ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
O συγγραφέας-ερευνητής κ. Ηλίας Τριανταφύλλου |
Μέχρι το έτος 1939, ατελώς και περίπου ήτο γνωστόν το πεδίον της αθανάτου μάχης των Θερμοπυλών. Διότι μέχρι τότε ουδέν απτόν τεκμήριον της επικής εκείνης μάχης είχεν έλθει εις φώς. Κατά το έτος 1939 επεσκέφθη την Ελλάδα η ευγενής Αμερικανίς, εκ Νέας Υόρκης κυρία Ελίζαμπετ Ηέμλιν Ηάντ, η οποία προσεφέρθη να διαθέση κάποιο ποσόν ανωνύμως, προς διαξαγωγήν μιάς ανασκαφής εις την Ελλάδα.
Ο τότε Διευθυντής των Αρχαιοτήτων εις το Υπουργείον Παιδείας, αείμνηστος Σπύρος Μαρινάτος, καθηγητής εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών και Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, συνέστησε εις την κυρίαν Ηάντ, όπως εκλεγούν αι Θερμοπύλαι, πρότασις η οποία και εγένετο αποδεκτή εκ μέρους της Αμερικανίδος.
Επηκολούθησε μακρά και λεπτομερής τοπογραφική μελέτη της περιοχής των Θερμοπυλών, η οποία εστέφθη υπό πλήρους επιτυχίας.
Ούτω ήρχισεν η ανασκαφή, και από των πρώτων ωρών ακόμη, ανευρίσκοντο βέλη και άλλα όπλα τα οποία εχρησιμοποιήθησαν κατά την διάρκειαν της ιστορικής αυτής μάχης. Ευρέθη δε και το ακριβές σημείον της μάχης, αυτό περί τον λόφον,όπου απέθανον μέχρις ενός οι τελευταίοι επιζώντες των Τριακοσίων Σπαρτιατών και των Επτακοσίων Θεσπιέων.
Η ανασκαφή διεξήχθη τον Ιούλιον μήνα και περίπου συνέπιπτε και προς τον χρόνον της διεξαγωγής της απέλπιδος μάχης του 480 π.Χ. Ο πόλεμος, όμως διέκοψε τότε τις ανασκαφές, οι οποίες επανελήφθησαν περί το 1951, ότε και διεπιστώθη ότι οι μάχες κατά την περιοχήν εκείνην μεταξύ Γερμανών και Αγγλικών-Νεοζηλανδικών στρατευμάτων, επέφερεν μερικές καταστροφές των ήδη αποκαλυφθέντων μνημείων.
Δια να εννοήση και εκτιμήση πλήρως ο αναγνώστης τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη ο Αγών εις τα Στενά των Θερμοπυλών, εκρίθη αναγκαίον να δοθή συνοπτική εικών της τότε καταστάσεως και των μέσων, τα οποία εκάτερος των αντιπάλων διέθετεν.
Κεφ.1ον. Η Περσική θεομηνία.---Πανελλήνιον Συνέδριον-
Εκστρατεία εις τα Τέμπη.
Τρία έτη η Ασία εδονείτο από τις πολεμικές προετοιμασίες του Δαρείου κατά της Ελλάδος, μετά την ταπείνωσιν του στρατού του εις τον Μαραθώνα. Ο Δαρείος απέθανε και την προσβολήν ανέλαβε να αποπλύνη ο υιός του, ο οποίος προσέθεσεν άλλα τέσσαρα έτη πολεμικού συναγερμού. Ούτω ο μεγαλύτερος στρατός της μεγαλυτέρας τότε αυτοκρατορίας εις τον κόσμον, είχεν ήδη τεθή επί ποδός.
Ο Ξέρξης είχε πλέον συμπληρώσει τις προετοιμασίες του και είχε θέσει εις κίνησιν τα αναρίθμητα σώματα του στρατού του. Κατά το φθινόπωρον του 481π.Χ. ευρίσκετο εις τας Σάρδεις. Ολίγον προτού βαδίση προς τον Ελλήσποντον έστειλε κήρυκας εις την Ελλάδα για να ζητήσουν Γήν και Ύδωρ, τα σημεία της υποταγής. Δεν έστειλεν όμως κήρυκας ούτε εις τας Αθήνας, ούτε εις την Σπάρτην. Ειδοποιούντο ούτω οι δύο αυταί Πόλεις, ότι έπρεπε να περιμένουν την εξαφάνισίν των από προσώπου της Γής. Όπως ήτο φυσικόν, ο φόβος και η αγωνία συνείχαν τότε μέχρι τελευταίας γωνίας την Ελλάδα. Ούτω οι δύο προγεγραμμένες Πόλεις στέλλουν να ζητήσουν συμβουλήν και παρηγορίαν από το Ναντείον των Δελφών. Συγχρόνως ενεργούν να συγκροτηθή πανελλήνιος σύνοδος εις τον Ισθμόν της Κορίνθου για να σκεφθή περί του πρακτέου. Ήτο η πρώτη φορά εις την ιστορίαν της Ελλάδος κατά την οποίαν υπό το κράτος της απελπισίας επραγματοποιείτο μια Εθνική Ιδέα. Οι Έλληνες αποφασίζουν επισήμως να αναστείλουν τους πολέμους μεταξύ των δια να σκεφθούν ως έν Έθνος πως θα ενεργήσουν κατά του εχθρού της κοινής ελευθερίας.
Οι Πανέλληνες από κάθε γωνίαν της Ελληνικής Γής, ακόμη και από την Κρήτην, την Κέρκυραν, την Σικελίαν, αλλά και από την Μασσαλίαν, καλούνται να συμπράξουν κατά της εξαφανίσεως του Ελληνικού Πολιτισμού. Άνεμος συνεργασίας πνέει ανήκουστος μέχρι της στιγμής. Δυστυχώς δεν παρέμεινε μόνιμον το μεγαλύτερον αγαθόν εις την ιστορίαν της αρχαίας Ελλάδος, το οποίον παρ’ολίγον να δωρήση άθελά του εις αυτήν ο Πέρσης. Αι πρωτεύουσαι πόλεις κατά δυστυχίαν ήσαν δύο εξ ίσου ένδοξοι και εξ ίσου ισχυραί. Εάν ήτο μία και μόνη, οι Έλληνες έκτοτε θα είχαν ενωθή εις το κραταιότερον τότε έθνος δυνάμεως και πολιτισμού και πνευματικής υπεροχής εις τον κόσμον. Η Αθηναϊκή ηγεμονία ολίγον έλειψε να επιτύχη τούτο παρ’όλην την αντίδρασιν της Σπάρτης. Ο κόσμος τότε ήθελε να πολιτισθή πολύ ενωρίτερον και με ποιόν πολιτισμού αρκετά διαφορετικόν από εκείνον το οποίον αργότερον επέβαλεν η Ρώμη. Της τελευταίας αυτής η σταδιοδρομία και η κοσμοκρατορία θα είχε πιθανότατα καταστή και αδύνατος αλλά και περιττή.
Εις τον Πανελλήνιον συναγερμόν τέσσαρες περιοχαί δεν έλαβαν μέρος. Το Άργος, δια την πατροπαράδοτον έχθραν προς την Σπάρτην, επροτίμησε να δώση εις τον Πέρσην τα σημεία της υποταγής. Η τυπική αιτία την οποίαν αναφέρει ο Ηρόδοτος, ήτο ότι εζήτησαν συναρχηγίαν οι Αργείοι. Αλλά την απέκρουσαν οι Σπαρτιάται τους οποίους το Πανελλήνιον ανεγνώριζεν ως κεφαλήν του πολέμου. Το βέβαιον είναι ότι οι Αργείοι δεν ήτο δυνατόν να συμπράξουν με τους θανασίμους εχθρούς των. Μόλις προ ολίγου είχαν χάσει 6000 οπλιτών τους οποίους είχαν φονεύσει οι Λακεδαιμόνιοι.
Οι Κρήτες απέσχον ωσαύτως. Επροφασίσθησαν χρησμόν της Πυθίας, ότι υπήρχε κίνδυνος να δυσαρεστηθή το πνεύμα του Μίνωος. Το αληθές είναι ότι περιβαλλόμενοι υπό της θαλάσσης των και ζώντες ως χωριστή ενότης, ήσαν πάντοτε αποτραβηγμένοι εκ των υποθέσεων της κυρίας Ελλάδος.
Οι Κερκυραίοι των οποίων ο στόλος ουδενός υπελείπετο, πλήν του Αθηναϊκού, έζων και αυτοί τόσον παράμερα, ώστε έμεναν εκτός των Ελληνικών πραγμάτων. Εν τούτοις υπεσχέθησαν βοήθειαν με παχείς και ωραίους λόγους. Εγέμισαν 60 πλοία και τα απέστειλαν εις το θέατρον του πολέμου. Αυτά όμως εχρονοτρίβουν περί την Πύλον και το Ταίναρον έως ότου φανή πού ήθελον κλίνει οι τύχες του πολέμου. Μετά την νίκην της Σαλαμίνος, ισχυρίσθησαν ότι τους ημπόδισαν ενάντιοι άνεμοι να φθάσουν εγκαίρως. Ο Ηρόδοτος τους κρίνει αυστηρώς διότι φρονεί ότι εχρησιμοποίησαν προς τους Έλληνας την σήμερον λεγομένην μέθοδον του παπά (διεκρούσαντο τους Έλληνας). Δέν αποκλείεται πάντος να ημποδίσθησαν από ανωτέραν βίαν. Ο μέγας Θουκυδίδης τουλάχιστον, ουδεμίαν μομφήν επιρρίπτει κατά των Κερκυραίων ως προς τούτο, αν και εις την δημιγορίαν των Κορινθίων λέγονται πολλά κατά της Κερκύρας ενώπιον του Δήμου των Αθηναίων και εν παρόδω αναφέρονται και τα Μηδικά.
Τέλος ο μέγας και πολλής Γέλων, τύραννος των Συρακουσών και κάτοχος πελωρίας δυνάμεως πεζικού και ναυτικού, δεν ηδυνήθη και αυτός να βοηθήση την Ελλάδα. Κατά τον Ηρόδοτον εζήτησε την Αρχηστρατηγίαν, την οποίαν του ηρνήθησαν οι Σπαρτιάται. Εν συνεχεία εζήτησε την Ναυαρχίαν, αλλ’ο αντιπρόσωπος των Αθηναίων επρόφθασε να τον διακόψη εγκαίρως λέγων ότι οι Έλληνες έχουν ανάγκην στρατού και όχι στρατηγού. Τότε και αυτός ηρνήθη βοήθειαν. Οι λόγοι όμως ήσαν πιθανώς βαθύτεροι. Κατά το αυτό δηλαδή έτος οι Καρχηδόνιοι, ίσως μάλιστα εν συνεννοήσει με του Πέρσας παρά των οποίων υπηρέτουν οι Φοίνικες, εξαπέλυσαν τρομεράν εκστρατείαν προς κατάκτησιν της Σικελίας. Οι εκεί Έλληνες συνεπώς είχαν να φροντίσουν περί της ιδίας αυτών υπάρξεως.
Εις το Πανελλήνιον Συνέδριον του Ισθμού εμελετήθησαν και τα άλλα συναφή ζητήματα του πολέμου. Μεγάλη συζήτησις έγινε πού έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον εισβολέα, διότι προς το ζήτημα συνεδέοντο αμεσώτατα συμφέροντα των Βορείων επαρχιών. Ακόμη και κατάσκοποι απεφασίσθη να σταλούν εις τας Σάρδεις για να φέρουν στοιχεία σχετικά με τον εχθρόν. Οι κατάσκοποι αυτοί όμως συνελήφθησαν και αφού εβασανίσθησαν και ανεκρίθησαν από τους στρατηγούς του Ξέρξου κατεδικάσθησαν εις θάνατον και απεστάλησαν εις τον τόπον της εκτελέσεως. Ο Ξέρξης όμως πληροφορηθείς την τελευταίαν στιγμήν το πράγμα, διέταξε να τρέξουν και να προφθάσουν τους κατασκόπους εν ζωή. Τους επρόφθασε πράγματι και διώρισεν όπως επιδείξουν εις τους κατασκόπους και τον στρατόν και όλην την προετοιμασίαν και έπειτα να τους αφήσουν ελευθέρους. Εσκέφθη ότι περισσότερον τον συνέφερε να μάθουν οι Έλληνες λεπτομερείας περί της φοβεράς του στρατιάς, παρά να ελαττωθούν οι εχθροί του κατά τρία άτομα που ήσαν οι κατάσκοποι.
Το Μαντείον των Δελφών δεν φαίνεται να διέφυγε τον γενικόν πανικόν. Οι Αθηναίοι οι κύριοι πρωταγωνισταί της Εθνικής αμύνης, με επικεφαλής την μεγάλην πολιτικοστρατιωτικήν φυσιογνωμίαν τον Θεμιστοκλήν, εγνώριζαν ότι ήσαν ο πρώτος στόχος του Μήδου. Εννέα έτη πρίν (το 490 π.Χ.), τον είχαν ταπεινώσει εις τον Μαραθώνα. Πρός τούτο ηθέλησαν να ζητήσουν και την συμβουλήν και την παραμυθίαν του Θεού. Αλλά η Πυθία Αριστονίκη (το όνομά της), έδωκε χρησμόν ικανόν να συντρίψη και το πλέον αδάμαστον φρόνημα αν λάβωμεν υπ’όψιν την απλοϊκήν ευλάβειαν και το προς τους θεούς σέβας της αρχαϊκής εκείνης εποχής.
«Τι κάθησθε, δυστυχισμένοι; Αφήστε τα σπίτια σας και την ακρόπολιν του κυκλικού σας άστεως και φύγεται εις τα έσχατα της γής. Διότι ούτε κεφαλή απομένει να σωθή ούτε σώμα, ούτε έσχατοι πόδες, ούτε και χείρες, ούτε και από το μέσον περισώζεται τίποτε, όλα είναι να τα κλαίη κανείς. Όλα τα στρώνει εις το χώμα η φωτιά και ο Άρης ο αλύπητος που εξαπολύει τα πολεμικά άρματα της Συρίας. Και άλλα δε πολλά ενδιαιτήματα θα αφανίση, όχι το ιδικόν σας μόνον. Πολλούς δε ναούς των αθανάτων θα παραδώση εις αγρίαν φλόγα, οι οποίοι στέκουν τώρα ρεούμενοι από ιδρώτα, σειόμενοι από τρόμον και εις τας κορυφάς των μαύρον αίμα έχει χυθή, διότι είναι φανερά η συμφορά της Μοίρας. Αλλά εμπρός! Έξω από το άδυτόν μου και πάρετέ το απόφασιν με την συμφοράν σας».
Και πληρωμένο να ήτο το Μαντείον δεν θα ημπορούσε να εξυπηρετήση καλύτερον τους Πέρσας. Οι απεσταλμένοι των Αθηνών δεν τολμούν να παραλάβουν τοιούτου είδους προφητείαν. Μεταβαίνουν εκ νέου εις τον ναόν, αλλά την φοράν αυτήν ως ικέται.
«Δέσποτα δός μας ένα καλύτερον χρησμόν δια την πατρίδα μας. Σεβάσθητι τας ικετηρίας αυτάς που σου προτείνομεν. Διαφορετικά δεν αναχωρούμεν από το άδυτον και θα μείνωμεν εδώ έως ότου να φύγη η ψυχή μας». Ο Θεός μαλακώνει κάπως. Δίδει το δεύτερον περίφημον χρησμόν, όπου επαναλαμβάνει μέν τα περί ανηλεούς καταστροφής, αλλά περιέχει και μίαν ακτίνα σωτηρίας. Συγκατατίθεται ο Ζεύς, να σωθή μόνον το «Ξύλινον τείχος». Είναι η γνωστή φράσις η οποία εβοήθησε τον μέγαν Θεμιστοκλέα να ρίψη όλον το βάρος των ελπίδων εις το ναυτικόν, το οποίον και ενίκησε πράγματι κατόπιν εις την Σαλαμίνα.
Το Συνέδριον του Ισθμού είχε να φροντίση και δια το σπουδαιότατον των ζητημάτων. Πού θα έπρεπε να οργανωθή η πρώτη γραμμή αμύνης των Ελλήνων. Ο Ισθμός ο οποίος εφράσσετο πυρετωδώς δια πολλαπλών «χιτώνων» οχυρώσεως ήτο το όνειρον των Πελοποννησίων. Υπήρχεν όμως ρητή η προειδοποίησις των Βορείων Ελλήνων, ότι αν αφήνωντο εις την τύχην των έκόντες- άκοντες ήθελον μηδίσει. Οι Αλευάδαι της Λαρίσης, η άρχουσα οικογένεια της Θεσσαλίας, είχον ήδη πράξει τούτο και εφημολογείτο ότι ήσαν μεταξύ εκείνων οι οποίοι προσεκάλεσαν τον Πέρσην. Η συμπεριφορά όμως των Θεσσαλών ήτο άλλη. Αυτοί ικέτευαν τους Έλληνας του Ισθμού να αντιμετωπίσουν τον Ξέρξην εις την Θεσσαλίαν οπότε ολόκληρος η δύναμίς των προθύμως ήθελε συμπολεμήσει.
Ο καιρός παρήρχετο. Ευρισκόμεθα ήδη εις την άνοιξιν του 480, ο δε Ξέρξης ετοιμάζεται να διαβή τον Ελλήσποντον. Τότε λαμβάνεται η πρώτη στρατιωτική απόφασις, υπό την πίεσιν των Θεσσαλών. Δέκα χιλιάδες οπλίται του βαρέος πεζικού των Ελλήνων, υπό τας διαταγάς Σπαρτιατών και Αθηναίων (Ευαίνετος και Θεμιστοκλής) επιβιβάζονται εις τα πλοία και φθάνουν εις την Άλιν πόλιν της Φθιώτιδος. Εκείθεν πορεύονται πεζή εις τα στενά των Τεμπών, τα οποία ήσαν η εισβολή από της κάτω Μακεδονίας προς την Θεσσαλίαν. Εκεί συνέρρευσε τότε και άπαν το ιππικόν των Θεσσαλών, το καλύτερο το οποίον διέθετεν η Ελλάς.Τα Τέμπη (ονομαστά από τότε, δια την φυσικήν των ωραιότητα), ήτο στενόν και σκολιόν άνοιγμα μεταξύ Ολύμπου και Όσσης, εκτεινόμενον εις μέγα μήκος. Η άμυνα εκεί ήτο εύκολος. Απεδείχθη όμως αμέσως πόσον επικίνδυνος ήτο η έλλειψις στρατηγικών σχεδίων και ακριβεστέρων τοπογραφικών γνώσεων. Δύο γεγονότα παρουσιάσθησαν αμέσως. Το πρώτον το οποίον είναι λογικόν να συμπεράνωμεν, ότι έκαμε να ωριμάση το επόμενο σχέδιον, το της αμύνης των Θερμοπυλών, ήτο το εξής. Ο στόλος των Περσών ήτο δυνατόν να πλεύση νοτιώτερον των Τεμπών και να αποβιβάση όπου δήποτε πολυάριθμον στρατόν. Το δεύτερον γεγονός ήτο,ότι υπήρχε και άλλη είσοδος εις την Θεσσαλίαν χρησιμοποιήσιμος, τουλάχιστον κατά το θέρος. Ήτο δε αυτή όπισθεν του όγκου του Ολύμπου και δια μέσου της χώρας των Περραιβών, οδήγη εις την Θεσσαλίαν πλησίον της πόλεως των Γόννων. Πραγματικώς δε αυτήν την οδόν κυρίως, ίσως και αποκλειστικώς εχρησιμοποίησαν οι Πέρσαι. Ως τρίτον τέλος γεγονός δύναται να μνημονευθή η αγγελία του Αλεξάνδρου του βασιλέως των Μακεδόνων, ο οποίος έστειλε και συνεβούλευσε τους λοιπούς Έλληνας, να φύγουν διότι αν έμενον, απλώς ήθελον καταπατηθή από τον όγκον της Περσικής στρατιάς. Ούτως οι Έλληνες, αφού έμειναν ολίγας μόνον ημέρας εις τα Τέμπη, επέστρεψαν εις τον Ισθμόν και ταυτοχρόνως εχάνετο δι’αυτούς η Θεσσαλία, η οποία δεδομένων των πραγμάτων ηναγκάσθη να μηδίση.Τότε ο Ξέρξης ευρίσκετο εις την Άβυδον, με σκοπόν να διαβή εις την Ευρώπην. Πρέπει να ήτο τον Απρίλιον του 480 π.Χ. Αι Γέφυραι ήσαν έτοιμοι. Το περίφημον εκείνο τεχνικόν έργον το οποίον συνήνωσε δύο ηπείρους, την Ασίαν από την Άβυδον προς την Ευρώπην παρά την Σηστόν, υπεράνω του Ελλησπόντου, συνδέεται προς έν δράμα και προς μίαν μωρίαν του Ξέρξου. Η μωρία ήτο ότι διέταξε να μαστιγώσουν και να αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντον, επειδή μια τρικυμία διέλυσε τας κατασκευασθείσας γεφύρας.Το δράμα ήτο ότι αφήρεσε και τις κεφαλές των δυστυχών Φοινίκων και Αιγυπτίων μηχανικών, οι οποίοι εξετέλεσαν το έργον. Δια την κατασκευήν δευτέρων γεφυρών, ηναγκάσθη ο Ξέρξης να καταφύγη εις την Ελληνικήν Μεγαλοφυίαν. Τοιαύτα έργα τα οποία απαιτούν όχι μόνον μέγα ποσόν μηχανικής πείρας, αλλά επίσης και κυρίως εφηρμοσμένων μαθηματικών γνώσεων, ΜΟΝΟΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ήσαν εις θέσιν να εκτελέσουν. Ήδη και πρό του Ξέρξου είχαν δύο όμοια έργα εις το ενεργητικόν των.- Ο περίφημος ο Θαλής ο Μηλίσιος, ο μέγας Φιλόσοφος-Επιστήμων, ο οποίος ανεκάλυψε τον Ηλεκτρισμόν και τον Μαγνητισμόν, τα όμοια τρίγωνα, με τα οποία εμέτρησε το ύψος της Μεγάλης Πυραμίδος εις την Αίγυπτον, χρησιμοποιών μόνον την σκιάν της και την σκιάν της βακτηρίας του, είχε παρατρέψει και τον ποταμόν Άλυν, δια να καταστή δυνατόν όπως διαβούν τα στρατεύματα του Κροίσου. Επίσης ο Μανδροκλής ο Σάμιος είχε ζεύξει τον Βόσπορον παρά το Βυζάντιον, για να διαβούν τα στρατεύματα του Δαρείου όταν επορεύοντο εναντίον των Σκυθών.
Εις την παρούσαν περίπτωσιν, ο Ξέρξης προφανώς δεν ήθελε να εμπιστευθή εις Έλληνας την ζεύξιν του Ελλησπόντου, διότι εβάδιζεν εναντίων της Ελλάδος. Ηναγκάσθη όμως κατόπιν να το πράξη, αφού απεδείχθη η ανικανότης των Φοινίκων και των Αιγυπτίων. Ο Ηρόδοτος, τις οίδε ποίους λόγους είχε και, δεν αναφέρει τίποτε περί της ζεύξεως του Ελλησπόντου. Ευτυχώς ανευρέθη ράκος Αλεξανδρινού παπύρου εξ Αιγύπτου, όπου απηρηθμούντο τα Επτά Θαύματα του κόσμου και ανά επτά ωσαύτως τα μεγάλα πνεύματα της αρχαιότητος.
Μεταξύ λοιπόν των επτά μεγίστων μηχανικών, αναφέρεται και «Άρπαλος ο μετά Ξέρξου ούτος εστίν ο ζεύξας τον Ελλήσποντον». Ήδη ήτο γνωστός ένας ομώνυμος περίφημος Ίων αστρονόμος. Ίσως πρόκειται περί του αυτού προσώπου. Έτσι γνωρίζομε σήμερον το όνομα του μεγάλου Μηχανικού Επιστήμονος, ο οποίος κατεσκεύασε τας γεφύρας.
Αι γέφυραι ήσαν διπλαί. Από την μίαν διέβη το πεζικόν και το ιππικόν. Από την άλλην οι εφοδιοπομπές και τα υποζύγια. Διέβησαν πρώτον εκλεκτά τμήματα του στρατού. Την επομένην ημέραν διέβη με πάσαν επισημότητα ο Ξέρξης και η τιμητική φρουρά του. Ακολούθως διέβη όλος ο στρατός προωθούμενος με τα μαστίγια. Επτά ημέρες και επτά νύκτες διήρχετο αδιακόπως ο ατελεύτητος εκείνος όχλος, ο οποίος ούτω έθεσε πόδα επί του Ευρωπαϊκου εδάφους.
Τότε μόνον επήλθεν εις τον Ξέρξην η ιδέα να αριθμήση τον στρατόν του. Τα πλοία του, κατ’ειδήσεις του Ηροδότου, οι οποίες θεωρούνται ακριβείς, ήσαν 1207 τριήρεις, επί των οποίων επέβαινον 278000 ανδρών. Τον αυτόν αριθμόν πλοίων αναφέρει και ο Αισχύλος. Για τα υπόλοιπα όμως βοηθητικά πλοία (περί τις 3000) και δια τον πεζόν στρατόν (1.700.000 ανδρών παρεκτός των υπηρετών,εμπόρων ευνούχων,παλλακίδων κ.λ.π. οι οποίοι έπρεπε να ήσαν ακόμη περισσότεροι), ηγέρθησαν εύλογοι αμφιβολίαι από την νεωτέραν κριτικήν. Πράγματι η διατροφή τόσων ανθρωπίνων υπάρξεων, οι οποίες θα υπερέβαιναν τα πέντε εκατομμύρια, δικαίως εθεωρήθη αδύνατος.
Ο Ξέρξης δια να αριθμήση τον στρατόν του,μετεχειρήσθη χονδρικήν μέθοδον κατ’όγκον.Περιέφραξεν έναν χώρον δυνάμενον να χωρέση 10.000 ανθρώπων και δι’αυτού κατεμέτρησε τους στρατιώτας ανά μυριάδας. Εάν είναι και πόσον υπερβολικοί οι αριθμοί τους οποίους μας παρέδωκεν ο Ηρόδοτος,είναι αδύνατον να εξακριβώσωμεν. Πρέπει όμως να σταθώμεν όσον το δυνατό πλησιέστερον προς αυτόν. Η ανωφελής υπέρκριτική, η οποία υποβιβάζει πέραν του δέοντος τους αριθμούς του, είναι εξ ίσου αστήρικτος και αναπόδεικτος. Οφείλομε να μή λησμονήσωμεν ότι επι επτά έτη παρεσκευάζετο ολόκληρος η Ασία και Αφρική των Περσών και τμήμα της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Οι Πέρσαι δεν ήσαν πολύ καλοί οργανωταί. Οφείλομεν ακόμη να ενθυμηθώμεν ότι κατά την αυτήν μαρτυρίαν του Ηροδότου, μόνον τα εκλεκτά στρατεύματα του Ξέρξου εστιάζοντο και μάλιστα πολυτελώς. Εις τον υπόλοιπον στρατόν εδίδετο μόνον «φορβή» ως να επρόκειτο περί κτηνών. Δηλαδή μία φούκτα κριθής ημερησίως και ο καθείς συνεπλήρωνε το σιτηρέσιόν του με ό,τι ηδύνατο να αγοράση ή να αρπάση καθ’οδόν. Είναι δε βεβαία και αναμφισβήτητος, η απέραντος και μοναδική εις την ιστορίαν ποικιλία του ατελευτήτου εκείνου συρφετού. Εκτός από τον ναυτικόν παράγοντα, η δύναμις του πεζικού απετελείτο από 46 διάφορα έθνη, των οποίων η αρίθμησις θα απέβαινεν κουραστική. Εκεί ευρίσκοντο οι εκλεκτοί Πέρσαι και οι ισάξιοι Μήδοι,αρτίως ωπλισμένοι,οι οποίοι απετέλουν το άνθος του στρατεύματος. Τα άλλα έθνη αποτελούν πρωτοφανή εις την στρατιωτικήν ιστορίαν συμφυρμόν φυλών,οπλισμού και ενδυμασίας. Οι ασύριοι είχον κράνη εκ χαλκού,πλεκτά όμως και δύσκολα την περιγραφήν, ως λέγει ο Ηρόδοτος, προς δε ασπίδας δόρατα και ρόπαλα σεσιδηρωμένα. Οι Σάκαι της Σκυθίας τόξα επιχώρια και αξίνας. Οι Ινδοί τόξα και βέλη εκ καλάμου(βαμβού). Οι Κάσπιοι ηκολούθουν ενδεδυμένοι με γουναρικά,ομοίως και οι Πάκτυες και άλλα συναφή έθνη. Οι Αράβιοι είχαν παλίντονα τόξα και εκαλύπτοντο με κάππες ευρυχώρους. Οι Αιθίοπες ήσαν σκεπασμένοι με δέρματα λεόντων και παρδάλεων και είχαν τεσσάρων πήχεων τόξα,ενώ οι αιχμές των βελών των ήσαν ακόμη εκ λίθου. Το ήμισυ του σώματός των άβαφον λευκόν και το έταιρον ήμισυ κόκκινον,όταν επρόκειτο να εξέλθουν εις την μάχην. Ιππικόν παρείχαν ωρισμένα μόνον έθνη. Δεν έλειπον δε από την πανσπερμίαν εκείνην ούτε και οι πρόδρομοι των Ινδιάνων της Αμερικανικής ηπείρου, οι οποίοι χρησιμοποιούν το «λάσσο». Αναφέρονται έν νομαδικόν έθνος, οι οποίοι ηκολούθουν με 8000 ιππείς, οι οποίοι δεν είχαν άλλο όπλον εκτός από σιδηρούν εγχειρίδιον και δερμάτινον σχοινίον το οποίον έφερεν βρόγχον εις το άκρον. Με αυτό συνελάμβανον ίππους και ανθρώπους, τους έλκον προς εαυτούς και τους κατέσφαζαν.
Όλος αυτός ο ανθρώπινος κατακλυσμός ήδη εβάδιζε κατά της Ελλάδος.Παντού όπου εστάθμευαν εξήραιναν λίμνας και ποταμούς και κατεβρόχθιζαν το πάν, ακόμη και τις ακρίδες. Από μέρους του Περσικού κράτους είχεν υπολογισθή εκ των προτέρων πού θα διενυκτέρευεν εκάστοτε ο στρατός. Πολλούς μήνας πρίν είχαν ειδοποιηθή οι Έλληνες, οι οποίοι ήσαν υπόχρεοι να παράσχουν το δείπνον. Τούτο αφεώρα μόνον εις τον Ξέρξην και εις τους εκλεκτούς του στρατού, διότι, ως ελέχθη, οι λοιποί αλάμβαναν «φορβήν». Εις όσους έλαχεν αυτός ο κλήρος «ες παν κακού απίκατο», ως λέγει ο Ηρόδοτος, ήτοι τους επήρεν ο διάβολος κυριολεκτικώς και εγένοντο ανάστατοι από τα σπίτια των. Οι Θάσιοι λόγω των πόλεων τις οποίες είχαν εις την ήπειρον, υπρχρεώθησαν και αυτοί να δειπνήσουν τον Ξέρξην. Είς και μόνος εξ αυτών, Αντίπατρος ονόματι, κατέβαλεν εις μετρητά τετρακόσια τάλαντα αργύρου. Είναι δύσκολον να μεταφρασθή το ποσόν αυτό εις σημερινήν αξίαν. Επρόκειτο περί 2.400.000 αρχαίων δραχμών (αττικού συστήματος). Η τότε όμως δραχμή ειχε πολλαπλασίαν αξίαν (3-4 φορές), της προπολεμικής δραχμής.
Μόλις οι κήρυκες ήγγελον την ανωτέρω είδησιν εις τας πόλεις, οπόθεν προώριστο να διαβή ο Ξέρξης, οι ευκατάστατοι αστοί εμοίραζαν αμέσως σιτηρά και επί πολλούς μήνας όλοι οι πολίται ήθελον άλευρα (από σίτον) και άλφιτα (από κριθήν). Επρομηθεύοντο τα άριστα των σφαγίων και τα εσίτευαν για να παχύνουν, ομοίως παντοειδή πουλλερικά χερσαία και υδρόβια, τα οποία συνετήρουν εις οικήματα και λάκκους. Τέλος κατεσκεύαζαν επιτραπέζια σκεύη χρυσά και αργυρά, για τον βασιλέα και το άμεσον περιβάλλον του και εστήνετο μια πολυτελής σκηνή. Όταν ήρχετο η ημέρα του δείπνου, όλος ο κόσμος υπηρέτη τον στρατόν, την δε επομένην το πρωί έφευγον οι «φιλοξενούμενοι», αφού παρελάμβαναν πάντα τα σκεύη ως ανάμνησιν και ανασπώντες και την σκηνήν, χωρίς να αφήνουν τίποτε, αλλά απάγοντες το πάν.
Κεφ.2ον. Θερμοπύλαι-η Δόξα
Όλα τα προεισαγωγικά του προηγουμένου κεφαλαίου ήσαν αναγκαία, δια να σχηματίση κάποιος σαφή ιδέαν της τρομεράς θεομηνίας, η οποία κατήρχετο από Βορρά και τα μέσα τα οποία διέθεταν οι Έλληνες, δια να την αντιμετωπίσουν. Ο όγκος και τα μέσα της Περσικής στρατιάς συγκρινόμενα προς τα των Ελλήνων, ήσαν ανώτερα πάσης περιγραφής. Υπελείπετο να αντικρύσουν την κατάστασιν με ψυχικόν σθένος,του οποίου όμως το μέγεθος θα ήτο δύσκολον να εκτιμηθή, αν δεν εδίδετο μία ιδέα των παρασκευών του Ξέρξου.
Αφ’ότου οι Έλληνες επέστρεψαν εκ των Τεμπών εις τον Ισθμόν, εξηκολούθησαν να συζητούν περί του πρακτέου. Οι Πελοποννήσιοι ήθελαν να αμυνθούν οι Έλληνες εις τον Ισθμόν. Η Σπάρτη η οποία κατηγορήθη ότι έπαιζε διπλό παιχνίδι,έπρεπε να συμβιβάση τα διεστώτα. Δεν έπρεπε να αφαιθούν πάντως οι εκτός του Ισθμού Έλληνες να μηδίσουν. Μεταξύ αυτών ήσαν και οι Αθηναίοι, των οποίων ο στόλος ήτο η κυρία ναυτική δύναμις των Ελλήνων. Άνευ αυτών άμυνα δεν ήτο δυνατόν να διεξαχθή. Καίπερ κατά βάθος ίσως σκεπτόμενοι και οι Σπαρτιάται και οι λοιποί Πελοποννήσιοι, έβλεπον ότι κάτι έπρεπε να γίνη δια την άμυναν Βορειότερον.
Τα Τέμπη υπήρξαν χρήσιμον μάθημα. Οι Έλληνες έμαθαν τότε ότι υπήρχον και Θερμοπύλαι. Ο ορεινός όγκος εκεί αποτελεί απόρθητον φράγμα από παντού. Μόνον προς Ανατολάς είναι ανοικτός ο Ευβοϊκός κόλπος. Και αυτός όμως έχει σχετικώς στενόν το βόρειον άνοιγμα. Η χερσόνησος της Μαγνησίας και η Βορεία ακτή της Ευβοιας, καλουμένη Αρτεμίσιον, αφήνουν πορθμόν όχι ευρύν τον οποίον δύναται να φράξη ο στόλος των Ελλήνων. Έτσι δεν θα δυνηθούν οι Πέρσες να αποβιβάσουν στρατόν,εις τα νώτα του πεζικού. Εδώ λοιπόν η άμυνα είναι δυνατή και έτσι περισώζονται οι προς Νότον της Φθιώτιδος Έλληνες από του να υποταχθούν αμαχητεί.
Προφανώς εδαπανήθη όλος ο διαθέσιμος χρόνος για να συλλεγούν επαρκείς πληροφορίες, να σπουδάσουν το μέρος, να συμφωνήσουν μεταξύ των τελικώς και να εκπονήσουν το στρατηγικόν σχέδιον. Βάσει δε αυτού εκάλεσαν και τους Έλληνας της Στερεάς να βοηθήσουν και αυτοί εις τον κοινόν αγώνα. Τις λεπτομέρειες δεν πρόκειται να τις μάθωμε ποτέ. Ο Ηρόδοτος ο οποίος ως τοπογράφος είναι θαυμαστός, δεν είχεν ούτε προδιάθεσιν, ούτε δυνατότητα να εγκύπτη εις αυτά τα πράγματα όπως είχεν ο Θουκυδίδης. Επεσκέφθη το θέατρον του πολέμου και συνέγραψε την ιστορίαν του μίαν γενεάν και περισσότερον μετά τα γεγονότα. Τα της διεξαγωγής όμως των Μηδικών πολέμων τα εγνώριζαν το πολύ 5-10 άνθρωποι οι οποίοι υπήρξαν και πρωταγωνισταί. Εξ αυτών,οι μεν Σπαρτιάται δεν ωμίλουν ποτέ ούτε και οι Θεσπιείς, οι δε άλλοι είχον ήδη αποθάνει και η μέθοδος των πολεμικών απομνημονευμάτων δεν είχεν ακόμη εφευρεθή. Ό,τι μας λέγει ο Ηρόδοτος είναι κυρίως προφορική παράδοσις του λαού και φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της λαϊκής παραδόσεως.Τα υπόλοιπα οφείλομε να συμπληρώνωμεν κατά το δυνατόν δια της λογικής και δια κριτικής μεθόδου. Εν προκειμένω ένα έχομεν να είπωμεν, ότι το στρατηγικόν σχέδιον των Θερμοπυλών ήτο υπέροχον. Άν εφηρμόζετο με ίσην αποφασιστικότητα, είναι βέβαιον ότι ο Πέρσης ήθελεν αναχαιτισθή οριστικώς ενταύθα και ήθελεν αναγκασθή εις άδοξον επιστροφήν, αν ήθελε καταστή και αυτή εφικτή. Τον πελώριον στρατόν του δεν ήτο δυνατόν να τον κρατήση επί πολύ εις έν πτωχόν μέρος ακίνητον. Διότι έπρεπεν ο όχλος εκείνος να μετακινήται διαρκώς δια να δύναται να βόσκη κι να έχη και τον στόλον ελεύθερον δια να του κομίζη τρόφιμα. Δυστυχώς οι Έλληνες εις την μακραίωνα ιστορίαν των παρουσιάζουν και άλλα λαμπρά σχέδια ,τα οποία απέτυχον δια λόγους μυστηριώδεις. Εις την παρούσαν πρίπτωσιν η Σπάρτη, με τις διαρκώς ανεξιχνιάστους βουλές της, δεν έστειλεν εις Θερμοπύλας παρά 300 άνδρας. Υπεσχέθη και περαιτέρω βοήθειαν την οποίαν δεν έστειλε ποτέ. Αναλόγως και το Πελοποννησιακόν ναυτικόν εις το Αρτεμίσιον,παρά την προθυμίαν των Αθηναίων, δεν ηθέλησε να φθάση εις το ανώτατον όριον της αποδόσεως. Οι Πελοποννήσιοι εφαίνοντο ως να εξετέλουν ανεπιθύμητον αγγαρείαν. Οι Βορειότεροι Έλληνες το έβλεπαν και δεν κατέβαλον και αυτοί το ακρότατον όριον της προσπαθείας των. Και παρ’όλα ταύτα το σχέδιον αμύνης των Θερμοπυλών παρ’ολίγον να επιτύχη καθ’όλην την γραμμήν. Ήτο ζήτημα ολίγων ακόμη ανδρών εις τας Θερμοπύλας παρόλον ότι εκεί εκτός των 300 Σπαρτιατών εθσιάσθησαν και 700 επίσης Θεσπιείς, υπό τον Δημόφιλον του Διαδρόμου, ο οποίος όταν ο Λεωνίδας του συνέστησε να εγκαταλείψη το πεδίον της μάχης, απήντησε με το Περίφημον: Όχι Λεωνίδα δεν θα σε αφήσω να πάρης εσύ όλην την δόξαν. Έμειναν και πολέμησαν και έπεσαν μέχρις ενός όλοι οι Θεσπιείς παρ’όλον ότι ουδέν ,όπως εις τους Σαρτιάτας, το επέβαλλεν (Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι…).Ήτο επίσης, η επίδειξις μεγαλυτέρας αποφασιστικότητος εις το Αρτεμήσιον, οπόθεν οι Έλληνες απεσύρθησαν εν τέλει νικηταί. Από τας Θερμοπύλας ουδείς επέζηεσε δια να αποσυρθή, εξ΄όσων έμειναν τελικώς δια να πολεμήσουν.
Ο Ηρόδοτος εφαντάσθη ότι ευθύς αμέσως μετά την επιστροφήν εκ των Τεμπών, οι Έλληνες απεφάσησαν να αμυνθούν εις τας Θερμοπύλας. Εις την πραγματικότητα όμως επέρασαν άνω των δύο μηνών. Ο Ξέρξης κατά την εποχήν της εκστρατείας των Τεμπών, ευρίσκετο εις την Άβυδον. Ήδη ηγγέλθη ότι έφθασεν εις την Πιερίαν, ήτοι ήτο έτοιμος να εισβάλη εις την Θεσσαλίαν. Τότε οι Σπαρτιάται απεφάσισαν να κινηθούν αμέσως. Θα ήτο περί τα μέσα ή περί τα τέλη Ιουλίου του 480π.Χ.
(Εδώ θα κάνωμεν μίαν παρένθεσιν, η οποία αφορά εις τας χρονολογίας και κυρίως εις την χρονολογίαν της μάχης των Θερμοπυλών.
Όπως ο Ηρόδοτος δίδει το δρομολόγιον του Ξέρξου και τας ενεργείας των Ελλήνων, πάσα αρίθμησις με ακρίβειαν ημερών είναι αδύνατος. Εδώ το κέντρον του προβλήματος είναι ο εορτασμός των Ολυμπιακών Αγώνων εις την Ολυμπίαν και των Καρνείων εις την Σπάρτην, τα οποία συνέπιπτον κατά το έτος εκείνο, ετελείωναν δε με την Πανσέληνον. Δια το έτος 480 π.Χ δύο μόνον Πανσέληνοι δύνανται να ληφθούν υπ’όψιν, ή η της 21ης Ιουλίου ή η της 19ης Αυγούστου. Δεν είναι δυνατόν να μορφώση όμως κάποιος ιδίαν γνώμην.Του Ηροδότου το ημερολόγιον μάλλον ευνοεί τον Ιούλιον. Ηκολουθήθη όμως και του Μπουσόλτ, ότι ο Λεωνίδας ανεχώρησεν εκ της Σπάρτης ολίγον προ των Καρνείων (τα οποία έληγαν με την Πανσέληνον της 19ης Αυγούστου), πράγμα το οποίον δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται προς τα πράγματα. Από την έκθεσιν του Ηροδότου εξάγεται ότι πολύ ενωρίτερον οι Έλληνες ήρχισαν να συρρέουν εις τας Θερμοπύλας, ίσως μάλιστα όχι όλοι μαζύ αλλά τμηματικώς. Η παρουσία του Λεωνίδου ως αρχηγού ήτο αναγκαία ενωρίτερον. Προ της μάχης εμεσολάβησαν οι αγγελίες προς τις πόλεις περί βοηθείας και ιδίως η επισκευή του τείχους των Φωκέων, του οποίου το πλείστον ήτο ερείπιον κατά τους λόγους του Ηροδότου. Το τείχος αυτό αποκαλυφθέν ήδη, έχει μήκος άνω των 100 μέτρων και η επισκευή του απήτει χρόνον. Ο Λεωνίδας πρέπει να ευρίσκετο εκεί τουλάχιστον δύο ή τρείς εβδομάδες ενωρίτερον της μάχης, της οποίας την ακριβή ημερομηνίαν ( πέριξ της Πανσελήνου) πάντως αγνοούμεν. Θαυμασμόν εκποιεί η ψύχρεμος προσήλωσις των Ελλήνων προς την παράδοσιν και την θρησκείαν. Προς την τραγικήν μάχην συνέπιπτον οι Ολυμπιακοί Αγώνες, οι οποίοι ούτε εματαιώθησαν ούτε ανεβλήθησαν. Πρόκειται περί της Ολυμπιάδος εκείνης κατά την οποίαν οι δύο μεγαλύτεροι πυγμάχοι της αρχαίας Ελλάδος ό Θεαγένης και ο Εύθυμος ηγωνίσθησαν την επικήν των μονομαχίαν,περί της οποίας αναφέρει εν εκτάσει ο Παυσανίας).
Συνέχεια του κειμένου.
Την φοράν αυτήν οι Έλληνες, έστειλαν επί κεφαλής του στρατού των, όχι τον κάποιον Ευαίνετον τον οποίον είχον στείλει εις τα Τέμπη, αλλά Βασιλέα,-τον Λεωνίδαν. Δεν του έδωκαν όμως παρά 300 Σπαρτιάτας, συγχρόνως δε και διαταγάς τας οποίας πιθανώτατα ουδέποτε θα μάθωμεν.
Εντεύθεν αρχίζει το δράμα των Θερμοπυλών, το οποίον αποτελεί ένα των ενδοξοτάτων και συγχρόνως και των πλέον αινιγματικών γεγονότων της Παγκοσμίου Στρατιωτικής Ιστορίας. Και εδώ νομίζομεν ότι είναι σκόπιμον να μεταφερθώμεν εις το Παρόν και να διερωτηθώμεν, πώς είναι δυνατόν η Πολιτεία η Ελληνική σήμερον, να επιτρέπη την συγκέντρωσιν και την διαμονήν (έστω και προσωρινήν, εάν τούτο ως πληροφορούμεθα από περιοίκους είναι αληθές), αλλοδαπών εις τον Ιερόν αυτόν χώρον, το ιερώτερον Μνημείον της ανθρωπότητος, το Μέγα Θυσιαστήριον και Ολοκαύτωμα των ολίγων εκείνων γενναίων Ελλήνων, οι οποίοι κείνται εκεί τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι; Μήπως δεν υπήρχον άλλοι χώροι αλλού για την εγκατάστασιν των μεταναστών; Ποίοι είναι αυτοί οι οποίοι επρότειναν και ποίοι με ελαφράν την συνείδησιν υπέγραψαν την εγκατάστασιν αυτήν; (Και πάλιν αν τούτον είναι αληθές).Τι έχουν να απαντήσουν αυτοί, εις τον Λεωνίδαν και εις τον Δημόφιλον; Εγώ ως Έλλην θλίβομαι και εντρέπομαι, γιατί αναλογίζομαι, εκτός των άλλων, και τα ειρωνικά σόχλια των προοδευμένων λαών, οι οποίοι γνωρίζουν ότι, οι γενναίοι φυλάττουν Θερμοπύλες. (Αυτή είναι μία άποψις του γράφοντος, ο οποίος μεταφέρει και τις απόψεις αξιολόγων ανδρών της Ευρώπης και της Αμερικής), μεταξύ αυτών και ενός Γάλλου, φίλου και συναδέλφου του γράφοντος, ο οποίος είπεν «Ο χώρος αυτός, αφού ολοκληρωθή η ανασκαφή του την οποίαν άρχισεν ο αείμνηστος Σ.Μαρινάτος, να διαμορφωθή εις ένα Μοναδικόν Μουσείον, το οποίον εις το διηνεκές θα ακτινιβολή και θα λάμπη και θα είναι ο τόπος αναφοράς όλων των Αξιών του ανθρώπου και συγχρόνως, η Παγκόσμιος Κοινότης κατόπιν εισηγήσεως από την Ελληνικήν Πολιτείαν, να ορίση του λοιπού, Πολιτιστικήν Πρωτεύουσαν του Κόσμου τις Θερμοπύλες,οι οποίες έσωσαν τον Ελληνικόν και κατ’επέκτασιν τον παγκόσμιον Πολιτισμόν…. Μακάρι!!!!
Κατά την αρχαιότητα ο Μαλιακός κόλπος, ο οποίος εισεχώρει πολύ βαθύτερον από σήμερον, περιέβρεχε τους πρόποδας των αποτόμων Οιταίων ορέων, τα οποία κατά το μέρος αυτό ειδικώτερον, ωνομάζοντο όρος Καλλίδρομον. Έτσι εσχηματίζετο στενόν πέρασμα, εκτεινόμενον από Δυσμάς προς Ανατολάς εις μήκος περίπου δέκα χιλιομέτρων.Τρία μέρη ήσαν στενώτατα. Το Δυτικώτατον και το Ανατολικώτατον επέτρεπαν την δίοδον εις μίαν μόνην άμαξαν. Το μεταξύ αυτών Μεσαίον, αι κυρίως ωνομαζόμεναι Θερμοπύλαι, ήτο πλατύτερον. Εις το στενώτατον αυτού μέρος, είχεν ήδη 15 μέτρων εύρος. Εις αντάλλαγμα όμως εδώ το Καλλίδρομον υψούτο αποτόμως, και ως εκ τούτου δεν ήτο δυνατόν κάποιος να ακολουθήση δρόμον παρά μόνον δια των Στενών, ενώ εις το πρώτον και εις το τρίτον στενόν, εμεσολάβουν μεταξύ θαλάσσης και όρους χαμηλότεροι λόφοι, τους οποίους ένα στράτευμα, εν ανάγκη ημπορούσε να διαβή χωρίς να χρησιμοποιήση την κυρίως οδόν.Το μεσαίον στενόν ήτο από παλαιότερον ωχυρωμένον. Οι Φωκείς είχον ανεγείρει εκεί ένα τείχος προς άμυναν κατά των Θεσσαλών.
Το τείχος αυτό ανεσκεύασαν οι Έλληνες τώρα και απεφάσισαν να αναμείνουν εκεί τον Ξέρξην.
Πέραν των στενών αυτών, προς Μόλον και Θρόνιον (Καμμένα Βούρλα), και εν συνεχεία κατά μήκος του Ευρίπου εκτείνεται το όρος Κνημίς. Εις την περιοχήν αυτήν των Λοκρών η παραλία είναι βατή και εις οιονδήποτε σημείον ο Περσηκός στόλος ηδύνατο να προσεγγίση και να αποβιβάση στρατόν ο οποίος θα κατελάμβανε τα νώτα των μαχομένων Ελλήνων. Επί πλέον ο στόλος θα ημπορούσε να πλησιάση και εις αυτό το πεδίον της μάχης των Θερμοπυλών και να προσβάλη απ’ευθείας εκ των πλοίων τους αμυνομένους. Τούτο συνέβει αν και με κάποιαν δυσκολίαν 201 έτη βραδύτερον, ήτοι κατά την εισβολήν των Γαλατών (279 π.Χ.).Τότε αν και οι προσχώσεις είχον προχωρήσει ήδη σημαντικώς, αι τριήρεις των Αθηναίων προσήγγισαν τόσον πλησίον, ώστε απ’αυτών εβάλλοντο οι κτηνώδεις βάρβαροι του Βρέννου.
Ιδού λοιπόν γιατί ήτο απολύτως αναγκαίον και το Αρτεμίσιον. Ο Βρέννος δεν είχε στόλον. Ο Ξέρξης όμως είχεν. Επομένως ή έπρεπεν εν συγχρονισμώ προς τας Θερμοπύλας να τηρηθή εκτός του Ευβοϊκού ο στόλος του ή αι Θερμοπύλαι ως αμυντήριος γραμμή ήσαν άχρηστοι.
Όπως ο Ξέρξης εκθειάζεται υπό του Ηροδότου, ως ωραιότατος και μεγαλοπρεπέστατος εν μέσω του στρατού του, ούτω και ο Λεωνίδας περιγράφεται ως ο ηρωϊκώτερος και μάλιστα θαυμαζόμενος ως προς την μορφήν εξ όλων των υπ’αυτόν Ελλήνων. Οι Σπαρτιάται του έδωκαν να παραλάβη 300 εκλεκτούς οπλίτας οι οποίοι είχον ήδη υιούς. Επομένως εγνώριζον οι εξερχόμενοι ότι πιθανώς δεν θα επέστρεφον πλέον.
Αι υπόλοιποι δυνάμεις ήσαν, οι 700 Θεσπιείς υπό τον Δημόφιλον υιόν του Διαδρόμου, οι οποίοι έμειναν μέχρι τέλους και έπεσαν μέχρις ενός, ως προελέχθη, 500 Τεγαιάται, 500 Μαντινείς,1 20 Ορχομένιοι εξ Αρκαδίας, Αρκάδες γενικώς 1000, Μυκηναίοι 80, Φλιάσιοι 200, και Κορίνθιοι 400, αυτοί όλοι εκτός των Θεσπιέων,οι εκ Πελοποννήσου. Εκτός Πελοποννήσου οί προλεχθέντες 700 Θεσπιείς, Θηβαίοι 400 (παραληφθέντες σχεδόν δια της βίας, διότι ήσαν ύποπτοι μηδισμού), Λοκροί και Οπούντιοι πανστρατιά χωρίς να αναφέρεται ο αριθμός των και Φωκείς 1000. Το σύνολον είναι 5200 οπλίται εξ ών 3100 Πελοποννήσιοι, μη υπολογιζομένων των Λοκρών, οι οποίοι ως δύναμις δεν ήτο σημαντική. Εν τούτοις το επίγραμμα το οποίον είχε στηθή εις τας Θερμοπύλας, αναφέρει ότι εμάχοντο εναντίον τριακοσίων μυριάδων, τέσσαρες χιλιάδες εκ Πελοποννήσου.
Υπό των νεοτέρων ιστορικών υπολογίζεται ότι πρέπει να είχον συναχθή εις Θερμοπύλας περί τις επτά χιλιάδες άνδρες.
Οι Έλληνες επεσκεύασαν εν τάχει το ηρειπωμένον τείχος των Φωκέων και εστρατοπέδευσαν όπισθεν αυτού. Περί τα τρία χιλιόμευρα Ανατολικώτερον, παρά το τρίτον στενόν, ήτο η κωμόπολις Αλπινοί, ο πρώτος εκ των Λοκρικών συνοικισμών. Εκείθεν ελογάριαζαν οι Έλληνες να προμηθεύωνται τα τρόφιμά των. Άμέσως μετά την εγκατάστασίν των έπεμψαν αγγέλους εις τις πέριξ χώρες, δια να ζητήσουν βοήθειαν. Ο τύπος του διαγγέλματος του Λεωνίδου είναι χαρακτηριστικός. Φανερώνει το θάρρος το οποίον προσπαθεί να εμπνεύση η μικρά ομάς, αλλά και ζωγραφίζει τον τρόμον τον οποίον είχεν εξαπλώσει παντού η προσέγγισις του Ξέρξου. Δίδει ελπίδας περί προσεχούς ελεύσεως μεγαλυτέρας δυνάμεως και τέλος καταφεύγει εις την φιλοσοφίαν του αδήλου και το ασταθές της ανθρωπίνης μοίρας, τα οποία εις παρομοίας στιγμάς απελπισίας είναι συνήθη και αποτελεσματικά εις τους λαούς. Η αγγελία έλεγε περίπου τα εξής: Ήλθομεν ως πρόδρομοι των άλλων. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι περιμένονται από ημέρας εις ημέραν. Η θάλασσα φρουρείται υπό των Αθηναίων και των Αγινητών. Ουδέν το φοβερόν συμβαίνει. Δεν είναι θεός ο επερχόμενος κατά της Ελλάδος άνθρωπος. Και δεν υπήρξεν ούτε θα υπάρξη άνθρωπος, εις την μοίραν του οποίου να μην ανεμίχθησαν και κακά μόλις εγεννήθη. Εις τους μεγίστους μάλιστα ανεμίχθησαν τα μέγιστα. Αφού άνθρωπος είναι ο εισβολεύς πρέπει κάποτε και αυτός να πέση.
Ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι ο Λεωνίδας εστάλη εν σπουδή μετά των εκλεκτών τριακοσίων, για να μη μηδίσουν οι Έλληνες της Στερεάς. Εμπόδιον ήσαν τα Κάρνεια και μόλις οι Σαρτιάται θα εώρταζαν την μεγάλην αυτήν εορτήν των, (περί τας 20 Αυγούστου) θα εξεστράτευον πανδημεί, αφήνοντες μικράν φρουράν εις την Σπάτρην.
Αν τούτο ήτο αληθές, ουδέποτε θα το μάθωμεν. Πάντως ουδέν έγινε δια να βοηθηθή ο Λεωνίδας.
Μολών Λαβέ-Το Κλέος
Του Ξέρξου γράψαντος «πέμψον τα όπλα», αντέγραψε «Μολών Λαβέ»
Ο Ξέρξης είχε διασχίσει την Θεσσαλίαν. Από την κοιλάδα του Σπερχειού την χωρίζει η μάλλον χθαμαλή οροσειρά της Όθρυος, η οποία εκφυομένη από του Τυμφρηστού, προχωρεί εκ Δυσμών προς Ανατολάς μέχρι της θαλάσσης του Ευβοϊκού. Έχει πολλές διαβάσεις και κατά το Δυτικόν μέρος προς την Άνω Σπερχειάδα, και κατά το Ανατολικόν, δύο κυρίας εισόδους, την από τους Θαυμακούς προς την Λαμίαν και παραλιακώς την προς τα Φάλαρα, παρά την σημερινήν Στυλίδα. Τις δύο τελευταίες διόδους εχρησιμοποίησεν ο Ξέρξης αμφοτέρας και επαρουσιάσθη εις τα πέριξ της σημερινής Λαμίας, η οποία άγνωστον αν τότε είχεν κάποιαν οχύρωσιν. Επροχώρησε κατόπιν εντός της κοιλάδος του Σπερχειού μέχρι της Τραχίνος, παρά το σημερινόν χωρίον Βαρδάτες. Εκεί ήτο τότε το πλατύτατον μέρος της κοιλάδος και εκεί εστρατοπέδευσεν. Το φοβερόν παραπέτασμα των Τραχινίων Πετρών και της Οίτης, πρέπει να του έκανε την εντύπωσιν την οποίαν εκποιεί εις τον κάθε επισκέπτην, μέχρι και της σήμερον. Είχε δε ακούσει εις Θεσσαλίαν ακόμη ευρισκόμενος, ότι είχον συναθροισθή εκεί ολίγοι τινες Έλληνες και ότι αρχηγός των ήτο ο Λεωνίδας το γένος Ηρακλείδης.
Οι Έλληνες αντιστοίχως επι τη προσεγγίσει των Περσών, άλλοι ήθελαν να φύγουν εις Πελοπόννησον, οι Φωκείς όμως και οι Λοκροί, άπαξ εκτεθέντες, επέμενον να κρατηθούν οι κρατούμενες θέσεις. Ο Λεωνίδας συντάσσεται προς την γνώμην των και ούτω το στράτευμα διατάσσεται να παραμείνη. Στέλλονται όμως και πάλιν άγγελοι εις τας πόλεις δια να ζητήσουν βοήθειαν, διότι ο υπάρχων στρατός ήτο ολίγος δια να αποκρούση τον στρατόν των Μήδων. Αυτές μόνον ήσαν οι λέξεις της μετριόφρονος αλλά και μεγαλόφρονος αγγελίας των.
Ο Ξέρξης θέλει να λάβη ακριβεστέραν ιδέαν των αντιπάλων του και στέλλει ως κατάσκοπον έναν ιππέα. Ο ιππεύς επέρασε το πρώτον αφύλακτον στενόν και έφθασε προ του δευτέρου. Κατ’εκείνην την ημέραν έτυχε να φρουρούν προ του τείχους οι Σπαρτιάται. Ο υπόλοιπος στρατός εστρατοπέδευεν όπισθεν του τείχους και δεν ήτο ορατός. Ο ιππεύς έβλεπε πράγματα πρωτοφανή δια τα ήθη και τον πολιτισμόν τον ιδικόν του. Άλλοι εγυμνάζοντο και άλλοι επεριποιούντο τας μακράς των κόμας. Τους εμέτρησε με άνεσιν και ύστερον εστράφη δια να επιστρέψη οπίσω με πάσαν ησυχίαν. Πολύ χαρακτηριστικόν είναι το επεισόδιον και σκοπίμως προφανώς ο Ηρόοδοτος το διατυπώνει αναλόγως. «Ούτε γαρ τις εδίωκεν, αλογίοις τε εκύρησε πολλής». Δηλ. Διότι ούτε κανείς τον ηνόχλησε και δεν εδόθη πεντάρα δια την παρουσίαν του.
Ήτο μία σκόπιμος και υπολογισμένη ένδειξις περιφρονήσεως. Οι Σπαρτιάται ανταπέδιδον τα ίσα δια τους εις τας Σάρδεις κατασκόπους των Ελλήνων.
Ο Ξέρξης είχεν μαζύ του τον περίφημον Δημάρατον, έναν εξόριστον πρώην βασιλέα της Σπάρτης. Περίφημον τον χαρακτηρίζομεν διότι παντού όπου τον αναφέρει ο Ηρόδοτος, ζωγραφίζει με δυνατά χρώματα τον άνδρα. Εκυμένετο μεταξύ της ευγνωμοσύνης προς τον ευεργέτην του και της Σπαρτιατικής ανατροφής και βασιλικής καταγωγής του. Ουδέποτε κατηγόρησε τους συμπατριώτας του, ουδέποτε απέκρυψε τας αρετάς των, ουδέποτε ηθέλησε να χρωματίση τα πράγματα ευχαριστότερον δια τον Ξέρξην. Διά τούτο πολλάκις τον δυσηρέστησε, τινες μάλιστα από την βασιλικήν ακολουθίαν, του είχον φερθή και απρεπώς δια τούτο.
Ο Ξέρξης λοιπόν όπως και ο ιππεύς του εθεώρησε γελοία και ακατάληπτα τα καμώματα των Σπαρτιατών. Εκάλεσεν όθεν τον Δημάρατον δια πολλοστήν φοράν. Μέσα του υπήρχε πάντοτε η κρυφή αγωνία, περί του τι είναι τέλος πάντων αυτοί οι Σπαρτιάται. Είχε γίνει επανειλημμένως τόσος λόγος εις το παρελθόν περί αυτών. Ζητεί νέας εξηγήσεις και ο Δημάρατος απαντά ως ακολούθως.
«Βασιλεύ με ήκουσες και πρότερον να σου ομιλώ περί των ανθρώπων τούτων, ότε εξεκινήσαμε δια την Ελλάδα. ΄Ακουσας δε πώς εγώ έβλεπα την έκβασιν των πραγμάτων έτρεψας το πράγμα εις το γελοίον. Πάντως δι’εμέ είναι μεγίστη δοκιμασία να ασκώ την αλήθειαν ενώπιόν σου βασιλεύ. Άκουσον λοιπόν και τώρα. Οι άνθρωποι αυτοί ήλθον δια να πολεμήσουν περί του στενού και δι’αυτό παρασκευάζονται. Διότι έχουν τον εξής νόμον: Όταν πρόκειται να θέσουν εις κίνδυνον τας ψυχάς των, τότε περιποιούνται πολύ τας κεφαλάς των. Γνώριζε δε, εάν καταβάλης τούτους και τους υπολειπομένους εις την Σπάρτην, δεν υπάρχει πλέον άλλον έθνος βασιλεύ, το οποίον θα τολμήση να σηκώση χείρα εναντίον σου. Διότι τώρα τίθεσαι αντιμέτωπος προς την καλλίστην βασιλείαν των Ελλήνων και προς τους πλέον ξακοστούς πολεμιστάς.».
Ο Ξέρξης αδυνατεί να θεωρήση αυτά τα πράγματα λογικά και ερωτά εκ δευτέρου, πώς οι ολίγοι εκείνοι άνθρωποι θα υπομείνουν την στρατιάν την ιδικήν του. Και ο Δημάρατος απαντά: Βασιλεύ να με λογαριάζης του λοιπού ως ένα ψεύτην, αν αυτά δεν αποβούν όπως εγώ σου εξηγώ. Ο Ξέρξης δεν επείθετο ή τουλάχιστον δεν ήθελε να φανή ότι συμμερίζεται αυτούς τους φόβους. Αφήκε να παρέλθουν τέσσαρες ημέραι άπρακτοι, χωρίς δηλ.να επιτεθή. Ο Ηρόδοτος δίδει την εξήγησιν ότι ήλπιζε να αποδράσουν οι Έλληνες, πράγμα το οποίον αν ηλήθευε θα εσήμαινεν ότι ο Μέγας Βασιλεύς παρά τας κομπορρημοσύνας του, ευχαρίστως θα έβλεπε παρερχόμενον το πικρόν ποτήριον των «γελοιών». Είναι όμως πιθανότερον ότι επερίμενε την έκβασιν των πραγμάτων εις το Αρτεμίσιον, όπου και τα στοιχεία της φύσεως και οι Έλληνες εδοκίμαζον πολύ άσχημα τον στόλον του. Θα προετίμα να εισέλθη ο στόλος εις τον Μαλιακόν Κόλπον, δια να φύγουν οι Έλληνες αμαχητί και να λάβη και τρόφιμα. Ασφαλώς ο στρατός του ήρχιζεν ήδη να λιμοκτονή. Επειδή όμως ούτε το έν συνέβαινεν ούτε το άλλο απεφάσισε να δώση μάχην.Τότε ενεθυμήθη πάλιν τον εγωισμόν του.Του εφάνη την πέμτην ήδη ημέραν, ότι οι Έλληνες δια να μην φύγουν ήσαν «απερίσκεπτοι και αναιδείς». Δια να τους παιδαγωγήση έστειλεν εναντίον των τους Μήδους και Κισσίους με την υπερήφανον εντολήν να τους συλλάβουν και να τους οδηγήσουν ενώπιόν του ζωντανούς. Οι Μήδοι ήσαν εις στρατιωτικήν φήμην εφάμιλλοι των Περσών. Η χώρα των είναι ορεινή. Η εκλογή ήτο επομένως επιτυχής.Ήσαν το «αλπινιστικόν»αντίστοιχον των σημερινών στρατών και άρα οι ενδεδειγμένοι δια την δύσβατον χώραν των Θερμοπυλών. Άλλωστε είχον και ανοικτούς λογαριασμούς με τους Έλληνας από την εποχήν του Μαραθώνος.
Ούτω επήλθεν η πρώτη σύγκρουσις. Οι Μήδοι έπιπτον αθρόοι. Άλλοι υπεισήρχοντο εις την θέσιν των και δεν εδοκίμαζον να παύσουν τον αγώνα, άν και υφίσταντο πολύ κακήν μεταχείρισιν.Τούτο εξηκολούθησε σχεδόν όλην την ημέραν. Είναι φανερόν ότι τα πλήθη του Ξέρξου τα οποία ήσαν ανεξάντλητα, υπελόγιζαν ματαίως εις τον κάματον των ολίγων Ελλήνων. Το γόητρον του Ξέρξου εκινδύνευε πλέον σοβαρώς, ο δε αντίκτυπος εις όλον τον στρατόν πρέπει να υπολογισθή ως σοβαρός. Ο βασιλεύς αποσύρει εν τέλει τους Μήδους και εις την θέσιν των στέλλει τους Αθανάτους, ήτοι το εκλεκτόν σώμα των 10.000 Περσών, το άνθος του στρατού του. Δι’αυτούς θα ήτο απλούν παίγνιον η συντριβή των Ελλήνων (Ευπετέως κατεργασόμενοι). Αλλά και αυτοί δεν ήσαν τυχερότεροι των Μήδων. Ανδρείας δεν εστερούντο.Τούτο είναι εκτός πάσης συζητήσεως. Ο Ηρόδοτος με την μεγαλοψυχίαν η οποία τον διακρίνει, ομολογεί ότι τους έβλαπτε και του χώρου η στενότης και τα δόρατά των,τα οποία ησαν βραχύτερα των Ελληνικών. Αναφέρει όμως και κάτι άλλο, ότι οι Λακεδαιμόνιοι εμάχοντο αξίως λόγου και άλλα πράγματα αποδεικνύοντες, ως επιστήμονες του πολέμου έναντι απειροτέρων και εφαρμόζοντες και τα εξής: Έστρεφον τα νώτα και προσεποιούντο δήθεν ότι φεύγουν αθρόοι. Οι βάρβαροι τότε επήρχοντο μετά βοής και πατάγου.Μόλις όμως οι Σπαρτιάται, άλλά και οι Θεσπιείς, κατεφθάνοντο, ανέστρεφον αιφνιδίως και κατέβαλλον αναρίθμητον πλήθος Περσών. ’Επιπτον δε τότε και εξ αυτών ολίγοι.
Η συμπύκνωσις αυτή των λόγων του Ηροδότου μόλις και μετά βίας αφήνει να εννοηθή εις το βάθος του το γεγονός αυτό. Οι Έλληνες δηλαδή οπλίται, βαρέως καθώς ήσαν ωπλισμένοι, απετέλουν τότε τον καλλίτερον στρατόν της Γής, δια την εκ του συστάδην μάχην. Εμειονέκτον όμως εις ευκινησίαν. Οι Πέρσαι τουναντίον ήσαν ελαφρότεροι και εκτός των αγχεμάχων όπλων (δόρατος και ξίφους), ήσαν και δεινοί τοξόται, φορτωμένοι από βέλη. Ηδύναντο επομένως επι πολλάς ώρας να πολεμούν από μακράν, ενώ οι Έληνες δεν ηδύναντο να το πράξουν. Το πράγμα παριστάνεται ιδιαιτέρως ανάγλυφον υπό του Ηροδότου κατά την περιγραφήν της μάχης των Πλαταιών. Το στρατήγημα επομένως της εικονικής φυγής των εχρησίμευε δια να προσελκύσουν εντός του στενού των Θερμοπυλών και να δημιουργήσουν δυνατότητα μάχης εκ του συστάδην. Πρέπει όμως να ήτο θαυμαστή η στρατιωτική των εξάσκησις, η πειθαρχία της φάλαγγος και η ακρίβεια των παραγγελμάτων, δια να μην δημιουργηθή σύγχυσις και ρήγμα τα οποία θα είχον ολεθρίας συνεπείας. Μόνοι δε οι Σπαρτιάται και κατ’ακολουθίαν οι Θεσπιείς, είχον τοιαύτν θαυμαστήν εξάσκησιν. Ούτω μόνον δυνάμεθα να εννοήσωμεν και τους λόγους του Δημαράτου προς τον Ξέρξην, ότι οι Σπαρτιάται ως άτομα μεν είναι γενναίοι, όταν δε μάχωνται συντεταγμένοι είναι οι άριστοι των πολεμιστών.
Οι Πέρσαι εδοκίμασαν κάθε τακτικήν, συντεταγμένοι και ατάκτως, με διαταγήν ατομικής πρωτοβουλίας.Τα πάντα όμως επί ματαίω.Το στενόν έμενεν απόρθυτον και με την εσπέραν απεσύρθησαν νικημένοι και ταπεινωμένοι.
Τότε ο Ξέρξης ενεθυμήθη όλας τας συζητήσεις του παρελθόντος περί Ελλήνων και δή περί Σπαρτιατών. Λέγεται (διηγείται ο Ηρόδοτος), ότι παρατηρών την εξέλιξιν της μάχης ανεπήδησε τρείς φορές από τον θρόνον του. Τρόμος τον είχε καταβάλει περί του στρατού του.
Εξημέρωσεν η Δευτέρα ημέρα της μάχης. Οι Πέρσαι εσκεύθησαν ότι οι Έλληνες, ολίγοι καθώς ήσαν, θα ήσαν τραυματισμένοι και κουρασμένοι από την ολοήμερον μάχην της προτεραίας. Επανέλαβον την επίθεσιν με περισσοτέρας ελπίδας. Οι πλέον αισιόδοξοι μάλιστα επίστευον ότι οι αμυνόμενοι δεν θα ήσαν πλέον εις θέσιν να υψώσουν ούτε κάν τας χείρας. Αλλά οι Έλληνες ήσαν εκεί όπως και πρίν. Συντεταγμένοι κατά λόχους ήσαν διηρημένοι κατά προελεύσεις και εμάχοντο με την σειράν των. Λεπτομερείας της μάχης της δευτέρας ημέρας δεν έχομεν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει απλώς ότι οι Πέρσαι βλέποντες ότι δεν υπήρχε διαφορά από την προηγουμένην ημέραν, υπεχώρησαν και απεσύρθησαν εν τέλει.Τούτο φαίνεται να σημαίνη ότι η προτεραία τους είχε φρονηματίσει και την φοράν αυτήν ούτε παρεκινδύυευμένην τακτικήν, ούτε αλογίστους εφόδους, ούτε άλλην πρόχειρον πολεμικήν μέθοδον της στιγμής ετόλμησαν να χρησιμοποιήσουν.-----
Τέλος του πρώτου μέρους.
Ηλίας Κ. Τριανταφύλλου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.