Γράφει η Μαίρη Βαβουράκη //
Προσωπικά, όποτε σκέφτομαι καλοκαίρι το μυαλό μου τρέχει στον Αύγουστο. Δεν ξέρω γιατί αυτός ο μήνας μοιάζει να είναι ο μοναδικός του θέρους. Σα να πυκνώνεται εδώ, όλη η ουσία του καλοκαιριού, κάθε καλοκαιρινό νόημα, κάθε τι που αφορά το καλοκαίρι. Ίσως να φταίει που είναι ο μήνας των διακοπών. Οι σύγχρονοι άνθρωποι των πόλεων, τον έχουν αποδεσμεύσει από κάθε έννοια εργασίας και γι’ αυτό τον αγαπούν. Οι μέρες του είναι ένα μόνιμο πανηγύρι, μια γιορτή φωτισμένη από ήλιο και λουσμένη με θάλασσα. Ίσως, πάλι, επειδή «ο Αύγουστος πατάει στην άκρη του χειμώνα» όπως έλεγαν οι παλιοί, οι άνθρωποι συνειδητοποιούν με τον ερχομό του πως το καλοκαίρι πλησιάζει στο τέλος του κι έτσι, αρπάζονται από πάνω του και τον αγκαλιάζουν με όλη τους τη δύναμη, για να τον χορτάσουν, να ρουφήξουν όλους τους χυμούς του, να ποτίσουν με αυτόν μέχρι και το τελευταίο τους κύτταρο, ώστε να κρατήσουν την ανάμνηση του σαν φυλακτό για το χειμώνα που έρχεται…
Στο άκουσμα της λέξης «Αύγουστος» η σκέψη μου δεν ταξίδεψε ποτέ σε σταφύλια, καρπούζια και θάλασσες. Συνειρμικά, ο νους μου πήγαινε σε κάτι καλοκαιρινά μεσημέρια που ξάπλωνα αγκαλιά μ’ ένα βιβλίο (την καλύβα του μπάρμπα Θωμά, την Πολυάννα και την ακτινοβολία της αγάπης, τις μικρές κυρίες, την αρχαία μυθολογία…) πάνω σε φρεσκοπλυμένα σεντόνια και ταξίδευα παρέα με τα τραγούδια των τζιτζικιών…
Όταν έκλεινα το βιβλίο και τα μάτια, άκουγα μόνο τα τζιτζίκια να τραγουδούν όλα μαζί ακατάπαυστα κρυμμένα πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων. Να τραγουδούν, για να φέρουν το καλοκαίρι, να τραγουδούν για τον έρωτα που κάνει τρέλες, την αγάπη που, αν δεν τη φροντίσεις, δεν κρατά για πάντα, για τη νιότη που δε στέκεται, αλλά γλιστρά μέσα από τα χέρια κι εμείς δεν το καταλαβαίνουμε, επειδή είμαστε πολύ απασχολημένοι με άλλα πράγματα…
Αν δε μ’ έπαιρνε ο ύπνος, η σκέψη έφευγε μόνη της και χωρίς να μπορώ να τη συγκρατήσω έπαιζε κι εκείνη με τη φιλενάδα της τη φαντασία. Ο άνεμος του καλοκαιριού γινόταν ένα αμούστακο αγόρι που έτρεχε στις κοιλάδες, τα βουνά, σε πόλεις και χωριά… στροβίλιζε φύλλα και σκουπιδάκια, τάραζε τα νερά, ανακάτευε χτενισμένα μαλλιά, σήκωνε φουστάνια, μετακινούσε πράγματα από τη θέση τους κι έστηνε ένα τρελό χορό, κάτω από το φωτεινό του ήλιου και το γαλάζιο τ’ ουρανού. Τότε, όλα, έμψυχα και άψυχα, ήθελαν δεν ήθελαν, χόρευαν μαζί του. Εκεί, κατά το μεσημεράκι σκεφτόμουν το αγόρι, αποκαμωμένο από τα γέλια και τις σκανταλιές, να τρυπώνει στις φυλλωσιές των δέντρων και να ξαπλώνει πάνω στα κλαδιά ,κουνώντας με τις λαχανιασμένες του ανάσες τα φύλλα που βρίσκονταν πάνω τους. Κι ενώ το αγόρι ετοιμαζόταν να κοιμηθεί, άκουγε το τραγούδι του τζίτζικα που χαλάρωνε, τραγουδώντας, στο διπλανό κλαδί και κάπως έτσι έδιωχνε άπραγο το Μορφέα που είχε έρθει μέχρι εκεί ,για να το πάρει (άλλωστε τα παιδιά , ποτέ, δεν κοιμούνται τα μεσημέρια) και άρχιζε τις κουβέντες με το τζιτζίκι, που πάντα είναι πρόθυμο για συζήτηση.
Ο καλοκαιρινός σκανταλιάρης Άνεμος μάθαινε, λοιπόν, στην κάψα του μεσημεριού, πως το έντομο που φλυαρούσε δίπλα του ήταν κάποτε άνθρωπος. Τιθωνό τον έλεγαν και είχε πατέρα το Λαομέδοντα, το βασιλιά της Τροίας, μάνα του τη Στρυμώ, την κόρη του ποταμού και αδερφό τον Πρίαμο. Ήταν πολύ όμορφος νέος και γι’ αυτό η ροδοδάχτυλη Αυγή, η αδερφή του Ήλιου και της Σελήνης, που σκορπίζει κάθε πρωί με το τέθριππο άρμα της την πρωινή δροσούλα, τον είδε, τον ερωτεύτηκε και τον απήγαγε. Τόσο πολύ τον αγαπούσε που ζήτησε από το Δία να τον κάνει αθάνατο. Εκείνος, αφού του έδωσε ως αντάλλαγμα τον Γανυμήδη, δέχτηκε, μα η Θεά ξέχασε, εκτός από την αθανασία να ζητήσει για τον Τιθωνό και την αιώνια νιότη κι έτσι , αν και τον τάιζε με αμβροσία και τον φρόντιζε όσο μπορούσε ο αγαπημένος της άρχισε να γερνάει ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά του και να ζαρώνει το δέρμα του. Όσο παραπάνω ζούσε, μιας και ήταν αθάνατος, τόσο πιο πολύ ζάρωνε και μάζευε. Μόνο η φωνή του παρέμενε γλυκιά και νεανική. Στο τέλος, η Αυγή, που ως Θεά ήταν πάντα νέα φρέσκια και όμορφη, δεν μπορούσε να τον βλέπει. Έτσι, η Θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο, σ’ ένα τζίτζικα- τέττιγα που φλυαρεί μεν με τη γλυκιά φωνή του, αλλά είναι ανίκανος για νεανική δράση…
Δεν ξέρω, αν ,στη φαντασία μου, η ιστορία του τζίτζικα είχε εντυπωσιάσει τον νεαρό καλοκαιρινό άνεμο, αλλά ξέρω πως από τότε που την είπε σε μένα δεν μπόρεσα να την ξεχάσω. Το λυπόμουν το καημένο το τζιτζίκι που είχε γίνει το σύμβολο του τεμπέλη και του καλοπερασάκια, ενώ στην πραγματικότητα, με τη στάση ζωής του προσπαθεί να βρει κι αυτό μια θέση στον ήλιο. Επιβιώνει προσπαθώντας να μη σκέφτεται το ζαρωμένο του σώμα, χρησιμοποιώντας τη νεανική του φωνή, για να κάνει τη ζωή του ανεκτή και πιο ευχάριστη. Αυτό θα έπρεπε να συμβολίζει, σ’ έναν κόσμο που κυριαρχεί η απληστία και ο φθόνος. Την προσπάθεια του κάθε όντος να επιβιώσει με ό, τι διαθέτει…
Κάπου κάπου σκέφτομαι και τον Αίσωπο και φοβάμαι πως μας εξαπάτησε. Προέβαλε στη σκέψη μας το εργατικό μυρμήγκι και καταδίκασε τον τεμπέλη τζίτζικα που αντί να συσσωρεύει τροφή χαιρόταν τον ήλιο και την ομορφιά του καλοκαιριού. Μας παρότρυνε με το μύθο του να μοιάσουμε στο μυρμήγκι, να εργαζόμαστε αδιάκοπα και ν’ αποθηκεύουμε, για να έχουμε αύριο που θα τα χρειαστούμε. Με αυτή την ιδέα ποτιστήκαμε μικροί- μεγάλοι και χωρίς να έχουμε εμπιστοσύνη στην επόμενη μέρα, με σύντροφο το φόβο μας για το αύριο, αρχίσαμε να μαζεύουμε να μαζεύουμε να μαζεύουμε… δε μας πείραζε που έφευγαν οι εποχές, χωρίς ν’ αντιλαμβανόμαστε την αλλαγή τους, δε μας ενδιέφερε που χάναμε τους φίλους, τα νιάτα και τη ζωή μας, χωρίς να έχουμε να θυμόμαστε τίποτα από αυτά. Το μόνο που είχαμε κατά νου ήταν πώς ν’ αυξήσουμε τα κεκτημένα μας, με όποιο τρόπο, με δουλειά, με κλεψιά, με απάτη, με συκοφαντίες, με δολοπλοκίες, με φωτιές, με πλημμύρες…
Ο Αίσωπος παρέλειψε να μας πει πως το μυρμήγκι μπορεί να εργαζόταν όλο το καλοκαίρι, για να μαζέψει την τροφή του, αλλά τη στιγμή που θα καθόταν να ξεκουραστεί και ν’ απολαύσει τους κόπους του, κάποιο πόδι ανθρώπου ή ζώου, ίσως, το συνέθλιβε στο διάβα του ή ίσως, διέλυε ολόκληρη τη φωλιά του. Δεν έθιξε κανείς αυτή την εκδοχή κι έτσι πιαστήκαμε εξαπίνης, όταν εκεί που είχαμε συσσωρεύσει τους κόπους μιας ζωής ήρθε η οικονομική κρίση και άρχισαν να μας τα παίρνουν μέσα από τα χέρια μας, με διάφορους τρόπους. Κι όταν ατενίσαμε άδειες αποθήκες προσπαθήσαμε να βρούμε φίλους στη ζωή μας, για να πούμε τη στενοχώρια μας, μα μόνο καχυποψία και φόβο συναντήσαμε, προσπαθήσαμε να βρούμε νιάτα στο σώμα, για να αρχίσουμε να χτίζουμε από την αρχή, μα μόνο κούραση είχε μείνει, προσπαθήσαμε να θυμηθούμε κάτι ευχάριστο από τη ζωή μας, μα μόνο κάτι σκοτεινά γραφεία θυμόμασταν, άθλιες συνθήκες εργασίας και συνεργασίας και υπερωρίες που υπομέναμε μόνο και μόνο, για ν’ αποκτήσουμε όλα αυτά που τώρα μας πήραν και δεν τα ‘χουμε πια. Ή ο Αίσωπος, λοιπόν, δε μας τα είπε καλά ή εμείς τα καταλάβαμε λάθος…
Ο φετινός Αύγουστος ήρθε πατώντας πάνω σε αποκαΐδια. Κάποια «μυρμήγκια» έκαψαν το σπίτι του τζίτζικα, γιατί δεν άντεχαν το τραγούδι του και σκόρπισαν το πένθος και τη θλίψη… Εύχομαι να μάθουμε να συνδυάζουμε τις ζωές του μέρμηγκα και του τζίτζικα… να μάθουμε να εργαζόμαστε (όσο χρειάζεται) τραγουδώντας. Να μην καίμε ο ένας το σπίτι του άλλου, για να βρούμε χαρά, ευτυχία , ασφάλεια…
Ήρθαμε εδώ , για να ζήσουμε όσο ζήσουμε, εφοδιασμένοι με όσα χρειαζόμαστε . Ας μην ψάχνουμε τα παραπάνω. Στην απλότητα βρίσκεται η ευτυχία και την απλότητα επιλέγουν να θυμούνται οι άνθρωποι. Τα πολλά και περίπλοκα τους μπερδεύουν. Ας τραγουδήσουμε τη ζωή σε απλούς στίχους, δυνατά και με όρεξη, και ποιος ξέρει, ίσως, με το παράδειγμα μας, κάνουμε κι εμείς σε κάποιον νέο τέτοια εντύπωση που, χρόνια αργότερα, όταν θα φέρνει στο νου του τον Αύγουστο, εκτός από τη μυρωδιά των φρεσκοπλυμένων σεντονιών, να θυμάται και το δικό μας τραγούδι.
Καλό και ειρηνικό μήνα!!
Ηράκλειο, Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018
Πηγή: https://www.fractalart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.