Επιμελείται η Καλλιόπη Παπαμιχαήλ
Ψυχολογία
Τη δεκαετία του 1960, οι περισσότεροι ψυχολόγοι αρνούνταν κατηγορηματικά ότι το επιστημονικό τους πεδίο είχε την παραμικρή συνάφεια με τη βιολογία.
Στο Πανεπιστήμιο του Harvard, απαραίτητη προϋπόθεση για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στην ψυχολογία ήταν η παρακολούθηση ενός εξαμηνιαίου μαθήματος φυσικής, σκοπός του οποίου ήταν να διαμορφώσει ο φοιτητής μια εικόνα για το πώς μοιάζουν οι σκληρές επιστήμες. Δεν απαιτούνταν η παρακολούθηση κάποιου μαθήματος βιολογίας.
Σαν τους οικονομολόγους, οι ψυχολόγοι βάλθηκαν να δημιουργήσουν ένα αυθύπαρκτο επιστημονικό πεδίο. Η θεωρία μάθησης, η κοινωνική ψυχολογία και η ψυχανάλυση δεν ήταν ουσιαστικά τίποτε περισσότερο από εναλλακτικές εικασίες, χωρίς βαθύτερα θεμέλια, για τους παράγοντες που διέπουν την ανθρώπινη ανάπτυξη. Όπως θα δούμε παρακάτω, η ψυχανάλυση ήταν μια καθαρή απάτη. Η θεωρία μάθησης, από τη μεριά της, προέβαλλε μεγαλόσχημους όσο και απίθανους ισχυρισμούς αναφορικά με την ικανότητα της ενίσχυσης να διαπλάθει προσαρμοστικά την ανθρώπινη συμπεριφορά. Σύντομα καταδείχθηκε, μέσω απλών λογικών συλλογισμών, ότι η ενίσχυση όχι μόνο δεν μπορούσε να παραγάγει τρόπους γλωσσικής επικοινωνίας, αλλά ούτε καν συσχετισμούς μεταξύ των πράξεων και των συνεπειών τους, όταν η εκδήλωση των τελευταίων καθυστερούσε χρονικά έστω και λίγο.
Το καλό της υπόθεσης είναι ότι η ψυχολογία ανέκαθεν επικεντρωνόταν στο άτομο, και ως εκ τούτου ήταν δεκτική σε προσεγγίσεις που βασίζονται στο ατομικό πλεονέκτημα. Έτσι, όχι μόνο έχει αναπτυχθεί εσχάτως μια σημαντική σχολή εξελικτικής ψυχολογίας, αλλά παρατηρούνται ολοένα ισχυρότερες τάσεις ενοποίησης της ψυχολογίας με άλλους κλάδους της βιολογίας —παλαιότερα με την αισθητική φυσιολογία και τώρα με τη νευροφυσιολογία και την ανοσολογία. Ως αποτέλεσμα, η ψυχολογία μετασχηματίζεται σήμερα γοργά στον κλάδο της εξελικτικής βιολογίας, που πάντοτε ευελπιστούσε να αποτελέσει.
Στα μετόπισθεν των εξελίξεων ασθμαίνει η κοινωνική ψυχολογία —άλλο ένα παράδειγμα της καθυστέρησης που προκαλούν η εξαπάτηση και η αυτοεξαπάτηση στην ανάπτυξη επιστημονικών κλάδων με ισχυρό κοινωνικό περιεχόμενο.
Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι επινόησαν μια σειρά από τεχνητές μεθόδους που αποσκοπούσαν στην ταχεία εξαγωγή συμπερασμάτων, παρακάμπτοντας την κοπιαστική επιστημονική μέθοδο. Αυτή η επιθυμία των ερευνητών να πουν περισσότερα απ’ όσα δικαιολογούν οι υφιστάμενες γνώσεις αποτελεί την κατάρα που κατατρύχει την ψυχολογία εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Μια τέτοια μέθοδος που διαδραμάτισε καίριο ρόλο υπήρξε η λεγάμενη «αυτοαναφορά». Ουσιαστικά, η μέθοδος συνίσταται στη μελέτη των απαντήσεων σε ερώτηματολόγια —δηλαδή, στη διερεύνηση του τι λένε τα άτομα για τον εαυτό τους. Εκ των υστέρων, δεν φαντάζει ιδιαίτερα σοφή η επιλογή των κοινωνικών ψυχολόγων να οικοδομήσουν μια επιστήμη για την ανθρώπινη συμπεριφορά επάνω στις λεκτικές αποκρίσεις των ατόμων σε ερωτήσεις.
Κατά πρώτον, πρόκειται για μια συνθήκη η οποία ευνοεί τη δράση δυνάμεων εξαπάτησης και αυτοεξαπάτησης —ή, αν θέλετε, είναι ευάλωτη στις μεροληψίες που διέπουν την αυτοπαρουσίαση και την αυτοαντίληψη του ατόμου. Δεν συνηθίζουμε να αποκαλύπτουμε την αλήθεια για τον εαυτό μας στους άλλους· μάλιστα, ενδέχεται να μη γνωρίζουμε καν την αλήθεια για τον εαυτό μας. Με τέτοιου είδους εργαλεία, πώς ακριβώς αποκλείουν οι ερευνητές την εξαπάτηση, για να μην αναφέρω και την αυτοεξαπάτηση, ώστε να καταλήξουν στην αλήθεια;
Και πώς μπορούν να εμπιστευτούν την αξιοπιστία των δεδομένων τους χωρίς να διαθέτουν μια επεξεργασμένη θεωρία για την εξαπάτηση και την αυτοεξαπάτηση; Το γεγονός ότι οικοδομήθηκε ένα ολόκληρο επιστημονικό πεδίο σε τέτοια σαθρά θεμέλια οδήγησε μεν στην ανακάλυψη πολυάριθμων σημαντικών συσχετίσεων ανάμεσα σε ασαφείς και ελλιπώς μετρούμενες μεταβλητές, αλλά ευθύνεται επίσης για τη μηδαμινή σωρευτική ανάπτυξη του πεδίου με την πάροδο του χρόνου. Τα εργαλεία —δηλαδή, τα ερωτηματολόγια— προβάλλονταν ως έγκυρα, με προβλεπτική ικανότητα και εσωτερική συνοχή.
Στην πραγματικότητα, αυτό σήμαινε απλώς ότι οι ερωτώμενοι έδιναν τις ίδιες απαντήσεις όταν τους υποβάλλονταν οι ίδιες ερωτήσεις έναν μήνα αργότερα, ότι τα διάφορα μέτρα συσχετίζονταν με κάποια άλλα μέτρα και ότι όλες οι ερωτήσεις είχαν την ίδια γενική λογική. Δεν πρόκειται για αξιοζήλευτη μέθοδο έρευνας, αλλά ευτυχώς η εποχή αυτή φθάνει αισίως στο τέλος της, με την ανάπτυξη νέων μεθόδων που αποτιμούν ευθέως τις ασυνείδητες μεροληψίες των ατόμων.
Ψυχανάλυση: Η αυτοεξαπάτηση στη μελέτη της αυτοεξαπάτησης
Με την ανάπτυξη της ψυχαναλυτικής θεωρίας, ο Freud υποστήριξε ότι είχε θεμελιώσει ένα λεπτομερές επιστημονικό πεδίο που μελετούσε την αυτοεξαπάτηση και την ανθρώπινη ανάπτυξη. Ωστόσο, ένα από τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης ενός επιστημονικού πεδίου είναι το κατά πόσον αναπτύσσεται και ευδοκιμεί ή μαραίνεται και σβήνει —και η ψυχανάλυση δεν έχει ευδοκιμήσει.
Θεμέλιο της ψυχανάλυσης ήταν η κλινική εμπειρική γνώση —κατ’ ουσίαν, οι ιστορίες που έλεγαν μεταξύ τους οι ψυχίατροι όταν κάθονταν να πιουν το ποτό τους στο τέλος της ημέρας. Με άλλα λόγια, όταν κανείς ρωτούσε έναν ψυχίατρο (το αρσενικό γένος εδώ δηλώνει και το φύλο του γιατρού, καθώς όλοι σχεδόν ήταν άνδρες) πού ακριβώς βάσιζε την πεποίθησή του ότι η γυναικεία ψυχή κυριαρχείται από τον «φθόνο του πέους» ή ότι οι άνδρες κατατρύχονται από κάτι που λέγεται «άγχος ευνουχισμού», εκείνος αποκρινόταν ότι τη βάσιζε στις κοινές εμπειρίες, παραδοχές και θεωρήσεις των ψυχαναλυτών γύρω από το τι συνέβαινε κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας —μιας διαδικασίας που δεν ήταν προσβάσιμη σε τρίτους, ήταν αδύνατον να επαληθευτεί και δεν άφηνε πολλά περιθώρια για βελτιωτικές παρεμβάσεις.
Μάλιστα, η αδυναμία ανάπτυξης μεθοδολογικών εργαλείων ικανών να παράγουν χρήσιμες πληροφορίες συνιστά σχεδόν τον ορισμό της αντιεπιστημονικότητας —και πράγματι, η ψυχανάλυση έχει διαπρέψει σε αυτό. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ακούσατε να πραγματοποιήθηκε κάποια μεγάλη, διπλά τυφλή μελέτη για τον φθόνο του πέους ή το άγχος ευνουχισμού;
Η ψυχαναλυτική θεωρία του Freud αφορούσε δύο διαφορετικά πράγματα: την αυτοεξαπάτηση και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη. Η θεωρία για την αυτοεξαπάτηση εμπεριείχε πολλές δημιουργικές ιδέες —την άρνηση, την προβολή, τον σχηματισμό αντίδρασης, τους μηχανισμούς άμυνας του Εγώ κ.ο.κ.—, οι οποίες εντάσσονταν, όμως, σε ένα ευρύτερο σύστημα που φάνταζε εντελώς παράλογο.
Η ανθρώπινη ψυχή, σύμφωνα με τον Freud, είχε τρεις διακριτές συνιστώσες: το Εκείνο (ενστικτώδεις δυνάμεις που πηγάζουν από υποτιθέμενα κρίσιμες μεταβάσεις μεταξύ βασικών σταδίων της πρώιμης ανάπτυξης —του πρωκτικού, του στοματικού και του οιδιπόδειου), το Εγώ (χονδρικά, ο συνειδητός νους) και το Υπερεγώ (η ηθική συνείδηση, ή κάτι παρόμοιο, η οποία αναπτύσσεται μέσω της αλληλεπίδρασης του ατόμου με τους γονείς του και τους «σημαντικούς άλλους»).
Η φροϋδική θεωρία της ψυχοσωματικής ανάπτυξης βασιζόταν εξαρχής σε σαθρά θεμέλια, υπό την έννοια ότι είχε οικοδομηθεί επάνω σε αδύναμες, αμφισβητήσιμες παραδοχές, οι οποίες στηρίζονταν ελάχιστα έως καθόλου σε απτά δεδομένα. Το όλο επιχείρημα επικεντρωνόταν εν πολλοίς στην υποτιθέμενη σεξουαλική έλξη εντός της πυρηνικής οικογένειας —και στην απώθησή της.
Ωστόσο, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να αμφιβάλλει κανείς κατά πόσον τα παιδιά διακατέχονται πραγματικά από σεξουαλική έλξη για τους γονείς τους. Σε όλα σχεδόν τα είδη ζώων ασκείται ισχυρή εξελικτική πίεση για να αποφεύγεται η στενή ομομιξία, λόγω του υψηλού γενετικού κόστους της. Έτσι, έχουν εξελιχθεί μηχανισμοί που την ελαχιστοποιούν —φέρ’ ειπείν, η συνύπαρξη του ατόμου, σε νεαρή ηλικία, με τους γονείς και τα αδέλφια του συντελεί στη μετέπειτα σεξουαλική αδιαφορία απέναντι τους. Μάλιστα, ειδικά για τους απογόνους, η σημασία των εν λόγω μηχανισμών είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι για τους γονείς.
Ένας πατέρας ενδεχομένως να μπορούσε, επιβαλλόμενος σεξουαλικά στην κόρη του (και φορτώνοντάς την με ένα παιδί), να αντλήσει επαρκή γενετικά οφέλη ώστε να αντισταθμίσει το γενετικό κόστος της ομομιξίας, αλλά η κόρη είναι απίθανο να ανταμειφθεί επαρκώς ώστε να αντισταθμιστεί το δικό της γενετικό κόστος. Ένας γιος θα μπορούσε θεωρητικά να αποκομίσει κάποιο γενετικό όφελος αφήνοντας έγκυο τη μητέρα του, αλλά το όφελος αυτό δεν θα ήταν μεγάλο, καθώς εκείνη βρίσκεται στο τέλος της αναπαραγωγικά ικανής περιόδου της ζωής της και εκείνος στην αρχή της δικής του. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλοι βάσιμοι λόγοι για να σέβονται οι γιοι τις επιθυμίες των μητέρων τους (ιδίως από τη σκοπιά των μητρικής προέλευσης γονιδίων τους).
Επομένως, ο ισχυρισμός του Freud ότι οι σεξουαλικές τάσεις εντός της οικογένειας πήγαζαν από τις ασυνείδητες ανάγκες του παιδιού αποτελούσε μια κλασική περίπτωση άρνησης και προβολής —ο Freud αρνιόταν την ύπαρξη των ανάρμοστων σεξουαλικών πιέσεων που ασκούνταν σε νεαρές γυναίκες από τους άρρενες συγγενείς τους (παρά τις λεπτομερείς περιγραφές τους από τις γυναίκες ασθενείς του) και αντ' αυτού φαντασιωνόταν ότι οι γυναίκες στην πραγματικότητα ποθούσαν αυτά ακριβώς τα αιμομικτικά ζευγαρώματα.
Ο Freud παρέβλεψε επίσης τη σημασία της σκληρότητας των γονέων ως αιτίας των παιδικών δυσλειτουργιών. Για άλλη μία φορά, προτιμούσε να κατηγορεί το θύμα. Μία από τις φημισμένες αναλύσεις του ήταν εκείνη του «ανθρώπου με τους λύκους», ενός ψυχωτικού ασθενή ο οποίος κατατρυχόταν από φόβους που δεν μπορούσε να ελέγξει, εκδηλώνοντας έντονα ψυχικά και σωματικά συμπτώματα. Ο Freud συμπέρανε ότι το σύνδρομο του ασθενή οφειλόταν στη μη φυσιολογική ωρίμασή του, στην προσκόλλησή του σε κάποιο πρώιμο στάδιο ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης. Ωστόσο, ουδέποτε εξέτασε την πιθανή επίδραση του πατέρα του —τον οποίο, μάλιστα, μνημονεύει ευνοϊκά ως έναν πολυδιαβασμένο δάσκαλο με υψηλό κύρος—, παρότι εκδήλωνε σαδιστικές τάσεις τόσο ως δάσκαλος όσο και ως γονέας. Μεταξύ άλλων, ο πατέρας πίστευε ότι τα παιδιά έπρεπε να δένονται τη νύχτα στο κρεβάτι και υποστήριζε τη χρησιμοποίηση διάφορων σκληρών τιμωρητικών μέσων —όλα στο όνομα της καλής διαγωγής. Αλίμονο, εφάρμοσε τις θεωρίες του στα ίδια τα παιδιά του. Η κόρη του αυ-τοκτόνησε- ο γιος του επιβίωσε και έγινε ο «άνθρωπος με τους λύκους» του Freud.
Είναι αδύνατον να γνωρίζει κανείς σε ποιον βαθμό η ροπή του νεαρού Freud στη χρήση κοκαΐνης εξέθρεψε τον επιδεικτισμό του, αλλά φαίνεται να πίστευε σε πολλά απίθανα πράγματα, όπως, λόγου χάριν, ότι ο αριθμός 29 διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, ότι η σκέψη μπορεί να μεταφερθεί στιγμιαία σε μεγάλες αποστάσεις χωρίς τη μεσολάβηση ηλεκτρικών συσκευών, και άλλα παρόμοια. Αυτό που φαντάζει καθ’ όλα ανεξήγητο είναι ότι κατάφερε να οικοδομήσει μια λατρευτική πίστη η οποία κατέλαβε ολόκληρους τομείς της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας, παρέχοντας αφειδώς εργασία σε γενιές ομοϊδεατών, οι οποίοι χρεώνουν παχυλές αμοιβές, τέσσερις φορές την εβδομάδα, για να παρερμηνεύουν τις ζωές των ασθενών τους.
Η στάση του ίδιου του Freud απέναντι στην ιδέα της εμπειρικής επιβεβαίωσης συνοψίζεται εύσχημα στην απάντηση που έδωσε όταν ερωτήθηκε αν, ύστερα από τριάντα χρόνια θεωρητικών αναζητήσεων, είχε έρθει πλέον η ώρα να πραγματοποιήσει κάποιους πειραματικούς ελέγχους. Αν και παραδέχθηκε ότι η πραγματοποίηση πειραμάτων δεν θα έβλαπτε, ο Freud αποκρίθηκε:
Ο πλούτος των έγκυρων παρατηρήσεων από τις οποίες τεκμαίρονται τα συμπεράσματα αυτά καθιστά περιττή την πειραματική επιβεβαίωσή τους.
Πρόκειται για μια εξόχως ασυνήθιστη θέση, διότι υποδηλώνει ότι τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που αντικρούουν τις «έγκυρες παρατηρήσεις» δεν θα μπορούσαν να λογιστούν πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία. Για να το θέσουμε διαφορετικά, ο κόσμος της ψυχαναλυτικής αλήθειας είναι ανεξάρτητος από τον κόσμο της πειραματικής αλήθειας. Σε αντιδιαστολή με αυτό, δείτε τι λέει επί του θέματος ο διάσημος νομπελίστας φυσικός Richard Feynman:
Δεν έχει σημασία πόσο όμορφη είναι μια εικασία ούτε πόσο ευφυής ή διάσημος είναι εκείνος που τη διατυπώνει- αν η εικασία διαψεύδεται από το πείραμα, τότε είναι εσφαλμένη. Τελεία και παύλα.
***
Ρόμπερτ Τρίβερς - «Η μωρία των ανοήτων»
Πηγή: https://www.o-klooun.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.