ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ
Το μόνο που μου λείπει είναι ο ωκεανός», μου είχε πει ο Τζιμ, ένας καουμπόης από τη Νότια Ντακότα. Ο Τζιμ εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, το παραθαλάσσιο Νιου Τζέρσι, για να ζήσει στη «βαθιά Αμερική» του Μίντγουεστ όπου και έκανε οικογένεια ως αγρότης. Μου είχε πει ότι δεν του έλειπε τίποτε από τον κόσμο της ανατολικής ακτής («υπερβολικά φιλελεύθεροι και προοδευτικοί όλοι αυτοί εκεί πέρα», μου είχε πει και δαγκώθηκα), εκτός από ένα πράγμα: τον ωκεανό.
The ocean. ΄Ετσι τον είχε αποκαλέσει ο Τζιμ, έτσι αποκαλούν τη θάλασσα οι Αμερικανοί: ο ωκεανός. Εμείς τη λέμε απλώς θάλασσα (σπανιότερα: πέλαγο), η αρχαία αυτή λέξη που αντέχει. Οι Αμερικανοί, πάλι, έχουν συνηθίσει μιαν άλλη αρχαία ελληνική λέξη, υπέροχη και αυτή: ωκεανός.
Το σκεφτόμουν στις διακοπές, διαβάζοντας μια απίστευτη non-fiction αφήγηση, το «Atlantic. A vast Ocean of a Million Stories» (Ατλαντικός: Ενας απέραντος ωκεανός με εκατομμύρια ιστορίες, εκδ. Harper Press, σελ. 500) του Βρετανού Σάιμον Ουίντσεστερ (Simon Winchester).
Το βιβλίο ξεκινά με το παρθενικό, νεανικό ταξίδι του Ουίντσεστερ από το Λίβερπουλ για τον Καναδά το 1963, με το μεγάλο επιβατηγό «Αυτοκράτειρα της Βρετανίας». Ηταν ένα από τα τελευταία θαλασσινά ταξίδια του είδους στον Ατλαντικό. Οι αεροπορικές εταιρείες κέρδιζαν έδαφος συνεχώς και ο κόσμος προτιμούσε πλέον τον αέρα από τη θάλασσα. Ηταν το τέλος μιας εποχής και η αυγή μιας άλλης.
Λίγο πριν ανοιχτούν για τα καλά στον ωκεανό, φτάνοντας στο νότιο άκρο της Ιρλανδίας, ο Ουίντσεστερ διέκρινε από το κατάστρωμα τον μοναχικό φάρο της νησίδας Φάστνετ Ροκ (η φωτογραφία του σημερινού σημειώματος).
Το Φάστνετ Ροκ είναι πιο γνωστό ως «Το δάκρυ της Ιρλανδίας». Βρίσκεται στο νοτιοδυτικότερο άκρο της χώρας, μετά αρχίζει ο ωκεανός με την απεραντοσύνη του, και αυτό ήταν το τελευταίο κομμάτι ιρλανδικής γης που έβλεπαν, αρχές του εικοστού αιώνα, οι Ιρλανδοί μετανάστες καθώς κατευθύνονταν για τον Νέο Κόσμο.
Το 1851 ζούσαν εννέα άνθρωποι πάνω σε αυτή την ελάχιστη κουκκίδα. Ο πρώτος φάρος άναψε την 1η Ιανουαρίου του 1854. Το 1986 ζούσαν τρεις, σήμερα κανένας. Αυτοί οι τρεις τελευταίοι φαροφύλακες πρέπει να έζησαν τη μανία του ωκεανού όταν το 1985 ένα θηριώδες βουβό κύμα (rogue wave), σχεδόν πενήντα μέτρα ύψος, χτύπησε με σφοδρότητα το «Δάκρυ της Ιρλανδίας».
Απορώ γιατί από ένα χορταστικό βιβλίο γεμάτο απίθανες ιστορίες για το Ρεύμα του Κόλπου και τον Αμέρικο Βεσπούκι, για εξερευνητές και πειρατές, για τον Οράτιο Νέλσον και φαλαινοθηρικά, μου έμεινε περισσότερο το «Δάκρυ της Ιρλανδίας» ως η τελευταία, η εικόνα των βουρκωμένων, σκληροτράχηλων Ιρλανδών μεταναστών προτού φτάσουν στη νήσο Ελις. Πρόσφατα πάντως ο κύριος Γκρι μού χάρισε για τα γενέθλιά μου το «αδελφάκι» του «Ατλαντικού», τον «Ειρηνικό», το έτερο θαλασσινό πόνημα του Ουίντσεστερ. Περισσότερα γι’ αυτό προσεχώς.
Το μόνο που μου λείπει είναι ο ωκεανός», μου είχε πει ο Τζιμ, ένας καουμπόης από τη Νότια Ντακότα. Ο Τζιμ εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, το παραθαλάσσιο Νιου Τζέρσι, για να ζήσει στη «βαθιά Αμερική» του Μίντγουεστ όπου και έκανε οικογένεια ως αγρότης. Μου είχε πει ότι δεν του έλειπε τίποτε από τον κόσμο της ανατολικής ακτής («υπερβολικά φιλελεύθεροι και προοδευτικοί όλοι αυτοί εκεί πέρα», μου είχε πει και δαγκώθηκα), εκτός από ένα πράγμα: τον ωκεανό.
The ocean. ΄Ετσι τον είχε αποκαλέσει ο Τζιμ, έτσι αποκαλούν τη θάλασσα οι Αμερικανοί: ο ωκεανός. Εμείς τη λέμε απλώς θάλασσα (σπανιότερα: πέλαγο), η αρχαία αυτή λέξη που αντέχει. Οι Αμερικανοί, πάλι, έχουν συνηθίσει μιαν άλλη αρχαία ελληνική λέξη, υπέροχη και αυτή: ωκεανός.
Το σκεφτόμουν στις διακοπές, διαβάζοντας μια απίστευτη non-fiction αφήγηση, το «Atlantic. A vast Ocean of a Million Stories» (Ατλαντικός: Ενας απέραντος ωκεανός με εκατομμύρια ιστορίες, εκδ. Harper Press, σελ. 500) του Βρετανού Σάιμον Ουίντσεστερ (Simon Winchester).
Το βιβλίο ξεκινά με το παρθενικό, νεανικό ταξίδι του Ουίντσεστερ από το Λίβερπουλ για τον Καναδά το 1963, με το μεγάλο επιβατηγό «Αυτοκράτειρα της Βρετανίας». Ηταν ένα από τα τελευταία θαλασσινά ταξίδια του είδους στον Ατλαντικό. Οι αεροπορικές εταιρείες κέρδιζαν έδαφος συνεχώς και ο κόσμος προτιμούσε πλέον τον αέρα από τη θάλασσα. Ηταν το τέλος μιας εποχής και η αυγή μιας άλλης.
Λίγο πριν ανοιχτούν για τα καλά στον ωκεανό, φτάνοντας στο νότιο άκρο της Ιρλανδίας, ο Ουίντσεστερ διέκρινε από το κατάστρωμα τον μοναχικό φάρο της νησίδας Φάστνετ Ροκ (η φωτογραφία του σημερινού σημειώματος).
Το Φάστνετ Ροκ είναι πιο γνωστό ως «Το δάκρυ της Ιρλανδίας». Βρίσκεται στο νοτιοδυτικότερο άκρο της χώρας, μετά αρχίζει ο ωκεανός με την απεραντοσύνη του, και αυτό ήταν το τελευταίο κομμάτι ιρλανδικής γης που έβλεπαν, αρχές του εικοστού αιώνα, οι Ιρλανδοί μετανάστες καθώς κατευθύνονταν για τον Νέο Κόσμο.
Το 1851 ζούσαν εννέα άνθρωποι πάνω σε αυτή την ελάχιστη κουκκίδα. Ο πρώτος φάρος άναψε την 1η Ιανουαρίου του 1854. Το 1986 ζούσαν τρεις, σήμερα κανένας. Αυτοί οι τρεις τελευταίοι φαροφύλακες πρέπει να έζησαν τη μανία του ωκεανού όταν το 1985 ένα θηριώδες βουβό κύμα (rogue wave), σχεδόν πενήντα μέτρα ύψος, χτύπησε με σφοδρότητα το «Δάκρυ της Ιρλανδίας».
Απορώ γιατί από ένα χορταστικό βιβλίο γεμάτο απίθανες ιστορίες για το Ρεύμα του Κόλπου και τον Αμέρικο Βεσπούκι, για εξερευνητές και πειρατές, για τον Οράτιο Νέλσον και φαλαινοθηρικά, μου έμεινε περισσότερο το «Δάκρυ της Ιρλανδίας» ως η τελευταία, η εικόνα των βουρκωμένων, σκληροτράχηλων Ιρλανδών μεταναστών προτού φτάσουν στη νήσο Ελις. Πρόσφατα πάντως ο κύριος Γκρι μού χάρισε για τα γενέθλιά μου το «αδελφάκι» του «Ατλαντικού», τον «Ειρηνικό», το έτερο θαλασσινό πόνημα του Ουίντσεστερ. Περισσότερα γι’ αυτό προσεχώς.
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.