Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ!



Το παρόν κείμενον αφορά εις έναν άνθρωπον, ο οποίος αποτελεί ένα μοναδικόν φαινόμενον της Ιστορικής Ζωής, έναν Ιστορικόν Σταθμόν, ένα υπό της Μοίρας Ιδρυμένον Ορόσημον.
Αφορά εις τον Μέγιστον των Φιλοσόφων και τον Κάλλιστον των ανθρώπων. Εις Τον ΣΩΚΡΑΤΗΝ και εις την Εποχήν του.
Τον άνθρωπον του οποίου η πνευματική παρουσία επηρέασε και θα επηρεάζη τους ανθρώπους και τους Πολιτισμούς όλης της Γής μέσα εις τον Χρόνον.
Κάθε άνθρωπος, ιχνηλατών τον εαυτόν του, ημπορεί να ανακαλύψη την φωτεινήν εστίαν την οποίαν τόσον καθαρά ανεκάλυψεν ο Σωκράτης, να γίνη άξιος οικοδόμος του εσωτερικού του κόσμου και να βαδίση τον δρόμον τον οποίον πρώτος εχάραξε και εβάδισεν ο Διδάσκαλος.

Τον Δρόμον του ΓΝΩΘΙ Σ’ΑΥΤΟΝ.
Όταν αγαπητοί μου φίλοι μιλάμε για τον Σωκράτην, άνθρωπον ο οποίος έζησε και έδρασεν εις ωρισμένην εποχήν, εις το βάθος μιλάμε ΠΕΡΑΝ του Σωκράτους και της Εποχής του. Μιλάμε για τον ενδεδειγμένον τρόπον, με τον οποίον καλείται και θα καλείται πάντοτε ο άνθρωπος να αντιμετωπίζη τα καίρια προβλήματά του, εκείνα με τα οποία πραγματώνεται η ουσία της πνευματικής του φύσεως.
Ο Σωκράτης εγεννήθη εις τας Αθήνας το 469 π.Χ.Ο πατήρ του ωνομάζετο Σωφρονίσκος, ήτο γλύπτης αγαλματοποιός και προήρχετο από έντιμον οικογένειαν ήτο δε φίλος του, υιού του Αριστείδου, Λυσιμάχου.
Η μητέρα του ωνομάζετο Φαιναρέτη και ήτο μαία. Σύζηγον είχε την Ξανθίπην η οποία του έδωκε τρείς υιούς. Κατά την νεότητά του εδιδάχθη από τον πατέρα του την γλυπτικήν ότε και εφιλοτέχνησεν μεταξύ των άλλων και τα ευρισκόμενα τότε, κατά τον Παυσανίαν, εις την Ακρόπολην τρία αγάλματα τα οποία παρίσταναν τις Τρείς Χάριτες.
Την εποχήν εκείνην επεκράτη η στροφή προς τις Μαθηματικές και τις Φυσικές Επιστήμες και ο Σωκράτης εδειδάχθη Μαθηματικά και Φυσικήν από τους Αναξαγόραν και Αρχέλαον, μεγάλους και φωτεινούς θετικούς επιστήμονας, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα εις την πρόοδον των επιστημών και των εφευρέσεων. Ο ίδιος ο Σωκράτης όμως, παρ’όλον γνώστης, ουδέποτε εδίδαξε τις επιστήμες αυτές.Τον 5ον π.Χ αιώνα αι Αθήναι επαρουσίαζαν μίαν ακμήν εις την ποίησιν λόγων και έργων, εις την φιλοσοφίαν, εις τις τέχνες, εις τις επιστήμες, εις την πολιτικήν σκέψιν και δράσιν. Το 480 π.Χ εγεννήθη ο Ευρυπίδης, ο Σοφοκλής έφηβος τότε έλαβε μέρος εις τας εορταστικάς εκδηλώσεις δια την νίκην των Ελλήνων εις την Σαλαμίναν, ενώ ο Αισχύλος ανήκεν εις την τάξιν των Ηρώων οι οποίοι έστησαν το τρόπαιον του Μαραθώνος, δια το οποίον ο επιγραμματοποιός Σιμωνίδης ο Κείος αναφέρει:
Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι, χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.
Ο Αισχύλος ήτο τόσον υπερήφανος που ως στρτιώτης συμμετήχεν εις την νικηφόρον αυτή μάχην των Ελλήνων εις το Μαραθώνιον Άλσος ώστε ο μέγας αυτός τραγοδοποιός εις το επιτύμβιον απίγραμμά του, δεν αναφέρεται εις τις τραγωδίες του αλλά φαίνεται ότι αναπηδά και εδώ από την ψυχήν του το όραμα του Μαραθώνος, το οποίον επιθυμεί να συνοδεύη την μνήμην του εις τους αιώνας.
«Άλκην δ’ευδόκιμον Μαραθώνιον Άλσος, αν είποι και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος». Δηλ. δια την γενναιότητά του, έχει να διηγήται το Άλσος του μαραθώνος και ο Μήδος με την μακράν χαίτην, ο οποίος καλά την εγνώρισεν. Την εποχήν αυτήν μεσουρανούσε και το άστρο του μεγαλυτέρου γλύπτου και Αγαλματοποιού όλων των εποχών, του ΦΕΙΔΙΟΥ, ο οποίος με τον ευφυή και χαρισματικόν Μηχανικόν Ικτίνον και τους Αρχιτέκτονας Καρπίονα και Καλλικράτην, εδημιούργησαν το κάλλιστον των ανθρωπίνων δημιουργημάτων τον ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ τα έτη 448-439 π.Χ. 
Ο Φειδίας, ο σοφός λιθουργός κατ’ Αριστοτέλην, πολυμερέστατος και μεγαλοφυής, με τα θαυματουργά του χέρια, εσμήλευσε τα αετώματα, την ζωφόρον του Παρθενώνος, η οποία αναπαριστά την Πομπήν των Παναθηναίων της οποίας ένα τμήμα κατέστρεψεν και το άλλο ήρπασεν ο «πολιτισμένος Άγγλος Έλγιν» και το λατρευτικόν άγαλμα της Θεάς Αθηνάς, το οποίον έστεκεν εις το Άδυτον και εκόσμη τον Ναόν της Παλλάδος Θεάς. 
Ο Ικτίνος, βαθύς γνώστης των μαθηματικών και της μηχανικής, εδημιούργησεν έναν Παρθενώνα Αντισεισμικόν, ο οποίος ίσταται Ορθός και Μεγαλοπρεπής 2500 έτη παρά τους ισχυρούς σεισμούς που τον έπληξαν και τις κακουχίες που του επροξένησαν ο χρόνος και κυρίως οι άνθρωποι.
Εις την Πολιτικήν Σκέψιν και Δράσιν, πρωταγωνιστούν, μεγάλες πολιτικοστρατιωτικές προσωπικότητες. Πρόκειται για τον Στρατηγόν και Νικητήν του Μαραθώνος ΜΙΛΤΙΑΔΗΝ, ο οποίος έδωκεν ηχηρόν ράπισμα εις τον Πέρσην εισβολέα και ανέκοψε την κατακτητικήν του πορείαν. Αυτός τον οποίον το Αθηναϊκόν Κράτος, «ως ευχαριστώ» τον έσυρεν τραυματίαν επί κλήνης εις το δικαστήριον, τον καταδίκασε και τον ενέκλεισεν εις το δεσμοτήριον όπου και απέθανεν από γάγκραιναν, όπως ιστορεί ο Ηρόδοτος. «Σαπέντος του μηρού τελευτάν».
Πρόκειται για τον ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΝ, την μεγάλην Πολιτικοστρατιωτικήν προσωπικότητα, νικητήν της Σαλαμίνος,ο οποίος εστέρησε δια παντός από τους Βαρβάρους την δυνατότητα να κατακτήσουν την Ευρώπην. Είναι γνωστός ο Παιάν των Σαλαμινομάχων τον οποίον διέσωσεν ο Αισχύλος: Ώ παίδες Ελλήνων Ίτε, ελευθερούτε Πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη θήκας προγόνων. Νύν υπερ πάντων Αγών.Τον Θεμιστοκλήν, ο Αθηναϊκός όχλος τον ηνάγκασεν εις εξορία, όπου και ηυτοκτόνησεν.
Πρόκειται για τον ΚΙΜΩΝΑ (υιόν του Μιλτιάδου), ο οποίος εμπνευσμένος από τους ιερείς επιστήμονας των Ιερών και των Μαντείων, εφήρμοσε τις αρχές της Γεωπολιτικής, συμφώνως προς τις οποίες λαμβάνεται υπ’όψιν η γεωγραφική θέσις της Χώρας εις την χάραξιν της εσωτερικής και κυρίως της εξωτερικής πολιτικής. Ο Κίμων υπήρξεν αήττητος εις όλες τις μάχες κατά των Βαρβάρων, η δε Εκκλησία του Δήμου τον ετίμησεν ιδιαιτέρως με τρείς στεφάνους και ανήγρειρε προς τιμήν του τρείς Ερμαϊκές Στήλες. Μία πράξις η οποία τιμά την Εκκλησίαν του Δήμου της εποχής εκείνης.
Πρόκειται για τον Δίκαιον ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΝ, τον μαχητήν και του Μαραθώνος και της Σαλαμίνος. Και αυτός υπέστη τον εξωστρακισμόν, παρ’όλον φιλαθήναιος και δίκαιος.
Πρόκειται για τον ΠΕΡΙΚΛΗΝ, τον Πολιτικόν ο οποίος έφερεν εις αρμονίαν το Κράτος με το άτομον, του οποίου το όνομα συνδέεται με τον Χρυσούν Αιώνα των Αθηνών, με την Κραταιάν Αθηναϊκήν Συμμαχίαν και με τον Πελοποννησιακόν Πόλεμον. Κατά τον οξυδερκήν Θουκκυδίδην, το Πολίτευμα επί διακυβερνήσεως των Αθηνών από τον Περικλήν, εγένετο λόγω μεν Δημοκρατία, έργω δε, η υπο του Πρώτου Ανδρός Αρχή.
Τέλος,την εποχήν αυτήν εις την Φιλοσοφίαν, ανατέλει και λάμπει φωτεινόν και ανέσπερον το άστρον του ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ.
Είναι η εποχή κατά την οποίαν η Αθήνα υπήρξεν ο στίβος όπου, συνεζητήθησαν, ανεπτήχθησαν και ευρήκαν την έκφρασίν των, τα σπουδαιότερα Πνευματικά Κινήματα τα οποία προϋποθέτουν την Στροφήν προς τον Άνθρωπον. Ο περίφημος Χορός της Αντιγόνης του Σοφοκλέους αρχίζει με την γνωστήν αποφθεγματικήν απόφανσιν: Πολλά τα δεινά, κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει….» Και εις τον Περίφημον επίσης Επιτάφιον του Περικλέους, τον οποίον εξεφώνησεν εις το Δίπυλον εκεί όπου ευρίσκεται και το Δημόσιον Σήμα, χαρακτηριστική είναι η φράσις: « ανδρών γαρ επιφανών πάσα γή τάφος».
Ο άνθρωπος αυτός του Σοφοκλέους και του Περικλέους, είναι ο Εσωτερικός, ο Πνευματικός Άνθρωπος, αυτός, τον οποίον θα αγωνισθή εις όλην την ζωήν του ο Σωκράτης να αποκαλύψη, να θεμελιώση και να οικοδομήση, προσφέρων εις τον Αγώνα αυτόν θυσίαν και αυτήν την ζωήν του.
Σεβαστοί μου αναγνώστες, με τον μέγιστον σεβασμόν που του αρμόζει, παρουσιάζομεν εδώ, τον ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΝ, όπως με κόπον και στοχασμόν κατωρθώσαμε να κατανοήσωμε το μεγαλείον του, από την μελέτην των άλλων και κυρίως την μελέτην των Πηγών. Προς τούτο πιστεύω, ότι και η Εποχή μας ημπορεί να ωφεληθή από την επαφήν της με Αυτόν, ο οποίος επροσδιώρισε την Πνευματικήν Πορείαν του Ανθρώπου. Ο Σωκράτης ήτο βαθέως επηρεασμένος από τις Ορφικές και τις Πυθαγόρειες Ιδέες, ότι η ψυχή του ανθρώπου έχει Θεϊκήν Αποστολήν και ότι τα πάντα εις τον κόσμον διέπονται εκ τελικών αιτίων. Θα λέγαμεν δηλαδή ότι η Σκέψις του εχαρακτηρίζετο ως τελολογική. Επίστευεν εις τον ακριβή προσδιορισμόν του ανθρώπου, απ’όπου θα προκύψη και ο σκοπός της ζωής του, άρα και η αρετή αυτού, δηλαδή ο ορθός τρόπος ζωής του. Είναι γνωστόν ότι ο Σωκράτης ουδέν έγραψεν ο ίδιος, μοναδικόν έργον του, έργον ζωής, το οποίον, όπως υποστηρίζη εις την Πλατωνικήν Απολογίαν, το είδεν ως Εντολήν του Θεού, ήτο ο έλεγχος πρώτον του εαυτού του και μετά των άλλων. Με αυτόν τον έλεγχον επεδίωκεν, με φωτεινόν παράδειγμα τον Θεόν, παντού και πάντοτε να γίνεται το σωστόν. Ο έλεγχος αυτός ο οποίος άγρυπνος τον συνοδεύει πάντοτε, οιστρηλατείται από ένα ιδανικόν. Να κάμη τον άνθρωπον να ερευνά την συνείδησίν του προβάλλων προς τούτο την Ενδοσκόπησιν.
Με όπλα δε την Ειρωνείαν, την Μαιευτικήν και την Διαλεκτικήν, προέτρεπεν ο Διδάσκαλος τον συνομιλητήν του εις το Σκάπτε Ένδον ώστε να καταλήξη εις το ΓΝΩΘΙ Σ’ΑΥΤΟΝ, το οποίον θα του προσδώση την αυτοκυριαρχίαν, απαραίτητον εις τον άνθρωπον. Και όπως υποστηρίζη εις την Πλατωνικήν Απολογίαν, οδηγός του εις το πραγματικά δύσκολον αυτό έργον ήτο ένα ΦΩΣ, το οποίον ανεπήδησεν εις την συνείδησίν του, αφού είχεν αποκτήσει το Γνωθι Σ’αυτόν και το οποίον του υπαγόρευεν και την βαθείαν του Πίστιν προς τον Θεόν, του οποίου Θεού άλλωστε, πάντοτε αφ’ότου απέκτησεν ο ίδιος τον Αυτοέλεγχον, διησθάνετο εις κάθε βήμα του, εις κάθε εκδήλωσίν του την Παρουσίαν. Είχεν αποκτήσει δηλαδή την συνείδησιν της υπάρξεως του Ενός και Μόναδικού Θεού.
Ο Σωκράτης, όπως και ο Ξενοφάνης, επίστευεν εις την ΜΙΑΝ ΘΕΟΤΗΤΑ, περί της οποίας μνημονεύει εις την Πλατωνικήν Πολιτείαν: <<Το Θείον τοιούτον και τοσούτον εστίν, ώσθ’άμα πάντα οράν και πάντα ακούειν και πανταχού παρείναι και άμα πάντων επιμελείσθαι».
Και μπορεί να θεωρηθή τουλάχιστον, ως γραφικός ο κωμωδός Αριστοφάνης, ο οποίος δαπνεόμενος από άκρατον υπέρ Συντηρητισμόν, εις τις Νεφέλες και εις τις Όρνιθες, το 432 π.Χ, έχει ως στόχον τον Διδάσκαλον, αποκαλών αυτόν «άθεον και μη πειθαρχούντα εις τους Νόμους της Πατρίδος, συνέπεια των οποίων θα έπρεπεν να είναι η πυρπόλησις του Φροντιστηρίου του Διδασκάλου και μέσα εις τις φλόγες ο θάνατος του ιδίου και των μαθητών του». Βεβαίως την απάντησιν επ’αυτών την έδωσεν εις τον Αριστοφάνην ο Πλάτων με τον πλέον ενδεδειγμένον αλλά και καυστικόν τρόπον. Ενοχλεί τον Αριστοφάνην ο Σωκράτης, ο οποίος ενσαρκώνει τις ιδέες των Εκλεκτικών Θετικών Επιστημόνων, του Διογένους του Απολλωνιάτου, του Αναξαγόρου και άλλων Ιώνων φιλοσόφων. Ενοχλούν τον Αριστοφάνην οι Επιστήμες, ΤΟ ΝΕΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο οποίος πραγματώνει το πνεύμα αυτό. Και είναι απορίας άξιον πώς ένας άνθρωπος σαν τον Αριστοφάνην, προσβλέπων μάλλον εις ίδια οφέλη από την σάτυράν του αυτήν, να μην λάβη υπ’όψιν την λύπην την οποίαν επροξένησεν εις τον Διδάσκαλον εξ αιτίας αυτού του εμπαιγμού, και επιπλέον τις μοιραίες επιπτώσεις οι οποίες υπήρξαν, όπως τονίζη ο Πλάτων εις την «Απολογίαν». Αυτή η συμπεριφορά του Αριστοφάνους καταδεικνύει ότι πολλοί τότε δεν είχαν κατανοήσει το βαθύτερον νόημα του <<Γνώθι σ’αυτόν», δεν είχαν κατανοήσει το Κύριον Έργον του Διδασκάλου. Δηλαδή να αποκαλύπτη εις τον συζητητή του την ψευδή αυτοπεποίθησιν επάνω εις την οποίαν εστήριζε την ζωήν και την δράσιν του. Να του αποδεικνύει ότι δεν γνωρίζει τον εαυτόν του και να τον καλή να ενστερνισθή την αλήθειαν και επάνω εις αυτήν και μόνον να στηρίζη την ζωήν του. Όποιος όμως μελετήσει την ζωήν και το έργον του Διδασκάλου, βλέπει ότι από τις Νεφέλες του Αριστοφάνους, απουσιάζει παντελώς ο πραγματικός Σωκράτης. Και ευτυχώς δια την αλήθειαν, που υπήρξαν αυτοί οι οποίοι με πραγματικά και αδιάσειστα στοιχεία έσβυσαν και εξηφάνισαν μίαν προς μίαν όλες τις ψευδείς εικόνες, τις οποίες οι φανατικοί κατήγοροί του εδημιούργησαν για τον Διδάσκαλον. 
Ο Πλάτων, ο Ξενοφών και ο Αριστοτέλης, μας παρέχουν τα πραγματικά στοιχεία για την ζωήν και το έργον του Διδασκάλου. Πηγήν επίσης αποτελούν όλοι οι Σωκρατικοί (Κυνικοί, Μεγαρικοί, Κυρηναϊκοί, οι οπαδοί της Σχολής της Ήλιδος, της Σχολής της Ερετρίας, ακόμη και οι Σκεπτικοί). 
Όλοι αυτοί εικονίζουν δια των ζωηροτάτων χρωμάτων τον Σωκράτην ως άνθρωπον πρακτικόν και σοφόν. Τοσούτον ήτο ευσεβής, λέγει ο Ξενοφών περί αυτού,ώστε ουδέν ουδέποτε έκαμεν άνευ της συμβουλής των Θεών. Τοσούτον δίκαιος ώστε ουδένα ηδίκησεν ουδέ κατ’ελάχιστον. Αλλά τοσούτον ήτο κύριος του εαυτού του, ώστε ουδέποτε προετίμησε το ευάρεστον από το καλόν. Τόσον συνετός ώστε ουδέποτε επλανήθη εις την διάκρισιν του καλού από του κακού. Έν τινι λόγω ο Σωκράτης ήτο Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ και ευτυχέστατος άνθρωπος όστις ηδύνατο να υπάρξη. Αλλά ό,τι παρέχει εις το πρόσωπον αυτού ιδιαιτέραν παραστατικότητα, είναι η εν αυτώ αρμομική μίξις όλων των φυσικών τελειοτήτων αι οποίαι αναβιβάζουν τον σοφόν Αθηναίον εις θαυμαστόν ύψος, υπεράνω πάσης ανθρωπίνης αδυναμίας. Διακρίνεται δια την λεπτοτάτην γενικήν αυτού μόρφωσιν και δια τον Αττικόν Πολιτισμόν του. 
Ο Σωκράτης είναι πράος και ήσυχος, είναι το τελειότατον πρότυπον των ανθηρών εκείνων χρόνων της Αθηναϊκής Πολιτείας. Ο Ξενοφών εμαθήτευσε πλησίον του Σωκράτους. Υπήρξε περιώνυμος Αθηναίος Στρατηγός και πολυγραφώτατος Ιστορικός. Όταν επληροφορήθη την θανάτωσιν του Σωκράτους, ευρίσκετο εις πορείαν προς Τραπεζούντα επικεφαλής του Στρατεύματος των Μυρίων, το οποίον επολέμησεν υπέρ του Κύρου. Ωργισμένος για την άδικον θανάτωσιν του Διδασκάλου ηρνήθη να επιστρέψη εις τας Αθήνας,και οι Δημοκράται Αθηναίοι εις αντίποινα του εδήμευσαν την περιουσίαν. Ο Γάλλος φιλόσοφος και Ιστορικός Μπρούνσβιγκ εις το έργον του la progress de la conscience (Η Πρόοδος της συνειδήσεως), χαρακτηρίζει τα απομνημονεύματα του Ξενοφώντος ως «κανονικήν ληξιαρχικήν πράξιν εις τον Δυτικόν κόσμον, δια την γέννησιν της συνειδήσεως….με την πρόκλησιν προς αυτογνωσίαν, η οποία με αύθαρτον σφραγίδα εσφράγισε την πορείαν του Πολιτισμού. Και για τον Σωκράτην αναφέρει, ότι θα μείνη πάντοτε δια τους ερευνητάς, ένα αίνηγμα προς λύσιν, επάνω εις το οποίον δεν θα ειπωθή ποτέ η τελευταία λέξις. Η σπουδαιοτέρα όμως πηγή είναι ο Πλάτων, ο οποίος δια μιαν δεκαετίαν (408-399 π.Χ) εστάθη ο αγαπημένος μαθητής του Διδασκάλου. Επειδή ο Πλάτων υπέστη ευθύς εξ’αρχής την γοητείαν την οποίαν ήσκη ο Διδάσκαλος και επειδή ο γοητευμένος μαθητής ήτο και ο ίδιος φιλόσοφος, ώστε ευκόλως να συλλαμβάνη το βάθος του Σωκρατικού Λόγου, οι πληροφορίες αυτού για την ζωήν του Σωκράτους, είναι κατά κανόνα ακριβείς. Με τους Διαλόγους του «Κρίτων, Φαίδων, Ίων, Λάχις, Ευθύδημος, Χαρμίδης, το πρώτον βιβλίον της Πολιτείας, οι δύο Ιππίαι μείζων και ελλάσσων, Πρωταγόρας, Γοργίας», παρουσιάζει ο Πλάτων εις τον κόσμον ο οποίος τον ηδίκησεν, τον Μέγαν Διδάσκαλον, τον Σωκράτην. Η «Απολογία», την οποίαν διέσωσεν ο πρόκριτος των μαθητών του, είναι το μόνον εκ των έργων του Πλάτωνος, το οποίον δεν φέρει μορφήν διαλόγου αλλ’είναι λόγος δικανικός ο οποίος συγχρόνως περιέχει εγκώμιον υπέρ αυτού του Σωκράτους και προσέτι δίδει συμβουλάς και νουθεσίας προς τους Αθηναίους αλλά και προς τους δικαστάς. Άπασα δε η αρχαιότης παραδέχεται αυτήν ως γνήσιον έργον του Πλάτωνος.
Ο Αριστοτέλης ο πατήρ του Ορθολογισμού και ο θεμελιωτής της καταφατικής θεολογίας, εις το έργον του «Μετά τα Φυσικά», αναφέρει πως ο Σωκράτης εξήταζε τις Ηθικές Αρετές και πρώτος ανεζήτη τον καθολικόν ορισμόν των. « Συλλογίζεσθαι γαρ εζήτη, αρχήν δε των συλλογισμών,το τί εστίν.» Και ότι, εκτός από θεμελιωτής της Ηθικής Φιλοσοφίας, μας έδωκε και δύο σπουδαία Μεθοδικά Όπλα με καθολικήν αξίαν. Τους Επαγωγικούς Συλλογισμούς και τον Ορισμόν.
Ο Διδάσκαλος από την φύσιν οδηγούμενος εστράφη αποκλειστικώς και μόνον εις τον Άνθρωπον, οδηγός του δε υπήρξε το Δελφικόν Παράγγελμα ΓΝΩΘΙ Σ’ΑΥΤΟΝ και αφορμή εστάθη ο χρησμός τον οποίον έδωκε το Δελφικόν Μαντείον εις τον φίλον και μαθητήν του Χαιρεφώντα, ο οποίος Χρησμός εβοήθησε τον Σωκράτην, να συλλάβη καθαρότερον το περιεχόμενον του έργου του και να το θεωρήση ως αποστολήν ζωής. 
Ο Χαιρεφών «πολύ σφοδρός εφ’ότι ορμήσειεν….», ηρώτησε την Πυθίαν, αν υπάρχη άνθρωπος σοφώτερος του Σωκράτους, και «ανείλεν ουν Πυθία μηδένα σοφώτερον Σωκράτους είναι». Ο Σωκράτης εξ αιτίας του χρησμού αυτού, προχωρεί εις τον αυτοέλεγχον, εις την αυτογνωσίαν δια να καταλήξη εις το συμπέρασμα ότι ουδέν εγνώριζεν. «Έν οίδα ότι ουδέν οίδα» και ότι η αποστολή του πλέον είχε σκοπόν να ελέγχη και τους άλλους και να τους προτρέπη ώστε να αποκτήσουν την αυτογνωσίαν. Αφού συνεζήτησε με ανθρώπους όλων των επαγγελμάτων μορφωμένους και όχι, αντελήφθη ότι ουδείς ήτο σοφός. Η γνώμη αυτή για τους άλλους την οποίαν απέκτησεν ο Διδάσκαλος, εις το βάθος ήτο απόρροια της πίστεώς του ότι Μόνον ο Θεός είναι σοφός, ο δε άνθρωπος μόνον φίλος της σοφίας ημπορεί να είναι. Το «ώσπερ ουκ οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι», αποδεικνύει ότι η αυτογνωσία εις την οποίαν καταλήγει ο Σωκράτης, είναι αυτή αύτη η συνείδησις εις την κορυφαίαν ποιότητά της, είναι αυτή η οποία του προσδίδει μιαν διαφορετικήν ποιότητα ανθρώπου εις σύγκρισιν με τους άλλους ανθρώπους. Και επί πλέον η έκκλησις του Διδασκάλου προς τους συνομιλητάς του, στοχαζόμενοι την αλήθεια, να αποκτήσουν τον αυτοέλεγχον ως λογικά όντα, και έτσι να ενεργούν εις την ζωήν των, αποτελεί την Πεμπτουσίαν και το Βάθος της Πνευματικής Προσφοράς του προς την ανθρωπότητα, του τότε, του τώρα και του μέλλοντος. Αυτό εσφράγισεν όλην την ζωήν του και αυτό τον ωδήγησεν εις εις το κώνειον, όπως χαρακτηριστικώς αναπτύσσει ο Πλάτων εις την «Απολογίαν». Ο Σωκράτης κάθε ημέραν παρευρίσκετο εις τους Δημοσίους Χώρους της Πόλεως, εις την Αγοράν, εις τα γυμναστήρια, εις τις παλαίστρες, εις το Λύκειον, όπου συνεζήτει διά παντός είδους θέματα με τους συνανθρώπους του και με τις συζητήσεις αυτές διδάσκει και διδάσκεται, με την πίστην ότι ο λόγος του θα εύρη απήχησιν, κυρίως εις τους νέους,από τους οποίους, όπως επίστευεν, εξαρτάται το μέλλον της πόλεως και διαχρονικώς το μέλλον του ανθρώπου.
Ο Σωκράτης έχει πίστιν εις τον Άνθρωπον και πιστεύει επίσης ότι ο κάθε άνθρωπος έχει την ικανότητα να παιδεύη ΑΥΤΟΣ ΕΑΥΤΟΝ και να υψώνεται εις αυτόνομον πρόσωπον και ότι για τα πολύτιμα αυτά έργα έχει τον Νούν. Πιστεύει ότι Ουδείς εκών άκων, διότι αφού ο άνθρωπος έχη νούν έχει και την αγάπην για το Καλόν. Πιστεύει ο Σωκράτης ότι η ΑΡΕΤΗ είναι Επιστήμη, δηλ.είναι ΓΝΩΣΙΣ, και ως τοιαύτη είναι ΜΙΑ. Και επιπροσθέτως, η ιδία η γνώσις, επιζητεί να εύρη τους όρους υπό τους οποίους είναι δυνατόν να νοηθή, το Είναι, η Επιστήμη, ο Κόσμος και η Ηθική Βούλησις. Εις δε την Γνώσιν υπάρχει έν δεδομένον σημείον εις το οποίον πρέπει απαραιτήτως να συγκλίνουν οι άνθρωποι, το ΑΓΑΘΟΝ, το οποίον κατά τον Διδάσκαλον δεν είναι σχετικόν αλλά ΑΠΟΛΥΤΟΝ. 
Ο Σωκράτης απεκάλυψεν εις τους συγχρόνους του έναν κόσμον νέον, έναν κόσμον όπου η Αρετή και η Γνώσις ταυτίζονται. Έναν κόσμον όπου Κυβερνήτης είναι ο Νούς, έναν κόσμον ό οποίος εξακολουθεί να είναι πολύ Νέος δια τους ανθρώπους, διότι ζητεί την ριζικήν μεταστροφήν της ψυχής την οποίαν ο άνθρωπος ασπάζεται δυσκόλως. Πιστεύει και διδάσκει ο Διδάσκαλος:Η αρετή, ως γνώσις που είναι, σημαίνει ότι είναι και διδακτή. Αυτό πρέπει να πιστεύη κάθε άνθρωπος, λέγει ο Σωκράτης, διότι χωρίς την πίστην αυτήν, είναι αδιανόητος και κατ’ακολουθίαν παύει να είναι κατανοητόν και το Έργον του Διδασκάλου, ο οποίος ηνάλωσε όλην την ζωήν του ακριβώς ως Διδάσκαλος της Αρετής. Και εις την απολογίαν του εις την Ηλιαίαν, αυτό υποστηρίζει και έχων πλήρη συναίσθησιν της Θείας αποστολής του ως Μύστου, απευθυνόμενος προς τους Ηλιαστάς δεν δέχεται αθώωσίν του χωρίς να του επιτρέπεται εις το εξής να διδάσκη. Προτρέπει αδιακόπτως τους συνομιλητάς του, να ανακαλύψουν μόνοι των την Αρετήν, ώστε να ημπορέσουν να αναμορφωθούν, να ανακαλύψουν δηλαδή τον κοινόν δεσμόν ο οποίος τους ενώνει με τους άλλους ανθρώπους και να ζήσουν εις αρμονικήν σχέσιν μεταξύ της πνευματικής των ουσίας και των σχέσεων και πράξεών των.
Εάν αγαπητοί μου αναγνώσται εξετάσωμεν αυτό το «ώσπερ ούκ οίδα ουδέ οίομαι οιδέναι», δηλαδή αυτή την Σωκρατικήν Αυτογνωσίαν, θα διαπιστώσωμεν ότι εις το πραγματικόν Γνώθι σ’αυτόν φθάνει κάποιος όταν με άγρυπνον προσοχήν και με στερεάν και στοχαστικήν λογικήν διάκρισιν, έχη την δύναμιν να απορρίπτη τα εσφαλμένα και παραπλανητικά και να δέχεται μόνον τα ουσιώδη και αληθή.
Η Αυτογνωσία προϋποθέτει την αυτοκυριαρχίαν, την κυβέρνησιν δηλονότι του ανθρώπου από την αλήθειαν. Είναι η φροντίς του ανθρώπου προς επίτευξιν της ΕΥΠΡΑΞΙΑΣ, η οποία συνοδεύει τον Διδάσκαλον εις την ζωήν του. Με αυτήν την φροντίδα αντιμετωπίζει με παρησσίαν και θάρρος τα αποφασιστικά γεγονότα και λύει τα δραματικά προβλήματα της ζωής. Αυτή η Ευπραξία οιστρηλατεί τον Διδάσκαλον εις τον έλεγχον του εαυτού του αλλά και των άλλων και εις την έρευναν και την πραγμάτωσιν του δικαίου,του καλού, του αγαθού. Δια τον Σωκράτην, η Ευπραξία καθιστά τον άνθρωπον υπεύθυνον ρυθμιστήν της διαγωγής του εις τρόπον ώστε όταν ο άνθρωπος φθάση εις το ύψος της Ευπραξίας, ελεύθερος και αυτόνομος, αυτουργός της ζωής του, τότε με τον καλύτερον τρόπον αποκαλύπτει το Θεϊκόν που έχει εντός του. Αυτό συμβαίνει διότι επιτελεί έργον Θεϊκόν αφού ενεργή, όσον βέβαια του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, ως Θεός δημιουργός του ιδικού του κόσμου, κατά τρόπον ανάλογον με τον Μέγαν Δημιουργόν του Σύμπαντος τον Θεόν του οποίου εκτελεί ορθώς την εντολήν, την οποίαν απέθεσεν ο Παντοκράτωρ εις την πνευματικήν ανθρωπίνην φύσιν του.
Τον Σωκράτην η διδασκαλία δεν τον ημπόδισε και η άσκησις της φιλοσοφίας δεν τον απεμάκρυνεν από την ενεργόν συμμετοχήν του εις την ζωήν της Πόλεώς του. Υπήρξε γενναίος στρατιώτης και ως οπλίτης επολέμησε με σθένος υπέρ της Πατρίδος του. Έλαβε μέρος εις την εκστρατείαν της Ποτιδαίας το 422-429 π.Χ, εις το Δήλιον το 424π.Χ, όπου επέδειξεν αξιοθαύμαστον θάρρος κατά την οπισθοχώρησιν των Αθηναίων, εις την μάχην της Αμφιπόλεως το 422π.Χ, όπου υπήρξεν ανδρείος πολεμιστής. Ήσκησε και πολιτικά αξιώματα, όπως εις την φοβεράν δίκην των Στρατηγών το 406 π.Χ, όπου ήτο Επιστάτης (δηλ.Πρόεδρος των Πρυτάνεων) και όπου δεν εδίστασε να πάρη θέσιν αντίθετον εκείνης του εξαγριωμένου όχλου, ο οποίος απαιτούσε τον θάνατον όλων των Στρατηγών, οι οποίοι είχαν κερδίσει την μεγάλην ναυμαχίαν εις τας Αργινούσας. Οι Στρατηγοί κατεδικάσθησαν τελικώς, χωρίς όμως την ιδικήν του ψήφον.Το ίδιον και όταν επί τριάκοντα τυράννων διετάχθη να μεταβή με άλλους τέσσαρας εις την Σαλαμίνα και να συλλάβουν τον Λέοντα τον Σαλαμίνιον «ίνα αποθάνοι»,ο Σωκράτης δεν υπήκουσε. Διαβάζομεν εις την Πλατωνικήν Απολογίαν «Επειδή εκ της Θόλου εξήλθομεν, οι μεν τέσσαρες, ώχοντο εις Σαλαμίνα και ήγαγον Λέοντα, εγώ δε ωχόμην απιών οίκαδε».
Ο Σωκράτης ημπορεί να περιγραφή επίσης, ως το τελειότατον πρότυπον των ανθηρών εκείνων χρόνων των Αθηνών, αφού είναι πράος και ήσυχος και υπόδειγμα των γνησίων αρετών. Πολιτικώς ετάσσετο υπέρ εκείνου του πολιτεύματος, εις το οποίον την εξουσίσν την ασκεί μία Εκλεκτή Μειοψηφία. Κατά την διάρκειαν δε της τριακονταετούς περίπου διδασκαλίας του, από τον έλεγχόν του δεν διέφυγον και ωρισμένοι θεσμοί του ισχύοντος τότε πολιτεύματος, όπως η εκλογή των αρχόντων με κλήρον. Διότι κατ’αυτόν μόνον οι πεπαιδευμένοι και ικανοί άνθρωποι, οι έχοντες Γνώσιν, έχουν το δικαίωμα να διέπουν τα της Πόλεως, πράγμα το οποίον ίσχυεν περισσότερον εις το Σπαρτιατικόν Πολίτευμα το οποίον και μεταξύ των δύο επροτίμα. Οι θέσεις αυτές αλλά και οι σχέσεις του μετά των τότε αρχηγών του Ολιγαρχικού Πολιτεύματος Κριτίου, Αλκιβιάδου κ.λ.π, εδημιούργησαν ολίγον κατ’ολίγον δυσμένειαν και πρόσφορον έδαφος ώστε να κατασυκοφαντήται, πράγμα όμως το οποίον αντιμετώπιζε με ψυχραιμίαν ο Διδάσκαλος. Δια τον Σωκράτην το πρώτον και κύριον, όπως αναφέρεται εις την Πλατωνικήν Πολιτείαν ήτο «Μηδέν άδικον, μήδ’ανόσιον εργάζεσθαι».
Αυτό επίσης προσπαθεί να εμφυσήση ο Διδάσκαλος εις τους νέους, τους οποίους μάλιστα προτρέπει με έναν ιδιαίτερον και μοναδικόν τρόπον να αγαπούν την Πατρίδα των, δίδοντάς τους αυτή την πολύτιμον συμβουλήν:
«Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων, τιμιώτερον εστίν η Πατρίς και σεμνώτερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά Θεοίς και παρ’ανθρώποις τοις νούν έχουσιν……».
Ο Σωκράτης με την ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ, δηλ. την ταύτισιν της συνειδήσεως με τον εαυτόν του, την οποίαν ήσκησεν εις όλην την ζωήν του, με αυτήν αντιμετώπισεν και τις δραματικές ώρες της δίκης του, τις ημέρες του Δεσμωτηρίου και την ώραν που έλαβε το κώνειον και απέθανεν το 399 π.Χ.
Απονία Αθηναίων, βιασθείς πιείν κώνειον, απέθανεν. Αυτήν την επιγραμματικήν φράσιν αφιερώνει ο Σουίδας εις τον Σωκράτην. Με αυτήν και δίδει και κρίνει το ιστορικόν γεγονός.
Η διατύπωσις της κατηγορίας κατά του Σωκράτους, από τους Άνυτον, Λύκωνα και Μέλητον, ότι τάχα ο Σωκράτης «αδικεί, ούς μεν η Πόλις νομίζει Θεούς ου νομίζων, έτερα δε κοινά δαιμόνια εισηγούμενος, αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων, άρα τίμημα θάνατος», ήτο τυπική χωρίς οι κατήγοροι να έχουν πραγματικά δεδομένα και γεγονότα να την στηρίζουν. Και είναι αλήθεια τραγική ειρωνεία πώς, ο άνθρωπος ο οποίος εμίλαγε χωρίς να κουράζεται για το Αγαθόν, ο άνθρωπος ο οποίος ήτο πλήρης αισιοδοξίας και πίστεως εις τον άνθρωπον, ο άνθρωπος ο οποίος προσέφερε την πιο πλουσίαν και καθαράν πηγήν δια την τεραστίαν πνευματικήν επίδρασιν, την οποίαν η ζωή και το έργον του εσημείωσαν εις την Πολιτιστικήν Πορείαν του ανθρώπου, αυτός ο άνθρωπος να καταδικασθή και να λάβη, ως ανταμοιβήν όλων αυτών, το κώνειον το πικρόν.
Ο Σωκράτης, τόσον εμπρός εις τους δικαστάς κατά την δίκην του, όσον κατά τις ημέρες του δεσμωτηρίου και κυρίως κατά την τελευταίαν ημέραν της ζωής του, δεν είναι ο σοφός των Κυνικών και των Στωικών.
Είναι ένα άτομον υπερυψωμένον, βεβαίως, εις την Κορυφήν της Πνευματικής του Πυραμίδος, το οποίον όμως μένει έως το τέλος πρόσωπον ανθρώπου και όχι υπερανθρώπου. Ως Μέγας Μύστης, παραμένει έως το τέλος Ορθολογιστής, μέσα εις όλον τον Μυστικισμόν του, αλλά πάντοτε είχε την συναίσθησιν ότι ήτο απεσταλμένος του Μεγάλου και Μοναδικού Θεού, δια να διδάξη εις τους ανθρώπους την Αυτογνωσίαν.
Η Απολογία είναι ο τελευταίος Λόγος του Διδασκάλου και επίσης είναι και η τελευταία διδασκαλία του προς τους Αθηναίους και κυρίως προς τους προσφιλείς του νέους, η οποία είναι έντονος και μεγαλοπρεπής, καθώς ήτο όλη η ζωή του. Απέθανεν όπως ακριβώς αρμόζει εις τον πραγματικόν Μύστην, για τον οποίον ο θάνατος είναι μία απλή στιγμή της ζωής ομοία με όλες τις άλλες. Έτσι με τον θάνατόν του ο Διδάσκαλος μετέβαλεν εις αστείρευτον εστίαν ηθικού φωτός τον τρόπον με τον οποίον εγκατέλειψε την πρόσκαιρον ζωήν και μετέβη, όπως υπεστήριζεν, εις μίαν άλλην καλλιτέραν και πληρεστέραν. Και με αυτόν τον τρόπον που αντιμετώπισε τον θάνατον, θα ασκήση ο Διδασκαλος την τεραστίαν επίδρασίν του εις τους μεταγενεστέρους.
Δυστυχώς δεν επρόφθασεν ο Σωκράτης να οργανώση μέχρι τέλους αυτόν τον ιδικόν του καθαρόν πνευματικόν κόσμον. Δεν τον άφησε να ζήση προς τούτο περισσότερον, η εμπάθεια, η μσαλλοδοξία ωρισμένων συμπολιτών του και τέλος η σαθρά Διοίκησις του Αθηναϊκού Κράτους.
Επρόφθασεν όμως, εις τα τελευταία δέκα έτη της ζωής του, να κερδίση την μεγάλην εφηβικήν ψυχήν του Πλάτωνος, προς όφελος της Πολιτικοπνευματικής οικοδομήσεως, την οποίαν είχεν ανάγκην η ζωή της εποχής του. Ο Διδάσκαλος ενέβαλεν εις τον έφηβον ζώσαν την συνείδησιν του Δελφικού Προστάγματος Γνώθι σ’αυτόν και ο Πλάτων …Έγνω εαυτόν. Και παραμένει μοναδικόν παράδειγμα εις την ιστορίαν των ανθρώπων, η απόλυτος προσέλκυσις του μαθητού προς τον Μέγαν Διδάσκαλόν του. Τέτοια ώστε να του χαρίζη όλους τους πνευματικούς θησαυρούς του, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολον να διακρίνη κάποιος, εις το έργον του Πλάτωνος, πού τελειώνει ο Σωκράτης και πού αρχίζει ο Πλάτων. Το δικαστικόν έγκλημα του 399 π.Χ είναι ένα συναρπαστικόν γεγονός εις την ζωήν του Πλάτωνος, ώστε εις την 7ην Επιστολήν του τονίζει: Το Πολιτικόν Άγος της Σωκρατικής καταδίκης, ΕΜΙΑΝΕ την κατά το έτος 403 π.Χ υπάρχουσαν Δημοκρατίαν. Διότι ο Σωκράτης υπήρξεν ο προσφιλέστερος άνθρωπος του καιρού του και ο ιδεώδης Αθηναίος πολίτης. Νομοταγής, φιλαΑθήναιος και αδέκαστος, γενναίος και κρατερός στρατιώτης, ο οποίος εξετέλεσε παντού όπου ετάχθη υπό της Πόλεως, ευόρκως το καθήκον του. Η Πλατωνική « Απολογία» είναι μια θεμελιωμένη απεικόνισις του Διδασκάλου με σκοπόν να αποκαταστήση και να απαθανατήση την Τιμήν και την Προσωπικότητά του. Και εις τον Πλατωνικόν «Κτίτωνα», παρουσιάζεται η απροφάσιστος υποταγή του Μεγάλου Κατδίκου εις τα καλεύσματα των νόμων της Πατρίδος του. Ο Σωκράτης, Δικαστής των δικαστών και του λαού ο οποίος δια κακαδικίας τον κατεδίκασε, δεν υποτάσσεται εις τους ανθρώπους, αλλά εις τον Δεσπότην Νόμον, ο οποίος του είναι τόσον Ιερός όσον και η Πατρίς και προπάντων εις τον Θεόν, του οποίου άλλωστε διεσθάνεται την παρουσίαν, όπως συχνά ετόνιζεν.
Περαίνων ο Διδάσκαλος την Απολογίαν του εις την Ηλιαίαν, απεχαιρέτησε τους δικαστάς ως εξής: «Έφθασεν η ώρα ώ άνδρες δικασταί, εγώ να οδηγηθώ πρός τον θάνατον και σείς προς την ζωήν. Αλλά έχετε διερωτηθή ώ άνδρες Αθηναίοι, ποίος οδεύει προς το καλλίτερον, εγώ ή σεις; Σας διαβεβαιώ ότι αυτό το γνωρίζει μόνον ο Θεός, ο οποίος ως πάνσοφος είναι ικανός να γνωρίζη». Ο αποχαιρετισμός αυτός του Διδασκάλου,παραπέμπει εις το κεντρικόν μήνυμα της Σωκρατικής Διδασκαλίας περί ψυχής, την οποίαν 450 έτη αργότερον επανέλαβεν ο ΙΗΣΟΥΣ ο Γαλλιλαίος ο υιός του Θεού. Ο Θεάνθρωπος Ιησούς ο οποίος, όπως ιστορεί εις το Ευαγγέλιόν του ο μαθητής του Ευαγγελιστής Ιωάννης, όταν είδε τους δύο Έλληνας κατά την ώραν της διδασκαλίας του να πλησιάζουν, ανεφώνησεν εις τα Ελληνικά: «Επήλθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του Ανθρώπου. Ελλάς γαρ μόνη ανθρωπογενής, φυτόν Ουράνιον και Βλάστημα Θείον, ηκριβωμένον λογισμόν αποτίκτουσα, οικιούμενον Επιστήμην. (Ιωάν.ΙΒ΄20-23)».
Σεβαστοί μου ακροαταί, Κυρίες Δεσποινίδες και Κύριοι, η φωνή του Σωκράτους ούτε έπαυσεν ούτε θα παύση να ακούγεται,όσον θα υπάρχουν άνθρωποι επί της Γής και η Ηχώ της θα αντιλαλή εις τους αιώνας και προς το καλόν θα επηρεάζη όλες τις γενεές των ανθρώπων, οι οποίες θα μοχθούν δια να πραγματώσουν επαξίως τα καίρια και βασικά θέματα της Ηθικής Φύσεως του ανθρώπου, τα οποία Κοινά και Αναλλοίωτα παραμένουν εις το βάθος,μέσα εις τον Χρόνον. Και τελειώνω την σύντομον αυτήν αναφοράν μου εις τον Μέγαν Μύστην τον Σωκράτην, με την απλήν ερώτησιν προς κάθε νοήμονα συνανθρωπόν μου.
Ποίος από ημάς θα ηρνήτο να είναι, έστω και ένας Μικρός, Σωκράτης;;;;; Ευχαριστών

Ηλίας Κ.Τριανταφύλλου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.