Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

ΟΝΕΙΡΟΥ ΔΩΡΟ!

Συναντηθήκαμε σ’ ένα ύψωμα όλο φως. Σαν μαγεμένη στάθηκα απέναντί του. Ήταν νεότατος, με τα μαλλιά μέχρι τους ώμους του λυτά, με μάτια φωτεινά κι ένα χαμόγελο που έλαμπε αγάπη. Ολόκληρος σαν ήλιος ήταν. Αμίλητη τον θαύμαζα, γοητευμένη. Με πλησίασε και μου φόρεσε στο λαιμό ένα μεταξωτό λεπτό ύφασμα, με χρώματα επίσης φωτεινά, που είχε περασμένο ένα μενταγιόν. Βαρύ, σαν ασημένιο γυάλιζε, ήταν και κόσμημα μα και κλειδί συνάμα.
«Κράτα το», είπε, «αν θέλεις να έρθεις να με βρεις ώρα που δεν θα είμαι».
Το θαύμασα, το ζύγισα στην παλάμη μου, ήταν ωραίο, εντυπωσιακό και έμοιαζε πολύτιμο. Τον κοίταξα μ’ ευγνωμοσύνη και απορία.
Είπα: «Δεν νομίζω πως θα έρθω να σε βρω όταν δεν θα ‘ σαι. Άλλωστε εγώ πρέπει να ακολουθήσω τη μητέρα μου». Έδειξα τη γυναίκα που έφευγε πιο πέρα και βλέπαμε, αυτός κι εγώ, ν’ απομακρύνεται γυρνώντας μας την πλάτη.
Έβγαλα το δώρο απ’ το λαιμό μου και του το επέστρεψα, για να τελειώσει το όνειρο.
Τώρα που το αφηγούμαι νιώθω λίγη μελαγχολία. Τότε που το είδα με είχε γοητέψει η τόση ομορφιά των εικόνων, κι ας ήταν η πρώτη ερμηνεία προφανής. Η ομορφιά, τα νιάτα, η γοητεία δεν με αφορούσαν πια. Ο δρόμος μου ήταν ανοιχτός γι’ αλλού. Εκεί που ήδη προπορεύτηκε η πεθαμένη μου μητέρα.
Η φίλη μου η Α. το ερμήνευσε αλλιώς.
«Πες μου», με ρώτησε, «τρεις λέξεις που χαρακτηρίζουν το νέο άντρα, τρεις τη μητέρα σου και τρεις εσένα».
«Ομορφιά, γοητεία, νιάτα. Σοφία, καλοσύνη, ευφυΐα. Όσο για μένα», απάντησα, «δεν ξέρω άλλο να πω. Υπαρξιακή αμηχανία μόνο, της ηλικίας υποθέτω».
«Να τι σου λέει το όνειρο», είπε τότε η Α., «Θα πρέπει να διαλέξεις με ποιες ιδιότητες θα επιλέξεις να συνεχίσεις τη ζωή σου».
Πέρασε καιρός. Πάντα το όνειρό μου ζωντανό στη μνήμη και πάντα γοητευτικό αλλά ίσως ακόμα όχι εντελώς ερμηνευμένο. Μιλάω γι’ αυτό συχνά, ίσως με την ελπίδα να μου το εξηγήσει κάποιος λίγο ακόμα, λίγο βαθύτερα, λίγο καλύτερα. Ή απλά για να επαναφέρω στη μνήμη μου και κυρίως να μοιραστώ την ομορφιά της εικόνας και των χρωμάτων.
Πρόσφατα, ο φίλος μου ο Τ. μου εξηγεί για το κλειδί κυρίως. «Είναι το κλειδί για το βαθύτερό σου εγώ», μου λέει. «Να μπεις εκεί που τώρα είναι σκοτάδι, να γίνει άπλετο φως· στο υποσυνείδητο».
Ίσως αυτή να είναι η απάντηση στην υπαρξιακή αμηχανία που με παιδεύει. Ίσως.

* Η Κατίνα Βλάχου γεννήθηκε και ζει στην Κέρκυρα. Έχει εκδώσει έξι βιβλία πεζογραφίας και δύο ποιητικές συλλογές. Τελευταίο της βιβλίο Η λιτάνευση του ιχθύος, διηγήματα, (Φιλύρα 2017)

Πηγή: https://www.fractalart.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.