Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Την ζωή μου, μου είπες θες κι εγώ σε κοίταξα.
Ποια ζωή απ’ όλες να εννοούσες άραγε;
Ποια ζωή να επέλεξες άραγε να ζήσεις μαζί μου;
Είναι εκείνη που της φορώ και κόκκινα γυαλιά.. που όλα μοιάζουν σινεμά.
Ναι, αρέσει αυτή η ζωή μου στους ανθρώπους. Τους δίνει δύναμη, τους ζεσταίνει, τους επουλώνει τις πληγές τους και τους δυναμώνει για να πατήσουν σταθερά στις δικές τους τις ζωές.
Μήπως σου κάνει κι εκείνη η άλλη που όλοι οι ρόλοι που ερμηνεύω έχουν μπροστά το super;
Super-mom, super-girl, super-workaholic;
Μα ναι σου λέω θα περάσεις καλά κι εδώ.
Είναι μια ζωή όμορφη για όλους γύρω μου και σύνθημά της έχει τη λέξη «Μπορώ».
Είμαι εγώ που μπορώ να ισορροπώ την μαμά, την εργαζόμενη, την γυναίκα, την σκύλα και την χάρυβδη μαζί με το αγγελούδι κι όλα αυτά σε συσκευασία της μιας.
Σκέψου το.. είναι συμφέρουσα η προσφορά.
Κοίτα, μπορώ να σου τις δώσω και τις δυο αυτές.
Μπορείς να τις συνδυάσεις μεταξύ τους και ναι, το ξέρω, θα είναι πολύ ωραία εκεί που θα σε πάνε οι επιλογές σου αυτές.
Τι;
Όχι, μην την κοιτάς εκείνη την πόρτα. Δεν μπορείς να μπεις.
Αυτή η πόρτα δεν ανοίγει πια για κανέναν.
Κι όποιος είχε μπει, σιγά σιγά τον έδιωξα, για το δικό του το καλό.
Έχει σκοτάδι αυτή η ζωή. Έχει κλειστά παράθυρα και μια υγρασία μόνιμη από τα δάκρυα που έχουν ποτίσει τους τοίχους και τα πατώματα.
Κάνει κρύο σε εκείνη τη ζωή και το φως μπαίνει μόνο από κάποιες ξεχασμένες χαραμάδες.
Μέσα σε αυτή τη ζωή γυρνάω σαν τελειώνουν οι ρόλοι μου στις άλλες ζωές.
Όταν όλοι έχουν ζεσταθεί από το φως, όταν όλοι έχουν χαμογελάσει κι έχουν νιώσει ήρεμοι και ασφαλείς.
Είναι εκεί σε μια γωνιά ένα μαξιλάρι που με περιμένει κάθε βράδυ να κουρνιάσω και να αποκοιμηθώ.
Είναι εκεί που δεν φοράω κανέναν ρόλο, καμία μάσκα και τίποτε super δεν κοσμεί την ύπαρξή μου.
Γι’αυτό σου λέω, άστην ήσυχη αυτή την πόρτα.
Εδώ μέσα δεν θα μπει πια κανείς.
Κάποτε έσφιζε από κόσμο και γέλια τούτη η ζωή.
Μόνο που σιγά σιγά, όταν οι άνθρωποι έπρεπε να δώσουν εκτός από το να πάρουν, έβρισκαν διάφορες αφορμές κι έφευγαν.
Κι εγώ τότε, σ’ όσους έμειναν, είπα πως πια δεν είχα τίποτα να δώσω.
Ξεπούλησα, άδειασα, τελείωσα.
Κι εκείνοι έφυγαν χωρίς καμία διακριτικότητα.
Έτσι λοιπόν, έκλεισα σε ένα μπαούλο όλα εκείνα που θα έδινα σ’ όποιον επέλεγε να μείνει, έκλεισα και τις πόρτες και τα παράθυρα και δεν ξανάνοιξα ποτέ την πόρτα.
Μα ναι, πως δεν σε καταλαβαίνω, φυσικά και σε καταλαβαίνω.
Καλά κάνεις και διαλέγεις τις άλλες ζωές. Κανείς δεν αντέχει το σκοτάδι και την υγρασία.
Μόνο που να.. ξέχασα να σου πω.
Ούτε σκοτάδι έχει εκεί μέσα, ούτε υγρασία.
Ένα παραμύθι σου είπα για να σε κάνω να φύγεις μια ώρα γρηγορότερα.
Είναι υπέροχα εκεί μέσα.
Έχει αλήθεια εκεί μέσα. Άλλοτε έχει ήλιο, άλλοτε συννεφιές, κάποτε βρέχει κι όλας.
Μα εκείνοι οι λίγοι που δεν τρόμαξαν από το παραμύθι και έμειναν, δεν τους νοιάζει να βρέχονται και μάθαν να χορεύουν στην βροχή.
Μάθαν να λύνουν τα σκοτάδια μ’ αγκαλιές, μάθαν να δίνουν από εκείνο που δεν είχαν.
Μάθαν να μιλούν με ματιές και να αγαπούν με σιωπές.
Πάνω από όλα, ξέρουν πως στα χειρότερα σκοτάδια τους, μόνο οι άνθρωποί τους θα γίνουν φως κι αυτό γιατί καθένας από αυτούς, είναι αυτόφωτος.
Δεν δοκίμασε ποτέ να κλέψει το φως κανενός για να το κάνει δικό του.
Είναι μια ζωή που έχει λίγους, πολύ λίγους μα είναι εκείνοι που δεν θα ρίσκαρα ποτέ να χάσω. Είναι εκείνοι που στα δύσκολα τους φώναξα «κράτα με».
Είναι εκείνοι που δεν μπορώ να φανταστώ μια στιγμή την ζωή μου χωρίς εκείνους.
Και για εκείνους, μπορώ να γίνομαι τα πάντα.. γιατί το κέρδισαν.
Με κέρδισαν..
Σ’ ευχαριστώ που έφυγες γρήγορα.
Θα σου χρωστώ πάντα τον χρόνο που δεν μου σπατάλησες..
Και να, μην παραξενευτείς αν δεν με βρεις σ’εκείνες τις ζωές που σου έδειξα στην αρχή.
Ξέχασα να σου πω πως εκείνες, τις έφτιαξα για να παραπλανώ τους κούφιους και να τους ξεφορτώνομαι μια ώρα γρήγορότερα.
Καλή ζωή..
Πηγή: http://wp.loveletters.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.