Η σταθεροποίηση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται από την επικείμενη αξιολόγηση της τρόικας, τη συζήτηση για το ελληνικό χρέος, αλλά και τις εξελίξεις στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, τονίζεται στην μηνιαία έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τον μήνα Σεπτέμβριο.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο β΄ τρίμηνο του 2014 παρουσίασε μείωση κατά -0,3%, σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2013, αναφέρει επίσης η έκθεση.
Το ΚΕΠΕ θεωρεί ωστόσο ότι τα σημάδια σταθεροποίησης που εμφανίζει η κατανάλωση, η αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας και η θετική πορεία του τουρισμού, σε συνδυασμό με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που ανακοίνωσε η ΕΚΤ, ενδέχεται να συνδράμουν καθοριστικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
«Παρά τις ιδιαιτέρως θετικές εξελίξεις, ζητήματα όπως η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και η συζήτηση για το ελληνικό χρέος, αλλά και οι εξελίξεις στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, με το ενδεχόμενο διενέργειας εκλογών να δημιουργεί προβληματισμό, παραμένουν ανοιχτά το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα» τονίζουν οι αναλυτές.
Η εικόνα που εμφανίζουν τα πρόσφατα μακροοικονομικά δεδομένα και οι προπορευόμενοι δείκτες (leading indicators) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικτή. Τα στοιχεία και η πορεία ορισμένων βασικών δεικτών αντικατοπτρίζουν την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί σε πολλούς τομείς της οικονομίας και στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, που έχουν ήδη ολοκληρωθεί ή υλοποιούνται, αλλά και στα πρόσφατα μέτρα που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ωστόσο, βραχυπρόθεσμοι προβληματισμοί και αβεβαιότητα τροφοδοτούνται αναφορικά με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, γεγονός που αποτυπώνεται σε κάποιους δείκτες της οικονομίας.
Τα δημοσιονομικά μεγέθη έχουν σταθεροποιηθεί σημαντικά και η χώρα μας φαίνεται να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ σταδιακά ανακτά την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών, κάτι που αντανακλάται και στα spreads των ελληνικών ομολόγων.
Στην παρούσα φάση προέχει η υλοποίηση του προγραμματισμένου μεταρρυθμιστικού έργου, ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες ανταγωνιστικότητας στην ελληνική οικονομία και να ολοκληρωθούν οι διαρθρωτικές τομές για την επιστροφή της χώρας στη βιώσιμη ανάπτυξη, μέσω ενός ολοκληρωμένου, μακρόπνοου προτύπου ανάπτυξης, με βασικό μοχλό την εξωστρέφεια και τις επενδύσεις για την αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος που είναι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Βασικές προτεραιότητες θα πρέπει να αποτελέσουν μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές στους βασικούς θεσμούς, οι οποίοι επηρεάζουν την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
Σαφείς προτεραιότητες θα πρέπει να είναι ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, η μείωση του διοικητικού κόστους και των λοιπών βαρών και η αναβάθμιση της δικαιοσύνης, για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία της.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η χώρα μας αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και θα πρέπει να προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις.
Οι βασικότεροι τομείς είναι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημοσίου τομέα, η ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος και της ροής χρηματοδότησης, η ενίσχυση της καινοτομίας και των δραστηριοτήτων που παράγουν γνώση, η βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και η σταθερότητα των εφαρμοζόμενων πολιτικών και του φορολογικού συστήματος.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι βασικότεροι ανασταλτικοί παράγοντες για την επιχειρηματικότητα και τη δραστηριοποίηση στην Ελλάδα, φαίνεται να είναι η πρόσβαση στη χρηματοδότηση, η αναποτελεσματική λειτουργία δημοσίων φορέων-γραφειοκρατία, η φορολογική νομοθεσία, η συνεχής αναθεώρηση των εφαρμοζόμενων πολιτικών, οι φορολογικοί συντελεστές, η διαφθορά και η περιοριστική εργασιακή νομοθεσία.
Οι φόροι
Στην έκθεση του ΚΕΠΕ περιλαμβάνεται και μελέτη υπέρ της μείωσης της εταιρικής φορολογίας.
Στην ανάλυση που υπογράφεται από τον κ. Αθανάσιο Χύμη διαπιστώνεται μέσα από τη σύγκριση συγκεκριμένων στοιχείων ότι οι περισσότερες χώρες με μεγαλύτερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή από την Ελλάδα έχουν καλύτερη και αποτελεσματικότερη απόδοση των φόρων.
Ο συνολικός φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα φτάνει το 44,6% και είναι αρκετά υψηλός σε σχέση με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά η χώρα μας βρίσκεται στην τελευταία θέση σε ότι αφορά την αποδοτικότητα των φόρων και το επίπεδο των υπηρεσιών που παρέχει το Δημόσιο στους πολίτες.
Ο συνολικός φορολογικός συντελεστής (GCI) εκφράζεται ως ποσοστό των συνολικών κερδών των επιχειρήσεων και μετράει πέντε διαφορετικούς φόρους και εισφορές (φόρος επί των κερδών, εργατικές και εργοδοτικές εισφορές, κοινωνικές εισφορές, φόρος ιδιοκτησίας, φόρος επί του τζίρου). Η διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών είναι εντυπωσιακή, από 21% στο Λουξεμβούργο, έως 68,3% στην Ιταλία και η χώρα μας με 44,6% είναι στη 12 θέση ανάμεσα στις 32 χώρες του ΟΟΣΑ.
«Χαρακτηριστικό της μη αποτελεσματικής χρήσης των φόρων στην Ελλάδα είναι το γεγονός ότι και οι περισσότερες χώρες με χαμηλότερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή επίσης έχουν καλύτερη αποτελεσματικότητα στην χρήση των φορολογικών εσόδων, πράγμα που δείχνει τα σημαντικά περιθώρια βελτίωσης της Ελλάδος, βελτίωση η οποία θα συμβάλλει σημαντικά στην δημιουργία φορολογικής συνειδήσεως των πολιτών και άρα στην μείωση της φοροδιαφυγής» τονίζεται χαρακτηριστικά.
Η ανάλυση καταλήγει ότι στη χώρα μας δεν θα ήταν ηθικώς και οικονομικώς δικαιολογημένη καμία περαιτέρω αύξηση-τουλάχιστον-του εταιρικού φορολογικού συντελεστή, δεδομένου ότι χώρες με χαμηλότερους συντελεστές έχουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα σε όλους τους τομείς του Δημοσίου.
Πηγή: imerisia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.