Κυριακή 26 Απριλίου 2020

ΠΡΟΤΑΣΗ… ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ!

Επιμέλεια: Ελένη Σοφού 

«Ήμασταν τέσσερις: η Ρόουζ, η Έλλα, η Μάρτα και η Κάρλα. Σε κάποια άλλη ζωή μπορεί να ήμασταν φίλες. Μα βρισκόμασταν στο Μπέρτσγουντ… Μου άρεσε να ράβω όμορφα μεταξωτά φορέματα με δαντέλες. Όταν η γιαγιά μου άνοιγε το καπάκι της ραπτομηχανής και έβλεπα στη σειρά τα μασούρια με τις πράσινες, κίτρινες, κόκκινες, γκρίζες, λευκές και ροζ κλωστές ονειρευόμουν πως μεγαλώνοντας θα είχα το δικό μου εργαστήριο.
Τότε πιστεύαμε πως ο πόλεμος ήταν κάτι που συνέβαινε κάπου αλλού, ήρθε όμως στην πόλη μας και μας άρπαξε. Στοίβαξε χιλιάδες ανθρώπους σε τούτο το μέρος και μαζί τους και μένα. Πάνω από τους φράχτες με το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, ο ήλιος δεν ξεχώριζε στο γκρίζο. Στοιχιζόμασταν σε σειρές των πέντε, όλες με ριγέ στολή, και μετά τρέχαμε στο ατελιέ ραπτικής του στρατοπέδου. Εκεί, ανάμεσα στα πανάκριβα υφάσματα και στις απαιτητικές κυρίες των αξιωματικών, μέρα με τη μέρα ψαλιδίζονταν οι ελπίδες μας. Εκείνο το πρωινό είχα δέσει κρυφά την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα γύρω από τον λαιμό μου. Και για πρώτη φορά από τότε που βρέθηκα στο Μπέρτσγουντ ένιωσα πραγματικός άνθρωπος. Έλλα, 1944». 

Πολλές φορές ο καλύτερος τρόπος να μιλήσεις για ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός είναι μέσα από ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Ένα τέτοιο βιβλίο θα σας παρουσιάσω σήμερα με τίτλο «Κόκκινη Μεταξωτή Κορδέλα» (2017) της Lucy Adlington από τις εκδόσεις Διόπτρα (2019), υποψήφιο για το βραβείο Carnegie Medal 2019. Ένα υπέροχο μυθιστόρημα που παρότι ανήκει στη νεανική λογοτεχνία μπορεί να αγγίξει κι εμάς τους ενήλικες. Άλλοτε η ανάγνωση αφήνει ένα στον αναγνώστη ένα αίσθημα τρυφερότητας μέσα από τη φιλία δύο κοριτσιών, η μία ονειροπόλα και στωική και η άλλη ρεαλίστρια και δυναμική, τις οποίες ενώνει ο αγώνας επιβίωσης μέσα στο πιο σκληρό στρατόπεδο του Άουσβιτς. Άλλοτε η ανάγνωση είναι ένα δυνατό χαστούκι για το πως ο κόσμος μας έφτασε σε αυτή την κοινωνική εξαθλίωση. 
Η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζεται στη Νότια Πολωνία το 1944 στο στρατόπεδο του Άουσβιτς-Μπερκενάου που βρίσκεται τρία χιλιόμετρα από την πόλη Μπρέζνικα ή Μπέρτσγουντ-Μπίρστγουντ (δάσος από σημύδες) σύμφωνα με την αγγλική μετάφραση. Η Χέντβιχ Ες, σύζυγος του διοικητή του Άουσβιτς, Ρούντολφ Ες έστησε το 1943 μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ένα εργαστήριο ραπτικής, στο οποίο δούλευαν είκοσι τρεις κρατούμενες οι οποίες γνώριζαν την τέχνη της μοδιστρικής. Επιθυμία της ήταν να δώσει πρώτα στην ίδια και μετά στις συζύγους των ναζί αξιωματικών και στις γυναίκες φρουρούς του Άουσβιτς τη δυνατότητα να φοράνε τα ωραιότερα και τα πιο μοντέρνα ρούχα της εποχής. Από αυτό το πραγματικό γεγονός άντλησε την έμπνευση της η συγγραφέας χαρίζοντάς μας αυτό το μυθιστόρημα. Η αφήγηση γίνεται με τη φωνή της Έλλα, της κεντρικής ηρωίδας και μέσα από τα δικά της μάτια βλέπουμε να ζωντανεύει μπροστά μας κάθε γωνιά του στρατοπέδου. Τα λόγια της και οι σκέψεις της καταγγέλλουν και περιγράφουν δραματικά γεγονότα. Μια μικρή κόκκινη κορδέλα, κρυμμένη πάνω της γίνεται σύμβολο Ελπίδας! 
Η συγγραφέας Lucy Adlington βασισμένη σε μαρτυρίες επιζώντων του Ολοκαυτώματος και στις αναμνήσεις από τη γιαγιά της η οποία ήταν μοδίστρα συνδυάζει αριστοτεχνικά τη νεανική αθωότητα με το αίσθημα επιβίωσης. Έχοντας μελετήσει πάνω από 20 χρόνια τα γεγονότα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, ιστορικές πηγές και μαρτυρίες η Adlington μας παρουσιάζει το περιβάλλον του μεγαλύτερου στρατοπέδου συγκέντρωσης παραστατικά και μεστά δίχως περιττολογίες. Μεταξύ άλλων η Adlington συνομίλησε με την Εύα Σλος, την ετεροθαλή αδελφή της Άννας Φρανκ, που είχε δουλέψει στους χώρους διαλογής ρούχων και χρησιμοποίησε πολλά στοιχεία από την καθημερινότητα της στο στρατόπεδο. Διαβάζουμε για την αθλιότητα των συνθηκών, για ανθρώπους γυμνούς και αδύναμους, χωρίς ταυτότητα, χωρίς όνομα παρά μόνο νούμερα, για τη μυρωδιά της καμένης σάρκας, για την εξαθλίωση αθώων αλλά δυστυχώς και για την ψυχική εξαθλίωση των υπευθύνων. Η συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είχα την τιμητική και συνταρακτική εμπειρία να κοιτάξω μέσα στα μάτια της Εύας και να καταλάβω ότι είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που έζησε μια ζωή που εμείς οι υπόλοιποι αποκαλούμε ιστορία». Η συγγραφέας φωτίζει με το μελάνι της την καθημερινή επιβίωση κάθε κοριτσιού της ιστορίας μέσα σε ένα στρατόπεδο που από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους έδειξε το σκληρό και απάνθρωπο πρόσωπό του. «… μας έκοψαν τα μαλλιά. Μας τα έκοψαν από τη ρίζα. Μας τα ξύρισαν με στομωμένα ξυράφια. Μας έδωσαν κάτι κουτσουρεμένα τριγωνικά πανιά για κεφαλομάντηλα. Μας έβαλαν να διαλέξουμε παπούτσια από έναν σωρό ψηλό ίσαμε το σπίτι…». Κάποιες φορές το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν για να επιβιώσουν ήταν αξιοθαύμαστο, άλλες φορές ήταν φρικτό. «Καμία ιστορία δεν μπορεί να είναι τόσο μαγική ούτε τόσο θλιβερή όσο η επιβίωση». 
Έξι κεφάλαια έχει το βιβλίο, και σε καθένα από αυτά κυριαρχεί κι ένα χρώμα, εμπνευσμένο από τη ζωή της ηρωίδας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης αλλά και τονισμένο από τρυφερές αναμνήσεις της πρότερης ζωής της, που ξεπετάγονται εδώ κι εκεί στη ροή της αφήγησης. Έτσι το πράσινο, το χρώμα του πρώτου φουστανιού που ράβει η Έλλα ξυπνά την ανάμνηση μιας μακρινής μηλιάς. Το κίτρινο μυρίζει σκόνη και λεμόνι, το κόκκινο έχει τη μεταξωτή υφή της κορδέλας και γεύση από αίμα. Το γκρι κουβαλάει την κρυάδα του φθινοπώρου και την τραχιά υφή της μπουγάδας, το λευκό παγώνει σαν το χιόνι και το ροζ φέρνει μαζί του την απελευθέρωση. Μόνο που ο δρόμος προς την τελευταία δε θα είναι εύκολος. Άκρως ρεαλιστικό και παραστατικό, πολύ σκληρό, ίσως και εξαιρετικά ωμό κάποιες φορές, μα πηγαία αληθινό, βαθιά συναισθηματικό και ανθρώπινο, το μυθιστόρημα αυτό είναι από εκείνα που δε γίνεται να διαβάσει κάποιος και να μην αγγίξουν την καρδιά του. 
Ένα βιβλίο που απεικονίζει τη βία και την κτηνωδία, βγαλμένη μέσα από την ίδια τη ζωή. Μια κτηνωδία, που κρύβεται σε αυτή την αποθήκη γεμάτη χρωματιστά υφάσματα και άλλα υλικά τα οποία κατάσχονταν από τους φυλακισμένους. Δεν μιλάμε απλά για στοιβαγμένα ρούχα, αλλά για ματωμένα όνειρα, για νεκρές ζωές, για απώλειες και πληγές που δεν μπορούν να επουλωθούν, για το χειρότερο πρόσωπο του απάνθρωπου εαυτού μας που μπροστά στο «εγώ» δεν διστάζει να θυσιάσει μαζικά τους «άλλους» μέσα από μια ανομολόγητη βία. Παρόλα αυτά το βιβλίο διαθέτει έναν αέρα λυρισμού και μια ποιότητα λόγου, που ελάχιστες στιγμές μας χαλαρώνει λίγο, επιτρέποντάς μας να ανασάνουμε και να κρατηθούμε κι εμείς απ' αυτή τη μικρή μεταξωτή κόκκινη κορδέλα, γιατί τώρα υπάρχει μια δυνατή λέξη: η Ελπίδα! Εσύ, εγώ, όλοι μας όταν χωρίζουμε τον κόσμο σπέρνουμε τους σπόρους του μίσους. Η βία, όμως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μας σκοτώνει όλους. Κλείνω με την ευχή , η ανθρωπότητα να μη βιώσει ποτέ ξανά κάτι αντίστοιχο. Να καταλάβουμε όλοι ότι κάτω από το διαφορετικό χρώμα, ανεξαρτήτως θρησκείας και πολιτικών πεποιθήσεων, είμαστε όλοι ίδιοι κι έχουμε το ίδιο δικαίωμα στη ζωή! 

Καλό διάβασμα! 

Υ.Σ Στις δύσκολες ημέρες που διανύουμε, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουμε έναν αόρατο εχθρό, από μια μακρινή χώρα, τόσο μακρινή που δεν πιστεύαμε πως θα μας άγγιζε, εύχομαι ο καθένας από εμάς να βρει μια «κόκκινη μεταξωτή κορδέλα» και να γίνει η Ελπίδα μας, η Πίστη μας και η Δύναμή μας περιμένοντας ευλαβικά τη μέρα που ο Ήλιος θα Λάμψει και θα Φωτίσει! 

Λίγα λόγια για την συγγραφέα: 

Η Lucy Adlington γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1970. Είναι συγγραφέας, ενδυματολόγος και ηθοποιός. Αφού ολοκλήρωσε ένα μεταπτυχιακό στις Μεσαιωνικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, έγινε ειδικός στην ιστορία των ρούχων. Πρόσφατα δημιούργησε το History Wardrobe και τώρα ταξιδεύει σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο δίνοντας ομιλίες για την ιστορία της τέχνης, την πολιτική και τη λογοτεχνία. Είναι συγγραφέας έξι μυθιστορημάτων: The Diary of Pelly-D (2005), Cherry heaven, Diary of Pelly DNJR Eye (2007), Burning Mountain (2010), Nigth Witches (2013), The Red Rebbon (2017). Τα βιβλία της ήταν υποψήφια για τα βραβεία Carnegie Medal, Manchester Book Prize, Leeds Book Prize. Επίσης έχει συγγράψει δύο βιβλία με την ιστορία της ενδυματολογίας και τρία για την ιστορία της μόδας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.