλανοδίκαι έφεραν πορφυρά ενδύματα και στεφάνους εκ δάφνης, εκάθηντο εις τιμητικήν θέσιν εις το Στάδιον και επέβλεπον την διαξαγωγήν του αγώνος.
Παραμέλησις των Νόμων των Αγώνων και απρεπής συμπεριφορά των αθλητών, ετιμωρούντο με την αφαίρεσιν του βραβείου ή και με πρόστιμον.
Οι Αγώνες ήρχιζαν με τον ήχον των σαλπίγγων και την προκήρυξιν των Κηρύκων και ηκολούθη η παρέλασις των αθλητών εις το Στάδιον, η οποία συνωδεύετο απο την προσφώνησιν των ονομάτων των και των ονομάτων των πόλεων του καθ/ενός.
Το όνομα του νικητού και της πόλεώς του διεκηρύσσετο υπό του κήρυκος, ενώ ο νικητής ελάμβανεν από τους Ελλανοδίκας, κλάδον φοίνικος.
Κατά την τελευταίαν ημέραν των Αγώνων, εδίδοντο τα βραβεία τα οποία κατόπιν Δελφικού χρησμού ήσαν στέφανοι από κότινον (αγριελιά), φυτευθέντος υπό του Ηρακλέους, τα φύλλα δε του κοτίνου έκοπτε δια χρυσής μαχαίρας παιδίον εξ ευγενούς οικογενείας, του οποίου έζων αμφότεροι οι γονείς.
Από το 540 π.Χ. επετράπη εις τους νικητάς να ανιδρύουν τα αγάλματά των εις την Άλτιν.
Οι Αγώνες ετερματίζοντο δια θυσίας τελουμένης υπό τών νικητών, οι οποίοι έφεραν επί των κεφαλών των τους στεφάνους και εις την συνέχειαν δια συμποσίου εις το Πρυτανείον.
Όταν ο νικητής επέστρεφεν εις την πατρίδα του ετύγχανε μεγάλων τιμών, με την είσοδόν του εις την πόλιν επιβαίνων άρματος συρομένου υπό τεσσάρων λευκών ίππων και φέρων πορφύραν. Εισήρχετο πεζή εντός του ναού του Πολυούχου Θεού, όπου εναπέθετε τον στέφανον ως Ανάθημα.
Ειδικώς εις τας Αθήνας, ο Ολυμπιονίκης ελάμβανεν επί πλέον πεντακοσίας δραχμάς και εσιτίζετο δια βίου εις το Πρυτανείον.
Μεγάλοι αρχαίοι Έλληνες Ζωγράφοι και Γλύπται εδημιούργησαν έργα μεγαλειώδη και μοναδικά όπου εφαίνετο αποτυπωμένη η υπεράνθρωπος προσπάθεια που κατέβαλεν ο αθλητής κατά την ώραν του αγώνος.
Καταπληκτικός και απαράμιλλος ο πίναξ ΔΡΟΜΕΥΣ του ζωγράφου Παρασίου. Ο αθλητής δρομεύς ήτο ζωγραφισμένος με τόσην αληθοφάνειαν, ώστε ο θεατής επερίμενε να στάξη ο ιδρώς απο την εικόνα και ο αθλητής να καταρρεύση απο εξάντλησιν.
Ο περίφημος ΔΙΑΔΟΥΜΕΝΟΣ, άγαλμα του διασήμου γλύπτου Πολυκλείτου,αναπαριστά την στιγμήν όπου ο αθλητής μετά την νίκην του, δένει γύρω από την κεφαλήν του το δίκτυον επί του οποίου οι Ελλανοδίκαι πρόκειται να τοποθετήσουν τον κότινον. Το σώμα στηρίζεται εις τον ένα πόδα,ο οποίος αντιδρά εις το επί πλέον βάρος και οι μύες του εξογκούνται, χωρίς αυτό να επηρεάζη τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Αλλά το διασημότερον αθλητικόν άγαλμα εις την ιστορίαν της γλυπτικής είναι Ο ΔΙΣΚΟΒΟΛΟΣ, έργον του επίσης Μεγάλου γλύπτου Μύρωνος, το οποίον κατεσκεύασε το 470 π.Χ. Θα αναφέρη ο ειδικός παρατηρητής: «Εις το άγαλμα αυτό το θαύμα της αρρενωπής μορφής είναι πλήρες. Το σώμα έχει μελετηθή προσεκτικά εις όλες τις κινήσεις, των οστών, των τενόντων, των μυών. Τα σκέλη, οι βραχίονες και ο κορμός, λυγίζουν για να δώσουν μεγαλυτέραν δύναμιν εις την ρίψιν. Το πρόσωπον δεν είναι παραμορφωμένον από την προσπάθειαν, αλλά ήρεμον να αποπνέη την ικανότητα και εμπιστοσύνην εις τις δυνάμεις του».
Κατά τους τελευταίους αιώνας των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων εις την Ολυμπίαν, συναντάται ακόμη πλήθος αθλητών, αγωνιστών και νικητών οι οποίοι εστεφανώνοντο με τον τιμημένον Κότινον και ωρκίζοντο εις τον βωμόν του Ορκίου Διός.
Όταν όμως η Ελλάς παρήκμασεν, ήτο πλέον ανίσχυρος να στεφανώση Έλληνα αθλητήν. Ήσαν οι χρόνοι, κατά τους οποίους άρχιζε να εκλείπη, να ερειπώνεται η Αρχαία Ελλάς και επί των ερειπίων να βλαστάνη ένας νέος κόσμος με ιδέες τελείως αντίθετες. Το Δυτικόν Ρωμαϊκόν Κράτος,κατελύετο και οι πρώτοι Αυτοκράτορες του Ανατολικού Κράτους ( του Βυζαντίου) συνέβαλαν τα μέγιστα εις την κατάλυσιν αυτήν μεταξύ των οποίων και ο Θεοδόσιος ο Πρώτος, ο οποίος διέταξε την κατάργησιν των Ολυμπίων και έτσι εγκατέλειπε την Ολυμπίαν και ο Θεός και Προστάτης αυτής ο Χρυσελεφάντινος-Νεφεληγέρτης- Ζεύς, το διάσημον και ανεπανάληπτον δημιούργημα του Φειδίου, το οποίον μετεφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου οι βάρβαροι λεηλάτες το κατέστρεψαν. Κατά καιρούς,οι βάρβαροι- ημιάγριοι επιδρομείς, οι οποίοι επέδραμαν εις την Ελλάδα, μεταξύ των άλλων εδύωσαν και εσύλησαν και την Ολυμπίαν.
Τέλος οι Γότθοι του Αλαρίχου και η Αυτοκρατορική διαταγή του Θεοδοσίου του Β΄περί συστηματικής καθαιρέσεως απάντων των σωζομένων ναών των Εθνικών, μετέβαλαν εις ερείπια τον Ιερόν αυτόν χώρον της Ολυμπίας. Εις αυτό βέβαια συνέβαλαν και τα στοιχεία της φύσεως, όπως υπερχειλίσεις ποταμών και χειμάρρων και μεγάλοι και συχνοί σεισμοί.
Από τους σεισμούς κατεστράφη τελείως ο ναός του Διός, δηλ.τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία και ο γλυπτός του διάκοσμος συνετρίβησαν και οι γιγάντιοι κίονές του κατέπεσαν, αφού οι σπόνδυλοί των απεκολύθησαν ο είς από τον άλλον.
Ο Ναός του Διός εγείρετο μεγαλοπρεπής εις το μέσον της Άλτεως και λόγω του όγκου του εδέσποζεν όλων των γύρω κτηρίων, της Ιεράς Άλτεως. ΄Hτο περίπτερος εξάστυλος (6Χ13), μήκους 61,12 μ πλάτους 27,66 μ και ύψους20,25 μ. Ο Πρόναος και ο Οπισθόδομος του Σηκού είχαν άνωθεν Επιστύλιον επί του οποίου υπήρχαν τρίγλυφοι πώριμοι Μετόπαι εκ Παρίου μαρμάρου, οι οποίες έφεραν αναγλύπτους τους 12 άθλους του Ηρακλέους, 6 εις την ανατολικήν και 6 εις την δυτικήν πλευράν.
Εις τον Πρόναον υπήρχε το σύμπλεγμα του Ιφίττου τον οποίον στεφανώνει η Εκεχειρία και οι χαλκοί ίπποι της Κυνίσκας θυγατρός του Αρχιδάμου και αδελφής του Αγησιλάου (βασιλέων της Σπάρτης), η οποία πρώτη εκ των γυναικών ενίκησε με άρμα εις την Ολυμπίαν.
Εις το εσωτερικόν του σηκού και εις το μεσαίον κλίτος διαστάσεων6,65 Χ9,93μ,ήτο τοποθρτημένον το χρυσελεφάντινον άγαλμα του Διός μετά του βάθρου του. Το άριστούργημα αυτό του Φειδίου, μεταξύ των επτά θαυμάτων του αρχαίου κόσμου, κατεσκευάσθη εκ χρυσού και ελέφαντος μεταξύ 448 και 445 π.Χ. Έχομεν την μαρτυρίαν του Παυσανίου και την λεπτομερή περιγραφήν του ως προς τα διάφορα μέρη του αγάλματος, διότι ουδέν μέρος αυτού εσώθη. Ο Φειδίας, ο οποίος αντιπροσωπεύει εις την ιστορίαν της τέχνης και εις την αισθητικήν αυτής την ιδέαν του υψηλού, κατώρθωσε να αποδώση εις το έργον του την έκφρασιν του θείου τόσον, ώστε εθεωρήθη ότι <<ο τας των Θεών εικόνας ή μόνος ιδών ή μόνος δείξας>>. Ο μέγιστος αυτός καλλιτέχνης, εις την δημιουργίαν του σεμνού και παγκάλου αυτού δημιουργήματος, του Διός, δεν είχεν ως πρότυπον κοινόν θνητόν, αλλά, όπως λέγει ο Κικέρων, εις την διάνοιαν του Φειδίου υπήρχεν υπερφυής τις του καλού ιδέα ή κατά Πλάτωνα αγέννητος και αεί ούσα, ήν δια της φαντασίας προσβλέπων ο δημιουργός την Τέχνην και την Χείρα προσήρμοζεν. Ο Ζεύς εκάθητο επί θρόνου και έφερεν στέφανον επί της κεφαλής εκ κλώνων ελαίας. Εις την δεξιάν χείρα εκράτη την Νίκην εκ χρυσού και ελέφαντος, και εις την αριστεράν το σκήπτρον εφ’ού αετός. Τα γυμνά μέρη του σώματος ήσαν εξ ελέφαντος τα δε ενδύματα εκ χρυσού όπως και το σκήπτρον. Δια τον θρόνον εγένετο χρήσις χρυσού, ελέφαντος, εβένου και πολυτίμων λίθων. Το σώμα του αγάλματος ήτο επτά φορές μείζον του ανδρικού σώματος, ώστε και καθήμενος ο Ολύμπιος Ζεύς επί του θρόνου, ήγγιζε σχεδόν την οροφήν του ναού. Τέλος για το ανεπανάληπτον αυτό έργον του Φειδίου υπήρχε το εξής επίγραμμα: << Ή Θεός ήλθ’επί Γήν εξ ουρανού εικόνα δείξων Φειδία, ή ού γ’έβης τον Θεόν οψόμενος>>.
Και η ερήμωσις συνεχίζεται. Κτήρια,αγάλματα και οι τελευταίοι εναπομείναντες αδριάντες κατεστράφησαν, οι αντιστηρίξεις των αμμωδών χωμάτων του Κρονίου και άλλων λόφων παρεμελήθησαν με συνέπειαν οι βροχές να παρασύρουν τα χώματα αυτά εις την Άλτιν και να την καλύψουν μαζύ με την άμμον που παρέσυρεν ο ποταμός Κλάδεος. Ήτο τελεία η εξαφάνισις του ιερού αυτου χώρου.
Έκτοτε η ερημωθείσα Ολυμπία επί πολλούς αιώνας ουδέν σημείον ζωής έδειχνε και αυτό το όνομά της ακόμη ελησμονήθη.
Ο πρώτος ο οποίος, μετά από αιώνας ωμίλησε για έρευναν της Αρχαίας Ολυμπίας ήτο ο μοναχός εκ Γαλλίας Βερνάρδος Μοντ-Φουκό και μετά από αυτόν το 1767 ο Γερμανός αρχαιολόγος Winckelmann.
Η πλήρης όμως εξερεύνησις της Αρχαίας Ολυμπίας εγένετο από το1875 έως το 1881 από τον ερευνητήν Ερνέστον Κούρτιον.
Τέλος η ανασκαφή του Σταδίου και του υπολοίπου Γυμνασίου εγένετο κατά τα έτη 1914 έως 1917, από την εις τας Αθήνας ευρισκομένην Γερμανικήν Αρχαιολογικήν Σχολήν.
Μερικά ευρήματα εκ των ανασκαφών φυλάσσονται εις το εκεί ευρισκόμενον Σύγγρειον Μουσείον,το οποίον ανιδρύθη δαπάναις του μεγάλου Έλληνος Ευεργέτου Ανδρέου Συγγρού.
Εκεί φυλάσσονται εκτός των άλλων και:
α) Ο Πέτρινος Ερμής έργον του διασήμου γλύπτου ΠΡΑΞΙΤΕΛΟΥΣ, ο οποίος ευρέθη εντός του ΗΡΑΙΟΥ το 1877.
Ο Ερμής φέρει τον εκ του Διός και της Σεμέλης προώρως γεννηθέντα Διόνυσον, προς τις Νύμφες της Βοιωτίας, δια να τον αναθρέψουν κρύφα της ζηλοτύπου Ήρας.
Το άγαλμα αυτό κατεσκευάσθη από Πάριον μάρμαρον, το οποίον ανήκει εις την κατηγορίαν των λεγομένων φωτεινών μαρμάρων.
Ο Παυσανίας ο οποίος είδε τον Ερμήν κατά τον 2ον μ.Χ αιώνα, αναφέρει:<<Ερμήν λίθου Διόνυσον δε φέρει νήπιον, τέχνη δε εστί Πραξιτέλους>>.
β). Η Νίκη, έργον του γλύπτου Παιωνίου, από λευκόν πάριον μάρμαρον. Περικαλής παρθένος η Νίκη, κατέρχεται εκ του ουρανού προς την Γήν με αναπεπταμένας αμφοτέρας τας πτέρυγας και κρατεί με αμφοτέρας τας χείρας το μέγα ιμάτιον, το οποίον ο αντιθέτως πνέων άνεμος ωθεί προς τα οπίσω.
γ) Το Ανατολικόν Αέτωμα του ναού του Διός, το οποίον φέρει ανάγλυπτον την αρματοδρομίαν μεταξύ Οινομάου και Πέλοπος (υϊού του Ταντάλου εκ Λυδίας της Μικράς Ασίας).
δ). Το Δυσμικόν Αέτωμα του ναού του Διός, με ανάγλυπτον επ’αυτού την μάχην μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων.
ε).Τας μετόπας των στενών πλευρών του ναού του Διός, άνωθεν του επιστυλίου του κυρίως ναού, εις τον Πρόναον και τον Οπισθόδομον, ανά έξ εις εκάστην πλευράν, συνολικώς δώδεκα μετόπαι επί των οποίων είχον σμυλευθή οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλέους.
στ). Εις το Μουσείον ευρίσκονται και πολλά πολυπλαστικά έργα όπως, ειδώλια ανθρώπων και ζώων (μερικά των οποίων είναι πανάρχαια), πήλινα κοσμήματα, ευρήματα χαλκά και επίσης ο περίφημος λίθος του Βύβωνος, βάρους 150 χιλιογράμμων,ο οποίος φέρει επιγραφήν βουστραφηδόν γεγραμμένην……………..
Οι πρώτοι Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες, ανεβίωσαν εις την Αθήνα το 1896, με υποστηρικτήν τον Γάλλον βαρώνον Πιέρ Ντε Κουμπερτέν, ο οποίος είχε μελετήσει την Αρχαίαν Ελληνικήν Γραμματείαν και ήτο θαυμαστής της Αρχαίας Ελλάδος και κατ’ακολουθίαν της Ιδέας την οποίαν συμβολίζουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Εις τους Αγώνας αυτούς αρχικώς συμμετείχαν 285 αθληταί από 13 Έθνη, οι οποίοι ηγωνίσθησαν εις τα αγωνίσματα, κολύμβησις, κωπηλασία, ποδηλασία, ξιφασκία, γυμναστική,άρσις βαρών, πάλη, ιππικοί αγώνες, ιστιοπλοϊα, σκοποβολή και αντισφαίρισις.
Οι κανονισμοί των Ολυμπιακών Αγώνων καθορίζονται υπό Διεθνούς Επιτροπής, εις εκάστην δε Χώραν υπάρχει Επιτροπή Ολυμπιακώ Αγώνων.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες συμβολίζουν εκτός από τον όρον Νίκη και το ιπποτικόν πνεύμα του αθλητισμού την ευγενικήν αποδοχήν της επιτυχίας ή της αποτυχίας, εκ μέρους των αθλητών, την προσέγγισιν των Εθνών, των Φυλών και των διαφόρων κοινωνικών τάξεων.
Εις την τελετήν ενάρξεως των Ολ. Αγ. περιλαμβάνεται και ο Όρκος, διδόμενος υπό αθλητού, ο οποίος φέρει εις την μίαν χείρα την συμβολικήν Δάδα,η οποία αναφθείσα εις Ολυμπίαν, μεταφέρεται από χειρός εις χείρα από δρομείς μέχρι του χώρου διεξαγωγής των αγώνων.
Δια του Όρκου οι αθληταί υπόσχονται να αγωνισθούν τιμίως και κατά την παρέλασιν της ενάρξεως των αγώνων, απανταχού της Γής, η Ελλάς τίθεται, τιμής ένεκεν, επικεφαλής, προπορευομένη των άλλων.............
Την Δευτέραν 25 μαρτίου 1896, ημέραν επετείου της Επαναστάσεως του 1821, εγένετο η έναρξις των Αγώνων εις το Καλλιμάρμαρον Στάδιον των Αθηνών, με την παρουσίαν ενθουσιώδους πλήθους.
Παρίσταντο πολλοί μουσικοί, η Φιλαρμονική Ορχήστρα Αθηνών,και οι Ορχήστρες της Φρουράς, του Ναυτικού, της Κερκύρας, της Κεφαλληνίας και της Λευκάδος, και επίσης χορωδίες από 200 αοιδούς.
Την κήρυξιν ενάρξεως έκανεν ο Βασιλεύς Γεώργιος, παρίστατο δε ως Πρόεδρος του 12μελούς Συμβουλίου των Πρώτων Συγχρόνων Ολυμπιακών Αγώνων και ο Διάδοχος τότε του θρόνου και μετέπειτα Βασιλεύς και Στρατηλάτης Κωνσταντίνος ο Δωδέκατος.
Το Συμβούλιον αυτό ανέθεσε εις τον Εθνικόν μας ποιητήν
Κωστήν Παλαμάν την σύνθεσιν του Ολυμπιακού Ύμνου.
Την μελοποίησιν δε αυτού και την Διεύθυνσιν των μουσικών
συναθροίσεων της εκδηλώσεως, ανέθεσεν εις τον διάσημον Κερκυραίον μουσικοσυνθέτην Σπύρον Σαμαράν, ο οποίος ήλθεν ειδικώς από το Μιλάνον εις την Αθήνα, για να διευθύνη τον Ύμνον του Κωστή Παλαμά,μέσα εις ένα περιβάλλον, όπου το παρευρισκόμενον πλήθος εζητοκραύγαζεν από ενθουσιασμόν και συγκίνησιν.
Συνθέτει και στοιχουργεί ο Κ. Παλαμάς
Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο,Αγνέ Πατέρα
του ωραίου του μεγάλου και τ’αληθινού
κατέβα συγκεντρώσου κι άστραψε εδώ πέρα
τη δόξα τη δική σου γής και τ’ουρανού
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
και με τ’αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί
Κάμποι βουνά και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο, κάθε λαός.-----------
Είθε το Πνεύμα αυτό,το Αρχαίον και Αθάνατον και Ελληνικόν
να γίνη κτήμα όλων των λαών της Γής, προς όφελος των επερχομένων γενεών.
Ηλίας Κ. Τριανταφύλλου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.