Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

ΚΑΙ ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΕΠΑΙΖΕ!

Με αγάπη στην γενιά του αδελφού μου που δημιούργησε τις συνθήκες και που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, με τα χρόνια τους συγχώρεσα που δεν με περιμένανε να μεγαλώσω και αρχίσανε μόνοι τους την εξέγερση.

profile image Σπύρος Παπαγιαννόπουλος
Ιδιωτικός υπάλληλος

BRAT_PIKACHU VIA GETTY IMAGES

Δύσκολες εποχές πράγματι, δύσκολα να βρείς μουσικές, δύσκολα να βρείς βιβλία, δύσκολα να βρείς κοπέλα, αρρένων και θηλέων ακόμα τα γυμνάσια, δύσκολα να κυκλοφορήσουν οι πληροφορίες, καρέλια πλακέ δέκα τσιγάρων είχαμε γιά τάμπλετ, ήταν και η εφηβεία που άλλαζε το σώμα μας, τα θέλω μας.
Στο σχολείο που εκτός από μάθημα ήταν και κοινωνική συνεύρεση [εκτός καφετέριας] στα διαλείμματα κουβέντες ή ψίθυροι ανάλογα με το θέμα και τον συνομιλητή, τα νέα έφταναν με χρονοκαθυστέρηση και δυσκολία στη χώρα, ″ρε συ έβγαλαν δίσκο κάποιοι Jethro Tull και παίζουν ροκ με φλάουτα”, ”ρε συ έγινε μια συναυλία woodstock και κολυμπούσανε γυμνοί μου είπαν”, ”ρε συ αφού η Αμερική δεν συνορεύει με το Βιετνάμ γιατί πολεμάνε εκεί;” ″ρε συ μου είπε ένας γνωστός ότι έχουμε χούντα, τι, όλοι την έχουμε; κολλήσαμε;”.
Αργά αργά μαζεύαμε κομματάκια από το παζλ να αχνοφανεί η εικόνα. 'Οπως κάναμε πιό παλιά με τα ‘χαρτάκια’ από τις τσίχλες η τις σοκολάτες…Στο σπίτι σε γενικές γραμμές δεν γινόντουσαν πολιτικές κουβέντες, ακόμα...κι η ζωή τραβούσε την ανηφόρα. Με πίεσαν κάποια στιγμή στο σχολείο να πάω να γραφτώ στους άλκιμους, είχα και το παράστημα, σαν πρόσκοποι είναι μου είπαν αλλά με πιό ωραία στολή, χαλβάδιαζα τις μπότες γιατί δεν είχα ακόμα, με ελβιέλες την έβγαζα, κάποιος από το σπίτι που γνώριζε περισσότερα, δεν θυμάμαι ποιός, μου είπε ”ούτε να το σκέφτεσαι” όπως κι’έγινε, πήγαν περίπατο οι μπότες. Φτηνά την γλύτωσα, έμαθα αργότερα τι ήταν οι άλκιμοι.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν από πολλές πλευρές και αρχική αιτία ήταν ο μεγάλος μου αδελφός που είχε πάει για σπουδές στην Φλωρεντία, εκεί κινήθηκε με κάποια ελευθερία σε σχέση με μένα συν ότι το μυαλό του είχε πήξει ενώ το δικό μου αντιμετώπιζε την εφηβεία.
'Οταν επέστρεφε εορτές και διακοπές έφερνε έναν καινούργιο αέρα, να ξαφνικά τα μακριά μαλλιά,να τα ρούχα τα φευγάτα, να οι δισκάρες, κάτι κουλούς λέμε σαν τους Flock, ή τους Gentle Giant. Ευτυχώς είχα προλάβει πάρτυ στο σπίτι με το γκρουπ του αδελφού μου, είχα πάει στη λούφα σε κυριακάτικα ροκ πρωινά στο Καμέλια και στην Νεράιδα, ήξερα ήδη τους Poll τους Socrates και πολλούς άλλους,στο ραδιόφωνο.

YOUT TUBEsocrates drank the conium

Από τον αμερικάνικο σταθμό είχα ακούσει Cream, Led Zeppelin, Steppenwolf, είχα Pink Floyd σε κασέτα, αλλά αλλοιώς είναι η κασέτα που σου έγραψαν από το να κρατάς τον δίσκο στα χέρια σου. Θυμάμαι τότε που ζούσαμε στην Τζέντα της Σ.Αραβίας, δώδεκα χρονών ήμουνα όταν έφεραν οι δικοί μου στο σπίτι τον δίσκο των The Mamas and The Pappas και έπαθα έναν κεραυνοβόλο έρωτα και με την μουσική αλλά κυρίως με την Michelle Phillips ξαπλωμένη στην μπανιέρα, τι εξώφυλλο!.. 
'Ηρθε και φώλιασε λοιπόν το ροκ με την τότε ανατρεπτική του κουλτούρα, μαζί κι ο διακαής πόθος να ακούσουμε περισσότερα, να μάθουμε περισσότερα να βρούμε διαφορετικά βιβλία ή να δούμε ταινίες που μας είχαν περιγράψει ψιθυριστά Woodstock, Easy Rider, Zabriskie Point, Φράουλες και αίμα, γυρισμένες το 69-70, τα σκοτεινά χρόνια της Ελλάδας που τίποτα τέτοιο δεν έφτανε εδώ.. όμως έστω κι έτσι, σαν φήμες αποτέλεσαν ένα μικρό εφαλτήριο για αλλαγή πλεύσης και νοοτροπίας καθώς τροφοδοτούσαν την φαντασία και την περιέργεια.

BETTMANN VIA GETTY IMAGES

Τα πράγματα άλλαζαν στην χώρα, οι ψίθυροι δυναμώναν, κάποιες πληροφορίες ταξιδεύαν πιά ως εμάς από τους φοιτητές ή άλλους μαθητές, μεγαλώναμε, ρωτάγαμε κρυφά να μάθουμε όχι μόνο για μουσικές αλλά και τι είναι τα ΕΑΤ - ΕΣΑ και η Γυάρος...
Κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια μου μιά μπροσούρα του ΠΑΚ που είχε φέρει ο ‘μαλλιάς’ στα μουλωχτά από την Ιταλία σε ένα ταξίδι του που μίλαγε για άλλα πράγματα καινούργια γιά μένα. Πέρα από τον φυσιολογικό μιμιτισμό προς τους μεγαλύτερους, πραγματικά οι πληροφορίες έπεσαν σαν κεραυνός και με ταρακούνησαν. 'Αρχισα να ψυλλιάζομαι ότι κάτι τρέχει, ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας και να αναρωτιέμαι, πως μπορώ να μάθω περισσότερα, τι μπορώ να κάνω, με ποιούς να μιλήσω στο σχολείο, με τι τρόπο να αντιδράσουμε στην χούντα που δεν ήταν αρρώστια που κολλήσαμε τελικά [ή ίσως και να ήταν]... 
Κάπως πληροφορημένο λοιπόν με βρήκαν οι αλλαγές που συντελούνταν, πρώτα με τα γεγονότα της Νομικής όπου και άρχισα να στήνω στο μυαλό μου στιγμές ηρωισμού και επανάστασης, ήθελα να πάρω μέρος, παλληκαράκι αμούστακο, να συγκρουστώ με αυτά τα ΕΑΤ ΕΣΑ ότι και να ήταν, παρέα με τους φίλους μου να αλλάζαμε τον κόσμο, ίσως να γνώριζα και τον έρωτα της ζωής μου σε αυτήν την αναμπουμπούλα καθώς θα ορμούσα να σώσω την Δουλτσινέα από τους καταραμένους ανεμόμυλους με τις στολές.
Ακούστηκε ξανά ο Μπιθικώτσης από κάπου, τα απαγορευμένα του Μίκη και θυμήθηκα πάλι την Τζέντα, όπου οι Ελληνες εργάτες και υπάλληλοι της αρχιρόδον μέναμε σε δύο πολυκατοικίες η μία δίπλα στην άλλη και στις ταράτσες είχαμε φτιάξει μία υποτυπώδη λέσχη με τσάγια, καφέδες και κόκα κόλες, αλκοόλ απαγορευμένο, εκεί μαζευόντουσαν το βράδυ μετά την δουλειά οι μεγάλοι και έψαχναν στο ραδιόφωνο την ντόιτσε βέλε ή άλλους σταθμούς να μάθουν νέα από την πατρίδα η να ακούσουν κανένα λαϊκό όσο οι πιτσιρικάδες παίζαμε αμέριμνοι combat, ότι είχαμε δεί την προηγουμένη στην Αραβική τηλεόραση υπό τους ήχους του ”βράχο βράχο τον καημό μου” κι αν και δεν ένοιωθα τον νόστο των μεγάλων αυτό το τραγούδι είχε καρφωθεί στο μυαλό μου..Και μου μίλησε όταν το ξανάκουσα μετά από καιρό εκείνες τις μέρες καθώς πλησίαζε η εξέγερση του Πολυτεχνείου.

YOUTUBEχούντα

Οι φήμες δυναμώναν, οι πληροφορίες περισσότερες. Στο σχολείο έσκαγε ένα υπόγειο κύμα, το ένοιωθες, η ατμόσφαιρα βαριά και ηλεκτρισμένη, στο σπίτι ένοιωθα την ανησυχία. Μαζεύαμε πληροφορίες και από άλλα σχολεία. Και έγινε η κατάληψη και μαζεύτηκε κόσμος πολύς, φοιτητές, μαθητές, οικοδόμοι, κόσμος και ντουνιάς και την επομένη άρχισε ο ραδιοφωνικός σταθμός να μεταδίδει.Ρίγη. Στο σπίτι το ραδιόφωνο στην κουζίνα που κρατούσε συντροφιά στην μητέρα μου καθημερινά όσο ετοίμαζε τις λιχουδιές της είχε κολλήσει στον σταθμό του πολυτεχνείου.
Στο σχολείο πριν κλείσει με απαγορευτικό συναθροίσεων κανονίσαμε μερικοί φίλοι να βρεθούμε κρυφά από τους γονείς μας και να πάμε στο πολυτεχνείο. Μαθαίναμε πως και από άλλα σχολεία ετοίμαζαν ανάλογες κινήσεις. Μας έτρωγε η περιέργεια, κτυπούσαν οι ορμόνες,να πάμε να βοηθήσουμε. Κάτι που δεν έμελλε να συμβεί. Η Μίτσα η μητέρα μου γάτα μεγάλη με πήρε χαμπάρι από νωρίς, μόλις γύρισα από το σχολείο η πόρτα αμπάρωσε, κλειδωθήκαμε στο σπίτι για δυό μέρες τα δυό μας, ο πατέρας έλειπε ταξείδι για δουλειές στο Αργοστόλι, είχε απαγορευτικό απόπλου για μένα.. Βάλαμε την τηλεόραση, ότι μάθουμε κι από κεί και το ραδιόφωνο έπαιζε συνέχεια και δεν ήξερα αν κάποιος από τους φίλους μου κατάφερε να πάει τελικά και δεν θα γνώριζα και την Δουλτσινέα μου. Ευτυχώς μετά από χρόνια έμαθα πως όλοι οι πολιτικοί όλων των κομμάτων, όλοι οι μετέπειτα βουλευτές μα όλοι είχαν βρεθεί εκείνο το βράδυ μέσα στο Πολυτεχνείο, έτσι παρηγορήθηκα που εγώ δεν κατάφερα να πάω και το έφερα βαρέως....και το ραδιόφωνο έπαιζε και καθόμουνα σε κάρβουνα αναμμένα εγώ η ντροπή της εξέγερσης.

YOUTUBEΡαδιόφωνο Πολυτεχνείο

Τα νέα ήταν ζόρικα, μας τηλεφωνούσαν διάφοροι, στον κύκλο των γονιών μου υπήρχαν αξιωματικοί και μας προειδοποιούσαν, μην κυκλοφορείτε, και φτάσαμε στην αποφράδα νύκτα της εισβολής του τανκ..η φωνή του Παπαχρήστου ένα τραγικό έπος, είχα συγκλονιστεί, δακρύσαμε με την Μίτσα, δεν ξέραμε τι να πρωτοβάλουμε με το νου μας, έξω βουβαμάρα, δεν ακουγόταν κιχ στην γειτονιά, άυπνοι σχεδόν την περάσαμε την βραδιά, αμίλητοι από ένα σημείο και μετά. Επιτέλους ξημέρωσε και ήρθε το φως να διώξει τον φόβο, να έρθουν τα μαντάτα. Τετέλεσται. Η τάξις απεκαταστάθη. Αχ βρε μάνα, μου στέρησες τις δάφνες, η πόρτα ξεκλείδωσε, ξεχύθηκα στους δρόμους. Ανάσανα.
Πήγα κατευθείαν στον κολλητό μου τον Μάκη,έλα πάμε του λέω, πάμε πάνω στο πολυτεχνείο, πάμε να δούμε τι έγινε. 'Ισως κάτι να χρειάζονται ακόμα. Είχαμε ακούσει για πυροβολισμούς για νεκρούς για το τανκ που πέρασε πάνω από την πύλη. Είδαμε εικόνες. Μπουκάραμε στο λεωφορείο χωρίς άλλη σκέψη και φτάσαμε στο Σύνταγμα. ”Ρε ξέρεις που είναι το Πολυτεχνείο;” με ρωτάει ο Μάκης, ”πως δεν ξέρω ρε” του απαντάω, λες και είχα ξαναπάει, ακολούθα. Και φτάσαμε στα Προπύλαια. ”Να, εδώ στο πλάι είναι” του λέω. Θυμόμουνα κάτι κάγκελα στον πλαινό δρόμο, στη Ρήγα Φεραίου, μοιάζανε με τις φωτογραφίες που είχα δεί από το Πολυτεχνείο. 'Ολα άθικτα. Ούτε συνθήματα, ούτε τρύπες από σφαίρες, ούτε γκρεμισμένη πόρτα, ούτε σμπαράλια, όλα στην θέση τους λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό. Βρε τους κερατάδες πότε πρόλαβαν και τα έφτιαξαν όλα.. και ποιόν να ρωτήσεις, σάμπως ξέραμε τι καπνό φουμάρει ο καθε περαστικός;
Η ατμόσφαιρα βαριά σαν σε κηδεία. Σκυθρωποί περνούσαν από δίπλα μας οι λιγοστοί που κυκλοφορούσαν με το βλέμμα χαμηλωμένο. Δεν θυμάμαι πως και ποιός μας έλυσε την απορία, δεν βρισκόμασταν στο Πολυτεχνείο, έπρεπε να κατέβουμε την Πανεπιστημίου προς την Ομόνοια κι εκεί να στρίψουμε δεξιά στην Πατησίων. Και ξεκινήσαμε.

YOUTUBEΠολυτεχνείο

'Οσο πλησιάζαμε προς την Ομόνοια τα πράγματα αγριεύανε. Λίγο πριν φτάσουμε στην συμβολή με την Πατησίων μας κυκλώσαν 5-6 αστυνομικοί. Φωνές σπρωξίδια, που πάτε;Τι γυρεύετε εδώ; Τα χάσαμε, δεν ξέραμε τι να πούμε, που πηγαίναμε αλήθεια πρωί πρωί, φροντιστήριο, μπιλιάρδο, που; Κάτι πήγαμε να τραυλίσουμε δεν προλάβαμε, αρχίσαν τα βρισίδια, φάγαμε και κάτι ελαφρές με τα γκλοπ στην πλάτη, μας σπρώξαν προς τον σταθμό της Ομόνοιας. Ζαλισμένοι διασχίζαμε την Πατησίων να βρεθούμε απέναντι στις σκάλες για το τρένο. Αργοπορούσα επίτηδες με τα μάτια προς το Πολυτεχνείο μήπως και διακρίνω κάτι έστω και από αυτή την απόσταση. Και τότε άνοιξε η γη.

YOUTUBETank

Η Πατησίων άδεια μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα, ακούστηκε ένα μακρινό τρίξιμο μετάλλων, η γη έτρεμε, έσκασε ένα καπνογόνο που έκοψε την Πατησίων στα δύο, ο ήχος εκκωφαντικός μας έσπασε τ’αυτιά, ερπύστριες, και ξεπρόβαλε αργά και βασανιστικά το μεταλλικό τέρας που έστριψε από κάποιον δρόμο στο ύψος της Σολωμού περίπου και βγήκε στην Πατησίων, πρώτα είδα το κανόνι να ξεπροβάλλει από τον πυκνό καπνό και μετά ολόκληρο το τανκ που ερχόταν προς την Ομόνοια, προς εμάς, η μάχη των Αρδεννών ολοζώντανη μπροστά μου, όλα έγιναν γκρίζα,για δευτερόλεπτα παρακολουθούσαμε παγωμένοι, σοκ και δέος, το μυαλό ξαναπήρε στροφές μετά το πάγωμα, έπρεπε να βαδίσουμε, έπρεπε να φτάσουμε στο πεζοδρόμιο απέναντι, πέντε-έξι βήματα μας χώριζαν από τις σκάλες, να κατεβούμε να πάρουμε το τρένο. Μόλις πατήσαμε στο απέναντι πεζοδρόμιο να το deja vu, όχι των Crosby Stills Nash & Young αν και θα ήταν ιδανική υπόκρουση αν ήταν ταινία,αλλά δεν ήταν ταινία, μας κύκλωσε άλλη ομάδα αστυνομικών, ”που πάτε ρε κωλόπαιδα,τι γυρεύετε εδώ;” να τα γκλοπ πάλι στην πλάτη μας, βρήκαμε άνοιγμα και τρέξαμε στις σκάλες, κατεβήκαμε στο σταθμό. Ηταν φίσκα στον κόσμο, τα τρένα περνούσαν και δεν σταματούσαν. Τότε από όλες τις εισόδους του σταθμού μας έριξαν καπνογόνα, δακρυγόνα κι ότι άλλο κουβαλούσαν, μας έπνιξαν αλλά ποιός να βγεί επάνω, περίμενε η αστυνομία.. Φωνές και απελπισία..τέσσερα-πέντε τρένα μετά ευτυχώς κάποιο σταμάτησε κι ο κόσμος όρμηξε να φύγει να γλυτώσει, αραιώσαμε, πλησιάσαμε τις αποβάθρες και εμείς με την ελπίδα να προλάβουμε να μπούμε στο επόμενο τρένο που θα σταματούσε, πνιγόμασταν όμως ακόμα.
Κάποια στιγμή καταφέραμε να μπουκάρουμε κι’εμείς και να φύγουμε επιτέλους.. φτάσαμε στην Καλλιθέα με κομμένη την ανάσα, τα πνευμόνια να καίνε, τα μάτια πεταμένα έξω κατακόκκινα, που να πάμε σπίτι έτσι, περπατήσαμε ως το πάρκο, σε μιά οικοδομή δίπλα βρήκαμε μιά βρύση να πιούμε επιτέλους νερό να φύγει η κάπνα από μέσα μας, να ρίξουμε στα μάτια μας που τσούζαν, και πέσαμε εξαντλημένοι στο γρασίδι να συνέλθουμε. Ανάψαμε ένα τσιγάρο από το τάμπλετ, η τρομάρα άρχισε να υποχωρεί, συνήλθαμε, η λογική επέστρεψε στο μυαλό μας αλλά η εικόνα του τανκ ανεξίτηλη. Ακόμα είναι. Γύρισα στο σπίτι, είχα μιά δικαιολογία έτοιμη αν με ρωτούσε η Μίτσα πού ήμουν. Δεν ρώτησε, μόνο ένα σκέτο ”να σου ζεστάνω, θα φας;”. Το ραδιόφωνο δεν έπαιζε. Επέστρεψα αλλά δεν ήμουνα πιά ο ίδιος νεαρός που είχε φύγει πρωί πρωί από το σπίτι... 

ΥΓ. Με αγάπη στην γενιά του αδελφού μου που δημιούργησε τις συνθήκες και που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, με τα χρόνια τους συγχώρεσα που δεν με περιμένανε να μεγαλώσω και αρχίσανε μόνοι τους την εξέγερση. Με αγάπη στους εκατοντάδες Παπαχρήστους που δεν εξαργύρωσαν τον αγώνα τους,σε όσους έφεραν ήθος στις ζωές μας. Και τέλος με αγάπη στον φίλο μου Vi Em από την Κύπρο που βρέθηκε μέσα στην καρδιά των γεγονότων και μου τα διηγήθηκε σε μία ωραία συνάντηση. Λίγο αργότερα θα βρισκόταν και στην πρώτη γραμμή να πολεμά τον Αττίλα….]

Πηγή: https://www.huffingtonpost.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.