Επιμελείται η Καλλιόπη Παπαμιχαήλ
Αυτή είναι η Αφροδίτη που φανταζόμαστε. Από δω πήρε και τ όνομα του ο έρωτας, από δω σταλάζει για πρώτη φορά η γλύκα της Αφροδίτης στην καρδιά' και καταπόδι ακολουθούν οι παγερές οι έγνοιες. Γιατί ακόμη κι αν λείπει το αγαπημένο πρόσωπό, το είδωλο του είναι παρόν και τ όνομά του το γλυκό ηχεί μέσα στα αυτιά σου.
Καλύτερα λοιπόν ν’ αποφεύγεις τα είδωλα και ν’ αποδιώχνεις καθετί που τρέφει τον έρωτα' να στρέφεις αλλού τη σκέψη σου, να εκκενώνεις το μαζεμένο σπέρμα σου σ οποιοδήποτε σώμα πάρα να το κρατάς για τον έρωτα ενός μονάχα ανθρώπου και να σε σκλαβώνουν οι έγνοιες και ο πόνος. Γιατί η πληγή όταν την τρέφεις παίρνει ζωή και χρονίζει, η τρέλα μέρα με τη μέρα κερδίζει έδαφος κι η τυράννια γίνεται πιο βαριά, αν δεν κλείσεις τις πρώτες πληγές με καινούρια χτυπήματα και δεν τις γιατρέψεις όσο είναι ακόμη πρόσφατες, με τις περιπλανήσεις σου στην πάνδημη Αφροδίτη, ή στρέφοντας τη σκέψη σου σε άλλες κατευθύνσεις.
Δε μένει στερημένος απ’ τους καρπούς της Αφροδίτης όποιος τον έρωτα αποφεύγει ισα-ισα, που γεύεται απολαύσεις που δεν τον τιμωρούν μετά' γιατί είναι βέβαιο πως την πιο γνήσια κι αμόλυντη ηδονή τη νιώθουν οι υγιείς παρά οι αρρωστημένοι. Ακόμη και τη στιγμή που οι ερωτευμένοι έχουν δικό τους ο ένας τον άλλο, το πάθος που τους καίει ξεχύνεται με αβέβαια σκαμπανεβάσματα, δεν ξέρουν τι να πρωτοαπολαύσουν και πώς, με τα μάτια ή με τα χέρια. Σφίγγουν με δύναμη το αντικείμενο του πόθου, το κάνουν να πονάει, του μπήγουν τα δόντια κι αφήνουν δαγκωματιές πάνω σε χείλη τρυφερά - γιατί η ηδονή τους δεν είναι καθαρή: κρυφά αγκάθια τους κεντρίζουν να πληγώσουν το πλάσμα, όποιο και να ναι αυτό, που κάνει να ξεπηδούν της τρέλας τους τα βλαστάρια.
Μα την ώρα του έρωτα η Αφροδίτη με χέρι ανάλαφρο μετριάζει τον πόνο, και η γλυκιά ηδονή απαλύνει τις δαγκωματιές: γιατί έχουν την ελπίδα πως το ίδιο εκείνο σώμα που τους άναψε τη φωτιά μπορεί και να τη σβήσει.
Όμως η φύση το αρνείται αυτό και το αντιμάχεται: είναι η μόνη περίπτωση όπου, όσο περισσότερα κατέχουμε άλλο τόσο μας καίει τα στήθη πόθος σφοδρός. Το νερό κι η τροφή περνούν μέσα στο σώμα, κι επειδή καταλαμβάνουν καθορισμένα μέρη, εύκολα χορταίνουνε την πείνα και τη δίψα. Αντίθετα, από τη θωριά ενός ανθρώπου και τ όμορφο πρόσωπό του τίποτα δεν δίνεται στο σώμα για απόλαυση, πέρα από κούφια είδωλα: ελπίδες θλιβερές που τις σαρώνει ο αέρας.
Όπως στα όνειρα, που ο διψασμένος ζητάει να πιεί μα αντί να βρει νερό να σβήσει τη λαύρα που του καίει τα σωθικά, κυνηγάει είδωλα νερού και μάταια παλεύει, και μένει διψασμένος μολονότι έχει βρεθεί καταμεσής σε ορμητικό ποτάμι και πίνει αχόρταγα -έτσι και στον έρωτα η Αφροδίτη ξεγελάει τους ερωτευμένους με είδωλα. Όσο και να κοιτάζουνε το σώμα που ’χουν εμπρός τους, δεν ικανοποιούνται κι ούτε μπορούν μ εκείνα τα αβέβαια χέρια τους που διατρέχουν όλο το κορμί κάτι να αποσπάσουνε από τα τρυφερά τα μέλη.
Κι όταν, τέλος, μπλεγμένα τα κορμιά τους χαίρονται τον ανθό της νιότης, και αισθάνονται να φτάνει η κορύφωση, κι η Αφροδίτη είναι εκεί να σπείρει τον γυναικείο αγρό, σφιχταγκαλιάζονται άπληστα και γεύονται τα σάλια ο ένας του άλλου, και ασθμαίνοντας δαγκώνουνε τα χείλη μάταια όμως, γιατί τίποτα δεν μπορούν ν αποσπάσουν απ’ τον άλλο, μήτε να διεισδύσουν και να χαθούν ο ένας μέσα στο σώμα του άλλου.
Γιατί ’ναι φορές που φαίνεται πως αυτό λαχταρούν και πως γι αυτό πασχίζουν, έτσι παθιασμένα που σφιχτοδένονται με τα δεσμά της Αφροδίτης ενώ τους λιώνει τα μέλη η δυναμη της ηδονής. Και τελικά όταν εκτονωθεί ο συσσωρευμένος στα νεύρα πόθος, κοπάζει για λίγο η μανιασμένη πυρκαγιά. Μα η λυσσα επιστρέφει, τους ξαναπιάνει η ίδια μανία και ζητουν να κατακτήσουν αυτό που ποθουν, και δεν μπορούν ένα τροπο να μηχανευτουν για να νικήσουν το κακό, και η κρυφή πληγή τους κάνει να μαραζώνουν μες στην τόση αβεβαιότητα.
Και βάλε ακόμη πώς σπαταλουν τις δυνάμεις τους και πώς τους αφανίζει η ταλαιπωρία, και βάλε ακόμη πως ζουν υποταγμένοι στα νευματα κάποιου άλλου, ξεχνουν τα καθήκοντά τους και καταστρέφουν την υπόληψή τους. Και στο μεταξυ ξοδευονται περιουσίες και μετατρέπονται σε βαβυλωνιακά αρώματα, κι αστράφτουνε στα πόδια [της] πανέμορφα σανδάλια Σικυώνας, και να ’σαι σίγουρος πως θα φοράει και κάτι μεγάλα σμαράγδια λαμπερά, δεμένα με χρυσάφι, και πως η πολυφορεμένη θαλασσιά εσθήτα της ολοένα και ξεθωριάζει ρουφώντας τον ιδρώτα του έρωτα. Κι η τίμια πατρική περιουσία σπαταλιέται σε τιάρες και σε μίτρες, κι άλλοτε πάλι σε πέπλα και σε υφάσματα από την Άλινδο και την Κω. Συμποσια ετοιμάζονται και γλέντια με ωραίο διάκοσμο κι αφθονες λιχουδιές, παιχνίδια, ποτά αμέτρητα, αρώματα, γιρλάντες και στεφάνια.
Όλα μάταια όμως: μες από την πηγή της ευφορίας, μια πίκρα ξεπροβάλλει και του σφίγγει το λαιμο, κι ας είναι τριγυρω λουλουδιασμένος ο τοπος είτε γιατί τον βασανίζουν τυψεις που περνά τη ζωή του άπραγος, χαμένος μες τη διαφθορά, είτε γιατί του πέταξε μια κουβέντα διφορουμενη που καρφώθηκε στην παθιασμένη του καρδιά και τον καίει σαν φωτιά, είτε γιατί του φάνηκε πως έριχνε άλλου το βλέμμα της και κοίταζε άλλον άντρα, και πως στο πρόσωπό της είδε μια υποψία χαμόγελου.
Υπερεκτίμηση του ερωτικού αντικειμένου
Και να σκεφτείς πως τούτα τα κακά τα βρίσκουμε σ’ ένα δεσμό ερωτικό που έχει ευοδωθεί. Όμως σ’ έναν άτυχο και ανεκπλήρωτο έρωτα τα δεινά είναι αναρίθμητα, και τα βλέπεις και με κλειστά τα μάτια. Γ ι’ αυτό καλύτερα να φυλαχτείς από τα πριν, όπως σου είπα' το νου σου, μην παρασυρθείς. Είναι πιο εύκολο να μη παγιδευτείς στα δίχτυα του έρωτά, παρα να πασχίζεις μετά να σπάσεις τα γερά δεσμα της Αφροδίτης για ν’ απελευθερωθείς. Μα ακόμη κι αν σε τύλιξαν κι έχεις μπλεχτεί, πάλι μπορείς να ξεφύγεις τον κίνδυνο, αρκεί να μη σταθείς εσύ ο ίδιος εμπόδιο στον εαυτό σου με το να παραβλέπεις από την πρώτη στιγμή όλα τα ψεγάδια, πνευματικά και σωματικά, αυτής που με τόσο πόθο αποζητάς.
Γιατί αυτό συνήθως κάνουν οι άνθρωποι που τους τύφλωσε το πάθος και αποδίνουν στις γυναίκες που αγαπούν χαρίσματα που αυτές δεν έχουν' και βλέπουμε γυναίκες διεστραμμένες κι άσχημες να περνούν για γοητευτικές και να δέχονται τις μεγαλύτερες τιμές. Κι ο ένας άντρας κοροϊδεύει τον άλλον και τον παρακινεί να εξευμενίσει την Αφροδίτη, αφού έχει πέσει θύμα, λέει, μιας αγάπης χυδαίας -και δε βλέπει ο δύστυχος τα χάλια τα δικά του: Μια μαυριδερή γίνεται «μελίχρους»' η άπλυτη βρωμιάρα γίνεται «αστόλιστη»' μια οποιαδήποτε γαλανομάτα γίνεται «μικρή Παλλάδα»' η νευρική και κοκαλιάρα γίνεται «δορκάς»' η κοντοστούπα σα νάνος «μια από τις Χαριτες», ολο χάρη κι αυτή η γιγαντόσωμη νταρντάνα γίνεται «εντυπωσιακή» κι «επιβλητική» ' αν δε μπορεί να πει μια στρωτή κουβέντα, τότε «τραυλίζει»' η μουγγή είναι «ντροπαλή»' μια παθιασμένη ανυπόφορη γλωσσοκοπάνα είναι «αναμμένος δαυλός»' άλλη κοντεύει να τα τινάξει απ την αδυναμία, και τότε γίνεται η «μικρή ισχνή ερωμένη»' πεθαίνει από το βήχα, γίνεται «εύθραυστη»' μια χοντρή με βυζάρες γίνεται «θεά Δήμητρα που θηλάζει τον Ίακχο»' μια πλακουτσομύτα είναι ο «θηλυκός Σάτυρος», ο «θηλυκός Σειληνός»' μια χειλαρού είναι «γεννημένη για φίλημα». Θα μου ’παιρνε ώρα πολλή να σου πω κι άλλα τέτοια παραδείγματα.
Δεν προσποιείται πάντα μια γυναίκα, όταν αναστενάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, καθώς σμίγουν τα κορμιά τους και του ρουφά τα χείλη και τον γεμίζει υγρά φιλιά συχνά το κανει με την καρδιά της, και αποζητώντας την αμοιβαία ηδονή τον παρακινεί να διανύσει όλη τη διαδρομή και να φτάσει ως το τέρμα. Για κανέναν άλλο λόγο δεν θα παραδίνονταν στ’ αρσενικά οι προβατίνες κι οι αγελάδες κι οι φοράδες και τα πουλιά και τ’ άγρια θηρία, αν η ίδια η φύση τους δεν φλεγοταν από τον πόθο έτσι που να δέχεται με χαρά το σπέρμα του επιβήτορα. Δεν βλέπεις κάποια ζευγάρια πώς τα κρατά σφιχτοδεμένα η αμοιβαία ηδονή και πώς παιδεύονται μες τα κοινά δεσμά τους; Πόσο συχνά στα σταυροδρόμια, σκυλιά που θέλουν να αποχωριστούν τραβιούνται μ’ όλη τους την δύναμη, μα τα γερά δεσμά της Αφροδίτης τα κρατούν κολλημένα το ’να με τ’ άλλο. Δεν θα το έκαναν ποτέ, αν δεν ένιωθαν και τα δύο την ίδια ηδονή που τα παρέσυρε στην παγίδα και τα κρατά δεμένα. Το ξαναλέω, λοιπόν, η ηδονή είναι αμοιβαία.
[,,,]Και σε κανέναν οι θεοί ποτέ δεν θ’ αρνούνταν τη γονιμότητα, κι από κανένα δεν θα στερούσαν τη χαρα ν ακούει τα γλυκά βλαστάρια του να τον λεν πατέρα, μήτε θα τον καταδίκαζαν αυτοί να περάσει τη ζωή του με στείρους έρωτες έτσι όμως νομίζουν οι πολλοί, και με βαριά ψυχή ραντίζουν μ’ αίμα τους βωμούς και τους θυμιάζουνε με προσφορές, μήπως και μπορέσουν να γκαστρώσουν τις γυναίκες τους με άφθονο σπέρμα. Μάταια όμως ενοχλούν τους θεούς και παν να αλλάξουν τη μοίρα που τους έλαχε.
[...]
Κι αν καμιά φορά τύχει ν’ αγαπηθεί μια γυναικούλα κάπως πιο άσχημη, αιτία γι αυτό δεν είναι μήτε θεός μήτε οι σαΐτες της Αφροδίτης. Καμιά φορά, τα καταφέρνει μια γυναίκα με το φέρσιμό της, τους περιποιητικούς της τρόπους, την καθαριότητα και τη νοικοκυροσύνη της, να σε συμφιλιώσει με την ιδέα να ζήσεις μαζί της για πάντα. Κι έπειτα, μέσα απ’ τη συνήθεια μαθαίνεις ν’ αγαπάς. Γιατί καθετί που δέχεται απανωτα χτυπήματα, όσο ελαφρα και να ναι, με τον καιρό νικιέται και υποκύπτει. Δεν βλέπεις πώς με τα χρόνια το νερό πέφτοντας στάλα-στάλα σκάβει το βράχο;
Λουκρήτιος - Για την φύση των πραγμάτων (De rerum natura) Εισαγωγή: Martin F. Smith. Mετάφραση: Θ. Αντωνιάδης, Ρ. Χαμέτη. Εκδόσεις Θύραθεν
Πηγή: https://www.o-klooun.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.