Του Κώστα Κόλμερ*, 31 Ιαν 2016
Ως νέος Άμλετ, ο Έλλην ψηφοφόρος καλείται να επιλέξει στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονικών κομμάτων. Δηλ. εν τελική αναλύσει, «να μπή κανείς ή να μη μπή» (στην δραχμή) δοθέντος ότι η ενδεχομένη αποδοκιμασία των ευρωφίλων κομμάτων σημαίνει αυτομάτως χρεοκοπία και επάνοδο εις κάποιου είδους εγχώριο νόμισμα. Το δίλημμα, εν τούτοις, δραχμή ή ευρώ είναι παραπειστικόν.
Απλοποιεί μία σύνθετη υπόθεσιν: Εάν συμφέρει την ανάπτυξι της οικονομίας (ΑΕΠ) η χρήσι ξένου νομίσματος και δανεικών διά την αποτροπή της χρεοκοπίας και όχι διά επενδύσεις ή εάν την εξυπηρετεί η επάνοδος στην εθνική νομισματική πολιτική και η αναστολή εξυπηρετήσεως του άλλως αδιατηρήτου δημοσίου χρέους οπότε η εισροή ιδιωτικού επενδυτικού κεφαλαίου και η ενίσχυσι των εξαγωγών δύνανται ν’ αυξήσουν υ γ ι ώ ς το ΑΕΠ και να μειώσουν την ανεργία.
Η παρελθούσα συμπεριφορά του ευρώ και η μεταπολεμική εμπειρία της δραχμής είναι ένας ασφαλής οδηγός της προτιμήσεως του ενός ή του άλλου νομίσματος, ενώ η οικονομική ανάπτυξις είναι το επιδιωκόμενο μέσον, δια την καταπολέμησι της ανεργίας, που υποσκάπτει τα θεμέλια της Ελληνικής κοινωνίας και δημογραφίας.
Η απόφασι παραμένει πολιτική επιλογή και υπ’αυτή την έννοια δεν έχει τόση σημασία ποίο κόμμα θα κερδίσει τις προσεχείς εκλογές αλλά υπό ποίαν μορφή του πολιτεύματος θα εφαρμόσει την μία ή την ετέρα λύσιν. Είναι προφανές ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα αδυνατεί να εφαρμόσει ακόμη και τα προαπαιτούμενα της ευρωχρηματοδοτήσεως του χρέους ενώ εκφράζονται ζωηρές αμφιβολίες εάν μία αριστερή κυβέρνησι δύναται να διαχειρισθή την νέα δραχμή, υπό την πίεσι του λεγομένου «πολιτικού κόστους» (πχ. η φορολόγησι των αγροτών) και της διευρύνσεως του δημοσίου (Σοβιετικό μοντέλο) στην οικονομία.
Απλοποιεί μία σύνθετη υπόθεσιν: Εάν συμφέρει την ανάπτυξι της οικονομίας (ΑΕΠ) η χρήσι ξένου νομίσματος και δανεικών διά την αποτροπή της χρεοκοπίας και όχι διά επενδύσεις ή εάν την εξυπηρετεί η επάνοδος στην εθνική νομισματική πολιτική και η αναστολή εξυπηρετήσεως του άλλως αδιατηρήτου δημοσίου χρέους οπότε η εισροή ιδιωτικού επενδυτικού κεφαλαίου και η ενίσχυσι των εξαγωγών δύνανται ν’ αυξήσουν υ γ ι ώ ς το ΑΕΠ και να μειώσουν την ανεργία.
Η παρελθούσα συμπεριφορά του ευρώ και η μεταπολεμική εμπειρία της δραχμής είναι ένας ασφαλής οδηγός της προτιμήσεως του ενός ή του άλλου νομίσματος, ενώ η οικονομική ανάπτυξις είναι το επιδιωκόμενο μέσον, δια την καταπολέμησι της ανεργίας, που υποσκάπτει τα θεμέλια της Ελληνικής κοινωνίας και δημογραφίας.
Η απόφασι παραμένει πολιτική επιλογή και υπ’αυτή την έννοια δεν έχει τόση σημασία ποίο κόμμα θα κερδίσει τις προσεχείς εκλογές αλλά υπό ποίαν μορφή του πολιτεύματος θα εφαρμόσει την μία ή την ετέρα λύσιν. Είναι προφανές ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα αδυνατεί να εφαρμόσει ακόμη και τα προαπαιτούμενα της ευρωχρηματοδοτήσεως του χρέους ενώ εκφράζονται ζωηρές αμφιβολίες εάν μία αριστερή κυβέρνησι δύναται να διαχειρισθή την νέα δραχμή, υπό την πίεσι του λεγομένου «πολιτικού κόστους» (πχ. η φορολόγησι των αγροτών) και της διευρύνσεως του δημοσίου (Σοβιετικό μοντέλο) στην οικονομία.
Η αποτυχία του ευρώ
Όταν το 2002 κυκλοφόρησε το ευρώ (ίσο περίπου με 2 Γερμανικά μάρκα ), η Ελληνική οικονομία διήρχετο μίαν περίοδο σταθερότητος και σχετικής αναπτύξεως, αποτέλεσμα δύο υποτιμήσεων της δραχμής επί ΠΑΣΟΚ. Ο πληθωρισμός ήταν ανεκτός και η ανεργία υπό έλεγχο, παρά το αντιεπιχειρηματικό πνεύμα των… σοσιαληστρικών κυβερνήσεων μετά το 1974 (βλ.άρθρ. 106 του Καραμανλικού συντάγματος που δημεύει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις χωρίς αποζημίωσι).
Η επιλογή του ευρώ υπήρξε μία καθαρώς πολιτική πράξι που δεν είχε καμμία απολύτως σχέσι με την οικονομική πραγματικότητα. Εστηρίζετο εις μαγειρευμένα στατιστικά στοιχεία και ανταλλαγές επιτοκίων (swap), διά την απόκρυψι του δημοσίου χρέους, από την οποία απόκρυψι η μεσολαβήσασα Γκόλντμαν Ζαξ έβγαλε μερικές εκατοντάδες εκατομμυρίων δολλαρίων κέρδος και ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης επεδείκνυε τα πρώτα ευρωνομίσματα λίαν υπερηφάνως στον Αμερικανό πρόεδρο Τζώρτζ Μπούς, ο οποίος απορούσε με το μέγεθος της εθελοδουλίας των γραικύλων.
Το ευρώ προεκάλεσε τρομακτικές παρενέργειες ειδικώς στην Ελλάδα: από της βαθείας μεταβολής της αντιλήψεως περί των τιμών στην αγορά (Price perception, λόγω διαστολής της πιστωτικής επέκτασης) μέχρις αφανών εκ πρώτης όψεως αλλά λίαν οδυνηρών αποτελεσμάτων διά τον Έλληνα παραγωγό, καταναλωτή και φορολογούμενο (εξ αιτίας του αφειδούς δανεισμού του δημοσίου στο εξωτερικό και της εν συνεχεία αγρίας φορολογίας των δια των τριών μνημονίων).
Το γενικό επίπεδο των τιμών του ευρώ υπερδιπλασιάσθη στην Ελλάδα απ’ την αύξησι της συνολικής ζητήσεως που παρέσχεν η ανεξέλεκτη Τραπεζική χρηματοδότησι. Ο Ελληνικός πληθωρισμός απεκρύβη απ’ την κρατικοδίαιτη στατιστική υπηρεσία και η απώλεια ανταγωνιστικότητος έφθειρε συν τω χρόνω την συγκρισιμότητα της Ελληνικής παραγωγής με τις συναγωνίστριες χώρες στην διεθνή αγορά (ακόμη και στον Τουρισμόν όπου η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα) ενώ ο γνωστός στην εφορία φορολογούμενος…εκλήθη να επωμισθή το τεράστιο δημόσιο χρέος που το 2014 υπερέβη το 172% του ΑΕΠ ενώ η παραδοσιακή φοροδιαφυγή έλαβε κολοσσιαίες διαστάσεις.
Τα αποτελέσματα της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής του ευρώ, η οποία βασικώς εξυπηρετει την Γερμανία, που εξήγαγε την ανεργία της στο Ευρωπαϊκό νότο, εφάνησαν στην χώρα μας πολύ ενωρίτερον της διεθνούς κρίσεως του 2008.
Η οικονομική ανάπτυξι, που αρχικώς είχε επιτυχυνθή λόγω της διοργανώσεως του Ολυμπιακών Παιγνίων (Olympic Games) το 2004, επεβραδύνθη ταχέως μέχρις εκμηδενήσεως το επόμενον έτος. Από του 2009 άρχισε μία πρωτοφανής ύφεσι να πλήττει την Ελληνική οικονομία με απώλεια συνολικώς μέχρις σήμερον του 40% του διαθεσίμου εισοδήματος και την ανεργία να πλησιάζει το τρίτο του ενεργού πληθυσμού (το άλλο 1/3 «ασχολείται» στο …δημόσιον λόγω πελατειακών σχέσεων των κομμάτων της κοινο-βολευτικής δημο-ακρατίας).
Η αδυναμία εξυπηρετήσεως του δημοσίου χρέους έφερε το 2012 τα Τρωηκά μνημόνια και το ΔΝΤ με τιμωρητική ουσιαστικώς διάθεσι και όχι με αναπτυξιακή προοπτική. Το μοιραίον λάθος επέτεινε την φθοροποιό δράσι του ξένου νομίσματος εις όλους τους τομείς της Ελληνικής οικονομίας σύν της προσελκύσεως δύο εκατομμυρίων λαθρομεταναστών λόγω του μετατρεψιμότητος του ευρώ .
Η ψυχολογία της μάζης
-Πώς εξηγείται, εν τοιαύτη περιπτώσει η σημερινή δημοτικότης του ευρώ στην Ελληνική κοινή γνώμη;
Η απάντησι δεν είναι οικονομική αλλά της ψυχολογίας της μάζης του πληθυσμού: Αφ’ενός μεν το αίσθημα (τουλάχιστον μέχρι πρότινος) ότι οι Έλληνες προήχθησαν εις …Ευρωπαίους (μαζί με τις δραχμικές καταθέσεις που μετεβλήθησαν εν μια νυκτί εις σκληρό συνάλλαγμα) αφ’ ετέρου δε η απέχθεια της μεταβολής των συνηθειών και η πνευματική ραστώνη της ακαδημαϊκής κοινότητος, μαζί με την συνεχή κινδυνολογία των μαζικών μέσων …παραπληροφορήσεως, επέτρεψαν τον σχηματισμό ενός λαϊκού ερείσματος υπέρ του ευρωπαϊκού νομίσματος.
Εν τούτοις, το λαϊκό ρεύμα του ευρώ ήδη εξασθενεί όχι μόνον στους ριζοσπάστες οπαδούς (το τρίτο κόμμα είναι αντιμνημονικό) αλλά και διά πολλούς συντηρητικούς ψηφοφόρους που έχουν εθνική συνείδησι και καλούνται να πληρώσουν υπερόγκους φόρους. Τα Capital controls, το κλείσιμο και η κεφαλαιακή εξάχνωσι των Τραπεζών (που υπολειτουργούν επί 8 εβδομάδες!), τα αναλήψιμα 420 ευρώ ανά καταθέτη εβδομαδιαίως και οι νέοι φόροι (+25%) του τρίτου μνημονίου αραιώνουν τους οπαδούς του ευρώ. Η αγωνία μεταφέρεται τώρα στον Αλέξη Τσίπρα μήπως και δεν προλάβει τις εκλογές προτού επιπέσουν τα νέα εκκαθαριστικά της εφορίας επί της κεφαλής των ψηφοφόρων.
Εάν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ περιοριστεί στις 120 έδρες στην Βουλή, η πιθανότης επιστροφής στην δραχμή θα ενισχυθή όχι μόνον δι’εκείνους που έχουν μνήμη αλλά και δι’ όσους την απεχθάνονται ως όψιμοι «Ευρωπαίοι».
Στην εποχή της Δραχμής
Αντιθέτως προς την ευρωμνημονική, η εποχή της δραχμής εχαρακτηρίζετο από χαμηλή φορολογία, αύξησι της απασχολήσεως, δυναμική άνοδο των εξαγωγών στα Βαλκάνια, σταθερότητα και εξωστρέφεια του Τραπεζικού συστήματος και ευέλικτη συναλλαγματική πολιτική για τον Τουρισμό και την ναυτιλία, που εκάλυπταν το 40% του ΑΕΠ ενώ σήμερα μόλις το 25%.
Ως συνέπεια της ευελίκτου συναλλαγματικής πολιτικής της Τραπέζης της Ελλάδος προ του 1998, χιλιάδες νέες θέσεις μονίμου απασχολήσεως δημιουργήθησαν από εφοπλιστικές, νεοπαγείς και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στην χώρα. Η δραχμή είχε διεθνοποιηθή και μάλιστα ανατιμηθή στα Βαλκάνια. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκαλύπτοντο με «εξισορροπητικό δανεισμό» του μακαρίτου Ζολώτα 350-400 εκατομ. δολλαρίων ετησίως και το δημόσιον χρέος ήταν κάτω του 60% του ΑΕΠ.
Το 2002, με δημόσιον χρέος εις ευρώ άνω του 100% του ΑΕΠ, τίποτε δεν εδικαιολόγει την εγκατάληψι της δραχμής παρά μόνον η δολία προαίρεσι της κυβερνήσεως Σημίτη, η οποία ενήχετο και στο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου. Δι’ ενός άλματος εις τα πρόσω, ο Κ. Σημίτης («καθ’εξιν συνωμότης» κατά τον προφητάνακτα του ΠαΣοΚ) προσεπάθησε να αποσείσει το αμαρτωλό παρελθόν του ΠαΣοΚ και με την υπογραφείσα συμφωνία Σένγκεν, να εξυπηρετήσει τα Γερμανικά συμφέροντα.
Η εν συνεχεία συμφωνία του Δουβλίνου μετέβαλε την χώρα εις χωματερή ανθρώπων ήδη από του 2003, όταν άρχισε να δέχεται ελευθέρως ξένους εργάτες και εν συνεχεία τους λαθρομετανάστες από την… «ηνωμένη Ευρώπη»! Όταν ο πρωθυπουργός Σημίτης όλως αντισυνταγματικώς παρέδωσε το «δακτυλίδι της εξουσίας» στον αιωνίως αιθεροβάμωνα «πρόεδρο» Γιώργο Α. Παπανδρέου («Λεφτά υπάρχουν» 2010 και «Κίνημα» το 2015) άρχισε η επιτάχυνσι του εκλογικού κύκλου που παρέλυσε την δημοσία διοίκησι και την χώρα με 13 ψηφοθηρίες από του 2009.
Υπάρχει βάσιμος υποψία ότι εάν το 2010 η χώρα είχε επανέλθη στο εθνικό νόμισμα πολλά από τα σημερινά δεινά θα είχαν αποφευχθή και θα ευρίσκετο εις τροχιάν αναπτύξεως με αναπόφευκτη την αναδιάρθρωσι του δημοσίου χρέους που είναι εξ ορισμού αδιατήρητο (ΔΝΤ). Αλλ’ απέλειπεν το πολιτικόν θάρρος και η γνώσις.
Με την εμμονή μέσα στην ευρωζώνη απωλέσθησαν 5 έτη αναπτύξεως και εξυγιάνσεως της οικονομίας στα οποία έρχονται τώρα να προστεθούν αλλά τρία , υφεσιακά της συμφωνίας του Ιούλιου (17) Τσίπρα-Μέρκελ. Το ΑΕΠ θα μειωθή εφέτος 3% και Κύριος οίδεν πόσο του χρόνου. Η επανάληψις του πειράματος λιτότητος ουδένα εδίδαξε – ούτε τους οικονομολόγους του ΔΝΤ!
Είναι εν τούτοις γνωστόν από την Φυσική ότι το ίδιο πείραμα με τα ίδια συστατικά δεν μπορεί να επιφέρει διαφορετικό αποτέλεσμα. Η οικονομική ανάπτυξι της Ελλάδος μέσα στο ευρώ είναι ματαιοπονία. Η αναζήτησι εναλλακτικού νομίσματος είναι ζήτημα χρόνου όχι πολιτικής επιλογής.
Το πολιτικό πρόβλημα
Παρά ταύτα το ζήτημα της υιοθεσίας δραχμής μετατίθεται από το οικονομικό στο πολιτικό πεδίο. Με κοινο-βολευτικές κυβερνήσεις χαμηλής ισχύος και 300 «βολευτές» στο α-βούλιο, τελείως ανευθύνους (222 εψήφισαν το τελευταίο μνημόνιο άνευ αναγνώσεως του) είναι ηλίου φαϊνώτερον ότι ο πληθωρισμός θα καλπάσει με την δραχμή. Πολύ ενωρίτερον οι οίκοι πιστωτικής ανυποληψίας MOODY’S , S+P , FITCH θα έχουν υποτιμήσει την Ελλάδα κάτω του σημερινού CC. Οπότε κάθε αξιοπιστία θα έχει χαθή.
Το εθνικό νόμισμα «θέλει –όχι- τον Γερμανό του» αλλά ένα ενάρετο και κυρίως αποτελεσματικό πολιτικό καθεστώς, χωρίς συχνές προσφυγές στις κάλπες που αποδιοργανώνουν της οικονομική ζωή. Ένα τέτοιο είναι της Προεδρικής δημοκρατίας, με σαφή διάκρισι των τριών εξουσιών. Η εκτελεστική υπό 5ετή πρόεδρον, εκλεγόμενο εις δύο Κυριακάς μεταξύ των δύο επικρατεστέρων στην πρώτη Κυριακή και με ολιγομελή κυβέρνησι. Το νομοθετικό σώμα 150 αντιπροσώπων ανανεουμένων ανά διετίαν δεν ανατρέπει την κυβέρνησι εις περίπτωσιν απορρίψεως νομοθετήματος. Με την δυνατότητα δημοψηφισμάτων δια της απ’ευθείας προσφυγή στον λαό και με την δικαιοσύνη και τις νομισματικές αρχές πλήρως ανεξάρτητες, είναι μάλλον βέβαιον ότι το νέο δραχμικό καθεστώς θα είναι σταθερό. Κίνδυνος πληθωρισμού με ύφεσι 30% υπάρχει μόνο διά τους αγνωστικιστάς της Οικονομικής – καθηγητάς και Κουϊσλινγκς
Το βασικό πλεονέκτημα του εθνικού νομίσματος είναι ότι εξασφαλίζει την ρευστότητα του Τραπεζικού συστήματος και συνδυάζει την εισοδηματική πολιτική με την τιμή του συναλλάγματος ,μείον τις αυτόνομες εισροές κεφαλαίου.
Η Ελλάς δεν έχει ανάγκη ξένου δανεισμού εάν χρησιμοποιήσει τα κεφάλαια των Ελλήνων στο εξωτερικό και τον δημόσιο πλούτο αντί να τον εκχωρήσει στο German Looting (Market Watch 25.8) θα χρηματοδοτήσει την ανάπτυξι. Μπορεί να εκχωρήσει στο ιδιωτικό μανατζμεντ το 1/5 της δημοσίας περιουσίας και να εισπράξει 20 δις. εις διάστημα 2 ετών παρακρατώντας το 51% των Κοινοπρακτικών Εταιριών του δημοσίου, χωρίς εξωτερικό δανεισμό.
Η προσέλκυσι ιδιωτικών κεφαλαίων απαιτεί χαμηλή, σταθερή-αμετάβλητη- φορολογία και σοβαρή-αποτελεσματική κυβέρνησιν. Όχι καραγκιόζηδες στα υπουργεία (κι’αυτά όχι περισσότερα από 7 έως 8) και όχι στρατιές υπαλλήλων στο δημόσιον. Οι 800.000 δημ.υπάλληλοι πρέπει ν’αξιολογηθούν πλήρως από πλευράς αποδόσεως και ο αριθμός των να μειωθή δραστικώς συν τω χρόνω κι’ οι αρμοδιότητες του κράτους-δυνάστη να περιορισθούν εις αυστηρώς κατασταλτικές και όχι προληπτικές παρεμβάσεις (δεκάδες οι υπογραφές και τ’ απαιτούμενα πιστοποιητικά που ζητούνται διά την σύστασιν ανωνύμου εταιρίας, την οποία ο Αντώνης Σαμαράς -όχι ο ΣΥΡΙΖΑ- μετέβαλε εις «ομόρρυθμο» με απεριόριστη ευθύνη των… μετόχων!).
Απομένει το δημόσιον χρέος που είναι άνω των 500 δις. ευρώ. Μετακυλισθησόμενο το χρέος με 1% ετησίως επί 50 χρόνια –οπότε η παρούσα εξυπηρέτησι περιορίζεται στα 5 δις. ετησίως – όσο το επιτρεπόμενο πρωτογενές πλεόνασμα, μπορεί να πληρωθή στο τέλος. Οπότε η Ελλάς δεν γίνεται χρεοκόπος ως η Γερμανία που δεν πλήρωσε δύο φορές το εξωτερικό της χρέος (1932 και 1950).
Τούτων ούτως εχόντων, η επάνοδος στην εθνική νομισματική πολιτική με σθεναρό έλεγχο των Τραπεζών από Νομισματική Επιτροπή (Currency Committee), διά την έγκρισι μόνο των επωφελών πιστώσεων προστιθεμένης, με επαναφορά των «περιθωρίων» στις εισαγωγές και με δύο προϋπολογισμούς του κράτους, τον ένα τακτικό ισοσκελισμένο και το άλλον των επενδύσεων από πιστωτικά, εγχώρια έσοδα (ομολογιακά λαχειοφόρα 5ετή δάνεια), η Ελληνική οικονομία μπορεί να επαναλειτουργήσει ασφαλώς και αποδοτικώς δια εξαλείψει την ανεργία, πράγμα βεβαίως ουδόλως εύκολον μετά την καταστροφή της Ελληνικής ιδιωτικής επιχείρησης ελέω ευρώ και Γερμανών.
Έσχατον είναι ένα μακροπρόθεσμο μέτρον: η αλλαγή νοοτροπίας του λαού που πρέπει να αγαπήσει την δημιουργία του πλησίον και η πλήρης αναμόχλευσι του εκπαιδευτικού συστήματος, με έμφασι στην τεχνική-επαγγελματικήν εκπαίδευσι, που θ’απαλλάξει τους νέους από τα φροντιστήρια, τα «πτυχία» και τον διορισμό στο δημόσιο.
Μετεκπαίδευσι χρειάζεται και το εκπαιδευτικό προσωπικό, που σήμερα είναι σχεδόν αναχρονιστικό. Η επιστροφή στα θρανία είναι υποχρεωτική στους «πολιτικούς» που για εκλογικούς λόγους, όπως ο πρωθυπουργός «με το ωραίο χαμόγελο», κλείνουν επιχειρήσεις.
* Σημείωση Μιχαήλ Στυλιανού: Ο Κώστας Κόλμερ είναι από τους κορυφαίους συντηρητικούς οικονομολόγους αναλυτές του μεταπολέμου, έγκυρος αρθρογράφος και συγγραφέας πολλών καινοτόμων βιβλίων για την ελληνικήν οικονομία, δημοσιογράφος του οποίου η γνώμη ακουγόταν με προσοχή και σεβασμό σε όλο το πολιτικό φάσμα, σε εποχή όπου πολιτική και δημοσιογραφία εκινούντο σε άλλο ποιοτικό επίπεδο. Για τη σημερινή οικονομική καταστροφή της χώρας είχε προειδοποιήσει ήδη από της εισδοχής μας στην Ευρωζώνη, εναντίον της οποίας είχε ταχθεί και με την συγγραφή ειδικού βιβλίου του. Η έκτοτε σταθερή αντίθεσή του στην απεμπόληση της δημοσιονομικής κυριαρχίας, τον κατέστησε αποσυνάγωγο ενός συστήματος επικοινωνίας καθολικά ελεγχόμενο από την ευρώδουλη πολιτικό-οικονομική διαπλοκή.
Πηγή: ithesis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.