Επιμέλεια: Πατέρας Τσαμπίκος Πετρόπουλος
Μπαρμπαλιού Ελισάβετ
Η επί γης ευτυχία είναι στιγμούλα,
και η στιγμούλα αυτή ένα σκαλοπάτι
για να περάσεις από το άλλο μέρος,
το μέρος του θανάτου.
Ο. Ελύτης
Το αναπότρεπτο του θανάτου αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης και ύπαρξης, ενώ την ίδια ώρα αποδεικνύεται ως η ύστατη πρόκληση στη ζωή του ανθρώπου: χωρίς να γνωρίζει κανείς τίποτα με σιγουριά για το περιεχόμενό του αγωνιά με αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα, διαμορφώνοντας συγκεκριμένες στάσεις και αντιλήψεις απέναντί του.
Σύμφωνα με τον π. Βασίλειο Θερμό: «Είναι η μοναδική πτυχή της ανθρώπινης ζωής για την οποία ισχύει ένα απόλυτο γνωσιολογικό κενό. Όλες οι στάσεις του ανθρώπου απέναντι σε άλλες πτυχές και φαινόμενα της ζωής επηρεάζονται και διορθώνονται, είτε από το δίπολο ‘δοκιμή - λάθος’, είτε από την παρατήρηση των άλλων και την πείρα τους. Με τον θάνατο ο άνθρωπος βιώνει ένα «τυφλό παίγνιο», αφού η μεν πείρα των άλλων δεν μπορεί να κοινολογηθεί εξ ορισμού, ενώ όσοι μιλούν γι’ αυτόν δεν έχουν πείρα του. Εν ολίγοις δεν υπάρχει διαθέσιμος επιστημονικός τρόπος να αποδειχθεί η ορθότητα μιας υπαρξιακής επιλογής και στάσης έναντι του θανάτου».
Σύμφωνα με τον π. Βασίλειο Θερμό: «Είναι η μοναδική πτυχή της ανθρώπινης ζωής για την οποία ισχύει ένα απόλυτο γνωσιολογικό κενό. Όλες οι στάσεις του ανθρώπου απέναντι σε άλλες πτυχές και φαινόμενα της ζωής επηρεάζονται και διορθώνονται, είτε από το δίπολο ‘δοκιμή - λάθος’, είτε από την παρατήρηση των άλλων και την πείρα τους. Με τον θάνατο ο άνθρωπος βιώνει ένα «τυφλό παίγνιο», αφού η μεν πείρα των άλλων δεν μπορεί να κοινολογηθεί εξ ορισμού, ενώ όσοι μιλούν γι’ αυτόν δεν έχουν πείρα του. Εν ολίγοις δεν υπάρχει διαθέσιμος επιστημονικός τρόπος να αποδειχθεί η ορθότητα μιας υπαρξιακής επιλογής και στάσης έναντι του θανάτου».
Ο Σωκράτης ονομάζει την προαναφερθείσα στάση ως αμάθεια επονείδιστη, το να νομίζει δηλαδή κανείς ότι γνωρίζει εκείνα που δεν γνωρίζει, όπως για παράδειγμα «τα του θανάτου».Ο φόβος του θανάτου, υποστηρίζει, πηγάζει από την πίστη ότι ο θάνατος είναι το χειρότερο κακό πάνω στη γη, κάτι που όμως κανένας δεν μπορεί να ξέρει με σιγουριά. Παρόλαυτά, οι περισσότεροι άνθρωποι ανέκαθεν καταβάλλονταν από δέος και τρόμο στη σκέψη του θανάτου, ενώ προσπαθούσαν να τον ξορκίσουν είτε αποσιωπώντας τον, είτε προσποιούμενοι ότι δεν εμπεριέχεται στη δική τους πραγματικότητα.
Η αντίληψη των αρχαίων ελλήνων για τον θάνατο.
Ήδη από την αρχαιότητα η ανάγκη κατανόησης και νοηματοδότησης του μυστηρίου του θανάτου ήταν διάχυτη στους μύθους και στα έπη, στις τραγωδίες, στις δοξασίες και στους λόγους των φιλοσόφων. Ο θάνατος, κατά τον Ησίοδο γινόταν αντιληπτός ως ο δίδυμος αδερφός του Ύπνου, δεινός θεός, που κατοικεί στα Τάρταρα και ο Ήλιος ποτέ δεν τον βλέπει. Η πίστη του αρχαίου κόσμου στις Μοίρες, κόρες της Νύκτας και ανώτερες οντότητες, οι οποίες καθόριζαν το πεπρωμένο ήταν βαθιά ριζωμένη στις ψυχές των ανθρώπων. Οι Μοίρες, συνήθως απεικονίζονταν να κλώθουν το νήμα, που συμβολίζει την ανθρώπινη ζωή: Η Κλωθώ, έγνεθε το νήμα της ζωής, η Λάχεση, μοίραζε τους κλήρους, ενώ η Άτροπος έκοβε την κλωστή της ζωής των ανθρώπων, όταν ήταν γραφτό τους.
Στην ομηρική εκδοχή, ο θάνατος κατοικούσε στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου. Σύμφωνα με αυτήν, ο ψυχοπομπός Ερμής μετέφερε την ψυχή του νεκρού στη λίμνη Αχερουσία όπου την παραλάμβανε ο βαρκάρης Χάρων και τη μετέφερε στον Άδη. Μπαίνοντας στη γη των νεκρών οι ψυχές περνούσαν από τρεις κριτές: το Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό, των οποίων οι αποφάσεις θεωρούνταν αμετάκλητες. Η ψυχή του νεκρού έβρισκε ανάπαυση μόνο όταν οι ζωντανοί ενταφίαζαν το σώμα, διαφορετικά η ψυχή ήταν καταδικασμένη να περιπλανιέται αδιάκοπα χωρίς να βρίσκει ποτέ γαλήνη. Μερικές καλές και αγαθές ψυχές πήγαιναν στα Ηλύσια Πεδία, όπου επικρατούσε αιώνια άνοιξη και οι πηγές της Λήθης ανάβλυζαν νέκταρ, το οποίο έκανε τους νεκρούς να λησμονούν, απολαμβάνοντας την αθανασία με τους θεούς.
Οι τραγικοί ποιητές, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν το μυστήριο του θανάτου, άλλοτε παρουσίαζαν τον θάνατο σκληρό και ανηλεή θεό, που δεν δωροδοκείται, ούτε με θυσίες ούτε με δώρα, και άλλοτε σαν ευεργέτη που απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων. Οι ήρωές τους παρουσιάζονταν ως δέσμιοι της μοίρας τους, οι οποίοι βρίσκονταν αεναώς αντιμέτωποι με τη θνητότητά τους, τσακίζονταν, θλίβονταν και πέθαιναν. Μόνο μέσα από τον πόνο, την οδύνη και την απώλεια βίωναν την κάθαρση και τη λύτρωση, καθώς εξαγνίζονταν και γαλήνευαν.
Οι περισσότεροι φιλόσοφοι θεωρούσαν την ψυχή «ουσία άυλη, άφθαρτη και αθάνατη», ενώ το σώμα «ορατόν και σύνθετον και γαιώδες και ανθρώπινον», (Πλάτωνος, Φαίδων). Ο Αναξαγόρας όρισε τον θάνατο ως τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, ενώ ο Σωκράτης υπήρξε συμφιλιωμένος με την ιδέα του θανάτου, καθώς πίστευε ότι ο θάνατος δεν είναι συμφορά αλλά απελευθέρωση της ψυχής από τη φυλακή του σώματος. Φιλοσοφία εστί «μελέτη θανάτου» έλεγε ο Πλάτωνας ενώ διακήρυττε και ο ίδιος την αθανασία της ψυχής. Ο Επίκουρος, στον αντίποδα, εκλογίκευε την έννοια του θανάτου, ενώ η προσέγγισή του εστίαζε στην αποτροπή του φόβου και του δέους που τον συνοδεύει. «Μηδὲν πρὸς ἡμᾶς εἶναι τὸν θάνατον», έλεγε και εννοούσε αυτό ακριβώς, ότι δηλαδή ο θάνατος είναι ένα τίποτα, οπότε και δεν πρέπει να μας τρομάζει. Οι Στωικοί από την άλλη, δίδασκαν ότι ο θάνατος είναι το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής, κρατώντας μια στάση απάθειας και αταραξίας απέναντι του.
Ο θάνατος στη λογοτεχνία.
Οι περισσότεροι σπουδαίοι λογοτέχνες προσπάθησαν να νοηματοδοτήσουν το μυστήριο του θανάτου μέσα από το έργο τους. Τα λόγια του Ελύτη, ξεκάθαρα το αποτυπώνουν: «Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός. Γι΄αυτό γράφω». Ο Καζαντζάκης μίλησε για τη δική του εκδοχή:«Eρχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος». Ο Παπαδιαμάντης έπλεκε το μυστήριο της ζωής και του θανάτου στα διηγήματά του για να δείξει ότι και τα δύο συνυπάρχουν στην καθημερινότητά μας, το ένα αναπόσπαστο κομμάτι του άλλου. Οι αναφορές του στον θάνατο πάντα εναλλάσσονταν με τις αναφορές στη ζωή, υποδεικνύοντας την πανανθρώπινη αλήθεια ότι όσο τραγική κι αν είναι η μοίρα των ανθρώπων, η ζωή συνεχίζει την αέναη πορεία της. Ο Παπαδιαμάντης αγκάλιαζε τους πενθούντες ήρωές του με συμπόνια, ανθρωπιά και κατανόηση, αναγνωρίζοντας το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης και τη θνητότητα που τη χαρακτηρίζει: «Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου», έκλεινε το διήγημά του «Το μοιρολόγι της φώκιας». Στο έργο του Εμπειρίκου, ο θάνατος μετατρέπεται από τέλος σε αρχή, όντας μέρος ενός αέναου κύκλου. Ο θάνατος περικλείει το οξύμωρο και αντιφατικό νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης: «...έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου», συνύπαρξη υπαρκτή και αναγκαία.
Η σημασία του πένθους
Σύμφωνα με τον πρωτοπόρο Ψυχαναλυτή Otto Rank (1924), το πρωταρχικό τραύμα - πένθος που βιώνει ο άνθρωπος είναι όταν αποχωρίζεται το ζεστό και ασφαλές ενδομήτριο περιβάλλον της μητέρας του για να γεννηθεί. Ο ερχομός του στον κόσμο συνοδεύεται από ένα δυνατό σοκ, καθώς από το σκοτάδι έρχεται στο φως.
Η γέννηση θεωρείται ως η διακοπή της ευτυχούς ζωής της μήτρας. Πρόκειται για μια διαδικασία, τόσο οδυνηρή,από την οποία οι άνθρωποι προσπαθούν να ανακάμψουν σ το υπόλοιπο της ζωής τους. Ο Φρόιντ στο βιβλίο του «Πένθος και μελαγχολία», διερευνώντας τη φύση της μελαγχολίας βασίζεται στο βίωμα του πένθους, το οποίο και χρησιμοποιεί ως φυσιολογικό πρότυπο, για να στηρίξει τη μελέτη του.
Σημειώνει πως στο πένθος ο κόσμος βιώνεται φτωχός και άδειος ενώ το πένθος και η μελαγχολία συγκλίνουν σε κάποια σημεία, καθώς και τα δύο πυροδοτούνται από το ίδιο φαινόμενο, την απώλεια. Σε άλλο έργο του
με τίτλο «Πέραν της αρχής της ηδονής», δηλώνει ότι η επιθυμία της ζωής και του θανάτου "συγκατοικούν" μέσα μας και ότι ο θάνατος είναι το φυσικό ταίρι του έρωτα.
Το βίωμα και η διάρκεια του πένθους ποικίλει, καθώς η δυνατή αυτή εμπειρία της απώλειας αδυνατεί να χωρέσει σε συγκεκριμένα πλαίσια και χρονοδιαγράμματα. Σε κάθε πολιτισμό, κοινωνία, και κουλτούρα η σημασία που αποδίδεται στον θάνατο και ο τρόπος που αυτός γίνεται αντιληπτός επιδρούν βαθιά στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων καθώς και στον τρόπο διαχείρισης του πένθους τους. Πρόκειται για μία ιδιαίτερη διαδικασία που απαιτεί χρόνο και η ολοκλήρωσή της εξαρτάται από αναρίθμητους παράγοντες (π.χ. τα αίτια και η φύση του θανάτου, η ηλικία, η προσωπικότητα, η ψυχική συγκρότηση του ατόμου που πενθεί, η σχέση του με τον εκλιπόντα, η φάση ζωής στην οποία βρίσκεται, πιθανές πρότερες απώλειες, προσωπική κοσμοθεωρία για τη ζωή και τον θάνατο, ύπαρξη ή μη υποστηρικτικού πλαισίου, κ.ο.κ.).
Η Ψυχίατρος Dr Kubler Ross (1926 - 2004), εισήγαγε τα στάδια του πένθους, έχοντας αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στο ζήτημα από την επαφή της με ασθενείς που έπασχαν από τερματικές ασθένειες. Παρατήρησε πως τα άτομα που επρόκειτο να πεθάνουν, καθώς και τα άτομα που πενθούν αγαπημένο τους πρόσωπο περνούν από τις ακόλουθες πέντε διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις: άρνηση, θυμό, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή. Σύμφωνα με το θεώρημά της, το πέρασμα από το ένα στάδιο στο άλλο δεν ακολουθεί πάντα γραμμική πορεία, ούτε έχει την ίδια χρονική διάρκεια, ενώ μπορεί να συμβούν εναλλαγές από το ένα στάδιο στο άλλο, όπως η επιστροφή σε πρότερα στάδια, κ.ο.κ.
Το στάδιο της άρνησης περιλαμβάνει την αντίσταση/άρνηση του ατόμου στην προοπτική/πραγματικότητα του θανάτου, απορρίπτοντάς την ως αναληθή. Συνήθως η φάση αυτή διαρκεί λίγο. Υπάρχουν παρόλαυτά περιπτώσεις κατά τις οποίες το άτομο παραμένει σε μια φάση άρνησης για μεγάλο διάστημα, χάνοντας την επαφή του με την πραγματικότητα. Η συναισθηματική κατάσταση του θυμού περιλαμβάνεται στο δεύτερο στάδιο, όπου η συνειδητοποίηση του γεγονότος έχει αρχίσει. Το άτομο ψάχνει να βρει κάποια υπαιτιότητα πίσω από τον θάνατο, κάποιον ή κάτι γι’ αυτό που του συμβαίνει, αποδίδοντας εκεί το βάρος της ευθύνης. Συνήθεις αντιδράσεις είναι η οξυθυμία και ο εκνευρισμός, που μπορεί να απευθύνονται, είτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα, είτε πιο γενικευμένα και αόριστα. Η έκφραση του θυμού σε αυτό το στάδιο μοιάζει να λειτουργεί εκτονωτικά, βοηθώντας το άτομο να ανακουφίζει την ένταση που νιώθει εσωτερικά και να αποφορτίζεται συναισθηματικά.
Στο στάδιο της διαπραγμάτευσης, το άτομο επεξεργάζεται γνωστικά τον θάνατο. Σκέφτεται περισσότερο τι συνέβη και γιατί, ενώ αναρωτιέται «τι θα γινόταν αν...». Κατά την Kubler - Ross η διαπραγμάτευση κινείται από το παρελθόν στο μέλλον. Μοιάζει με την προσπάθεια του ατόμου να γεφυρώσει την ίδια του τη ζωή που έχει κοπεί στα δύο. Είναι η αναζήτηση δύναμης και θέτησης νέων ορίων για να μπορέσει να συνεχίσει. Η κατάθλιψη που ακολουθεί χαρακτηρίζεται από βαθύ πένθος και θρήνο, συναισθήματα που επισκιάζουν και αποδιοργανώνουν τη ζωή του ατόμου σε όλα τα επίπεδα. Το άτομο έχει την τάση να απομονώνεται, ενώ χάνει κάθε ενδιαφέρον και ευχαρίστηση από τις καθημερινές του δραστηριότητες. Το στάδιο αυτό δεν νοείται ως ψυχική διαταραχή, καθώς πρόκειται για το βίωμα της απώλειας, το οποίο σταδιακά θα δώσει τη θέση του στην αποδοχή της κατάστασης. Σε αυτή τη φάση έρχεται η εξοικείωση με την απώλεια και η προσαρμογή σε μια νέα πραγματικότητα που δεν περιλαμβάνει το αγαπημένο πρόσωπο. Η έκφραση και η αποδοχή των συναισθημάτων συμβάλλει σημαντικά στην αποδοχή του γεγονότος και στη συνέχιση μιας φυσιολογικής πορείας προς την καθημερινότητα.
Η ανάγκη διεργασίας του πένθους.
Ο δρόμος του πένθους στις σημερινές μεταμοντέρνες και ορθολογιστικές κοινωνίες αποτελεί μια εξαιρετικά μοναχική και επώδυνη διαδικασία, καθώς όλο και περισσότερο απομακρυνόμαστε από την αλήθεια που αυτό περικλείει και από όλα αυτά που τελικά μπορεί να διδάξει. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες παρατηρούμε ότι οι παραδοσιακές τελετές τείνουν να εξαλειφθούν, τα φάρμακα προτείνονται ως ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης, ενώ επιβάλλεται κάθε μορφή απώθησης, άρνησης και αποφυγής των συναισθημάτων που γεννά η απώλεια.
Ο Ίρβιν Γιάλομ (2016), παραδέχεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη η φιλοσοφική ενασχόληση με την κατανόηση της ανθρώπινης θνητότητας. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεν είναι εύκολο να ζει κανείς κάθε στιγμή, έχοντας ολοκληρωτική συνείδηση του θανάτου. Είναι σαν να προσπαθείς να γυρίσεις τα μάτια σου στον ήλιο: για πολύ λίγο μπορείς να το αντέξεις. Επειδή δεν μπορούμε να ζήσουμε πετρωμένοι από φόβο, γεννάμε μεθόδους για να μαλακώσουμε τον τρόμο του θανάτου. Προβάλλουμε τον εαυτό μας στο μέλλον μέσα από τα παιδιά μας. Γινόμαστε πλούσιοι, διάσημοι, επεκτεινόμαστε όλο και πιο πολύ. Αναπτύσσουμε καταναγκαστικές προστατευτικές τελετουργίες».Και συνεχίζει σε άλλο σημείο, λέγοντας πως ακόμη και στο σύγχρονο πεδίο της ψυχοθεραπείας παρατηρείται επίσης η αποφυγή να διερευνηθεί ο φόβος του θανάτου. Στο κατεξοχήν αυτό εξειδικευμένο πλαίσιο, το οποίο επιμένει τόσο πολύ στην ανασκαφή των βαθύτερων στρωμάτων της σκέψης και το οποίο είναι αφιερωμένο στην κριτική αυτοεξερεύνηση, αποφεύγεται να εξεταστεί ο υπέρτατος και διάχυτος αυτός παράγοντας που βρίσκεται πίσω από ένα τόσο μεγάλο μέρος της συναισθηματικής μας ζωής.
Η ίδια η πραγματικότητα όμως μας φέρνει αναπόφευκτα μπροστά στον θάνατο και ως εκ τούτου στην ανάγκη διαχείρισής του. Ο αρχαίος έλληνας ποιητής και συγγραφέας Μένανδρος έλεγε ''Ανήρ ο φεύγων και πάλι μαχήσεται", που σημαίνει «Αυτός που αποφεύγει τη μάχη, στο τέλος θα τη δώσει». Όταν για παράδειγμα ένα μέλος μιας οικογένειας πεθαίνει, αναπόφευκτα ο αντίκτυπος της απώλειάς του διεισδύει βαθιά σε ολόκληρο το οικογενειακό σύστημα με διάφορους τρόπους, συνειδητούς και ασυνείδητους, ακόμη κι αν η οικογένεια αποφεύγει να τον αντιμετωπίσει.
Μέσα σε ένα επιβαρυμένο συναισθηματικά κλίμα, όπως το πένθος, οι οικογενειακοί ρόλοι και οι ευθύνες μετατοπίζονται, οι σχέσεις αλλάζουν, η επικοινωνία και η αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ των μελών κλονίζονται. Η οικογένεια καλείται να προσδιορίσει εκ νέου ρόλους και ευθύνες, αντικαθιστώντας παλαιότερα μοντέλα αλληλεπίδρασης και συνύπαρξης, αντισταθμίζοντας την απουσία σε λειτουργικό και συναισθηματικό επίπεδο αν θέλει να επιβιώσει συναισθηματικά. Ως εκ τούτου η έκφραση των οδυνηρών συναισθημάτων, καθώς και η αναγνώριση των νέων ισορροπιών που δημιουργούνται μετά την απώλεια στην οικογένεια, αποτελούν βασικά σημεία πλοήγησης της οικογένειας προς μια νέα κατεύθυνση.
O Thomas Attig (2010), στο βιβλίο του «Πώς θρηνούμε: ξαναμαθαίνοντας τον κόσμο» τονίζει ότι ο καθένας από εμάς βρίσκεται στο κέντρο μιας εμπειρίας του κόσμου, που είναι μοναδικά δική του. Μέσα στους καθαρά προσωπικούς μας κόσμους μαθαίνουμε να αισθανόμαστε, να συμπεριφερόμαστε, να σκεφτόμαστε, να περιμένουμε και να ελπίζουμε ότι όσοι μας νοιάζονται θα συνεχίσουν να ζουν. Όταν όμως κάποιος σημαντικός για εμάς άνθρωπος πεθαίνει, παραμένουμε με τον ίδιο τρόπο στον κόσμο, όπως είχαμε πριν από τον θάνατο, αλλά είναι αδύνατο να συνεχίζουμε να διατηρούμε αυτή τη στάση. Η απώλεια του αγαπημένου προσώπου μας προκαλεί να μάθουμε νέους τρόπους αίσθησης, συμπεριφοράς, σκέψης, αναμονής και ελπίδας. Μας καλεί, με άλλα λόγια, να δημιουργήσουμε έναν καινούργιο κόσμο από την αρχή.
Είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά διαφέρουν πολύ, όχι μόνο στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον θάνατο, αλλά και στον τρόπο που τελικά θρηνούν. Ο καθένας θρηνεί την απώλεια με τον δικό του μοναδικό τρόπο και οι αντιδράσεις ποικίλουν. Η αδυναμία κατανόησης και αποδοχής των διαφορετικών τρόπων διαχείρισης του πένθους μπορεί να αυξήσει την ένταση και να εγείρει συγκρούσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, οι συμπεριφορές μπορούν να παρερμηνευθούν, οι ανάγκες μπορεί να παρεξηγηθούν και οι προσδοκίες ίσως να μην ικανοποιηθούν. Τα παιδιά και οι ενήλικες έχουν διαφορετικές ανάγκες και ως εκ τούτου χρειάζονται διαφορετικό τρόπο προσέγγισης και υποστήριξης.
Οι άνδρες για παράδειγμα, είναι λιγότερο πιθανό να αναζητήσουν βοήθεια και στήριξη προκειμένου να εκφράσουν, είτε το άγχος που σχετίζεται με την υπαρξιακή αγωνία του δικού τους επικείμενου θανάτου, είτε με τον πόνο και τη θλίψη τους απέναντι στον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Όντας εμπλεγμένοι για αιώνες σε στερεοτυπικούς ρόλους που απαιτούν τη ''συμμόρφωσή'' τους σε έναν συγκεκριμένο κώδικα ανδρικής συμπεριφοράς, ο οποίος θεωρεί ντροπή την αδυναμία, την ευαισθησία και το μοίρασμα επώδυνων συναισθημάτων, καταπνίγουν την οδύνη του θανάτου (Μπαρμπαλιού, 2017). Ως εκ τούτου, χρειάζονται μεγαλύτερη ενθάρρυνση προκειμένου να μοιραστούν τα συναισθήματά τους, να διερευνήσουν τη σημασία της αγωνίας αλλά και της απώλειας που βιώνουν και να αποδεχτούν την ανθρώπινη και ευαίσθητη πλευρά τους ως αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής τους.
Σύμφωνα με τον Μπουκάϊ (2012), οι απώλειες αποτελούν μέρος της ζωής μας. Είναι σταθερές καθολικές και αναπόδραστες, και τις χαρακτηρίζουμε «απαραίτητες», γιατί μέσα απ΄ αυτές μεγαλώνουμε και ολοκληρωνόμαστε σαν άνθρωποι. Είναι οδυνηρό να αφήνουμε πίσω μας πράγματα, πρόσωπα, τόπους και καταστάσεις, είναι οδυνηρό να αφήσουμε την παιδική μας ηλικία, την εφηβεία, τα νιάτα... Συνειδητοποιούμε ότι όλα μας τα βιώματα καταλήγουν σε μια απώλεια. Χάνουμε ορισμένα πράγματα, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να κερδίσουμε κάποια άλλα. Οι απώλειες είναι αναγκαίες για την κατάκτηση της ωριμότητας. Οι απώλειες είναι αναγκαίες για να προχωρήσουμε.
Στη χριστιανική πίστη η οδύνη της θνητότητας καταπραΰνεται μέσα από την πίστη της Ανάστασης του Χριστού και την ελπίδα της αιώνιας ζωής. Ο άνθρωπος διδάσκεται μέσα από τον θάνατο το νόημα της επίγειας ζωής. Στις παραμυθητικές επιστολές του ο Μ. Βασίλειος, κατανοώντας τον πόνο και τη βαθιά θλίψη που προκαλεί ο θάνατος πιστεύει ότι τις πρώτες ημέρες πρέπει κανείς να σιωπά μπροστά στους πενθούντες. Ακόμη και τα παρηγορητικά λόγια, μερικές φορές μπορεί να ενοχλούν, αναφέρει, όπως ενοχλεί «τον φλεγμαίνοντα οφθαλμό και το πιο απαλό επίθεμα».Σε άλλο σημείο, αναφέρει ότι ο πενθών δεν χρειάζεται ούτε να αποδιώξει τελείως την λύπη από την καρδιά του, αλλά ούτε και να επιτρέψει στη λύπη να την αφανίσει. «Τι ουν παράδοξον, ει απέθανεν ο θνητός;» διερωτάται. Και η κτίσις είναι θνητή: ο ουρανός, η γη, τα άστρα. Τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο υπόκεινται στη φθορά, όλα οδηγούνται στον θάνατο, τίποτε δε θα μείνει αιώνιο.
Εν κατακλείδι, μόνο όταν συνειδητοποιούμε το εφήμερο της ζωής μας, διατηρώντας παράλληλα τη ''μνήμη θανάτου'', μπορούμε και να μετριάσουμε, τόσο το άγχος θανάτου που μας βασανίζει, όσο και τη διαχείριση κάθε απώλειας. Όταν ο θάνατος γίνεται αποδεκτός, ως αναπότρεπτο μέρος της θνητής μας ύπαρξης, τότε μπορούμε να αποδώσουμε βαθύτερο νόημα στη ζωή μας, καθώς παρακινούμαστε να ζήσουμε με αγάπη, ταπεινότητα, ενσυναίσθηση και κατανόηση.
Βιβλιογραφία
Attig, T. (1996). How we grieve: Relearning the world. New York: Oxford University Press.
Ελύτης, Ο. (1987).Ανοιχτά Χαρτιά. Αθήνα: Ίκαρος.
Εμπειρίκος, Α. (1989). Οκτάνα. Αθήνα: Ίκαρος.
Freud, S. (2017). Πένθος και Μελαγχολία. Αθήνα: Νίκας
π. Ζήσης, Θ. (2001). Παρηγορία πενθούντων. Οι Παρηγορητικές Επιστολές του Μ. Βασιλείου. Εκδόσεις:Σειρά "Καιρός" Θέματα Εκκλησιαστικής Επικαιρότητος.
π.Θερμός, Β. (2011). Θρησκείες και θάνατος: Η δοκιμασία του προσώπου. (http://o - nekros.blogspot.gr/2011/07/blog - post_04.html, τελευταία ανάκτηση 12/02/18).
Καζαντζάκης, Ν. (2009). Ασκητική. Εκδόσεις: Καζαντζάκη.
Kubler - Ross, E. (1969). On death and dying.New York: The Macmillan Company.
Μπουκάι Χ. (2012). Ο Δρόμος των δακρύων. Αθήνα: Όπερα
Μπαρμπαλιού, Ε. (2017). Η επιστροφή του άνδρα. Λύνοντας τη σιωπή αιώνων. Εκδόσεις: Πεδίο.
Παπαδιαμάντης, Α. (2000). Το μοιρολόγι της φώκιας. Όνειρο στο κύμα. Έρως – ήρως. Εκδόσεις Παπαζήση.
Rank, O., Lieberman, E., James (1993).The Trauma of Birth. New York: Dover Publications.
Φρόυντ, Σ. (2014). Πέραν της Αρχής της Ηδονής. Εκδόσεις Επίκουρος
Η κυρία Ελισάβετ Μπαρμπαλιού είναι Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Κέντρο Συστημικής Ψυχοθεραπείας & Έρευνας
www.psychotherapycenter.gr
Πηγή: tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.