H απειλή πυρηνικού ολοκαυτώματος μοιάζει εγγύτατη και ρεαλιστικά τόσο πιθανή όσο ποτέ άλλοτε. Τα ερωτήματα και η απορία που κομίζουν, δύσκολα παρακάμπτονται ή απωθούνται. Γίνεται επιτακτική η ανάγκη να ξανασυλλαβίσουμε το «νόημα» της ζωής και του θανάτου, ακροπατώντας στην κόψη του επισφαλούς.
Με τα κριτήρια (προϋποθέσεις, εμπειρίες) της συνειδητής ζωής, η γέννηση του ανθρώπου είναι ένας θάνατος: Τελειώνει με τη γέννηση, όχι μια φάση, αλλά ένας τρόπος ύπαρξης – το έμβρυο παύει να υπάρχει και παύει βίαια: κόβεται ο λώρος που του μεταγγίζει την ύπαρξη, ξεριζώνεται το έμβρυο από το αγκάλιασμα υπαρκτικής προστασίας που του παρείχε η μήτρα. Δεν «ξέρει» το έμβρυο τίποτα για τη μετά τον θάνατο ζωή, για τον τρόπο της ύπαρξης τον μετά τη γέννηση. Αυτό που υφίσταται είναι ότι, με τη γέννησή του παύει να υπάρχει, και ότι αυτό το υπαρκτικό «τέλος» το βιώνει κάθε έμβρυο απόλυτα μόνο. Η γέννηση είναι γεγονός ολοκληρωτικής μοναχικότητας, ασυντρόφευτη εμπειρία.
Κανένα έμβρυο «δεν γύρισε πίσω» ποτέ, να ξαναγίνει έμβρυο μετά τη γέννησή του, ποτέ δεν επέστρεψε ως βρέφος στα έμβρυα, να τα «πληροφορήσει» ποια θα είναι η υπαρκτική τους πραγματικότητα μετά τη γέννησή τους! Ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή με πλήρη άγνοια και απόλυτη μοναξιά, όπως και φεύγει από τη ζωή με πλήρη άγνοια για τα μετά τον βίο, και απόλυτη μοναξιά.
Στο μεσοδιάστημα ευτυχώς προλαβαίνει να γεννηθεί ως λογικό υποκείμενο «στον τόπο του Αλλου», τόπο της σχέσης, τόπο – τρόπο της κοινωνούμενης εμπειρίας, της γλώσσας και των συμβόλων. Οι πολυμερείς και πολύμορφες δικτυώσεις του γνωστικού τρόπου συναιρούνται αφαιρετικά σε κάποιες θεμελιώδεις (κατά την προφάνεια και αναγωγιμότητα) σταθερές, όπως η σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος, που είναι σχέση-κλειδί για τη σύζευξη της λογικότητας του ανθρώπου με την εμπειρία τού έναντι καθολικού τρόπου, της συμπαντικότητας ως λογικής κοσμιότητας.
Ταυτίζουμε φανατισμένα τη γνώση με μόνη την κατανόηση.
Η ανθρώπινη εμπειρία συγκεφαλαιώνεται τελικά στο απτό (ψηλαφητό) δίλημμα: Αιτιώδης Αρχή του υπάρχειν είναι μια έλλογη ελευθερία αγάπης, έρως εκστατικός (αυθυπερβατικός), δημιουργός και συντηρητής του είναι και των εκπλήξεων του γίγνεσθαι; Ή πρέπει, νοητικά μόνο και άσχετα, να υποθέσουμε την τυφλή αναγκαιότητα σαν άλογη τυχαιότητα και α-νόητη φαινομενικότητα, να συνιστά μοναδική ερμηνεία της καταγωγής του υπάρχειν;
Ξέρουμε από πείρα οι άνθρωποι, πείρα κοινωνούμενη, την απόλυτη άγνοια υπαρκτικής αυτεπίγνωσης που συνοδεύει την εμβρυϊκή μας ζωή. Ξέρουμε και το πώς έρχεται στην ύπαρξη το ανθρώπινο έμβρυο, χάρη σε δεδομένη φυσική δυνατότητα και στη συγκλίνουσα ελευθερία ενός ανδρόγυνου ζεύγους – στην ερωτική συναρπαγή και στη βιολογική εκφραστική της, που είναι η σεξουαλικότητα. Απεριόριστα κλιμακούμενη η σύγκλιση στο ψυχο-σωματικό πεδίο από την όποια κτηνώδη απληστία εγωτικού ηδονισμού (ή και από ωμό βιασμό) ώς την εκ-στατική ολοκληρία της αυθυπερβατικής αγάπης, την πληρωματική ευφροσύνη της συναρπαστικής αμοιβαιότητας. Η ελευθερία του ζευγαριού είναι η άλλη «μήτρα»: αυτή που υποδέχεται το βρέφος όταν εγκαταλείπει την εμβρυϊκή φυσική εξάρτηση, για να γεννηθεί το αυτοσυνείδητο υποκείμενο στην ελευθερία – διακινδύνευση της σχέσης.
Η «αλήθεια» σε εμπειρικό πεδίο (στην Τέχνη, στον έρωτα, στην κοινωνία των σχέσεων) δεν ταυτίζεται με την ορθότητα αντιλήψεων, αλλά χαρίζεται με τη μετοχή στα γιγνωσκόμενα, την αμεσότητα της σχέσης με τα γιγνωσκόμενα. Τα ρήματα κατανοώ, πληροφορούμαι, είμαι ενήμερος παραπέμπουν σε γεγονός διαφορετικό από αυτό στο οποίο παραπέμπει το ρήμα γνωρίζω. Κάποιος που ορφάνεψε, βρέφος ακόμα, από τη μητέρα του, κατανοεί την έκφραση «μητρική αγάπη», αλλά δεν γνωρίζει τη μητρική αγάπη. Οποιος δεν ερωτεύθηκε ποτέ, χαίρεται, θαυμάζει, συγκινείται διαβάζοντας ένα ειδυλλιακό ερωτικό αφήγημα, αλλά αγνοεί την πραγματικότητα του έρωτα. Ενας άθεος ενδέχεται να είναι πληροφορημένος, ενήμερος ότι ο Θεός των Χριστιανών είναι «τριαδικός», αλλά αγνοεί δραματικά τον Θεό της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Σε περιπτώσεις κοινωνιών παρακμής, τα υπουργεία, οι δάσκαλοι, το πολιτικό προσωπικό, οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι έχουν πρώτη έγνοια και στόχο να δασκαλεύουν το κοινό, να διδάσκουν, να «παιδαγωγούν», να κηρύττουν. Καταιγισμός κηρύγματος, και το μέγεθος της άγνοιας εφιαλτικό. Πολιτισμός του cogito, οι άνθρωποι ταυτίζουν φανατισμένα τη γνώση με μόνη την κατανόηση, την αλήθεια με την εντύπωση, την πολιτική με τα «εφφέ».
Γι’ αυτό η κοινωνική παρακμή ακατάσχετη.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.