Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

ΗΡΩΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ 1854 ΕΩΣ Τ0 1881 ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ 1912-13 ΕΩΣ ΤΟ 1940-41!


«Εγώ δε λέξω, δεινά μεν, δίκαια δε».
Μέρος δεύτερον.
[ Από το Αρχείο μου ]


Ο συγγραφέας - ερευνητής κ. Ηλίας Τριανταφύλλου
Το 1877 έχει εκραγεί δια πολλοστήν φοράν ένας πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, από τον οποίον η Ελλάς προσπαθεί να επωφεληθή, μόνον που η Κυβέρνησις δεν επιθυμεί αυτό να το κάνη γνωστόν στους ξένους, φοβουμένη την ιδίαν συμπεριφοράν των ισχυρών της Ευρώπης, απέναντί της, όπως δηλαδή και το 1854.
Και πάλιν όμως, όπως και το 1854, διάφοροι αξιωματικοί εγκαταλείπουν τις μονάδες των, μαζύ με πολλούς στρατιώτες και σχηματίζουν σώματα των 100 περίπου ανδρών, τα οποία εισέρχονται εις τις κατεχόμενες ακόμη περιοχές μας, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας και σχηματίζουν αντάρτικα τόσον άριστα οργανωμένα, ώστε να μην διαφέρουν από τις μονάδες ενός τακτικού στρατού και αρχίζουν τον Αγώνα.
Ο Αγών ο οποίος διεξάγεται εις τα μέρη αυτά από τις Ελληνικές στρατιωτικές μονάδες, έχει στιγμές Υψίστης Ιστορικής Εξάρσεως και Μεγαλείου, που μόνον με την Αλαμάνα, την Γραβιά και το Μανιάκι και με το ΟΧΙ του 40-41, μπορούν να συγκριθούν, ή με τις Ιστορικές μάχες του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών και των Πλαταιών.
Υπάρχουν πλήρεις περιγραφές των γεγονότων της εποχής αυτής εις την ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ του Γαβριηλίδη, εις το βιβλίο του στρατηγού Σκαρλάτου Σούτζου και εις τα ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ του 1927, όπου με γλαφυρότητα περιγράφονται οι τιτάνιοι αγώνες τους οποίους έκαναν τα νειάτα τα Ελληνικά, και μάλιστα χωρίς να έχουν την υποστήριξιν του επισήμου Ελληνικού Κράτους, (της Ελληνικής Κυβερνήσεως), για τους λόγους οι οποίοι εξετέθησαν ανωτέρω..
Αλλά ας δούμε πώς περιγράφονται εις τα «Θεσσαλικά Αρχεία»,τα γεγονότα της εποχής εκείνης.
«Υπήρχε μια οικουμενική Κυβέρνησις την οποίαν ο λαός επίεζε να αναλάβη δράσιν, διότι δεν ημπορούσε πλέον να ανεχθή τις ταπεινώσεις από τους Τούρκους».Και με την γλώσσαν της εποχής. Ο λαός εν φρενήρει συνταράξει, έθραυεν τους υαλοπίνακας των παραθύρων όλων των αρχηγών,μεγάλων και μικρών κομμάτων ……κ.λ.π.
Ενώπιον αυτού του ξεσηκωμού του λαού, και για να ηρεμήσουν τα πράγματα, η Κυβέρνησις έστειλεν εις τα κατεχόμενα τον Σκαρλάτο Σούτζο, ο οποίος έχαιρεν του σρβασμού των παιδιών αυτών τα οποία έφυγαν και επήγαν στα κατεχόμενα, να πολεμήσουν και να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη για να ελευθερώσουν τους υποδούλους αδελφούς των Έλληνας. Ήσαν νέα παιδιά αυτοί οι υπέροχοι αγωνισταί εις το σύνολόν των λοχαγοί, υπολοχαγοί, λοχίες και οπλίτες.
Εις την Ήπειρον πολεμούν δύο αξιωματικοί ο λοχαγός Ζέρβας και ο υπολοχαγός Μπαϊρακτάρης, οι οποίοι είχαν «λιποτακτήσει» από το σύνταγμα του Βάλτου, παίρνοντας μαζύ των και 150 στρατιώτες. Οι δύο αυτοί αξιωματικοί με τους οπλίτας των διεξάγουν σκληρές αλλά νικηφόρες μάχες, τις οποίες περιγράφουν γλαφυρότατα οι εφημερίδες της εποχής.
Εις το Λιτόχωρον υπάρχει ένας λοχαγός ο Γαβριώτης, από την Λαμίαν και ένας υπολοχαγός ο Δήμας από την Εύβοια. Έχουν καταλάβει το Κάστρο του Πλαταμώνος, έχουν σχηματίσει και Κυβέρνησιν και έχουν εκδώσει και προκηρύξεις.
Μεγάλες και νικηφόρες μάχες διεξάγονται στο Βόλο και στο Πήλιο. Στην μεγάλη μάχην της Μακρυνίτσας, οι εφημερίδες της εποχής αναφέρουν τους φονευθέντας. Εκεί, αναφέρεται, και μια γυναίκα ονόματι Χριστίνα, η οποία ήτο εθελοντής, επολέμησε με πείσμα και αφού εφόνευσε πολλούς Τούρκους, τελικώς εφονεύθη και αυτή.
Αλλά περισσότερο αξίζει να ασχοληθούμε με έναν Λοχίαν, τον Λοχίαν τον Τερτίπην. Αλλά πώς να περιγράψη κανείς, πώς να χαρακτηρίση αυτόν τον Λοχία; Ως έναν άλλον Παπαφλέσσαν; ή ως έναν άλλον Αθανάσιον Διάκον; Ή να πάη μερικές χιλιάδες χρόνια πίσω και να ξαναζωντανέψη στο πρόσωπό του τον Ελευσίνειον Κυναίγυρον και τον Σπαρτιάτην Λεωνίδα;
Ο Τερτίπης ο Λοχίας, επολέμησε τους Τούρκους εις την Μεγάλην, εις την Κορυφαίαν μάχην της Ματαράγκας που μόνον με τις μάχες του Μαραθώνος των Θερμοπυλών και των Πλαταιών μπορεί να συγκριθή.
Εις τον Νομόν Καρδίτσης υπάρχουν δύο χωριά, το ένα πλησίον του άλλου, ο Πύργος και οι Σοφάδες, το δεύτερον χωριό μάλιστα είναι μια αρχαία πόλις από το 1200 π.Χ. Εκεί ευρίσκεται και το χωριό Παλαμά, όπου είναι εγκατεστημένοι πολλοί Τούρκοι. Αλλά κυρίως εις την Καρδίτσαν, εις τα Τρίκαλα και εις την Λάρισσαν, οι Τούρκοι έχουν συγκεντρώσει πολλήν στρατόν. Τον στρατόν αυτόν επολέμησε και εναντίον αυτού ώρμησεν ο Λοχίας ο Τερτίπης, με την μικράν αμάδα ανδρών που διέθετε.
Η μεγάλη λοιπόν αυτή μάχη της Ματαράγκας αναφέρεται και περιγράφεται με την γλώσσαν της εποχής εις τα «Θεσσαλικά Αρχεία», όπου διαβάζομεν:
«Ο εχθρός ορμώμενος από Πύργου, ανήρχετο εις 1700 πεζούς, 550 ατάκτους (άτακτοι ελέγοντο οι Αλβανοί, οι οποίοι έβγαζαν κραυγές όταν επετίθεντο με γυμνά τα σπαθιά τους), 300 ιππείς και δύο πυροβόλα. Παρένθεσις: [Με τους ατάκτους αυτούς Αλβανούς οι Έλληνες είχαν συγκρουσθή σε πολύ σκληρότερες μάχες]. Συνεχίζεται η περιγραφή:
Εκτός από αυτήν την δύναμιν την οποίαν διέθετεν ο εχθρός, ήλθον από Καρδίτσης εισέτι 2000 πεζοί, 300 ιππείς και δύο πυροβόλα. Αι έφοδοι διεδέχοντο αλλήλας, νεκροί έπιπτον πλήθος και ο εχθρός ανανέου διαρκώς τα επιτιθέμενα κύματα. Το πεδίον από Ματαράγκας μέχρι Πύργου Ματαράγκας, εφλέγετο εκ των πυρών και ο Θεός του Πολέμου Άρης ηγάλλετο με τας ιαχάς τας εκατέροθεν εκπεμπομένας.
Το μήλον της έριδος ευρίσκετο μεταξύ των αντιμαχομένων και ήτο η Γέφυρα της Ματαράγκας, εν ή ευρίσκετο ο Λοχίας ο Τερτίπης μετά 12 ανδρών, εις ούς προσετέθη η μόνη επικουρία ήν έστειλεν ο ζών ακόμη εν Λαμία αδελφικός φίλος του Τερτίπη Ιωάννης Θεοδώρου εξ ανδρών 6. Εκεί επίσης παρά την Γέφυραν εμάχετο και ο υππίλαρχος Λάϊος, μετά 60 στρατιωτών.
Ο Τερτίπης μετά 18 νδρών και ο ΛάΪος μετά 60 στρατιωτών εμάχοντο κατά 4500 πεζών, 650 ιππέων και 4 πυροβόλων.
Η μάχη ήρχισεν την 8ην περίπου πρωϊνήν και διήρκεσεν όλην την ημέραν χωρίς να αφήσουν οι Έλληνες, οι οποίοι ήσαν διεσπκορπισμένοι πέριξ της γεφύρας, τους Τούρκους να περάσουν. Τελικώς αφού αντεστάθησαν με πείσμα και ηρωισμόν υπέκυψαν. Εφονεύθη μάλιστα και ο ΛάΪος,ο οποίος εφόνευσεν 17 Τούρκους κατά την μάχην και έφερεν την στολήν των Ευζώνων. Οι Τούρκοι θριαμβολογούντες, περιέφεραν την κεφαλήν του επί λόγχης. Τήν άλλην όμως ημέραν έφθασαν ενισχύσεις, ώστε η αναλογία διεμορφώθη τελικώς, εις 800 επαναστάτας και 5000 Τούρκους. Εις τα Θεσσαλικά Χρονικά συνεχίζομεν να διαβάζωμεν:
«Την κρίσιμον σιγμήν της μάχης, περί ώραν Τέσσαρες και τριάντα μ.μ. της επομένης ημέρας ο αγών κατέστη λυσσώδης αφού οι Τούρκοι διέταξαν νέαν επίθεσιν. Τότε ο Τερτίπης ο Λοχίας διατάσσει αντεπίθεσιν δια της λόγχης και ούτω, οι επαναστάται ανασπάσσαντες τας λόγχας αντεπετίθεντο ακράτητοι, φονεύοντες πολλούς Τούρκους. Ήτο δε τοιαύτη η ορμή των Ελλήνων ώστε ήρξατο γενική υποχώρησις των Τούρκων από της 8ης εσπερινής, η οποία εστοίχισεν εις αυτούς περίπου 300 νεκρούς.
Ο συγγραφεύς των Αρχείων, καταλήγει εις το συμπέρασμα, ότι η μάχη της Ματαράγκας αποτελεί θρίαμβον της Ελληνικής Ιδέας και είναι εκ των λαμπροτέρων άστρων του διαδήματος των νικών του Ελληνικού στρατού. Η μάχη αυτή –συνεχίζει- έπαιξε σημαντικόν ρόλον δια την μετέπειτα εξέλιξιν των πραγμάτων, διότι εάν εκερδίζετο υπο των Τούρκων, ουδόλως θα ετίθετο ζήτημα απελευθερώσεως της Θεσσαλίας, εις το μετέπειτα γενόμενον Βερολίνειον Συνέδριον.
Πράγματι εις τον Τερτίπην τον Λοχίαν με τα 18 παλληκάρια του και εις τον εύζωνα Λάϊον με τα 60, εις αυτούς εις την πραγματικότητα, οφείλεται η απελευθέρωσις της Θεσσαλίας .
Ο ακαδημαϊκός Κόκκινος γράφει εις την ιστορίαν του και αυτό διασταυρώνεται και από άλλες πηγές και είναι πολύ ενδιαφέρον, διότι απεικονίζει το ήθος του ανδρός ότι: Εις τον Λοχίαν τον Τερτίπην, έστειλεν αντιπροσώπους του ο Υπουργός των Στρατιωτικών και τον διέταξε να επιστρέψη από τα κατεχόμενα, διότι οι Άγγλοι και οι Γάλλοι έχουν δυσαρεστηθή και ότι τέτοιες ενέργειές μας θα τους κάνουν εχθρούς μας (λές και ήταν ποτέ φίλοι μας), και γι’αυτό δεν πρέπει να τους προκαλούμεν, αλλά να συμμορφωθούμε με τις υποδείξεις τους κ.λ.π, για να λάβη από τον Τερτίπη τον Λοχία, την εξής απάντησιν: «Να πήτε στον Υπουργό ότι εμείς θα πολεμήσωμε, μέχρις ότου συνέλθουν οι ισχυροί της Ευρώπης σε Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και αναγνωρίζοντας τον Αγώνα μας και το γεγονός ότι η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η Μακεδονία είναι εδάφη Ελληνικά, μας τα δώσουν. Επίσης σας πληροφορώ, κύριε Υπουργέ ότι εγώ αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνην, να υποστώ την επιβληθησομένην μου ποινήν όποια και αν είναι αυτή.
Το Συνέδριον του Βερολίνου έγινε το 1878 και η Ελλάς έλαβε μέρος εις αυτό ως απλός παρατηρητής με τους Δεληγιάννην και Ραγκαβήν, και εκεί παρουσιάζονται τα τετελεσμένα γεγονότα των μαχών, εξ αιτίας των οποίων υπήρξεν η απελευθέρωσις της Θεσσαλίας, ενός μέρους της Ηπείρου και ενός μέρους της Μακεδονίας. Εις το Συνέδριον αυτό έλαβαν μέρος, η Αγγλία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Ρωσία και η Ιταλία. Όλοι συμφωνούν με το δίκαιον αίτημα, όπως λέγουν οι περισσότεροι, της Ελλάδος αλλά εκείνος ο οποίος αντιδρά από την αρχήν και εξακολουθεί να επιμένει και να αρνήται, είναι ο εκπρόσωπος της Αγγλίας ο Αγγλος λόρδος Μπίσκονφιλντ, γνωστός ως Ντισραέλλι.
Ο φιλότουρκος Ντισραέλλι υποστηρίζει αδίκως, ότι η Ελλάς ουδέν τετελεσμένον γεγονός έχει επιτύχει και άρα δεν πρέπει να διαμελησθή η Τουρκία. Αυτή είναι μία άκρως εχθρική και εμφανώς υποκριτική στάσις του Άγγλου εκπροσώπου, διότι όλοι εγνώριζαν και το ίδιον βεβαίως και οι Άγγλοι, ότι με την προσάρτησιν των εδαφών αυτών εις την Ελλάδα, όχι μόνον δεν διεμελίζετο η Τουρκία η οποία με την βίαν τα είχεν κυριεύσει, αλλά επέστρεφαν εκεί όπου ανήκαν χιλιάδες χρόνια, από τότε που οι νομάδες των Σελτζούκων και των Οσμανλήδων Τούρκων (εάν υπήρχαν τότε), θα έζων διασκορπισμένες εις τα βάθη της Ανατολής, εντελώς άγνωστες εις την Ιστορίαν. Ο λογικός και γνώστης της Ιστορίας άνθρωπος συμπεραίνει, επ’αυτού ότι και τότε όπως και τώρα, κάποιοι ούτε ήθελαν ούτε θέλουν μια Μεγάλη Ελλάδα. Και αυτό το αποδεικνύουν διαρκώς με την συμπεριφορά τους.
Εις το Συνέδριον όμως αυτό η Ελλάς έχει έναν μεγάλο σύμμαχον και υποστηρικτήν των δικαίων αιτημάτων της. Τον Γάλλο φιλέλληνα Λ. Γαμβέτταν. Ο Γαμβέττας Πρόεδρος τότε της Γαλλικής Βουλής εξεφώνησεν Φιλιππικόν, αγορεύων επί δύο ώρες εις το Συνέδριον αυτό όπου με πάθος υπεστήριξεν τα δίκαια της Ελλάδος, καταρρίπτοντας ένα προς ένα τα επιχειρήματα του Ντισραέλλι.
Έτσι με την Ντε Γιούρι Συνθήκην του 1881, προσαρτάται εις την Ελλάδα, κατ’αρχάς η θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας.
Στην μάχην αυτή της Ματαράγκας, εθριάμβευσε, η παλληκαριά και η Πίστις εις την Ελευθερίαν του αγνώστου αυτού Λοχία του Τερτίπη και των παλληκαριών του, οι οποίοι πραγματικά έδωσαν το παράδειγμα της ανδρείας του πατριωτισμού και της θυσίας εις όλους τους λαούς της Ευρώπης οι οποίοι παρακολουθούσαν τότε τους αγώνες της μικράς Ελλάδος εναντίον ενός αξέστου και βαρβάρου κατακτητού και έγραψαν ιστορίαν, την οποίαν δεν έγραψαν οι Κυβερνήσεις, οι οποίες τότε εις την Ελλάδα άλλαζαν η μία κατόπιν της άλλης. Έτσι ο απλός αυτός Λοχίας, ο συνηθισμένος Έλλην Ήρωας ο Τερτίπης, έτυχεν αργότερα δικαίας αναγνωρίσεως από την Ελληνικήν Πολιτείαν και προήχθη μέχρι του βαθμού τα Συνταγματάρχου.
Και μίαν άλλην λεπτομέρειαν την οποίαν αναφέρουν τα «Θεσσαλικά Χρονικά», σχετικώς με την περιβόητον αυτήν μάχην της Ματαράγκας και ειδικώς, εξ αιτίας του γεγονότος που ο Λοχίας ο Τερτίπης εις δεδομένην στιγμήν, διέταξε τα παλληκάρια του να βγάλουν τις λόγχες είναι, ότι η Λαϊκή Μούσα, διέσωσεν το Δημώδες Άσμα. «Νά’μουν πουλί να πέταγα να πήγαινα τα’αψήλου, να’αγνάντευα τον Παλαμά, τον Πύργο Ματαράγκας που πολεμούν οι Έλληνες με τους γκαβαραπάδες. Πέφτουν τα βόλια σαν βροχή, τα τόπια σαν χαλάζι κι’αυτά τα λιανοτούφεκα σαν σιγανή βροχούλα, μέχρι το Ηλιοβασίλεμα που βασιλεύει ο Ήλιος. Τότε ο Τερτίπης φώναξε—Παιδιά βγάλτε τα σπαθιά κι’αφήστε τα τουφέκια, γιουρούσι θέ’να κάνουμε μέσ’τους γκαβαραπάδες κ.λ.π…»
Αυτοί ήσαν αγαπητοί μου φίλοι οι Αγώνες τους οποίους έκαναν τα Ελληνόπουλα εκείνης της εποχής, το 1854 έως το 1881, για να μεγαλώσουν την Ελλάδα και να την φθάσουν όλο και πιο πάνω με νίκες και θριάμβους.
Αλλά οι Τιτάνιοι Αγώνες του Έθνους μας δεν τελειώνουν το 1881. Συνεχίζονται με το ίδιον Πνεύμα και το ίδιον πάθος. Συμβαίνει δυστυχώς, εκεί προς τα τέλη του 19ου αιώνος μια ήττα της Ελλάδος από τους Τούρκους (το 1897), την οποίαν δεν είναι του παρόντος να την αναλύσωμεν. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει τους Έλληνας να αναδιοργανωθούν και να πετάξουν και πάλιν υψηλά, με νέες νίκες και με νέες προσαρτήσεις κατεχομένων εδαφών τους και να δημιουργήσουν το Έπος του 1912-1913. Ήταν τότε το 1912-13 που οι Έλληνες, τα νειάτα τα Ελληνικά, ξεκίνησαν από κάθε γωνιά της Ελλάδος και από το Εξωτερικό, την Ευρώπην, την Αμερική και αλλού και με Αρχιστράτηγον τον Στρατηλάτη Διάδοχον Κωνσταντίνον τον 12ον (ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου ήτο ο Κωνσταντίνος ο 11ος), εισέρχονται εις την Ήπειρον και εις την Μακεδονίαν και σημειώνουν νίκες και μόνον νίκες λαμπρές.
Καταλαμβάνουν οχυρά των Τούρκουν, μεταξύ αυτών και το περιβόητον Μπιζάνι πλησίον των Ιωαννίνων, όπου εκεί εθριάμβευσεν η στρατιωτική, και όχι μόνον, ιδιοφυία του Ιωάννου Μεταξά, ο οποίος ηχρήστευσε την πολύπλοκον κατασκευήν του Οχυρού αυτού η οποία έγινε βάσει καλώς μελετημένων σχεδίων του Πολιτικού Μηχανικού Μινέϊκο.
Διώχνουν τους Τούρκους από τα Ιωάννινα-Γιάννινα, αλλά και τους Γιουγκουσλάβους, οι οποίοι απέβλεπαν εις την κατάληψιν της πόλεως αυτής, πολεμούν με τους Βουλγάρους και τους νικούν, γιατί και αυτοί επεδίωκαν να καταλάβουν την Θεσσαλονίκην και με Αρχιστράτηγον πάντοτε τον Κωνσταντίνον εισέρχονται και εις την Θεσσαλονίκην όπου ο Τούρκος Πασσάς Τεξίμ, του παρέδωσε το Κλειδί της Πόλεως.
Και προχωρούν οι Έλληνες, πάντοτε με στόχον και επιδίωξίν των να μεγαλώσουν το Έθνος το Ελληνικόν, καρδίζοντας τις αλύτρωτες Πατρίδες (όχι τις χαμένες). Μεσολαβούν τα γεγονότα του 1922-23, τα οποία τελειώνουν με την Μικρασιατικήν Καταστροφήν και την Συνθήκην της Λωζάνης, η οποία δυστυχώς αντεκατέστησε την Συνθήκην των Σεβρών. Αλλά αυτά δεν θα μας απασχολήσουν σήμερα, αλλά υπόσχομαι εις τους εκλεκτούς αναγνώςτας, ότι θα είναι το θέμα προσεχούς και εμπεριστατωμένου ιστορήματος. Τα γεγονότα όμως αυτά δεν θα κάμψουν το ηθικόν των Ελλήνων. Γιατί λίγα χρόνια μετά ξεσηκώνονται τα νειάτα της Ελλάδος και γράφουν με γράμματα χρυσά το Έπος του 1940-41, στα βουνά της Πίνδου, στην Βόρειον Ήπειρο μέχρι τον Αυλώνα και το Τεμπελένι και στα Πανίσχυρα και απόρθητα Οχυρά Μεταξά.
Με την Συνθήκην των Παρισίων το 1948 μας δίδουν τα Δωδεκάννησά μας, μίαν δικαίωσιν η οποία βεβαίως δεν ανταπεκρίνετο εις το μέγεθος της προσφοράς της Ελλάδος κατά τον Β΄Παγκόσμιον Πόλεμον, διότι θα έπρεπεν να μας δώσουν και την Βόρειον Ήπειρον και την Ανατολικήν Θράκην, τουλάχιστον. Τα Δωδεκάννησα τα επήραμε χάριν εις την υποστήριξιν του Υπουργού (τότε) των Εξωτερικών της Σοβιετικής Ενώσεως Μολότοφ, ο οποίος είχεν την εντολήν αυτήν από τον Ιωσήφ Στάλιν, διότι οι «φίλοι μας» Δυτικοευρωπαίοι ηρνούντο να μας τα δώσουν. [Αυτή είναι η αλήθεια]
[Εδώ αξίζει να πούμε δυό λόγια για τον Αρχιστράτηγο, Διάδοχον τότε και νικητή των Βαλκανικών Πολέμων, τον Στρατηλάτην Κωνσταντίνον τον 12ον. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος απέθανεν ξαφνικά από συγκοπήν καρδίας, τις τελευταίες ημέρες του 1922, μέσα εις το λουτρόν του ξενοδοχείου «Έπαυλις Υγείας» εις το Παλέρμον της Σικελίας, όπου μετά την παραίτησίν του από τον Ελληνικόν Θρόνον, εζούσεν εξώριστος. Είχε γράψει τότε ο Γεώργιος Βλάχος εις την «Καθημερινήν»: Μέσα εις ένα δωμάτιον ξενοδοχείου εις την εξορίαν είχαν καταλήξει τα συντρίμματα μιάς Εποποιίας. Τα περίλαμπρα εκείνα έτη των Βαλκανικών Πολέμων, οι χρυσές υποσχέσεις που έκρυβεν μέσα του το Μαγικόν όνομα του Κωνσταντίνου, και ολόκληρος ο Βυζαντινός Θρύλος, όλα αυτά κατήρχοντο εις το μνήμα του.
Τότε είναι που ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Β΄, υιός του Κωνσταντίνου, έθεσεν το θέμα εις τον Πρωθυπουργόν της Επαναστάσεως Συνταγματάρχην Στυλιανόν Γονατάν, να γίνη η ταφή του λαοφιλούς Βασιλέως εις την Ελλάδα και να τεθή η σορός του εις λαϊκόν Προσκύνημα εις την Μητρόπολιν των Αθηνών, ώστε να εκφράση Δημοσίως ο Ελληνικός Λαός και κυρίως οι στρατεύσιμοι, οι οποίοι αγαπούσαν τον Κωνσταντίνον, τα αισθήματά των προς τον νεκρόν Βασιλέα. Μετά όμως από την άρνησιν της Κυβερνήσεως να εκτεθή η σορός εις λαϊκόν προσκύνημα, αλλά να γίνη η ταφή εις το Τατόϊ, ο Γεώργιος απεφάσισεν, υπό αυτές τις συνθήκες, να αναβληθή η ταφή του πατρός του εις την Ελλάδα, και να γίνη εις την Ιταλίαν, όπου ετάφη μετά και η σύζηγός του Σοφία. Η αναβολή αυτή διήρκεσεν περίπου δέκα πέντε έτη.
Τον Νοέμβριον όμως του 1936 ότε Πρωθυπουργός ήτο ο Ι.Μεταξάς, τα οστά του Κωνσταντίνου μετεφέρθησαν εις την Ελλάδα. Αυτό ήτο μία υπόσχεσις του Μεταξά προς τον Κωνσταντίνον ότι θα τον φέρη από την εξορίαν. Και επειδή αυτό δεν έγινεν εν όσω ζούσε ο Βασιλεύς, ο Μεταξάς το έπραξεν έστω και με το να φέρη εδώ τα οστά του Βασιλέως και επι πλέον να ανεγείρη αδριάντα του Κωνσταντίνου εφίππου, εις το Πεδίον του Άρεως(εξ’ού και το όνομα) εις τας Αθήνας.΄
Ήτο τότε που ο Γεώργιος Βλάχος, εις ένα από τα ωραιότερα άρθρα του έγραφεν πάλιν: «Τώρα τον φέρομεν πάλιν επάνω εις έναν κιλλίβαντα παλαιού πυροβόλου. Τίς οίδεν, τίνος πυροβόλου, του Δώδεκα; του Δεκατρία; του οποίου τα ξύλα θα φρικιούν εις την σκέψιν, ότι τώρα ορίζουν αυτά την Πορείαν Του. Οδηγείται εις τον τάφον ο Κωνσταντίνος, ο Διάδοχος των Εθνικών Ονείρων, η Μεγάλη Ιδέα της Χρυσής Εποχής, ο Βασιλεύς των ενδόξων ωρών μας, ο ευτυχής και ατυχής, ο ιδίω έργω υψωθείς εις τα σύννεφα και έργω άλλων κρημνισθείς εις την ερέβην, Ιστορικός Στρατηλάτης».
Εις μίαν συνετευξι που έδωκεν ο Βασιλεύς το 1916, εις τον Διευθυντήν Συντάξεως της εφημερίδος «Ατλαντίς» της Ν.Υόρκης, Αδαμάντιον Πολυζωίδην την οποίαν ο Πολυζωίδης εδημοσίευσεν εις τας 14/6/1917, αναφέρει πως επιθυμεί να σώση την Χώραν Του και ουδέν άλλον, με θυσίαν και αυτής της ζωής Του ακόμη.Έλεγεν:[Δια την Ελλάδα και τον Ελληνικόν Λαόν φροντίζω. Δια τα δυο αυτά πράγματα τα οποία μου είναι προσφιλέστατα. Και το λέγω αυτό διότι επιθυμώ ο Λαός μου να γνωρίζη τα αισθήματά μου όπως εγώ γνωρίζω τα ιδικά του. Γνωρίζω επίσης ότι η ΑΝΤΑΝΤ δεν θα με ήθελεν και όχι ο Ελληνικός Λαός].
[Αξίζει επίσης να μείνωμε για λίγο σε μιαν σπουδαίαν και καθοριστικήν δια την έκβασιν του Πολέμου εκείνου μάχην, εις την μάχην του Κιλκίς-Λαχανά, μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρων. Μου προξενεί ιδιαιτέραν συγκίνησιν και συγχρόνως αισθάνομαι υπερηφάνειαν υψίστην, διότι εις την μάχην αυτήν επολέμησε και έτρυματίσθη ο πατέρας μου ο Κωνσταντίνος Φ. Τριανταφύλλου. Εξ αιτίας δε της γενναιότητος την οποίαν επέδειξεν κατά την μάχην και επίσης του τραυματισμού του αυτού, του απενεμήθη Δίπλωμα Απονομής Μεταλλίου Ανδρείας, το οποίον υπογράφουν ο Αρχιστράτηγος τότε Κωνσταντίνος και ο Πρωθυπουργός και Υπουργός των Στρατιωτικών Ελ.Βενιζέλος.
Ο πατέρας μου έφυγεν εις μικράν ηλικίαν ορφανός, από το χωριό του τις Ράχες Φθιώτιδος και επήγεν εις την Αμερικήν προς αναζήτησιν καλλιτέρας ζωής όπου, με σκληρόν αγώνα κατώρθωσε να ορθοποδήση. Όταν όμως εκεί εις την ξένην επληροφορήθη ότι η Ελλάς αρχίζει έναν Πόλεμον, γι’αυτό έχει ανάγκην τα παιδιά της, άφησε τα πάντα και ήλθεν εις την Πατρίδα του όπου εις ηλικίαν 20 ετών κατετάγη εις τον Στρατόν και επολέμησεν «Υπέρ Βωμών και Εστιών», όπως, άλλωστε έκαναν οι περσσότεροι νέοι τότε. Και όταν ετελείωσεν ο Πόλεμος αυτός, έφυγε και πάλιν και επήγεν εις την Αμερικήν, για να συνεχίση τον άλλον αγώνα. Τον αγώνα της επιβιώσεως.
Ζητώ συγγνώμην από τον αναγνώστην για την παρένθεσιν, αλλά πιστεύω ότι με την αναφοράν μου αυτήν, κάνω ένα μνημόσυνον εις την μνήμην του πατρός μου].
Είδαμε λοιπόν, περιληπτικώς Κυρίες και Κύριοι, πώς η Ελλάς με τους Τερτίπηδες, τους Λάϊους, τους Νταβέληδες, και τους Καπετάν Παππάδες, αλλά και με τους πορθητάς του Μπιζανίου, των Ιωαννίνων και της Θεσσαλονίκης και με τους πολεμιστάς του Κιλκίς-Λαχανά και της Τζουμαγιάς, με τους σκληρούς δηλαδή αγώνας της, έκανε άλματα προς τα επάνω και επραγματοποίησε πετάγματα αετού. Και έτσι υπερεδιπλασίασε την έκτασίν της, εντάσσοντας εις την Ελληνικήν Επικράτειαν περιοχές της, οι οποίες ήσαν υπόδουλες. Δεν το θεωρώ σωστό όμως να μην αναφερθώ εδώ σε λίγους στίχους, από το ποίημά της συλλογής του «Περάσματα και Χαιρετισμοί» που εξεφώνησεν ο Εθνικός μας Ποιητής Κωστής Παλαμάς, εξ ονόματος της Ακαδημίας Αθηνών, κατά την τελετήν των αποκαλυπτηρίων του εγερθέντος εις Κιλκίς-Λαχανά Μνημείου όπου με το ποίημα αυτό υμνεί τους αγωνισθέντας και τους πεσώντας εις τας λαμπράς αυτάς μάχας οι οποίες έκριναν το αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων. Πρίν απαγγείλη το ποίημά του αυτό ο Παλαμάς είπεν. Εις τον πολυπρόσωπον και πολυμερή Πίνακα του Θριάμβου των Ελληνικών όπλων κατά το 1913 προεξέχουν εκθαμβωτικά τα χρώματα της διπτύχου εικόνος, η οποοία επιγράφεται ΚΙΛΚΙΣ-ΛΑΧΑΝΑ. Είναι τα δύο κεφάλαια της Εθνικής Εποποιίας που εναρμονίζουν του Έλληνας στρατιώτας των Βαλκανικών Πολέμων προς τους Μαραθωνείους οπλίτας, τας στρατειάς των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και τους Τυραννομάχους του1821. Ο Μπότσαρης, ο Μιαούλης θα ήσαν ευχαριστημένοι από αυτούς, ως και ο Θεμιστοκλής και ο Ξενοφών. Κατά την στιγμήν ταύτην δεν μου ενθυμίζουν τίποτε άλλο προσφορώτερον από την ελεγείαν του αρχαίου Τυρταίου, όταν εξυμνή την πολεμικήν ανδρείαν την Θούριδα Αλκήν, καθώς την ονομάζει δια να την θέση πολύ υπεράνω και του κάλλους και του αθλητισμού και της ρώμης και της ευγλωττίας και πάσης Αρετής. «Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ». «……Με μιάς και σαν να γύριζαν οι μισεμένοι χρόνοι του Διάκου και του Μπότσαρη και του Κολοκοτρώνη
Που και λαλούσε κι άνθιζε κι αηδόνι και λουλούδι
Μονάκριβο μεσ’τη σκλαβιά το κλέφτικο τραγούδι
Με τη δροσιά του τραγουδιού στο φλογισμένο στόμα
Με το τραγούδι πέφτατε ματώνοντας το χώμα
Κάτω από τα’άξιο τα’άλογο στο ασώπαστο κανόνι
Πεζοί και καβαλλάρηδες του Μάη κομμένοι κλώνοι
Βάγια τρισάγια Λαχανά Κιλκίς προσκυνητάρια
Το αίμα, ο θάνατος, η νίκη, οι πέτρες, τα χορτάρια
Σκάλες προς ύψη επαγγελτά με πάτε, η περιφάνεια
η αρχαία με παίρνει, μπάζετε στης ιστορίας πάλι,
τη δόξα τα Βαλκάνια…………
Στου χάρου την ολονυχτιά σας φώτιζε αγιοκέρι
Θυσιατήρια ΛΑΧΑΝΑ-ΚΙΛΚΙΣ
Στη νύχτα του δαρμού σας είμουν της αυγής τα’αστέρι
Για σας είν’ο ύμνος μου πλατύς……………….
Είμαι η Πατρίδα αδάκρυτη κι αγέλαστη Μητέρα………
Το χρέος με δείχνει και μυτρυϊά και σκιάχτρο στα παιδιά μου
Και μην ξαφνίζεστε αν κρατώ την αγριλιά στο χέρι
Πλεγμένη με μαχαίρι
Στην αγγαλιά μου τεριαστές και Χάρες και Γοργόνες
Οι Μαραθώνες μάθετε γεννούν τους Παρθενώνες
Παιδιά μου, όσοι προφήτες μου, στρατιώτες, αρχηγοί
Σαν τα λιοντάρια στήσατε κορμιά και σαν τα κάστρα
Και μέσ’τη Μακεδονική ματοθρεμμένη γή
Βάλατε την εικόνα μου φερτή σαν από τα’άστρα
Στου Λαχανά και στου Κιλκίς την εκκλησιά την πλάστρα
Πνοές κι αν πλανάσθε σ’άλλη ζωή, λείψανα κι αν κοιμάστε
Σας λειτουργώ στη δόξα μου μακαρισμένοι ν’άστε.
Τελειώνοντας το παρόν ιστόρημα, αγαπητοί μου φίλοι, επιτρέψτε μου που κάνω μίαν επισήμανσιν. Όλες αυτές τις ιστορικές λεπτομέρειες, να τις διδαχθή η νεολαία μας και να γίνουν γνωστές επίσης και εις όλους τους Έλληνας, ώστε να συνειδητοποιήση ο Ελληνικός Λαός, ότι η Ιστορία γράφεται από τον ίδιον τον Λαόν όταν ο Λαός αυτός είναι αποφασισμένος και εμπνέεται από την Ιδέαν της Θυσίας υπέρ των πεπρωμένων του. Και αν κάποιος με ερωτήση αν και σήμερα υπάρχη αυτή η Ιδέα της Θυσίας εις τους νέους Έλληνας, αυτό το οποίον ενέπνεεν τον Τερτίπην ο οποίος επήγεν να θυσιασθή για την Πατρίδα του, όπως ο Αθανάσιος Διάκος, όπως ο Παπαφλέσσας, όπως οι Ήρωες του Μεσολογγίου και της Πίνδου και οι Ηρωίδες του Ζαλόγγου, θα απαντήσω χωρίς δισταγμόν: Ναι υπάρχει η Ιδέα της Θυσίας και εις τα σημερινά νειάτα γιατί, εκείνα τα νειάτα του τότε με αυτά τα νειάτα του τώρα είναι πλασμένα με το ίδιο χώμα, το Χώμα το Ελληνικόν και ανείκουν εις την ιδίαν Φυλήν, την Φυλήν την Ελληνικήν. Μόνον ένα πράγμα χρειάζεται. Να διδάσκωνται τα νειάτα αυτά την αληθή Ιστορίαν χωρίς διαστρευλώσεις και ανακρίβειες, πράγμα το οποίον είναι καθήκον και χρέος Πρωτίστως της Πολιτείας, όπως συμβαίνη εις όλα τα Πολιτισμένα Κράτη.-------
Τέλος αγαπητοί μου φίλοι πιστεύω, ότι ως Έλλην υπεύθυνος πολίτης, είχα ιερόν καθήκον να ιστορήσω ωρισμένα αληθή γεγονότα της νεωτέρας ιστορίας μας, τα οποία έχουν καταχωρηθή εις τα Επίσημα Αρχεία του Κράτους, από πηγές πλήρως διασταυρωμένες.

Σας ευχαριστώ…………
Ηλίας Κ.Τριανταφύλλου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.