Τον περασμένο μήνα, ήρθε η πρώτη επίσημη παραδοχή εκ μέρους της ισραηλινής κυβέρνησης. Ο υπουργός Τζάτσι Χανέγκμπι, ο οποίος έχει αναλάβει να μελετήσει τα στοιχεία για τις εξαφανίσεις, παραδέχτηκε ότι «εκατοντάδες» παιδιά απομακρύνθηκαν από τους γονείς τους χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Έπειτα από εβδομάδες επανεξέτασης στοιχείων που παρουσιάστηκαν από μια επιτροπή έρευνας για την υπόθεση στα τέλη του 1990, ο Χανέγκμπι δήλωσε στην ισραηλινή τηλεόραση: «Έπαιρναν παιδιά και τα έδιναν αλλού. Δεν ξέρω πού».
Παιδιά εβραϊκών οικογενειών από την Υεμένη περιμένουν να μεταφερθούν στο Ισραήλ (Δεκέμβριος 1949)
Το 2001, η Επιτροπή Κέντμι ανέλαβε τη διερεύνηση των καταγγελιών για την εξαφάνιση των παιδιών, που προέρχονται κυρίως από οικογένειες από την Υεμένη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε πραγματική βάση στα περί οργανωμένης «απαγωγής». Η επιτροπή αυτή και δύο ακόμη που συστήθηκαν για τον ίδιο σκοπό έκριναν πως τα περισσότερα παιδιά είχαν πεθάνει από αρρώστιες και μια μικρή μειοψηφία είχε δοθεί για υιοθεσία. Ο δικαστής από τον οποίο πήρε το όνομα η Επιτροπή Κέντμι, πέθανε τον περασμένο Ιούλιο, αφήνοντας πολλά αναπάντητα ερωτήματα, κυρίως αναφορικά με την τύχη αρκετών παιδιών.
Η συμπεριφορά και ο επαγγελματικός της επιτροπής αμφισβητήθηκαν από τις οικογένειες, ακαδημαϊκούς, νομικούς αλλά και τον Τύπο. Τώρα, οι δηλώσεις του Χανέγκμπι επαναφέρουν την υπόθεση στο προσκήνιο, αναζωπυρώνοντας την ελπίδα των οικογενειών να δοθεί απάντηση σε ένα μυστήριο που μετρά περισσότερα από 60 χρόνια ζωής. Οι οικογένειες πιστεύουν πως τα παιδιά εξαφανίστηκαν ως αποτέλεσμα μιας κρυφής, επίσημης πολιτικής, που προέβλεπε να δίνονται τα παιδιά σε εβραίους επιζώντες του Ολοκαυτώματος από την Ευρώπη και κυρίως σε ζευγάρια που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν. Μια άλλη θεωρία είναι πως αρκετά από τα παιδιά στάλθηκαν στις ΗΠΑ και δόθηκαν σε οικογένειες Εβραίων.
Το 2001, η Επιτροπή Κέντμι ανέλαβε τη διερεύνηση των καταγγελιών για την εξαφάνιση των παιδιών, που προέρχονται κυρίως από οικογένειες από την Υεμένη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε πραγματική βάση στα περί οργανωμένης «απαγωγής». Η επιτροπή αυτή και δύο ακόμη που συστήθηκαν για τον ίδιο σκοπό έκριναν πως τα περισσότερα παιδιά είχαν πεθάνει από αρρώστιες και μια μικρή μειοψηφία είχε δοθεί για υιοθεσία. Ο δικαστής από τον οποίο πήρε το όνομα η Επιτροπή Κέντμι, πέθανε τον περασμένο Ιούλιο, αφήνοντας πολλά αναπάντητα ερωτήματα, κυρίως αναφορικά με την τύχη αρκετών παιδιών.
Η συμπεριφορά και ο επαγγελματικός της επιτροπής αμφισβητήθηκαν από τις οικογένειες, ακαδημαϊκούς, νομικούς αλλά και τον Τύπο. Τώρα, οι δηλώσεις του Χανέγκμπι επαναφέρουν την υπόθεση στο προσκήνιο, αναζωπυρώνοντας την ελπίδα των οικογενειών να δοθεί απάντηση σε ένα μυστήριο που μετρά περισσότερα από 60 χρόνια ζωής. Οι οικογένειες πιστεύουν πως τα παιδιά εξαφανίστηκαν ως αποτέλεσμα μιας κρυφής, επίσημης πολιτικής, που προέβλεπε να δίνονται τα παιδιά σε εβραίους επιζώντες του Ολοκαυτώματος από την Ευρώπη και κυρίως σε ζευγάρια που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν. Μια άλλη θεωρία είναι πως αρκετά από τα παιδιά στάλθηκαν στις ΗΠΑ και δόθηκαν σε οικογένειες Εβραίων.
Εβραίοι από τη Υεμένη στον δρόμο για το Ισραήλ το 1950
Σχεδόν όλα τα παιδιά που καταγγέλθηκε πως εξαφανίστηκαν προέρχονταν από εβραϊκές οικογένειες που έφτασαν από αραβικές χώρες λίγο μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Τα περισσότερα παιδιά ήταν από την Υεμένη, αλλά υπήρχε σημαντικός αριθμός τους και από το Ιράκ, το Μαρόκο, την Τυνησία και τα Βαλκάνια.
«Το ζήτημα των παιδιών από την Υεμένη είναι μια ανοιχτή πληγή και εξακολουθεί να αιμορραγεί σε πολλές οικογένειες που δεν ξέρουν τι απέγιναν τα μωρά, σε παιδιά που εξαφανίστηκαν και ψάχνουν να βρουν την αλήθεια», δήλωσε πρόσφατα ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Ζώντας στο ψέμα επί 40 χρόνια
Για σχεδόν 40 χρόνια, τα πάντα στη ζωή του Gil Grunbaum ήταν ένα ψέμα, ακόμη και το όνομά του. Δεν ήταν, όπως πάντα νόμιζε, ο μοναχογιός του εύπορου επιζώντα του Ολοκαυτώματος, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου που παρήγαγε παιδικά ρούχα κοντά στο Τελ Αβίβ. Τον Grunbaum είχαν κλέψει από τη μητέρα του οι γιατροί ενός νοσοκομείο στο βόρειο Ισραήλ το 1956, λίγα μόλις λεπτά μετά τη γέννησή του.
Σχεδόν όλα τα παιδιά που καταγγέλθηκε πως εξαφανίστηκαν προέρχονταν από εβραϊκές οικογένειες που έφτασαν από αραβικές χώρες λίγο μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Τα περισσότερα παιδιά ήταν από την Υεμένη, αλλά υπήρχε σημαντικός αριθμός τους και από το Ιράκ, το Μαρόκο, την Τυνησία και τα Βαλκάνια.
«Το ζήτημα των παιδιών από την Υεμένη είναι μια ανοιχτή πληγή και εξακολουθεί να αιμορραγεί σε πολλές οικογένειες που δεν ξέρουν τι απέγιναν τα μωρά, σε παιδιά που εξαφανίστηκαν και ψάχνουν να βρουν την αλήθεια», δήλωσε πρόσφατα ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Ζώντας στο ψέμα επί 40 χρόνια
Για σχεδόν 40 χρόνια, τα πάντα στη ζωή του Gil Grunbaum ήταν ένα ψέμα, ακόμη και το όνομά του. Δεν ήταν, όπως πάντα νόμιζε, ο μοναχογιός του εύπορου επιζώντα του Ολοκαυτώματος, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου που παρήγαγε παιδικά ρούχα κοντά στο Τελ Αβίβ. Τον Grunbaum είχαν κλέψει από τη μητέρα του οι γιατροί ενός νοσοκομείο στο βόρειο Ισραήλ το 1956, λίγα μόλις λεπτά μετά τη γέννησή του.
Ο μικρός Grunbaum με τους θετούς του γονείς
Στους βιολογικούς του γονείς, που είχαν μεταναστεύσει πρόσφατα στο Ισραήλ από την Τυνησία, είπαν ότι ο γιος τους πέθανε στη γέννα. Είχαν φύγει από το νοσοκομείο χωρίς καν να πάρουν ένα πιστοποιητικό θανάτου και δεν τους επιτράπηκε να δουν τη σορό του βρέφους ή τον τάφο του.
Παρά το γεγονός ότι τα χρώματά του ήταν αρκετά πιο σκούρα από εκείνα των γονιών του, ο ίδιος δεν σκέφτηκε ποτέ πως οι γονείς που τον μεγάλωσαν δεν ήταν εκείνοι που τον είχαν φέρει στον κόσμο. Σήμερα, σε ηλικία 60 ετών πλέον, δηλώνει στο AlJazeera πως η ανακάλυψη της αλήθειας ήταν «η πιο σοκαριστική στιγμή που μπορούσε να φανταστεί». «Όλοι όσοι αγαπούσα – οι γονείς μου, οι θείοι μου, τα ξαδέρφια μου – με εξαπατούσαν για δεκαετίες».
Αλλά και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως λέει. «Ακόμη και όταν ανακάλυψα τυχαία πως ήμουν υιοθετημένος, η υπηρεσία κοινωνικής πρόνοιας έκανε τα πάντα για να με σταματήσει και να μη βρω τη βιολογική μου οικογένεια», τονίζει. «Κανείς δεν ήθελε να γνωρίζω την αλήθεια».
Ο Grunbaum απεικονίζεται σε διαφήμιση του εργοστασίου των θετών του γονιών
Έπειτα από έρευνα τριών ετών στα τέλη της δεκαετίας του 1990, έμαθε το όνομα της οικογένειάς του και εντόπισε τη βιολογική του μητέρα στα προάστια της πόλης Χάιφα. Έπειτα από 41χρόνια, οι δυο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά.
Ο Grunbaum έμαθε ότι ήταν και ο ίδιος μέρος του σκοτεινού σκανδάλου το 1994. Η σύζυγός του είχε γίνει καχύποπτη από το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ούτε φωτογραφίες από τη γέννησή του ούτε πιστοποιητικό γέννησης. Όταν τηλεφώνησε στις αρμόδιες υπηρεσίες, ένας υπάλληλος παραβίασε τους αυστηρούς κανονισμούς, αποκαλύπτοντάς του πως ήταν υιοθετημένος. Στο ζευγάρι επιτράπηκε να ρίξουν μια γρήγορη ματιά στα αρχεία που αφορούσαν τον Grunbaum, όπου δεν υπήρχε κανέναν στοιχείο για τους βιολογικούς του γονείς. Αλλά και στα χαρτιά της υιοθεσίας δεν υπήρχε καμία υπογραφή, ούτε από τη βιολογική μητέρα ούτε από δικαστή. Για να βρει το όνομα της μητέρας του χρειάστηκε να ψάξει μόνος του, καθώς δεν είχε καμία βοήθεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες. «Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να βρω το όνομα. Πήγα κατευθείαν στην επικεφαλής της υπηρεσίας και της είπα το επίθετο της οικογένειάς μου. Τη ρώτησα αν είχα δίκιο, αλλά δεν πήρα απάντηση», σημειώνει, εξηγώντας ότι το χρώμα που άλλαξε το πρόσωπο της γυναίκας τον έκανε να καταλάβει πως είχε βρει τη βιολογική του οικογένεια.
Έπειτα από έρευνα τριών ετών στα τέλη της δεκαετίας του 1990, έμαθε το όνομα της οικογένειάς του και εντόπισε τη βιολογική του μητέρα στα προάστια της πόλης Χάιφα. Έπειτα από 41χρόνια, οι δυο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά.
Ο Grunbaum έμαθε ότι ήταν και ο ίδιος μέρος του σκοτεινού σκανδάλου το 1994. Η σύζυγός του είχε γίνει καχύποπτη από το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ούτε φωτογραφίες από τη γέννησή του ούτε πιστοποιητικό γέννησης. Όταν τηλεφώνησε στις αρμόδιες υπηρεσίες, ένας υπάλληλος παραβίασε τους αυστηρούς κανονισμούς, αποκαλύπτοντάς του πως ήταν υιοθετημένος. Στο ζευγάρι επιτράπηκε να ρίξουν μια γρήγορη ματιά στα αρχεία που αφορούσαν τον Grunbaum, όπου δεν υπήρχε κανέναν στοιχείο για τους βιολογικούς του γονείς. Αλλά και στα χαρτιά της υιοθεσίας δεν υπήρχε καμία υπογραφή, ούτε από τη βιολογική μητέρα ούτε από δικαστή. Για να βρει το όνομα της μητέρας του χρειάστηκε να ψάξει μόνος του, καθώς δεν είχε καμία βοήθεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες. «Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να βρω το όνομα. Πήγα κατευθείαν στην επικεφαλής της υπηρεσίας και της είπα το επίθετο της οικογένειάς μου. Τη ρώτησα αν είχα δίκιο, αλλά δεν πήρα απάντηση», σημειώνει, εξηγώντας ότι το χρώμα που άλλαξε το πρόσωπο της γυναίκας τον έκανε να καταλάβει πως είχε βρει τη βιολογική του οικογένεια.
Ο Grunbaum σήμερα
Ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια, αλλά βρήκε τη μητέρα του. Τότε άρχισε μια διπλή ζωή, επισκεπτόμενους τους βιολογικούς του συγγενείς και κρύβοντας την αλήθεια από τους θετούς του γονείς. «Νομίζω ότι θα τους κατέστρεφε να ξέρουν ότι γνωρίζω την αλήθεια». Τα κενά στα έγγραφα υιοθεσίας του τον έπεισαν πως οι θετοί του γονείς πιθανότατα γνώριζαν ελάχιστα για τις συνθήκες της υιοθεσίας.
Μητέρα και κόρη επανενώθηκαν έπειτα από 20 χρόνια ερευνών
Η ιστορία του Grunbaum σίγουρα δεν είναι η μοναδική. Τα στοιχεία κάνουν λόγο για χιλιάδες κλεμμένα παιδιά στην πρώτη δεκαετία ζωής του Ισραήλ.
Η επανένωση της Tzila Levine με τη βιολογική της μητέρα στον ισραηλινό Τύπο
Μία από τις πιο γνωστές υποθέσεις στο Ισραήλ, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1997, είναι εκείνη της Tzila Levine, η οποία επανενώθηκε με τη βιολογική της μητέρα μετά από 20 χρόνια ερευνών. Τα αποτελέσματα της εξέτασης DNA επιβεβαίωσαν τη συγγένεια με τη Margalit Umaysi, μετανάστρια από την Υεμένη.
Ένας γιατρός στη Χάιφα είχε πάρει τη μικρή από τη μητέρα της λίγο αφότου είχε γεννηθεί το 1949 και την είχε παραδώσει στους θετούς της γονείς, χρησιμοποιώντας παραποιημένα έγγραφα. Η υιοθεσία εγκρίθηκε από τον δικαστή Moshe Landau, που επρόκειτο αργότερα να λάβει μια θέση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ.
Μία από τις πιο γνωστές υποθέσεις στο Ισραήλ, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1997, είναι εκείνη της Tzila Levine, η οποία επανενώθηκε με τη βιολογική της μητέρα μετά από 20 χρόνια ερευνών. Τα αποτελέσματα της εξέτασης DNA επιβεβαίωσαν τη συγγένεια με τη Margalit Umaysi, μετανάστρια από την Υεμένη.
Ένας γιατρός στη Χάιφα είχε πάρει τη μικρή από τη μητέρα της λίγο αφότου είχε γεννηθεί το 1949 και την είχε παραδώσει στους θετούς της γονείς, χρησιμοποιώντας παραποιημένα έγγραφα. Η υιοθεσία εγκρίθηκε από τον δικαστή Moshe Landau, που επρόκειτο αργότερα να λάβει μια θέση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ.
Η Tziona Heiman με τη βιολογική της μητέρα
Η υπόθεση της Tziona Heiman αποκαλύφθηκε πέντε χρόνια αργότερα από την εφημερίδα Yedioth Ahronoth. Έχοντας την υποψία ότι ήταν υιοθετημένη, ήρθε αντιμέτωπη με τους θετούς της γονείς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να παραδεχτούν πως είχε επιλεγεί από ένα νοσοκομείο της Ιερουσαλήμ. Ο γείτονάς τους Yigal Allon, ένας διάσημος ισραηλινός εισαγγελέας, όπως είπαν οι ίδιοι, τους την είχε δώσει ως «δώρο γενεθλίων». Η Heiman κατάφερε αργότερα να εντοπίσει τους βιολογικούς της γονείς.
Αυξανόμενη πίεση να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση
Η πίεση προς την ισραηλινή κυβέρνηση να δώσει απαντήσεις για όλες τις παραπάνω και πολλές ακόμη υποθέσεις έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια. Τα social media έχουν παίξει τον δικό τους ρόλο στη συνειδητοποίηση των οικογενειών για την έκταση των εξαφανίσεων.
Ο Yael Tzadok, ισραηλινός δημοσιογράφος που ερευνά υποθέσεις εξαφανισμένων παιδιών τα τελευταία 20 χρόνια δήλωσε στο AlJazeera: «Πρόκειται για το πιο σκοτεινό μυστικό του Ισραήλ. Εβραίοι απήγαγαν άλλους Εβραίους, Εβραίοι που έρχονταν σε ένα κράτος που είχε μόλις δημιουργηθεί ως πρόσφυγες την επομένη του Ολοκαυτώματος. Η αποκάλυψη της αλήθειας ενέχει τον κίνδυνο πρόκλησης ενός σεισμού».
Οι οικογένειες και όσοι τις στηρίζουν πιστεύουν πως τα περισσότερα παιδιά είναι ακόμη ζωντανά σήμερα, αλλά ένα ελάχιστο ποσοστό, όπως ο Grunbaum, γνωρίζει πως κλάπηκε από τους βιολογικούς του γονείς. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα περισσότερα εξαφανισμένα παιδιά είναι από οικογένειες Εβραίων που προέρχονταν από αραβικές χώρες. Το προσωπικό των νοσοκομείων τα έπαιρνε και είτε τα πουλούσε είτε τα έδινε σε Εβραίους από την Ευρώπη, στο Ισραήλ αλλά και στο εξωτερικό.
Εβραίοι από την Υεμένη φτάνουν το 1950 στο Ισραήλ
«Οι γονείς από τις αραβικές χώρες θεωρούνταν κακοί, πρωτόγονοι άνθρωποι, που ήταν μια χαμένη υπόθεση. Η κυριαρχούσα άποψη της εποχής ήταν ότι, τοποθετώντας τα παιδιά σε οικογένειες Εβραίων από την Ευρώπη, θα μπορούσαν να σωθούν, σε αντίθεση με τους γονείς τους. Θα μορφώνονταν και θα προετοιμάζονταν σωστά για το νέο εβραϊκό κράτος».
«Ο πατέρας μου ήταν στο Άουσβιτς και η μητέρα μου στο Νταχάου. Οι επιζώντες υπέφεραν από ψυχικά και σωματικά τραύματα και τους ήταν δύσκολο ή αδύνατο να κάνουν παιδιά. Η άποψη την εποχή εκείνη ήταν ότι οι Υεμενίτες είχαν μεγάλες οικογένειες και θα άντεχαν την απώλεια ενός ή δύο μελών», δηλώνει, από την πλευρά του, ο Grunbaum.
Στα τέλη Ιουνίου, ο ισραηλινός πρωθυπουργός έκρινε πως έφτασε η ώρα να απαντήσει στις εκκλήσεις να χυθεί άπλετο φως στην τραγική υπόθεση, ανακοινώνοντας μια νέα εξέταση των στοιχείων. Όρισε τον Χανέγκμπι επικεφαλής της επανεξέτασης των εγγράφων με τα οποία είχαν ασχοληθεί ήδη τρεις σχετικές επιτροπές. Και η ομολογία του υπουργού δεν άργησε να έρθει. Όταν ρωτήθηκε στην ισραηλινή τηλεόραση αν κυβερνητικοί αξιωματούχοι εμπλέκονται στο σκάνδαλο, η απάντησή του ήταν: «Ίσως δεν μάθουμε ποτέ».
newsbeast
www.madata.gr/ | Tο διαβάσαμε εδώ
Πηγή: newsone.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.