Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

«ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ»


''ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ…''
Μην ξεχνάς τ΄όμορφο ορεινό χωριουδάκι σου που τ΄άφηκες παραπονεμένο και μελαγχολικό κι έφυγες.
Μην του κρατάς κακία που δεν σου πρόσφερε την πολυτέλεια και του κόσμου τα καλά.
Εδώ είναι η ρίζα σου, η φύτρα σου. ΄Εζησαν οι γονιοί σου και οι πρόγονοί σου.
Σ΄αυτό άφησαν τον τίμιο ιδρώτα τους και τα κόκαλά τους. 
Μην ξεχνάς το πέτρινο σπίτι σου, όπου άνοιξες τα μάτια σου στο φως της ζωής. Αυτό σε κράτησε στη ζεστή αγκαλιά του κι ας είχε για διαμερίσματα μια ξύλινη μισάντρα όλη κι όλη, για ταβάνι τον ξερό σανό, για καλοριφέρ τη χωματένια γωνιά με τον πέτρινο ψήστη, για κουφώματα το μικρό παρεθυράκι, χωρίς τζιαμιλίκι και τη μονόφυλλη εξώπορτα με το τρανό ζεμπερέκι.
Το κατώι, την αυλή, τον κήπο, τη μυγδαλιά, τη σκιά,το φούρνο, το πελεκητό αγκωνάρι, τη λιασιά κι ένα γύρο όλα τα ζωντανά, που όλα είναι δεμένα στενά με τα παιδικά αλησμόνητα χρόνια. Και πάνω απ΄ όλα αυτά η μάνα, ο πατέρας, ο παππούλης με τη γιαγιά, που μπορεί τώρα να μην υπάρχουν πια και νάχουν ταξιδέψει το μακρύ και αγύριστο ταξίδι τους, τ΄ αδέρφια, οι συγγενήδες, οι γειτόνοι, συμπαραστάτες στο καλό και στο κακό, είναι πρόσωπα που κανένας δε λησμόνησε κι ούτε θα λησμονήσει ποτέ.
Μην ξεχνάς την εκκλησία σου, την Παναγία.
Εκεί που εκκλησιάστηκες, όταν σαράντισες κι έκανες να βουίξει ο θόλος της από το κλάμα σου, όταν βαφτίστηκες. Εκεί πρωτοματάλαβες κι άνοιξες την ψυχή σου και πλημμύρισε το φώς της πίστης. 
Εκεί έκαμες πράξη τον κρυφό καημό σου και στεφανώθηκες την αγάπη σου. Εκεί έδωκες τον τελευταίο ασπασμό σε λατρεμένα πρόσωπα. 
Πως μπορείς να ξεχάσεις τη βουβή νεκρική πομπή, να σουδιάζει στο Τζιρακαίϊκο αγκωνάρι, τραβώντας για τον Άγιο Θανάση με τα εξαπτέρυγα μπροστά, πίσω μια μεγάλη σου αγάπη και λατρεία και κείνο το δύσκολο μουρμουρητό του παπά και των ψαλτάδων; 
Πως μπορείς να ξεχάσεις τη λαλιά της καμπάνας, την τόσο γνώριμη, που σε καλούσε στη χαρά, στη λύπη, στη θεομηνία, στη πυρκαγιά, στην επιστράτευση, στα επινίκια; 
Το σκολειό , που, χίλια βάσανα και δυσκολίες, μάζευες σπυρί- σπυρί τη γνώση κι άνοιξες τα μάτια του νου και της καρδιάς σου. 
Μην ξεχνάς την πλατεία με τα αιωνόβια πλατάνια και τις ακακίες, σημείο συνάντησης όλων των χωριανών. Τις αράδες τους χορούς στους γάμους και στα πανηγύρια με τα γλυκά κλαρίνα και τα όμορφα τραγούδια, που άκουγες κι αναγάλλιαζε η ψυχή σου. 
Τα μαγαζιά ένα γύρο, που με τόση ευκολία άλλαζαν σκηνικό. Τη μια ταβέρνα με το ουζάκι και το ρέγγο, το κρασάκι και την κορσέβα, την άλλη χαρτοπαιχτική λέσχη, σε λίγο δικαστήριο, μετά σωστό κοινοβούλιο, μέχρι και Συμβούλιο της Ευρώπης και Ο.Η.Ε. 
Την όμορφη ξωμάχικη ζωή με τους σέμπρους το σπαρτό, τις ξέλασες, τους θέρους, τ΄αλώνια, τους τρύγους, τους σμίχτες, τη στρούγκα, το άρμεγμα, το σκάρο και το γύρισμα. 
Θυμήσου τα όλα αυτά και κάνε ό,τι μπορείς για το χωριό σου, να διατηρείται, να προοδεύει, να το βλέπεις και να το καμαρώνεις. 
Και σύ που μπαίνεις στο χωριό επιδεικτικά κορνάροντας το αυτοκίνητό σου μην τρέχεις, στάκα, κατέβα και πέσε προσκύνα, ξυπολήσου σαν το Μωυσή στο καιγόμενο βάτο, ο τόπος είναι ιερός, ποτισμένος με ιδρώτα και αίμα. 
Γιατί δύο πράματα είναι από φυσικού να μην ξεχνιούνται ποτέ από κανένα, η ΜΑΝΑ και ο ΤΟΠΟΣ που σε γέννησαν. 

''Ο ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ''

Για την αντιγραφή 
ΡΟΖΗΣ ΣΟΛΩΝ

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ''ΠΑΝΑΡΚΑΔΙΚΗ''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.