Γράφει ο Κοκκινογέννης Ιωάννης
Εισαγωγή
Μετά από τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο και ιδίως από την εποχή της δεκαετίας του 60, συγκεκριμένες κοινωνικές εξελίξεις, έφεραν στο προσκήνιο νέες «ανορθόδοξες» κοινωνιολογικές θεωρίες και ευνόησαν στην εγκληματολογία τάσεις για μια νέα θεώρηση συναφών προβλημάτων.
Μετά από τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο και ιδίως από την εποχή της δεκαετίας του 60, συγκεκριμένες κοινωνικές εξελίξεις, έφεραν στο προσκήνιο νέες «ανορθόδοξες» κοινωνιολογικές θεωρίες και ευνόησαν στην εγκληματολογία τάσεις για μια νέα θεώρηση συναφών προβλημάτων.
Οι τάσεις αυτές, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν κάτω από τον όρο «νεωτεριστική» εγκληματολογία (new Criminology, social reaction approach, radical criminology), σε αντιδιαστολή με την «παραδοσιακή».
Παρότι μεταξύ των υποστηρικτών της νέας τάσης διατυπώνονται διάφορες υποθέσεις, η κεντρική κατεύθυνση είναι κοινή δηλαδή οι ρίζες της εγκληματικής συμπεριφοράς θα πρέπει καταρχήν να αναζητηθούν όχι στον εγκληματία, αλλά στην ίδια την κοινωνία, στις εγκληματικές δομές της και στον τρόπο με τον οποίο αυτή αντιδρά και χαρακτηρίζει ένα άτομο ως αφύσικο ή εγκληματικό, προδικάζοντας έτσι την παραπέρα εξέλιξη του. Δεν ενδιαφέρει η εγκληματική του πράξη αλλά η κοινωνική αντίδραση του σε αυτήν. Μάλιστα γίνεται δεκτό ομόφωνα ότι κανείς δεν είναι εγκληματίας διότι τελεί μια αξιόποινη πράξη αλλά επειδή η πράξη αυτή θεωρείται από μια άρχουσα κοινωνική ομάδα ως εγκληματική[1].
Μαζί με τις άλλες θεωρίες που γεννήθηκαν, το 1982 στις Η.Π.Α «αναδύθηκε» η θεωρία των σπασμένων παραθύρων, όπου θα αναλυθεί στο επόμενο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας.
Μαζί με τις άλλες θεωρίες που γεννήθηκαν, το 1982 στις Η.Π.Α «αναδύθηκε» η θεωρία των σπασμένων παραθύρων, όπου θα αναλυθεί στο επόμενο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας.
Κεφάλαιο 1ο – Η θεωρία των σπασμένων παραθύρων
Πρόκειται για την θεωρία που συσχετίζει την αισθητική υποβάθμιση μιας αστικής περιοχής με την αύξηση της εγκληματικότητας η οποία παρουσιάστηκε το 1982 και τέθηκε σε εφαρμογή στη Νέα Υόρκη μετά την εκλογή του R. Guliani, ως δημάρχου το 1993. Βασίζεται στην ιδέα πως αν αφήσεις κάποια μικρά προβλήματα άλυτα, κάποια στιγμή θα βρεις μπροστά σου ένα πολύ μεγαλύτερο και δισεπίλυτο πρόβλημα. Σαν μέθοδος αντιμετώπισης της εγκληματικότητας θεωρήθηκε αρκετά αποτελεσματική και συνεχίστηκε να εφαρμόζεται αφού επεκτάθηκε και σε άλλες πολιτείες της Αμερικής και σε άλλες χώρες του κόσμου.
Ιδρυτές της θεωρίας είναι οι Wilson και Kelling, οι οποίοι στηρίχτηκαν στα αποτελέσματα ενός πειράματος που πραγματοποιήθηκε το 1969 από τον καθηγητή Zimbardo. Σε αυτό το πείραμα, ο καθηγητής τοποθέτησε ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες σε δυο διαμετρικά αντίθετες γεωγραφικά και κοινωνικά περιοχές, στο υποβαθμισμένο Μπρόνξ και σε μία εύπορη συνοικία του Πάλο Άλτο. Στο Μπρόνξ χρειάστηκαν δέκα λεπτά για να αρχίσουν οι βανδαλισμοί και εντός 24ώρου να αφαιρεθούν όλα του τα εξαρτήματα. Από την άλλη, στο Πάλο Άλτο, επειδή το αυτοκίνητο παρέμενε ακέραιο, ο καθηγητής έσπασε τα τζάμια του και εντός 24ώρου το αυτοκίνητο υπέστη τις ανάλογες ζημιές. Αποφάνθηκαν πως οι βανδαλισμοί μπορούν να συμβούν παντού, από τη στιγμή που η αρχή της αμοιβαιότητας των σχέσεων μεταξύ των κατοίκων και της υποχρέωσης τους στην τάξη υποβαθμίζονται από πράξεις που δείχνουν να σημαίνουν ότι «κανείς δεν νοιάζεται».
Οι ιδρυτές της θεωρίας υποστήριξαν ότι μια περιοχή που παρουσιάζει σημάδια παραμέλησης και παρακμής, οδηγείται σταδιακά σε ολοένα περισσότερες και βαρύτερες εγκληματικές συμπεριφορές, που αν δεν καταπολεμηθούν εν τη γενέσει τους και αφεθούν να συνεχίσουν το έργο τους, είναι βέβαιο ότι θα καταλήξουν σε αποκλίνουσες συμπεριφορές, εγκληματικές πράξεις, αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού και αύξηση της ανασφάλειας των πολιτών[2]. Τον Δεκέμβριο του 2008 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science μια μελέτη των Keizer, Lindenberg και Steg, ενισχύοντας τα επιχειρήματα των Wilson και Kelling, που κατέληγαν σε παρόμοια συμπεράσματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ως άνω πραγματοποίησαν μια σειρά από έξι πειράματα και μελέτησαν την συμπεριφορά των περαστικών σε «στημένες καταστάσεις», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι πιθανότητες να παρανομήσει κάποιος σε συνθήκες ελλιπούς τάξης και ανομίας αυξάνονται, όπως αυξάνεται αντιστοίχως και η αταξία[3].
Η θεωρία των σπασμένων παραθύρων διακρίνει δύο τύπους αστικής αποδιοργάνωσης, την φυσική και την κοινωνική. Ο πρώτος τύπος είναι η φυσική αταξία που αναφέρεται στις συνθήκες που επικρατούν στους δημόσιους χώρους της αστικής περιοχής και σχετίζεται με την κατάσταση και τη συντήρηση των κτηρίων και του περιβάλλοντα χώρου τους. Συνδέεται, ακόμη, με την ποιότητα και την συντήρηση των δικτύων κοινής ωφέλειας και των υπόλοιπων κοινωνικών υποδομών. Ο δεύτερός τύπος είναι η κοινωνική αταξία που αναφέρεται στην ανθρώπινη παρουσία στον συγκεκριμένο χώρο. Δεν σχετίζεται συγκεκριμένα με την ύπαρξη εγκληματιών, αφού αυτοί άλλωστε επιδιώκουν συνειδητά να περνούν απαρατήρητοι μέσα στο πλήθος. Αναφέρεται περισσότερο στην παρουσία των ανυπόληπτων και περιθωριακών ατόμων που εμφανίζουν αντισυμβατική ή απρόβλεπτη συμπεριφορά.
Ειπώθηκε ότι ο πυρήνας της εν λόγω θεωρίας εδράζεται σε μια αυστηρή, μη διακριτική εφαρμογή των νόμων, ανεξάρτητα από τις συνθήκες ή την φύση του αδικήματος. Ως εκ τούτου δεν λαμβάνονται υπόψη η σημασία των κινήτρων που ωθούν τα άτομα σε αντικοινωνικές συμπεριφορές, καθώς επίσης και οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που τα επηρεάζουν[4]. Θεωρήθηκε ακόμη, ότι η επιθετική τακτική της θεωρίας μπορεί να οδηγήσει σε κατάχρηση εξουσίας από την αστυνομία, τον περιορισμό ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην αύξηση προσαγωγών στα δικαστήρια, στην αύξηση του πληθυσμού των φυλακών και στην διατάραξη της σχέσεις πολίτη και αστυνομίας[5]. Τέλος, υποστηρίχθηκε σθεναρά από του θεωρητικούς η λειτουργία της θεωρίας ως μέσου μείωσης της εγκληματικότητας στις μεγάλες πόλεις τις οποίες εφαρμόστηκε . Ωστόσο, η κρίση αυτή αμφισβητήθηκε πολλάκις ή έστω διατυπώθηκε το αντεπιχείρημα της μικρής συμβολής της θεωρίας στην επιτυχία αυτή[6].
Κεφάλαιο 2ο – Η συμβολή της θεωρίας στην εγκληματολογία
Ένας από τους βασικούς παράγοντες που προσδιορίζουν την δημόσια συμπεριφορά ενός ατόμου, είναι η υιοθέτηση κοινωνικών προτύπων. Έτσι ένα καθαρό και καλοδιατηρημένο περιβάλλον εκπέμπει το μήνυμα ότι αυτό το μέρος παρακολουθείται συστηματικά. Οι άνθρωποι έτσι σέβονται τους τυπικούς κανόνες κοινωνικής συμβίωσης και φροντίζουν για την εφαρμογή τους. Αντίθετα, ένα υποβαθμισμένο περιβάλλον στο οποίο οι βανδαλισμοί δεν έχουν επιδιορθωθεί, τα σκουπίδια δεν μαζεύονται εγκαίρως και τα περιθωριακά στοιχεία δεν εκδιώκονται, εκπέμπει το ακριβώς αντίθετο μήνυμα. Αυτό της αποδιοργάνωσης και του ελλιπούς κοινωνικού και κρατικού ελέγχου που εκφράζεται δια της επεμβάσεως, τόσο της προληπτικής όσο και της διορθωτικής. Οι άνθρωποι που ζουν σε ένα υποβαθμισμένο και αποδιοργανωμένο κοινωνικό περιβάλλον, είναι πιθανόν να εκδηλώσουν παραβατικές συμπεριφορές, επειδή δεν αντιλαμβάνονται τον δημόσιο χώρο ως οικείο σε αυτούς.
Η θεωρία των σπασμένων παραθύρων άσκησε σημαντική επιρροή τόσο στην εγκληματολογία και στην αντεγκληματική πολιτική όσο και στην δημόσια ασφάλεια. Αυτό που παρατηρήθηκε με την πρακτική εφαρμογή της θεωρίας, είναι η μείωση της εγκληματικότητας, αφού ένας από τους βασικούς στόχους της θεωρίας ήταν και η πάταξη αυτής. Αρχικά, η θέση αυτή υπέστη σκληρή κριτική, και αυτό διότι έδινε έμφαση στα μικρό – αδικήματα, ενώ άφηνε τους εγκληματίες «ατιμώρητους». Μετά από ελάχιστα χρόνια, τα αποτελέσματα της εφαρμογής της θεωρίας αυτής, έδειχναν εντυπωσιακά. Οι δείκτες εγκληματικότητας τόσο των μεγάλων εγκλημάτων όσο και των μικρών αδικημάτων, έπεσαν κατακόρυφα και συνέχισαν να πέφτουν για τα επόμενα 10 χρόνια. Ο φωτισμός και η καθαριότητα είχε συμβάλει στην σημαντική μείωση βίαιων εγκλημάτων όπως οι ξυλοδαρμοί, οι βιασμοί και οι φόνοι[7].
Συμπερασματικά συνάγεται ότι η θεωρία των σπασμένων παραθύρων αποτελεί ένα πυλώνα βάσει του οποίου δομείται ένα σύστημα προσεκτικά σχεδιασμένων και εξειδικευμένων δράσεων αποτρεπτικών της εγκληματικότητας, όπως επίσης και φαινομένων ανομίας και έξαρσης της σε συγκεκριμένες περιοχές. Επιπλέον, όταν μια κοινωνία εφαρμόζει την πολιτική αυτή, αφενός πρέπει να δράσει έναντι κάθε τύπου εγκλήματος, αφετέρου δε υπόκειται στην διακριτική της ευχέρεια να επιλέξει το είδος και την ένταση δράσης, ανάλογα των περιστάσεων, ενώ μπορεί να εφαρμοστεί ταυτόχρονα με άλλες καινοτόμες πολιτικές και δράσεις της αστυνομίας αλλά και της κοινότητας, χωρίς να δημιουργεί επιχειρησιακές δυσκολίες. Επίσης βελτιώνει το επίπεδο της αστυνόμευσης γενικά και μειώνει τα φαινόμενα διαφθοράς και ρατσιστικής συμπεριφοράς, αφού στοχεύει σε όλες τις παραβατικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Επίλογος
Ο εγνωσμένου κύρους εγκληματολόγος Durkheim δήλωνε ότι «το έγκλημα ενυπάρχει σε όλες τις κοινωνίες… Δεν υπάρχει κοινωνία η οποία δεν έρχεται αντιμέτωπη με το πρόβλημα της εγκληματικότητας. Η μορφή της αλλάζει και για αυτό οι πράξεις που παίρνουν τον χαρακτηρισμό αυτό δεν είναι παντού ίδιες, αλλά παντού και πάντα υπήρχαν άνθρωποι που η συμπεριφορά τους επέσυρε ποινικές κυρώσεις εις βάρος τους[8]».Επομένως, λαμβάνοντας ως δεδομένη την ύπαρξη εγκληματικότητας σε μια κοινωνία καθίσταται επιτακτικότερη η ανάγκη θεωρητικής μελέτης αλλά και πρακτικής εφαρμογής της θεωρίας των «σπασμένων παραθύρων» στην επιστήμη της εγκληματολογίας.
Ανακεφαλαιώνοντας, τα στοιχεία που κάνουν την θεωρία τόσο επιτυχημένη είναι δύο. Αρχικά, αποτελεί μια σχετικά απλή και ευέλικτη έννοια, ενώ έχει σπουδαίο συμβολικό χαρακτήρα αφού δίνει απάντηση στα προβλήματα της εγκληματικότητας των πολιτών. Η απλότητα της θεωρίας έγκειται στο μήνυμα που μεταφέρει, ότι δηλαδή η παραβατική και εγκληματική συμπεριφορά δεν γίνεται ανεκτή και θα υπάρχουν συνέπειες για όλους όσους παραβαίνουν τον νόμο, ενώ η ευελιξία έγκειται στο γεγονός ότι μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλές περιπτώσεις. Ο συμβολικός χαρακτήρας της έγκειται στο ότι οι αρχές που την εφαρμόζουν δείχνουν να έχουν κατανοήσει την απειλή καθώς και τον φόβο για την εγκληματικότητα, εφαρμόζοντας την θεωρία που στόχος της είναι η μείωση των εγκληματικών φαινομένων. Ταυτόχρονα εμπεδώνεται ένα αίσθημα ασφάλειας, με την διατήρηση ενός περιβάλλοντος καθαρού και οργανωμένου.
===============================================
Βιβλιογραφία και άρθρα
1) Wilson, J.Q., Kelling G., «Broken Windows: The police and neighbourhood safety», Atlantic Monthly, March, 1982,http://www.theatlantic.com/doc/198203/broken-windows
2) Keizer K., Lindenberg S., StegScience L., «The Spreading of Disorder», Science, Vol. 322, 12 December 2008.
3) Τζαννετάκη Τ. « Ο Νέοσυντηρητισμός και η Πολιτική της Μηδενικής Ανοχής», Σάκκουλας, 2006.
4) Wynn R. J., «Can Zero Tolerance Last? Voices from inside the Precinct», στο McArdle A., Erzen T. (ed), «Zero Tolerance: Quality of Life and the New Police», NYU Press, 2001.
5) http://www.nber.org/digest/jan03/w9061.html
6) Durkheim E, «The Normal and The Pathological», στο McLaughlin E., Muncie J., Hughes G. (επ), «Criminological Perspectives: Essential Reading», Sage, 2001.
Ειδικότερα:
[1] Νέστωρ Κουράκης, «Οι σύγχρονες προοπτικές της εγκληματολογίας», 2006.
[2] Wilson, J.Q., Kelling G., «Broken Windows: The police and neighborhood safety», Atlantic Monthly, March, 1982,http://www.theatlantic.com/doc/198203/broken-windows, [τελευτ.επισκ.]30/10/2013.
[3] Keizer K., Lindenberg S., StegScience L., «The Spreading of Disorder», Science, Vol. 322, 12 December 2008, σ. 1681-1685
[4] Τζαννετάκη Τ. « Ο Νέοσυντηρητισμός και η Πολιτική της Μηδενικής Ανοχής», Σάκκουλας, 2006, σ. 138-139
[5] Wynn R. J., «Can Zero Tolerance Last? Voices from inside the Precinct», στο McArdle A., Erzen T. (ed), «Zero Tolerance: Quality of Life and the New Police», NYU Press, 2001, σ. 107-126
[6] Τζαννετάκη Τ. « Ο Νέοσυντηρητισμός και η Πολιτική της Μηδενικής Ανοχής», Σάκκουλας, 2006, σ. 135-137
[7] http://www.nber.org/digest/jan03/w9061.html
[8] Durkheim E, «The Normal and The Pathological», στο McLaughlin E., Muncie J., Hughes G. (επ), «Criminological Perspectives: Essential Reading», Sage, 2001, σ. 65
Πηγή: curia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.